Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

31 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 31η

Γ' μέρος του 9ου κεφαλαίου.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης κι η κουστωδία του βρίσκονται ακόμη στην Προύσα, όπου, εξυφαίνεται μια συνωμοσία. Είναι μια συνωμοσία για την άνθιση του νέου ελληνισμού που θα συμπληρώσει την ρωμιοσύνη. Οι συνωμότες έχουν επικεφαλής τους τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, νόμιμο αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και την Άννα Αγγελίνα αυτοκρατόρισσα, γυναίκα του Θεόδωρου Λάσκαρη και κόρη του Αλέξιου Γ'. Ελπίζουν ότι με τη δράση τους θα φέρουν στο προσκήνιο στοιχεία του ξεχασμένου ελληνισμού που θα μπολιάσουν την ρωμιοσύνη. Με τον τρόπο αυτό θα ανανεώσουν την αυτοκρατορία και θα την προσανατολίσουν σωστά, ώστε, να μπορέσει να αμυνθεί απέναντι στους εχθρούς που την περιβάλλουν. Καταλήγουν σε μια διακήρυξη που περιέχει ένα πολιτικό και πολιτισμικό σχέδιο εμποτισμένο με νέα σύμβολα και νέες ρηξικέλευθες ιδέες.
*****************************
παραπομπή (*): 
Την ιστορία της σωτηρίας του Νικήτα Χωνιάτη διασώζει ή πλάθει ο Ουμπέρτο Έκο στο μυθιστόρημά του Μπαουντολίνο.
Γ’ Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

«Σας περιμέναμε» είπε ο Καλλίμαχος μόλις είδε την Ζωή και τον Νικηφόρο να μπαίνουν στην αυλή.
«Ποιοι μας περιμένατε;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Η Μεγαλειότητά του ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης κι η Ευσεβεστάτη Άννα Αγγελίνα.»
Δεν υπήρχαν Προυσιανοί. Μπροστά τους δεν έκαναν χρήση των αυτοκρατορικών τίτλων. Στις συζητήσεις τους, όμως, οι Λασκαραίοι ήταν αυτοκράτορες εξ ου κι οι προσφωνήσεις. «Τι να μας θέλουν;» ψιθύρισε ο Νικηφόρος στη Ζωή.
«Αν είναι αυτό που υποψιάζομαι, τότε θα βρεθούμε στο εξοχικό της Άννας» του είπε εκείνη.
«Έτσι είναι» την επιβεβαίωσε ο Καλλίμαχος. «Αύριο το μεσημέρι θα γίνει η συνεδρίαση.»
Ο Νικηφόρος απόρησε με αυτήν την συνάντηση που την είχαν κιόλας κανονίσει. Απόρησε που η Ζωή γνώριζε και δεν ξαφνιάστηκε.
«Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, η Άννα Αγγελίνα, εσύ, εγώ κι ο Καλλίμαχος» του είπε η Ζωή. «Ξέρω ότι ήθελαν να γίνει αυτή η συνάντηση πριν την αναχώρησή σου.»
«Θα είναι και ο Λογοθέτης κυρ-Νικήτας Χωνιάτης κι ο δούλος σας Διογένης Ιάσων» συμπλήρωσε ο Καλλίμαχος.
«Πάμε, θα σου εξηγήσω» του είπε η Ζωή.
Ήταν περίεργη η συνάντηση των πρώτων πέντε που ανέφερε η Ζωή, αλλά, τώρα παραξένευε ακόμα περισσότερο. Με το άκουσμα των ονομάτων του κυρ-Νικήτα και του Διογένη, ο Νικηφόρος απόρησε. Συνειδητοποίησε ότι ο Χωνιάτης είχε έρθει στην Προύσα, άρα είχε σώσει την οικογένειά του. Αυτό ήταν ένα νέο. Όμως ο Διογένης; Ποιος θα ήταν ο ρόλος του τρελού ερημίτη σε μια σύσκεψη με τον αυτοκράτορα;
Βέβαια είχε βοηθήσει να γίνει αποδεκτός ως Δεσπότης ο Θεόδωρος, όμως, τι δουλειά είχε εδώ. Ο τρελός του χωριού ομοτράπεζος ενός Αυτοκράτορα, του Λογοθέτη του και μιας Αυτοκρατόρισσας; Πήγαινε πολύ. Αλλά και για τον εαυτό του είχε απορία. Δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένας ναυτικός, δεν είχε καν ρωμαϊκό αξίωμα. Γιατί να μετείχε σε μια σύσκεψη η οποία, μάλιστα, γινόταν πριν την αναχώρησή του, ώστε να είναι παρών.
Η Ζωή ανέλαβε να του εξηγήσει. Στη σύσκεψη που διοργάνωναν θα ακούγονταν σκέψεις που ως τώρα εθεωρούντο αιρετικές. Κάποιοι θα τις χαρακτήριζαν προδοτικές. Ωστόσο όσοι συμμετείχαν θα προσπαθούσαν να βρουν μια χρησιμότητα στις σκέψεις αυτές. Θα κοιτούσαν να τις βάλουν σε εφαρμογή καταστρώνοντας ένα σχέδιο. Δεν υπήρχε λόγος να το ξέρουν καχύποπτα μάτια ή αυτιά, γι αυτό και ξεκινούσαν συνωμοτικά. Ήλπιζαν ότι κάποια στιγμή θα έβγαιναν ανοιχτά για να πουν αυτά που πίστευαν. Σε αυτή την συνωμοσία, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος θα ήταν η κεφαλή κι ο κυρ-Νικήτας εγκέφαλος. Ο Νικηφόρος θα ήταν ο αγγελιαφόρος κι η Άννα Αγγελίνα με τη Ζωή θα αποτελούσαν την ψυχή της.
«Ποιο είναι το σχέδιο που πρέπει να μπει σε εφαρμογή; Και γιατί χρειάζεται μια συνωμοσία για να το σπρώξει;» ρώτησε ο Νικηφόρος
Του εξήγησε αναλυτικά με υπομονή αλλά και μια φλόγα που φαινόταν να την διακατέχει απόλυτα. Ήταν προφανές ότι αυτό που θα συνέβαινε την ενέπνεε και την ενθουσίαζε. Του είπε για τις σκέψεις που οδηγούσαν κάποιους ανθρώπους σε αυτήν τη σύσκεψη. Ήταν σχεδόν ίδιες με εκείνες που έκαναν ο Νικηφόρος με τον Μιχαήλ Ακομινάτο στην Αθήνα. Ήταν αυτά που επιδίωκαν να τα κάνουν κτήμα όσο περισσοτέρων γινόταν στη Ρωμανία. Θεωρούσαν κι αυτοί πως η αυτοκρατορία έπρεπε να παίρνει δύναμη από το γένος των Γραικών. Θα έπρεπε να αλλάξει για να έχει μέλλον στους δύσκολου καιρούς. Αυτή η αλλαγή μπορούσε να στηριχτεί, κυρίως, στο γένος των Γραικών που μιλούν την ελληνική γλώσσα. Ως τώρα στηρίγματα ήταν η Ορθοδοξία κι η Ρωμιοσύνη, ήταν φανερό, όμως, ότι δεν έφταναν.
«Δεν απορρίπτουν τον χριστιανισμό. Δεν είναι οπαδοί καμιάς νέας αίρεσης» του εξήγησε. «Πιστεύουν, όμως, ότι δεν αρκεί πια η πίστη για να δένει τον λαό με το κράτος.»
«Δεν μου είναι ξένες αυτές οι σκέψεις» της είπε.
«Το γνωρίζουμε κι εγώ κι όλοι. Γι αυτό θέλουν να σου μιλήσουν όσο είσαι ακόμα εδώ κι εσύ.»
«Σε τι θα χρησιμέψω εγώ;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Εσύ θα μεταφέρεις το μήνυμα φεύγοντας από εδώ. Είναι σημαντικό αυτό.»
«Και πώς αποφάσισαν οι Ρωμιοί να ξαναθυμηθούν την ελληνική τους καταγωγή;» ρώτησε λίγο ειρωνικά ο Νικηφόρος.
«Η ορθοδοξία κι η ρωμαϊκή οικουμενική κληρονομιά ήταν χρήσιμες όσο διεκδικούσαν την οικουμένη ολόκληρη. Όσο είχαν φιλοδοξίες για ένα παγκόσμιο χριστιανικό κράτος ήταν αναγκαίες. Τώρα, όμως, φάνηκε ότι ήταν χίμαιρες. Χρειάζεται μια αναγέννηση. Πρώτα να πεισθούν πρώτα τα εκλεκτά μέλη των Ρωμαίων και μετά ο απλός λαός.»
«Μιλάτε για το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας;»
«Ναι. Πιστεύουν ότι η νέα ελληνική αυτοκρατορία θα ιδρυθεί στα ερείπια αυτής που διέλυσαν οι σταυροφόροι.»
«Και τα λένε αυτά ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης κι η Άννα η σύζυγος του Θεόδωρου;»
«Ναι» είπε η Ζωή. «Δεν είναι υπέροχο που στην κορυφή του κινήματος βρίσκονται οι κεφαλές του κράτους;»
Ο Νικηφόρος δεν ήξερε τι να πει. Η αλήθεια ήταν ότι ο ίδιος είχε κοπιάσει για να φέρει βιβλία και περγαμηνές για να υποστηρίξει ακριβώς αυτό. Η αυτοκρατορία δεν ήταν ρωμαϊκή εδώ και πολλά χρόνια τώρα. Ελληνική ήταν και θα έπρεπε να το συνειδητοποιήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Πίστευε κι αυτός στην ιδέα που του περιέγραφε η Ζωή. Κι ήταν αλήθεια πως έπρεπε πρώτα να πεισθούν να την αποδεχτούν τα εκλεκτά μέλη της ρωμαϊκής κοινωνίας. Μόνο έτσι θα μπορούσε να γίνει κατανοητή κι από τον λαό. Γιατί ο αμόρφωτος αγρότης, ο δουλοπάροικος, που αμειβόταν με πενταροδεκάρες δεν είχε χρόνο για μεγάλες ιδέες. Κοιτούσε μόνο πώς να επιβιώσει.
«Γιατί συζητούν κρυφά; Τι φοβούνται;»
«Φοβούνται τους άρχοντες που βλέπουν την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης σαν ευκαιρία. Αυτούς που νοιάζονται μόνο για τα προνόμιά τους.»
Ο Νικηφόρος της έδινε δίκιο. Οι περιφερόμενοι Αλέξιοι κι όσοι εξαρτιόνταν από αυτούς, θα έφριτταν μ’ αυτές τις ιδέες. Ακόμα και κάποιοι ευγενείς πιστοί στον Θεόδωρο, ανήκαν σε αυτή την κατηγορία. Δεν θα ήθελαν να ακούσουν το παραμικρό έξω από την Ρωμαϊκή παράδοση.
«Το βλέπω πως αυτοί θα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα» συμφώνησε ο Νικηφόρος.
«Φοβούνται και την εκκλησία» συνέχισε η Ζωή. «Είναι οι παπάδες και τα μοναστήρια, είναι οι θρησκόληπτοι που θα αντιδράσουν. Δεν είναι μόνο αυτοί που έχουν ηγεμονική θέση στο κράτος αλλά κι ο λαός. Σκέψου τις γυναίκες που ανάβουν καντήλια κι αφιερώνουν τη ζωή τους στην Παναγία.»
«Κανείς δεν λέει ότι είναι εύκολα» είπε ο Νικηφόρος. «Πρέπει, όμως, να τους φοβούνται τόσο πολύ;»
«Φοβούνται πως όσοι δεν καταλάβουν τι λέμε δεν θα μείνουν, απλά, αδιάφοροι, αλλά, θα μας πολεμήσουν. Ο λαός έχει μάθει να ακούει “Έλλην ή Γραικός” και φτύνει στον κόρφο του. Πώς θα το πάρουν αν μάθουν ότι θέλουμε να ονομάζεται περήφανα “Έλληνας”; Μέχρι τώρα όποιος χαρακτηριζόταν σαν “Έλληνας” θεωρείτο αιρετικός και ειδωλολάτρης. Κινδύνευε με μια καταγγελία να χάσει την περιουσία του, ακόμη και την ίδια τη ζωή του. Καταλαβαίνεις πόσο θα αντιδράσουν οι Ρωμιοί όταν μάθουν το σχέδιο; Θα νομίζουν ότι γίνεται για να τους κάνουν αιρετικούς. Θα πιστέψουν ότι είναι έργο διαβόλου. Θα υπάρχουν και οι καλοθελητές για να το διαβάλλουν. Επομένως -τι νομίζεις;- δεν πρέπει να φοβούνται για όλα αυτά;«
«Γι αυτό λοιπόν η τόση συνωμοτικότητα;»
«Γι αυτό!»
«Κι ο Διογένης; Τι δουλειά έχει ένας ερημίτης μοναχός, ένας φανατικός, σε μια τέτοια σύσκεψη; Αυτός συμφωνεί με το σχέδιο; Τι καταλαβαίνει απ’ αυτά που μου είπες;»
«Αυτό δεν το ξέρω» σήκωσε τα χέρια ψηλά η Ζωή. «Δεν τον κάλεσα εγώ. Ίσως να τον θέλουν για να περάσουν κάποια μηνύματα στον κόσμο.»
«Κι η δική μου παρουσία; Τι θα μπορούσα να μεταφέρω για να είμαι χρήσιμος; Σκέτα λόγια;»
«Υπάρχουν περγαμηνές, σφραγίδες, σύμβολα» του είπε. «Θα χρειαστεί κάποια απ’ αυτά να τα πας με τα χέρια σου.»
Η σύσκεψη έγινε την άλλη μέρα. Στο εξοχικό της Άννας δεν υπήρχε ούτε υπηρέτης ούτε φύλακας. Παρόντες ήταν μόνο οι επτά. Ο αυτοκράτορας κι η κουνιάδα του ήταν από νωρίς με τον Καλλίμαχο που φρόντιζε για την υποδοχή των υπολοίπων. Ο Νικηφόρος κι η Ζωή ήρθαν αμέσως μετά, κι ο Καλλίμαχος έφερε τον Διογένη. Ο ερημίτης ήταν εξώκοσμη μορφή με μια τεράστια γενειάδα κι ανακατεμένα μαλλιά, αλλά, τουλάχιστον ήταν καθαρός. Ο Διογένης προσκύνησε τον Κωνσταντίνο και την Άννα Αγγελίνα αποκαλώντας τους “ευσεβέστατους”. Εκείνοι τον σήκωσαν και τον χαιρέτισαν σαν ισάξιο, βασιλείς αυτοί κι εκείνος επαίτης. Κάθισε στο κάθισμα που του υπέδειξαν. Ο Νικηφόρος κι η Ζωή είδαν έναν άνθρωπο καθόλου τρελό ή αλλοπαρμένο. Έδειξε την συμπάθειά του για τη Ζωή με ένα του χαμόγελο. Κατόπιν ήρθε κι ο Χωνιάτης.
«Σας χαιρετώ όλους» είπε κι υποκλίθηκε ελαφρά προς τον Κωνσταντίνο και την Άννα Αγγελίνα. «Νικηφόρε, χαίρομαι που είσαι εδώ, κι εσύ αγαπητή μου Ζωή.»
Είχαν να τον δουν απ’ την αποφράδα μέρα της άλωσης. Τότε που οι σταυροφόροι έμπαιναν στην Πόλη παρελαύνοντας κι έσπρωχναν σαν ανεπιθύμητα κουνούπια τους ικέτες. Τότε που προσπέρασαν τους ιερωμένους και τους κοσμικούς που, με εικόνες και θυμιατά στα χέρια, εκλιπαρούσαν για έλεος. Χάρηκαν που τον είδαν κι έπεσαν στην αγκαλιά του συγκινημένοι. Είχαν μάθει για τις δυσκολίες του ώσπου να βγει από την Πόλη.
Ο Γενουάτης φίλος του είχε πάει να τον βρει ντυμένος με στολή Βενετού σταυροφόρου. Ο ίδιος ήταν έμπορος, δεν είχε ιδέα από όπλα. Με σιδερένια φορεσιά, κράνος κι ασπίδα, που είχε πάνω της μαύρο σταυρό, μπήκε στο σπίτι του Νικήτα. Του εξήγησε τον μοναδικό τρόπο που είχε σκεφτεί για να τον φυγαδεύσει. Έδεσε τον κυρ-Νικήτα κι όλη του την οικογένεια, μαζί τους και τον Πατριάρχη Καματηρό που κρυβόταν στου Χωνιάτη. Τους πέρασε αλυσοδεμένους μέσα από τα στίφη των στρατιωτών του Χριστού. Διψούσαν για αίμα Ρωμιών, κορμιά γυναικών και κάθε είδους ασημικό, αλλά, σεβάστηκαν την λεία του.
Λίγο έλειψε να χάσουν μιαν ανιψιά του από κάποιους μεθυσμένους, επιθετικούς σταυροφόρους. Λέγοντας πως ήταν δικοί του αιχμάλωτοι και περιουσία της Γαληνοτάτης, ο πονηρός Γενοβέζος τους γλίτωσε(*). Ο Μπαρτολομέο Τιέπολο χρωστούσε μεγάλη χάρη στον Νικήτα, και την ξεπλήρωσε περνώντας μέσα από φωτιά και τσεκούρι. Τους οδήγησε μέχρι έξω απ’ την Πύλη της Σηλυβρίας κι εκεί τους έδωσε την ελευθερία τους.
«Το τι περάσαμε δεν λέγεται» είπε ο Νικήτας. «Το ότι ζήσαμε, ήταν θαύμα!»
«Αν ερχόσασταν μαζί μου, Μεγάλε Λογοθέτη, θα είχαμε διαφύγει εύκολα» είπε ο Νικηφόρος.
«Ήξερα πως θα έμπαιναν σαν κατακτητές. Όμως τόση βαρβαρότητα και τόση απανθρωπιά από χριστιανούς δεν την φανταζόμουν! Δεν ξέρω αν το πεις διαστροφή, όμως, χαίρομαι που τα είδα όλα αυτά με τα μάτια μου!»
«Ας τα αφήσουμε τώρα αυτά» είπε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. «Είμαστε εδώ για να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να επανορθώσουμε τα σφάλματα που έγιναν.»
«Μεγαλειότατε, έχω έτοιμο το κείμενο» είπε ο Χωνιάτης.
«Να περάσουμε στο τρίκλινο» είπε η Άννα Αγγελίνα.
Οι επτά κάθισαν στους καναπέδες που σχημάτιζαν ένα Π. Τα τρίκλινα των σπιτιών ήταν φτιαγμένα για σημαντικές συσκέψεις και μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις. Στον μεσαίο καναπέ καθόταν ο Κωνσταντίνος με την Άννα Αγγελίνα δεξιά και τον Νικήτα Χωνιάτη αριστερά του Σε ένα καναπέ ο Νικηφόρος κι η Ζωή και στον άλλον ο Καλλίμαχος με τον Διογένη.
Ο Κωνσταντίνος, δεν είχε πάνω του πορφύρες, στέμμα ή πετράδια, κι όμως, έλαμπε! Ένα παράθυρο-βιτρό ακριβώς πίσω από το κεφάλι του άφηνε να μπαίνει το εξωτερικό φως του ήλιου. Τα γυάλινα γαλαζοπράσινα και χρυσαφιά χρώματα είχαν τα χρώματα των μαλλιών και των ματιών του. Μ’ αυτόν τον τρόπο φτιαχνόταν ένα εκπληκτικό φωτοστέφανο γύρω από το πρόσωπό του. Ήταν σαν να φορούσε ένα στέμμα φτιαγμένο από τον θεό Ήφαιστο. Παρορμητικός, όπως σε όλα του, δεν κρατιόταν προκειμένου να ξεκινήσει να μιλά για την υπόθεση που τον διακατείχε και τον ενθουσίαζε.
Κοίταξε την Άννα Αγγελίνα. Έψαξε για μια βεβαιότητα στο βλέμμα της, μια κι εκείνος δεν διέθετε καμία. Στη συνέχεια γύρισε το βλέμμα του προς την Ζωή. Κοίταξε ίσια βαθιά μέσα στα μάτια της για μερικά δευτερόλεπτα. Η Ζωή ταράχτηκε και τον κοίταξε κι εκείνη ψάχνοντας να δει τις βαθύτερες σκέψεις του. Διέκρινε ένα φλογερό πάθος και μιαν αθωότητα. Απόρησε που τέτοια συναισθήματα κυριαρχούσαν το μυαλό κάποιου που είχε ήδη χρισθεί αυτοκράτορας. Περίμενε άλλα, σκληρότητα, αποφασιστικότητα, κυνισμό κι υπεροψία. Κι αντί για όλα αυτά, διέκρινε μιαν ειλικρίνεια που την εντυπωσίασε. Αμέσως ένιωσε να τον εμπιστεύεται ανεπιφύλακτα.
«Ξέρουμε γιατί βρισκόμαστε εδώ» είπε ο Λάσκαρης. «Θέλει κανείς να θέσει κάποια πρωταρχική ερώτηση;»
«Εγώ έχω μια ερώτηση για τη Μεγαλειότητά σας» είπε ο Νικήτας με το θάρρος που του άρμοζε. «Γιατί δεν είναι εδώ ο αδελφός σας Θεόδωρος;»
«Ο αδελφός μου έχει αναλάβει να δημιουργήσει ένα νέο βασίλειο με κέντρο τη Νίκαια για να διώξει τους Λατίνους. Θα φέρει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης ξανά στα χέρια των Ρωμαίων» είπε ο Λάσκαρης. «Σε αυτό θα μείνει απερίσπαστος! Θα μετάσχει την κατάλληλη στιγμή.»
Δεν ακούστηκε καμιά άλλη απορία και συνέχισε.
«Να έρθουμε στο θέμα μας. Ο κυρ-Νικήτας έφτιαξε το κείμενο με τη συνεργασία και εν γνώσει μας, βέβαια.»
«Το κείμενο μπορεί να συμπληρωθεί, να διορθωθεί και να βελτιωθεί Μεγαλειότατε» είπε ο Νικήτας. «Αποτυπώνει τις σκέψεις γύρω από τις οποίες συζητήσαμε.»
Το διάβασε αργά-αργά για να το ακούν καλά όλοι ,ε στόμφο και σοβαρότητα. Η διακήρυξη έλεγε:
Προς τους Ρωμαίους!
Προς άρχοντες, στρατιώτες, ιερείς, αξιωματούχους, πατρικίους, και τον λαό. Προς όλους τους Ρωμαίους Γραικούς.
Μετά την πτώση της Θεοφύλακτης Βασιλεύουσας Πόλης του Κωνσταντίνου και Νέας Ρώμης, σαλπίζουμε προς όλους τους Ρωμαίους Έλληνες Γραικούς ένα μήνυμα για την αναγέννηση του νέου ελληνισμού.
Κατά πρώτον: Η κατάπτωση της Ρωμανίας και αυτοκράτορες άθλιοι οδήγησαν στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Άρπαγες προσκυνητές υπέταξαν τους Ρωμαίους Γραικούς. Πριν από αυτά ηττήθηκαν οι Ρωμαίοι στο Ματζικέρτ, Βρινδήσιο και Μυριοκέφαλο. Απωλέσθηκαν ζωτικά εδάφη της Ρωμανίας στην Μικρά Ασία και Ιταλία. Βούλγαροι και οι Βλάχοι κατέχουν μέγα μέρος της Ευρωπαϊκής χώρας. Ένας φόβος για το μέλλον των Ελλήνων Ρωμαίων μας διακατέχει. Ο κίνδυνος ολοκληρωτικής υποτέλειας σε Λατίνους, Σκύθες, Πέρσες είναι προ των πυλών. Η ρωμαϊκή ασπίδα φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων κι η ρωμαϊκή ειρήνη δεν υπάρχει πλέον.
Κατά δεύτερον: Οφείλουμε να φροντίσουμε για το μέλλον. Αναγκαία η απελευθέρωση των εδαφών όπου ζει και κινείται το γένος μας από Λατίνους και αλλόφυλους. Εγκαθιδρύουμε την Ελληνική Αυτοκρατορία στα ελληνόφωνα μέρη Μικρασίας και Ευρώπης. Δύο οι φωτοδότες φάροι: Η Κωνσταντινούπολη, η πιο λαμπρή πόλη του παρόντος και η Αθήνα, η πιο ένδοξη πόλη του παρελθόντος.
Κατά τρίτον: Η Αυτοκρατορία μας θα παραμείνει ορθόδοξη με επικεφαλής της τον ελληνόφωνο Πατριάρχη Νέας Ρώμης. Θα υπάρχει ανοχή για όλα τα δόγματα και τις θρησκείες. Η γλώσσα μας, η γλώσσα του Ευαγγελίου, θα μιλιέται και θα γράφεται σε όλες τις μορφές, αρχαία, λόγια και ομιλούμενη. Θα ιδρυθούν Σχολές φιλοσοφικές, Πανεπιστήμια, Μουσεία και Ακαδημίες. Θα έχουν όλοι οι Έλληνες παιδεία και μόρφωση χριστιανική και ελληνική. Στηριγμένοι σε άνωθεν και θύραθεν παιδεία, θα αναστηθούν όσα οι βάρβαροι κατέστρεψαν. Θα δημιουργηθεί ο νέος ελληνισμός που θα λάμψει στον αιώνα. Προστάτες του οι μεγάλοι στρατηγοί του γένους. Ο Αχιλλέας, ο Λεωνίδας κι ο Αλέξανδρος οδηγούν. Ο Καίσαρ, ο Κωνσταντίνος, ο Ηράκλειος κι ο Βασίλειος έπονται.
Κατά τέταρτον: Θα συναφθούν συμφωνίες ειρήνευσης με τους γειτονικούς ηγέτες. Βουλγαροβλαχία, Ικόνιο, Σερβία, Σικελία, Ουγγαροκροατία, Γεωργία κι Αρμενία είναι φίλοι και σύμμαχοι. Με τα μεγάλα βασίλεια Ανατολής και Δύσης, Νότου και Βορρά ο Νέα Ρώμη του ελληνικού γένους θέλει ειρηνικές σχέσεις.
Κατά πέμπτον: Πυλώνες του νέου κράτους είναι: Η δικαιοσύνη με Νεαρές. Η φορολόγηση της Δεκάτης. Η συγκρότηση εθνικού στρατού. Θα αναπτύξουμε το εμπόριο, τη βιοτεχνία, την αγροτική παραγωγή και τις τέχνες. Με μια ενιαία διοίκηση θα εξασφαλίσουμε ευρεία αυτονομία στην περιφέρεια κι ενιαία άμυνα της χώρας.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, νομίμως χρισμένος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, μας οδηγεί. Βγάζει το στέμμα και ορκίζεται σαν ένας από εμάς, ίσος μετά των ίσων, στο καινούριο μας λάβαρο. Ο Δικέφαλος Αετός επιβλέπει τις δυο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία. Λαμβάνει δύναμη από δύο φωτοδότριες πόλεις, Κωνσταντινούπολη και Αθήνα. Ο αυτοκράτωρ δεσμεύεται για την εφαρμογή των πέντε ανωτέρω σημείων. Το δεχόμαστε όλοι μας σήμερα και θα το αποδεχτούν όλοι οι Γραικοί με καρδιά ελαφριά και συνείδηση ήσυχη. Μαζί του ορκιζόμαστε όλοι μας πίστη στους προγόνους μας και τον Χριστό. Θέτουμε εαυτούς στην υπηρεσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ελληνικού γένους”.
Ήταν μια διακήρυξη που συγκίνησε τους παρόντες και τους έδωσε το κουράγιο να αισθανθούν σαν καινούργιοι. Αν θα ένιωθαν το ίδιο κι όσοι θα το διάβαζαν, τότε η επίδρασή της θα ήταν μεγάλη κι η εξάπλωσή της ραγδαία.
«Είναι υπέροχο! Έχω την αίσθηση ότι ξαναβαπτίζομαι» είπε η Άννα Αγγελίνα μόλις τελείωσε η ανάγνωση.
«Μεγαλειότατε, είστε βέβαιος για τη φράση ότι εσείς καταθέτετε το στέμμα;» ρώτησε ο Νικήτας.
«Με ρώτησες φίλε μου και στο απάντησα ξανά. Δεν με νοιάζει να είμαι ούτε Ρωμαίος ούτε αυτοκράτορας στη Ρώμη που γνώρισα τα τελευταία χρόνια! Θέλω να είμαι Γραικός και να πολεμήσω για τη χώρα μου σαν απλός στρατιώτης.»
Ήταν ενθουσιώδης και γεμάτος ζωή. Θα έλεγε κανείς ότι με ανακούφιση άφηνε τα αυτοκρατορικά πορφυρά ρούχα και το στέμμα. Τα παρατούσε για ένα σκοπό που τον άγγιζε. Η Ζωή διαπίστωνε ότι οι εντυπώσεις της γι αυτόν ήταν σωστές. Πάντως όλοι οι συμμετέχοντες στη σύσκεψη μοιράζονταν τον δικό του ενθουσιασμό.
«Το όραμα ενός νέου ελληνισμού απαιτεί και θυσίες» συμπλήρωσε ο Κωνσταντίνος.
Η Ζωή δεν απέφυγε τη σκέψη ότι αυτός ο παρορμητικός νέος ήταν ό,τι ακριβώς έλειπε από την Ρωμανία. Φοβόταν πως η αυτοκρατορική τιάρα κι η εξουσία θα τον αφυδάτωναν πολύ σύντομα. Η προσφορά του τίτλου, όμως, στην υπηρεσία ενός ευγενικού σκοπού, φανέρωνε τον αληθινό χαρακτήρα του. Όσο κι αν φαινόταν επιπόλαιο ή αφελές, ωστόσο, ήταν απότοκο των πιο ωραίων συστατικών της προσωπικότητάς του.
«Εμείς οι άνθρωποι του λαού δεν έχουμε πολλά για να χάσουμε από μια αποκοτιά μας» είπε ο Καλλίμαχος. «Εσείς οι άρχοντες, όμως, διακινδυνεύετε πολλά. Αυτό που κάνουμε εδώ μπορεί να θεωρηθεί αίρεση ή προδοσία και να σας θέσει σε κίνδυνο. Γι αυτό σας συγχαίρω, Μεγαλειότατε, κι εσάς μεγάλε Λογοθέτη κι εσάς Ευσεβεστάτη.»
«Συμφωνείτε όλοι με αυτά που διάβασα;» ρώτησε ο Νικήτας. «Και τι θα κάνουμε με αυτήν την περγαμηνή;»
Σαν πρακτικός άνθρωπος ήθελε να δει, πέρα από την συγκίνηση, πως θα συνέχιζαν.
«Συμφωνούμε» απάντησαν σχεδόν με μια φωνή όλοι.
«Θα εντάξουμε στο σχέδιο όσο πιο πολλούς Ρωμιούς μπορούμε στην Προύσα και στη Νίκαια» είπε ο Κωνσταντίνος. «Θα μεταδώσουμε, όμως, την ιερή φλόγα της αναγέννησης της Ελλάδας όχι μόνον εδώ αλλά και σε όλο τον κόσμο. Πρέπει να φτάσει παντού όπου υπάρχουν Ρωμιοί που νιώθουν Έλληνες. Εδώ είναι που μας είσαι πολύ χρήσιμος, Νικηφόρε, αν βέβαια πιστεύεις στον αγώνα μας.»
«Με συγκίνησαν όλα αυτά, Μεγαλειότατε» του είπε ο Νικηφόρος. «Εξάλλου αυτά συζητούσαμε με τον Μητροπολίτη στην Αθήνα. Γι αυτό μετέφερα και τα βιβλία που μου έδωσε. Επομένως, είμαι ευτυχής που θα βοηθήσω σε ένα τέτοιο σχέδιο. Θα ήθελα να ξέρω, όμως, τον ρόλο που θα έχει ο ερημίτης. Τι σκεφτήκατε;»
«Ο Διογένης με προφητείες και κατάρες θα μεταδώσει το μήνυμα στον λαό. Αυτόν τον τρόπο προτιμούν οι άνθρωποι κι αυτό θα κάνουμε κι εμείς» είπε ο Καλλίμαχος.
«Φαίνεται, σου έδωσα την εντύπωση ότι είμαι ηλίθιος και θρησκόληπτος, νεαρέ ναύαρχε» είπε ο Διογένης. «Πρέπει να ξέρεις, όμως, ότι αυτό ακριβώς επεδίωκα!»
«Ο ερημίτης στον στύλο ήταν μια απ’ τις μεταμορφώσεις του» είπε ο Καλλίμαχος.
«Είναι πανέξυπνος ο Διογένης» είπε η Άννα Αγγελίνα. «Σε εκείνο τον στύλο μεγαλούργησε»
«Μου στείλατε τότε μιαν οπτασία και με μαγέψατε» είπε χαμογελώντας ο Διογένης και κοιτώντας προς την Ζωή..
Ο ερημίτης ξαφνικά, άρχισε να λέει προφητείες.
«Είναι καταραμένο το γένος των Ρωμιών αν απαρνηθεί τις ρίζες του! Γι αυτό σας στέλνει ο θεός συμφορές. Όποιος αρνιέται τον πατέρα του καταδικάζεται σε αιώνια τιμωρία! Μόνο το παλιό σας όνομα θα σας σώσει αμαρτωλοί!»
«Είναι πειστικός» είπε ο Καλλίμαχος.
«Μην αναζητάτε τη σωτηρία στις προσευχές, ανάξιοι. Η σωτηρία θα έρθει με ένα πουλί με δυο κεφάλια». «Τιμάτε το αρχαίο σας όνομα αλλιώς θα σας φάνε οι σιδερόφρακτοι Αλαμαννοί» συνέχιζε ο ερημίτης.
Έδινε μια αυτοσχέδια παράσταση.
«Φτάνει Διογένη, καταλάβαμε» είπε χαμογελαστά αλλά κι ικανοποιημένος από το τρελό θέαμα ο Κωνσταντίνος. «Είσαι πολύ καλός και θα βρεις και άλλα ωραία να λες στην αγορά. Ίσως να ξανανέβεις στον στύλο!»
«Αρκεί να μην πέσει από κει πάνω» είπε ο Καλλίμαχος με σκωπτική διάθεση.
«Αυτά τα ακατάληπτα τα καταλαβαίνει καλύτερα ο λαός» είπε η Άννα Αγγελίνα.
«Έτσι τον έχουν μάθει» είπε ο Νικήτας. «Αυτό κάποτε πρέπει να αλλάξει!»
Μίλησαν και για τα πρακτικά ζητήματα. Ο Νικηφόρος είδε πόσο μυημένη ήταν η Ζωή σε όλα αυτά. Ένιωσε περήφανος αλλά και ήσυχος. Ήταν προφανές ότι τα είχε συζητήσει με την Άννα Αγγελίνα κι αποδεχόταν πλήρως την ιδέα. Κι εκείνος όμως ήταν έτοιμος για ένα τέτοιο σχέδιο που τον ενθουσίαζε, αν και τον φόβιζε κάπως.
Η συζήτηση κράτησε ώρες και συνεχίστηκε την επόμενη μέρα. Έγιναν παρατηρήσεις και τέθηκαν τα πιθανά ερωτήματα που θα είχαν όσοι θα άκουγαν την διακήρυξη. Δόθηκαν οι καλύτερες δυνατές απαντήσεις και σχολίασαν την διακήρυξη. Συμφώνησαν πως η κίνηση αυτή έπρεπε να κρατηθεί μυστική για να μην χτυπηθεί από όσους είχαν αντίθετα συμφέροντα. Είχαν προοπτικές να πείσουν πολλούς σημαντικούς Ρωμαίους για την ανάγκη αναγέννησης ενός νέου ελληνισμού. Έχοντας ζήσει την πτώση, θα καταλάβαιναν ότι χρειαζόταν μια νέα αρχή. Όσοι, μάλιστα, είχαν διαβάσει αρχαίους συγγραφείς, τα δέχονταν πιο εύκολα.
Είπαν πώς θα γινόταν η διανομή των περγαμηνών που ο Καλλίμαχος είχε αντιγράψει. Ο Νικηφόρος ανέλαβε να τις μεταφέρει σε συγκεκριμένα μέρη. Θα άφηνε περγαμηνές στον Μαγκαφά στη Σμύρνη, στον Σγουρό στο Ναύπλιο, στον Βαρδάτη και τον Ακομινάτο στην Αθήνα. Θα άφηνε και σε έμπιστους Γραικούς της Σικελίας. Ο Κωνσταντίνος θα φρόντιζε να φτάσει το μήνυμα στην Πόλη. Ο Θεόδωρος Βρανάς, αν και υποτελής των Λατίνων παρέμενε ένας γενναίος Ρωμιός. Μπορούσαν να τον εμπιστεύονται. Στην Θεσσαλονίκη υπήρχαν οι διάδοχοι του μητροπολίτη Ευστάθιου με απόψεις παρόμοιες με εκείνες της διακήρυξης. Στην Χίο και την Κρήτη υπήρχαν ανεξάρτητοι και λόγιοι άρχοντες ικανοί και άξιοι να ακούσουν το καινούριο μήνυμα. Όλοι θα το αντέγραφαν και θα φρόντιζαν να μοιραστεί σε άλλους. Δεχόμενοι την διακήρυξη, δέχονταν να μετάσχουν σε μια συνωμοσία του νέου Ελληνισμού.

*****************************
Αύριο, Τετάρτη, η συνέχεια   

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

30 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 30η

Σήμερα, Δευτέρα, συνεχίζω την τμηματική δημοσίευση του ιστορικού μυθιστορήματος "Το βασίλειο του Θεού και η Συνωμοσία της Νίκαιας" με υπότιτλο "Στις απαρχές του Νέου Ελληνισμού, 1201-1211 μ.Χ.". Είμαστε στο Β' μέρος του 9ου κεφαλαίου με τίτλο "ΒΙΘΥΝΙΑ" και διανύουμε το έτος 1204 μ.Χ. Η Κωνσταντινούπολη έχει πέσει στους σταυροφόρους, Φράγκους και Βενετούς. 
Ο Λάσκαρης κι οι εξόριστοι Κωνσταντινουπολίτες άρχοντες Ρωμιοί εγκαθίστανται στην Προύσα. Στόχος τους πρώτος να γίνουν αποδεκτοί στην Προύσα και την Νίκαια. Κατόπιν, στοχεύουν στην οργάνωση ενός ισχυρού κράτους και, στο τέλος, θέλουν την ανακατάληψη της Πόλης.
Προς το παρόν όλα αυτά είναι μακρινά και δύσκολα.
Ο Νικηφόρος αναγκάζεται να αποχαιρετίσει την Ζωή που μένει στην Βιθυνία μαζί με τους Λασκαραίους.
*********************************
(*) παραπομπή:
Η Αγνή, κόρη του τέως Βασιλιά της Φραγκίας Λουδοβίκου Ζ’ και αδελφή του σημερινού Φράγκου Βασιλιά Φιλίππου Α’, είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη σαν σύζυγος του έφηβου ακόμα αυτοκράτορα Αλέξιου Β’ Κομνηνού και είχε πάρει το όνομα Άννα. Την έλεγαν Άννα η Φράνκα και μετά τον Αλέξιο Β’ παντρεύτηκε τον επόμενο αυτοκράτορα που ήταν ο εξηντάχρονος Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός, εξ ου και το «Άννα αυτοκρατόρισσα».

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Από τις πρώτες μέρες κιόλας το αρχοντικό έγινε κέντρο διερχομένων. Μαζεύονταν εκεί οι ευγενείς κι οι πατρίκιοι που είχαν διαφύγει ή έφευγαν ακόμη και τώρα απ’ την Βασιλεύουσα. Μόνο ο Θεόδωρος Βρανάς δεν ήρθε. Αυτόν ήθελε περισσότερο από κάθε άλλον ο Λάσκαρης. Ο πατέρας του είχε πέσει στις επάλξεις πολεμώντας τους Φράγκους, όμως ήταν ο έρωτας που τον είχε κρατήσει στην Πόλη. Ήταν ερωτευμένος με την Άννα την αυτοκρατόρισσα(*). Εξαιτίας της είχε δηλώσει υποτέλεια στον Λατίνο αυτοκράτορα, για να μένει μαζί της. Ωστόσο πολλοί άλλοι ευγενείς και στρατηγοί βρίσκονταν εδώ. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι γόνοι σπουδαίων ρωμαϊκών οικογενειών. Οι Παλαιολόγοι, οι Δούκες κι ένα σωρό άλλοι. Ο γιος του αρχηγού των Βαράγγων, ο Κωνσταντίνος Τουρσέντης, βρισκόταν κι αυτός εδώ. Ο γενναίος πατέρας του είχε χαθεί στη μάχη για την υπεράσπιση της Πόλης.
Εδώ ήταν κι ο Καϊχοσρόης Θα έφευγε προς τις περιοχές των συνόρων. Ήθελε να βρει Ακρίτες και Γαζήδες ώστε με την βοήθειά τους να γυρίσει στην Ικόνιο. Όσο, όμως, ήταν ακόμη στην Προύσα, ενίσχυε τον Θεόδωρο για να συγκροτήσει ένα αξιόμαχο κράτος. Η Προύσα έγινε το ορμητήριο των Ρωμαίων που έδειχναν ανυπόμονοι για την ανακατάληψη της Πόλης. Σε όλους όμως ο Θεόδωρος συνιστούσε υπομονή.
«Είναι νωρίς ακόμα, δεν έχουμε δυνάμεις» τους έλεγε.
«Αν βοηθήσουν οι Ακρίτες κι οι Ηγεμόνες θα γίνουμε ισχυροί. Ο Θεόδωρος Μαγκαφάς είναι στην Φιλαδέλφεια, ο Λέων Γαβαλάς στη Ρόδο, ο Θόδωρος Γαβράς στην Παφλαγονία. Πιο κάτω είναι κι ο Μανουήλ Μαυροζώμης στον Μαίανδρο. Με όλους όλους αυτούς γινόμαστε πολύ δυνατοί και παίρνουμε τους Φράγκους φαλάγγι» του έλεγαν.
«Για να βοηθήσουν όλοι αυτοί πρέπει, πρώτα, να μας δουν ισχυρούς και να υποταχτούν.»
«Θα γίνουμε ισχυροί αν πολεμήσουμε και νικήσουμε.»
«Πρώτα πρέπει να αμυνθούμε. Οι Φράγκοι θα έρθουν για να πάρουν τη γη που πιστεύουν ότι τους ανήκει. Πρώτα να τους διώξουμε. Να επιβιώσουμε και μετά βλέπουμε» απαντούσε ο Θεόδωρος.
«Δεν θα τολμήσουν» έλεγαν κάποιοι. «Κέρδισαν τόσα πολλά στην Πόλη που θα γυρίσουν πλούσιοι στις πατρίδες τους. Αν ήταν να έρθουν, θα είχαν έρθει κιόλας.»
«Μη βλέπετε τώρα. Ακόμα έχουνε τις φαγωμάρες τους. Ποιος θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας, ποιος θα πάρει φέουδα στην Ευρώπη και ποιος την Ασία. Όσο καιρό δεν καταλήγουν, έχουμε χρόνο να οργανωθούμε για να τους αποκρούσουμε. Γιατί, μετά, θα έρθουν οπωσδήποτε» επέμενε ο Λάσκαρης.
«Αν έρθει μαζί μας ο Αλέξιος ο Μεγαλοκομνηνός της Τραπεζούντας, την παίρνουμε την Πόλη και τώρα» ισχυρίστηκε ο Παλαιολόγος.
«Δεν ξέρουμε τι θέλει ο Αλέξιος. Έχει προστάτιδά του τη Θάμαρ της Γεωργίας και μαθαίνω ότι θέλει να συμμαχήσει με τους Λατίνους. Μην υπολογίζετε σε αυτόν.»
«Πρέπει κάτι να κάνουμε. Η Πόλη του Κωνσταντίνου δεν μπορεί να μένει σε χέρια ξένα. Ανήκει στους Ρωμαίους, σε εμάς!» επέμεναν οι εξόριστοι. 
Οι άρχοντες που είχαν ξεβολευτεί στην Προύσα, και ζούσαν σαν εξόριστοι, ανυπομονούσαν. Οι παλιοί Προυσιανοί άρχοντες δεν ήθελαν να μπλέξουν με τους σταυροφόρους.
«Πρώτα πρέπει να πάμε στη Νίκαια» είπε ο Θεόδωρος. Αυτή θα είναι η πρωτεύουσά μας. Τώρα που γινόμαστε πολλοί θα μας δεχτούν και οι άρχοντές της.»
Ο Νικηφόρος παρακολουθούσε αυτά που γίνονταν στο αρχοντικό του Λάσκαρη και τρόμαζε. Έβλεπε πως η διάλυση της αυτοκρατορίας θα είχε δραματικές προεκτάσεις για τις περιφέρειές της. Ποιος θα υπεράσπιζε την Αττική, το Αιγαίο ή τη Σέριφο. Θα συγκρατούσε κανείς τους Φράγκους και τους Ενετούς όταν θα ξεκινούσαν να τις κατακτήσουν;
Το καίριο ερώτημα ήταν, τί να υπερασπιστεί κανείς, για ποιον αυτοκράτορα και για ποιο ιδανικό; Δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο κάποιοι μικροηγεμόνες εδώ κι εκεί, όπως ο Λέων Σγουρός στο Άργος, θα υπερασπίζονταν τη δική τους γη και εξουσία. Κάποιοι θα το έβρισκαν πιο εύκολο να δηλώσουν υποταγή για μείνουν έστω υποτελείς των Φράγκων ή των βενετών. Κάτι θα τους έμενε από την επικράτειά τους με αυτή την κίνηση υποταγής. Άραγε τι θα γινόταν στην Αττική; Το αγρόκτημά του ποιος θα το προστάτευε; Την Αγνή και την Μαριαθήνα και το νεογέννητο ποιος θα τις έσωζε από τον άγνωστο μέχρι στιγμής κίνδυνο; Ήταν σίγουρο ότι κάποια στιγμή η απειλή θα ερχόταν κι αυτές μόνες τους δεν μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν. Δεν μπορούσε άλλο να βολοδέρνει στη Βιθυνία ανάμεσα σε Νίκαια και Προύσα. Δεν μπορούσε να μένει μαζί με τους Ρωμαίους που είχαν γίνει φυγάδες κι ονειρεύονταν την ολική επαναφορά. Τι δουλειά είχε, αλήθεια, εδώ; Αλλού τον καλούσε το καθήκον του να είναι!
«Τι έχεις αγάπη μου και γιατί μελαγχολείς» τον ρώτησε η Ζωή.
«Σκέφτομαι ότι ο κόσμος έγινε άνω κάτω. Άλλαξαν όλα γύρω μας τόσο γρήγορα.»
«Είπα στην μητέρα μου ότι θα με συνοδέψεις για να πάω στη Νίκαια στο σπίτι που μέναμε. Της είπα ότι στον κήπο μας είχα κρύψει κειμήλια, κοσμήματα και κώδικες και ότι θέλω να τα ξαναπάρω.»
«Είναι αλήθεια;»
«Ό,τι κάτι έκρυψα στον κήπο πριν έρθω να σε βρω στη Νικομήδεια είναι αλήθεια. Αλλού είναι το ψέμα. Δεν πάω γιατί τα χρειάζομαι!»
«Έκανες πολύ καλά κι είπες αυτό το μισό ψέμα. Έχω ανάγκη να σε δω και να είμαστε επί τέλους μόνοι μας. Έχουμε τόσα να πούμε.»
«Θα σε χάσω σύντομα γλυκέ μου Νικηφόρε» του είπε με θλιμμένο ύφος. «Να ξέρεις όμως ότι σε αγαπάω κι ότι δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.»
«Κι εγώ σε αγαπάω, Ζωή. Δεν θα σε ξεχάσω» της είπε.
Ήταν αλήθεια πως την αγαπούσε, δεν τόλμησε όμως να ξεστομίσει κι ένα ψέμα της παρηγοριάς. Δεν μπόρεσε να της πει να μην ανησυχεί γιατί δεν θα τον έχανε! Έστειλε ένα μήνυμα με τον Στέφανο, που ήταν μαζί του στην Προύσα, προς τον Ιγνάτιο και το πλήρωμα. Παράγγειλε να έχουν το «Δήλος» έτοιμο για φόρτωση και αναχώρηση σε δέκα μέρες το πολύ. Όσο καιρό το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στην Απάμεια, οι ναύτες έμεναν μέσα. Σιτίζονταν σ’ ένα ταβερνείο του λιμανιού με το οποίο είχε κλείσει συμφωνία ο Ιγνάτιος. Φυσικά τα έξοδα τα πλήρωνε ο πλοιοκτήτης που τους έδινε και τον μισθό τους. Πριν δυο μέρες ο Στέφανος τον είχε πληροφορήσει ότι είχε βρεθεί ένα καλό φορτίο με γουναρικά από τη Ρωσία. Είχαν βρει και χάλκινα σκεύη από τον Πόντο. Το φορτίο αυτό βρισκόταν αποθηκευμένο στην Απάμεια κι έπρεπε να ταξιδέψει μέχρι τη Μεσσήνη της Σικελίας. Αν ο Νικηφόρος ήθελε, μπορούσαν να το κλείσουν σε πολύ συμφέρουσες τιμές.
«Αν δεν θέλεις, Ναύαρχε, να χάσεις όσα κέρδισες με το ταξίδι μέχρις εδώ, πρέπει κάτι να κάνεις. Να ταξιδέψουμε και πάλι» του είχε πει ο Στέφανος.
«Σε δέκα μέρες το πολύ αναχωρούμε. Σε μια εβδομάδα θα είμαι κι εγώ στο πλοίο» του είπε. «Πήγαινε κι ετοιμαστείτε για τη φόρτωση και την αναχώρηση.»
Έκανε τα συμβόλαια με τους πωλητές των φορτίων και πήρε τις συναλλαγματικές των αγοραστών. Αυτοί θα περίμεναν το φορτίο τους στη Σικελία. Ύστερα, με δυο γερά άλογα, πήρε την Ζωή και ξεκίνησαν για τη Νίκαια. Μια μέρα δρόμος το πήγαινε, άλλη μια μέρα η επιστροφή και δυο μέρες εκεί, έμειναν μαζί. Τρία βράδια το όλον. Έμειναν σε ένα χάνι με την πόρτα και τα παράθυρά του πάνω στη λίμνη που βρέχει την πόλη. Έζησαν μια μικρή επανάληψη της διαμονής τους στο ψαράδικο καλύβι έξω από τον Ακρίτα. Ήταν άλλο ένα μικρό διάλειμμα ευτυχίας στη ζωή τους που είχε βαρύνει επικίνδυνα μετά από όλα τα τελευταία γεγονότα. Τόσο μόνο μπόρεσαν να κλέψουν μέσα στην φοβερή πίεση των στιγμών.
«Όταν γυρίσουμε στην Προύσα, εσύ θα φύγεις, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε η Ζωή προβληματισμένη.
«Ναι. Πρέπει να φύγω.»
«Αυτή τη φορά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε να ξαναβρεθούμε ποτέ» του είπε. Η θλίψη ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια της. «Ας αποχαιρετιστούμε για πάντα.»
«Δεν ξέρω το μέλλον, Ζωή, δεν μπορώ να προβλέψω τίποτε» της είπε. «Μην προδικάζεις κι εσύ τίποτε γιατί όλα είναι συγκεχυμένα. Δεν ξέρω τί θα συναντήσω στην Αθήνα. Στρατός δεν υπάρχει να υπερασπιστεί τίποτε και κανέναν, ούτε αρχή αναγνωρισμένη. Θα υπάρχει άραγε το αγρόκτημα; Δεν μπορώ να αδιαφορήσω. Από μένα περιμένουν την προστασία πολλοί άνθρωποι, όχι μόνο η Αγνή και το παιδί ή τα παιδιά. Δεν μπορώ να τους την στερήσω, δεν μπορώ να χαθώ σαν να μην υπήρξα ποτέ γι αυτούς. Εσύ, τουλάχιστον εδώ, κοντά στον Λάσκαρη μπορεί να νιώθεις ασφαλής. Γι αυτό είμαι σίγουρος. Εκεί κάτω στην Αθήνα, όμως, κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί.»
«Καταλαβαίνω» του είπε. «Σε είδα πόσο ανησυχούσες.»
«Να ξέρεις ότι δεν θα αλλάξει ποτέ αυτό που νιώθω για σένα. Ποτέ! Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, εντάξει» τον καθησύχασε. «Το καταλαβαίνω! Κι εγώ το ίδιο νιώθω!»
Απόλαυσαν και πάλι ελεύθερα ο ένας την παρουσία του άλλου. Υπήρχε ένας κόμπος στον λαιμό. Ήταν ο επικείμενος κι αναγκαίος χωρισμός που τον προκαλούσε. Έκαναν έρωτα και πήγαν μακρινές βόλτες έξω από τα τείχη της πόλης, δίπλα στην λίμνη και στους τριγύρω λόφους. Ήταν επικίνδυνο, αλλά, δεν έδωσαν σημασία. Το ένιωσαν, όμως, όταν τους επιτέθηκαν τρεις ληστές για να τους πάρουν τα άλογα και ό,τι άλλο είχαν πάνω τους. Ο Νικηφόρος τους αντιμετώπισε γερά. Η Ζωή δεν δίστασε να πολεμήσει κι εκείνη με ένα μαχαίρι που είχε στο θηκάρι του αλόγου της. Απέκρουσαν την ξαφνική επίθεση και κατάφεραν να πηδήσουν στα άλογά τους και να εξαφανιστούν. Ξέφυγαν χωρίς απώλειες κυρίως γιατί οι ληστές δεν περίμεναν την σθεναρή αντίστασή τους. Μετά από αυτό το επεισόδιο, όμως, περιορίστηκαν σε περιπάτους μέσα από τα τείχη. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος που είχαν ήταν ελάχιστος και πολύ σύντομα πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Ο Νικηφόρος ένιωθε πως είχε δέσει την καρδιά του μαζί της με ακατάλυτα δεσμά. Ήταν κατηφής που έπρεπε να την αφήσει. Στην πραγματικότητα, δεν είχε κανένα σχέδιο για το μέλλον. Το πιθανότερο ήταν να μην την ξανάβλεπε ποτέ. Θα ήθελε να της πει να φτιάξει τη ζωή της ανεξάρτητα από αυτόν αλλά δεν ήξερε πως να το εκφράσει. Τα λόγια δεν έβγαιναν από το στόμα του γιατί κυριαρχούσε η φωνή της λογικής κι όχι της καρδιάς. Αν μιλούσε όπως πραγματικά ήθελε, τότε θα της έλεγε «Μη με ξεχνάς!» Αυτό ήθελε να της πει και να της φωνάξει. «Να με περιμένεις και να με σκέφτεσαι κάθε μέρα και κάθε ώρα όπως θα σε σκέφτομαι κι εγώ! Και θα ξαναγυρίσω. Δεν ξέρω πώς, ξέρω όμως ότι θα έρθω κάποια στιγμή να σε βρω. Γιατί στο νου μου δεν θα έχω άλλο τίποτε εκτός από σένα και το πώς θα ξανάρθω εδώ πίσω όπου μένεις εσύ. Όσο μου λείπεις, εγώ δεν θα ζω”!
Πως να ξεστόμιζε, όμως, τέτοια πράγματα; Πώς γινόταν να φερθεί τόσο ανεύθυνα απέναντί της; Πώς να την ξεσήκωνε για να τον περιμένει όταν εκείνος δεν μπορούσε να δει κανένα δρόμο επιστροφής; Πόσο δίκαιο θα ήταν εξάλλου να αγωνιούν ο ένας για τον άλλον; Εκείνος να αγωνιά για να την ξαναδεί ζώντας με την γυναίκα, τα παιδιά του και το αγρόκτημά του. Εκείνος με την οικογένειά του, τους φίλους του, τη ζωή του. Κι εκείνη να τον σκέφτεται το ίδιο αλλά να ζει μόνη, σε μέρος που της ήταν άγνωστο μέχρι πριν λίγο. Εκείνη χωρίς οικογένεια άλλη εκτός από την μάνα της, στο έλεος ξένων ανθρώπων. Κι η μάνα της ακόμα θα μαράζωνε βλέποντας την μοναχοκόρη της να λιώνει χωρίς ελπίδα και μέλλον;
Όχι βέβαια, δεν μπορούσε να γίνει τόσο σκληρός με τις ζωές των άλλων. Δεν μπορούσε να γίνει τόσο άδικος μαζί της. Αν ήθελε να την προστατέψει από την αγωνία και τον άδικο πόνο, έπρεπε να γίνει σκληρός. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς παρά να την προτρέψει να τον ξεχάσει εντελώς. Μακάρι να μπορούσε να τον αντικαταστήσει με έναν άλλον στην καρδιά και στο κρεβάτι της. Μακάρι να ζούσε μια ζωή κανονική, όπως θα ζούσε εκείνος τη δική του. Όσο δύσκολο κι αν του ήταν, της το είπε. Ήταν λίγο απότομος.
«Δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ!» της είπε ξερά.
Εκείνη δεν μίλησε. Τον άκουσε ανέκφραστη και δεν τον κοίταξε στα μάτια. Δεν ήθελε να τον καταλάβει αν της έλεγε αλήθεια ή ψέματα! Προτιμούσε να σταθεί στο “ποτέ” που της το είπε τόσο αποφασιστικά. Μόνο λίγο πριν στρίψουν τη δημοσιά για την Ανατολική Πύλη, κάτω από ένα πλατύφυλλο δέντρο σταμάτησαν. Κατέβηκαν και οι δυο από τα άλογά τους για μια τελευταία στάση. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με ολοφάνερη ταραχή.
«Μ’ αγαπάς;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
«Ναι. Το ξέρεις!» της απάντησε εξ ίσου ταραγμένος και την έσφιξε στα μπράτσα του.
Ανέβηκαν πάλι στα άλογα και μπήκαν απ’ την κεντρική πύλη. Είχαν δώσει το αποχαιρετιστήριο φιλί. Έτσι ένιωθαν κι οι δυο. Ήταν ερωτευμένοι με έναν έρωτα δυνατό που, όμως, ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένος.

*********************************
Η συνέχεια αύριο Τρίτη.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΔΗΜΑΡΧΟ. Ο ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΟΝΌΠΟΥΛΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ.

Ο Κώστας Χρονόπουλος εξελέγη τρεις φορές συνεχώς δήμαρχος στη Δραπετσώνα. Μετά τον Μαρίνο Κοσκινά ήταν ο μακροβιότερος δήμαρχος στη Δραπετσώνα.
Ήταν ΠαΣοΚ πριν δημιουργηθεί το ΠαΣοΚ. Σαν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη ήταν γραμματέας της ΕΔΗΝ.
Στα θετικά της θητείας του είναι η εκπληκτική πορεία του θέματος της ανάπλασης της περιοχής Λιπασμάτων την δεκαετία του '90.
Στην θητεία του επίσης έκλεισε το εργοστάσιο λιπασμάτων, συρρικνώθηκαν η ΑΓΕΤ και η ΒΡ, έγινε ο περιφερειακός δρόμος (Ανδρέα Παπανδρέου), κερδήθηκε ο χώρος του Καστρακίου και του Γυψάδικου, ολοκληρώθηκε η κτιριακή υποδομή των σχολείων (2ο και 3ο Δημοτικό, ΤΕΛ Δραπετσώνας, ειδικό σχολείο κτλ), φτιάχτηκαν το 2ο και 3ο ΚΑΠΗ Δραπετσώνας, δύο βρεφονηπιακοί σταθμοί, ολοκληρώθηκαν οι πολυκατοικίες του Ταμπάκικου, δρομολογήθηκε η αποκατάσταση των σεισμόπληκτων Αγίου Διονυσίου κι έγιναν ένα σωρό άλλα μικρά ή μεγάλα έργα (Εθνικής Αντιστάσεως, Αριστοτέλους, Βενιζέλου, Αναλήψεως κτλ).
Το συνολικό έργο επί Χρονοπούλου είναι τεράστιο. Αυτά που θυμάμαι τώρα πρόχειρα αναφέρω μόνο. Ίσως υπάρχουν κι άλλα.

Θα μείνει για πάντα στη μνήμη μας.

ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ

Ας με συγχωρέσουν και πάλι οι αναγνώστες εκτός Κερατσινίου-Δραπετσώνας που σε αυτή τη γενική λίστα θα αναφερθώ σε θέματα του δήμου μου. Είναι, πάντως, μια ανάρτηση με γενικότερο, νομίζω, ενδιαφέρον. Αγγίζει θέματα δημοκρατίας εφαρμοσμένης στην πράξη.

 ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ

 Με πρόσκληση του δημάρχου θα συζητήσουμε σήμερα οι επικεφαλής των παρατάξεων κυρίως δύο θέματα:

Α.- Την τροπολογία που ψηφίστηκε στο ΔΣ και η οποία φυσικά χρειάζεται διορθώσεις αφού φτιάχτηκε αγνοώντας τις διατάξεις που αναιρούν το αιτούμενό της. Δεν ξέρω αν η διοίκηση θα πει να προχωρήσουμε σε διόρθωση ή (όπως έδειξε η αρχική ανακοίνωση του δημάρχου) αν θα το αφήσουμε για την Βουλή. Το σωστό θα είναι να συμπληρώσουμε την πρότασή μας, αφού εξάλλου προχωρήσαμε σε αυτήν με ελλιπή δεδομένα.

Β.- Την ανάκληση της άδειας της Όιλ Ουάν. Σωστή ενέργεια να ζητήσουμε την ανάκληση στηριγμένοι στις μετρήσεις και στην πραγματικότητα που ζουν οι κάτοικοι της περιοχής μας. Όποιο κι αν είναι το νομοθετικό πλαίσιο, μπορεί να διορθωθεί. Με αλλαγές των νόμων ήρθε η Όιλ Ουάν, με αλλαγές των αλλαγμένων νόμων μπορεί να φύγει. Εδώ η ευθύνη είναι της κυβέρνησης.

Όπως πάντα, θα θέσω εκτός ημερήσιας διάταξης και το θέμα που είναι η μητέρα όλων των θεμάτων της περιοχής μας. Η ανάγκη για ένα πολεοδομικό σχέδιο ανάπλασης που θα περιλαμβάνει και το Κερατσίνι. Για την Δραπετσώνα υπάρχει, απλά θέλει τροποποίηση.

Να τονίσω επίσης για άλλη μια φορά ότι συμφωνώ και στηρίζω με κάθε τρόπο την πρωτοβουλία του δημάρχου να συγκαλεί αυτές τις συσκέψεις. Είναι το μοναδικό φως μέσα στο σκοτάδι που πέφτει βαρύ πάνω σε όλα τα ανοιχτά ζητήματα της πόλης.
Τα θέματα που μας απασχολούν είναι πολύ σοβαρά για να γίνονται ρετάλια στα παράθυρα διαφόρων αναρτήσεων. Αφού ο λαός μένει έτσι κι αλλιώς στο σκοτάδι, λόγω του αριστοκρατικού συστήματος με το οποίο διοικείται ο δήμος και η κοινωνία μας, τουλάχιστον, ας γίνεται ελεύθερη και αβίαστη ανταλλαγή απόψεων σε κάποιο τραπέζι για να λύνονται και οι παρεξηγήσεις.


Χρήσιμο το διαδίκτυο και τα άλλα μέσα ενημέρωσης για να μαθαίνει ο λαός κάποια πράγματα από αυτά που αφορούν τη ζωή του. Ίσως κάποτε να μπορεί και να αποφασίζει γι αυτά, και ακόμα πιο πολύ να εκτελεί μόνος του τις αποφάσεις του. Ζητάω πολλά, ε; Ζητάω αυτά που είχαν κι εφάρμοζαν οι κάτοικοι του τόπου αυτού πριν από δυόμιση και τρεις χιλιάδες χρόνια.