Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Τι σού είναι η ζωή: Απορείς με την νομική σύμβουλο και καταλήγεις να ρωτάς τον δήμαρχο!

Προχτές, Τετάρτη 24/6/20, έκανα την εξής ανάρτηση μέσα από την αίθουσα όπου συνεδρίαζε το δημοτικό συμβούλιο (στις 10μμ):

«Δημοτικό συμβούλιο με σκοπό την ψήφιση τροπολογίας που το ΔΣ θα προτείνει στην κυβέρνηση και την Βουλή για τις βιομηχανίες στην περιοχή της ανάπλασης.
Εδώ και μια ώρα ακούγονται λόγοι. Δήμαρχος και βουλευτές βγάζουν λόγους. Άχρηστους αν σκεφτεί κανείς ότι μιλούν σε ακροατήριο υποψιασμένο. Παρόντες περίπου 100 άνθρωποι, 40 δημοτικοί σύμβουλοι, 20 βουλευτές, συνεργάτες κτλ κι άλλοι 20 πάνω κάτω γνωστοί και φίλοι (ΣΣ: φορείς, σύλλογοι κτλ).
Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται μια διαδικασία να είναι τόσο άγονη, βαρετή και αναποτελεσματική. Θα μπορούσαμε να ψηφίσουμε εντός ενός τετάρτου και να πέσουν οι σημαντικές παρατηρήσεις εντός ενός ακόμη τέταρτου. Η μισή αναγκαία ώρα επεκτάθηκε και θα συνεχίσει να επεκτείνεται χωρίς λόγο. Περιμένω για να ψηφίσω και θλίβομαι.
Να πω μια σημαντική παρατήρηση που έκανε ο Ραγκούσης. Ανέφερε τον νόμο 3325 του 2005 (άρθρο 31 παρ. 4) και διάβασε την σχετική διάταξη που λέει ότι για να γίνει απομάκρυνση βιομηχανίας (σε 20 ή 12 ή 7 χρόνια) πρέπει να έχει ήδη βρεθεί υποδοχέας κα να έχει αδειοδοτηθεί η ίδια δραστηριότητα στον ίδιο ή όμορο δήμο. Αν είναι έτσι, φέξε μου και γλίστρησα. Και να ψηφιστεί η τροπολογία όπως την θέλουμε δεν θα φύγει η Όιλ Ουάν ούτε σε εκατό χρόνια.
Με εκνευρίζει το γεγονός ότι δεν ξέραμε αυτή την διάταξη κι έπρεπε να έρθει ο Ραγκούσης να μας την πει. Κι είναι νόμος του 2005, άρα έπρεπε να το ξέρουμε. Νιώθω λίγο σαν κορόιδο.»


Την επομένη (Πέμπτη) το βράδυ ανήρτησε ένα κείμενο η Χρύσα Μυργιαλή, νομική σύμβουλος του δήμου (προφανώς κάποιοι της έτριξαν τα αυτιά). 
Με αυτό το κείμενο προσπαθούσε να υποβαθμίσει την ύπαρξη του άρθρου που προανέφερα ( και που ο Ραγκούσης αποκάλυψε) και το οποίο μας έβγαζε όλους κορόιδα, επί σειρά ετών ....
Παρέθετε βασικά τις διατάξεις κάποιων γνωστών νόμων που δεν έλεγαν τίποτε νέο ή διαφορετικό από όσα γνωρίζαμε. Είχε όμως και σχόλια που έλεγαν ότι όσοι το θίξαμε (μόνον εγώ το έκανα) αναδεικνύουμε επιχειρήματα των βιομηχανιών και δεν θέλουμε να φύγουν κτλ., είμαστε και "ανέντιμοι". Κήπος η ανάρτηση!

Φυσικά πήρε την οφειλόμενη απάντηση.
Απάντηση πήρε βεβαίως κι ο δήμαρχος, ο οποίος προφανώς βρίσκεται πίσω από αυτή την ανάρτηση της Χρύσας (αν δεν είναι έτσι, ας το διαψεύσει).
Παραθέτω την απάντησή μου σε αυτή την ανάρτηση. Την δημοσίευσα και στο Φ/Μ. Είναι η εξής:

Χρύσα,
ανάρτησες το παραπάνω κείμενο σαν σχόλιο σε δική μου ανάρτηση όπου έγραφα φράσεις σαν κι αυτές που παραθέτεις με εισαγωγικά.
Που θα πει πως μού αποδίδεις κατηγορίες όπως:
Α) « Είναι λογικό και κατανοητό ως ένα σημείο, να υπάρχουν κ αυτοί που επιθυμούν την παραμονή των βιομηχανιών. Αυτό που δεν είναι αποδεκτό και σίγουρα δεν είναι έντιμο, είναι να σχολιάζουν “με ανησυχία” διατάξεις που δεν γνωρίζουμε τάχα,»
(δηλαδή επιθυμώ την παραμονή των βιομηχανιών, για την απομάκρυνση των οποίων δίνω δημόσιους και πασίγνωστους αγώνες από το 1982 τουλάχιστον. Και -το σημαντικό στοιχείο- εσύ γνώριζες την διάταξη. Αυτό σημαίνει το "τάχα". Αφού την γνώριζες, ποιον είχες ενημερώσει; Δεν μπορεί να γνώριζες και να μην το είχες πει στον δήμαρχο και στο δημοτικό του συμβούλιο)
ή
Β) «κάποιοι διατυπώνουν “ερωτήματα” και μάλιστα “με ανησυχία” για διατάξεις κ νομικούς ισχυρισμούς, για τις οποίες “ευτυχώς πληροφορηθήκαμε από βουλευτή της περιφέρειας μας”..»
(δηλαδή τα ερωτήματα κι οι ανησυχίες μου θέλουν εισαγωγικά, άρα είναι προφάσεις, και, κάπου πιο κάτω, χαρακτηρίζονται και ανέντιμα).

Δηλαδή, αντί των εξηγήσεων για το "πώς" και το "γιατί" μείναμε στο σκοτάδι και νιώσαμε κορόιδα, έρχεται κι η κατηγορία πως όταν ρωτάμε ή μιλάμε βοηθάμε τις βιομηχανίες!
Φοβερό!
Πάμε τώρα στα ερωτήματα που προκαλεί αυτή η ανάρτηση:
***********************

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΧΡΥΣΑ:

Επειδή εγώ μόνο τα έγραψα αυτά, με εντάσσεις κι εμένα σε εκείνους που επιθυμούν την παραμονή των βιομηχανιών; Εσύ, εμένα;
Πάραυτα, κάνε διόρθωση, διευκρίνιση, κάνε ό,τι θέλεις αλλά ξεκαθάρισέ το: Ποιους εννοείς; Και πότε αυτοί που εννοείς «δεν σας ρώτησαν -πάλι πρώτο πληθυντικό- κι ανησυχούν» κτλ.;
Πότε θα ρωτούσα δηλαδή. Από τις 9.30 μμ που έριξε την βόμβα ο Ραγκούσης ως τις 10 μμ που έγινε η ανάρτηση μέσα από την αίθουσα του ΔΣ, έπρεπε να έρθω στην νομική υπηρεσία να κάνω ερώτημα; 
Ή μήπως να άφηνα χωρίς ενημέρωση τον κόσμο, που υποφέρει, για να πέσει το πράγμα στα μαλακά;
Και τι ακριβώς να ρωτούσα; Να ρωτούσα αν το ήξερες ή να ρωτούσα αν το είχες πει στον δήμαρχο; Ποια από τις δύο ερωτήσεις να έκανα; Και ποια απάντηση θα έπαιρνα;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΗΜΑΡΧΟ κ.ΒΡΕΤΤΑΚΟ

Το παραπάνω κείμενο, δήμαρχε, σε φωτογραφίζει εκεί που λέει ότι αυτή η απάντηση "μας ζητήθηκε". Ποιος άλλος μπορεί να ζητήσει ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ (πρώτο πληθυντικό) από τους νομικούς συμβούλους του δήμου να απαντήσουν;.
Γιατί, λοιπόν, δήμαρχε, ζήτησες να απαντήσει η νομική υπηρεσία, δηλαδή η Χρύσα;
Για την ακρίβεια περνάω απ' ευθείας στο ερώτημα που ΔΕΝ ΘΑ ΕΒΑΖΑ δημόσια πριν μιλήσω μαζί σου αν δεν έβγαινε αυτό το δημοσίευμα:
Γνώριζες, δήμαρχε, την ύπαρξη αυτής της διάταξης;
Αν δεν την γνώριζες, πρόκειται για φοβερή άγνοια κρίσιμου στοιχείου.
Αν την γνώριζες, γιατί την απέκρυψες όλα αυτά τα χρόνια; Και δεν εννοώ από εμένα, αλλά, από όλους τους δημότες (δημότης ήμουν από το 2017 ως το 2019 όταν συζητιόταν το άρθρο 70) και φυσικά κι από το δημοτικό συμβούλιο;
Να εξηγήσουμε κάτι: Δεν θεωρώ ότι αποκρύπτεις πράγματα ή ότι δεν έχεις έντιμη στάση, και δεν θα το ρωτούσα αυτό αν δεν με υποχρέωναν η ίδια η ανάρτηση κι οι υπαινιγμοί της.
Το να υποβαθμίζεται η ύπαρξη της διάταξης ΔΗΜΟΣΙΑ, με άρθρο της Νομικής Συμβούλου, η οποία λέει «μας ζητήθηκε» συνοδευόμενη από υπαινιγμούς ότι όποιος την αναφέρει θέλει την παραμονή των βιομηχανιών (κι εδώ ξεπερνά κάθε εκσκαμμένο) είναι ... ας μην το χαρακτηρίσω.

Λυπάμαι, δήμαρχε, που αναγκάζομαι να θέσω αυτά τα ερωτήματα δημόσια πριν τα συζητήσω μαζί σου πρόσωπο με πρόσωπο, όπως πολλές φορές ικανοποιητικά έχουμε κάνει, αλλά με υποχρεώνει η ανάρτηση που "τους ζητήθηκε" και οι -πέραν κάθε φαντασίας-υπαινιγμοί που διατυπώνονται εκεί μέσα.

Δυστυχώς, τα ερωτήματα τα θέτω πλέον δημόσια:

Α.
Γνώριζες, δήμαρχε, αυτήν τη διάταξη από το 2018; Γνώριζες ότι κάνει άχρηστο το άρθρο 70 κι επικεντρώθηκες στο δευτερεύον αντί του σημαντικού;
Νομίζω πως όχι, αλλά είναι δικό σου θέμα να το παραδεχτείς.

Β.
Αν, όμως, την γνώριζες την διάταξη, τότε μπαίνει το ερώτημα γιατί ποτέ δεν αναφέρθηκες σε αυτήν; Την έκρυβες, από τον κόσμο που οφείλεις να υπερασπίζεσαι;
Γιατί άφησες εκτεθειμένο τον ΣΥΡΙΖΑ που σε στήριξε το 2015 και 2019 κρύβοντας ότι το άρθρο 70 ήταν παρωνυχίδα μπροστά στο προϋπάρχον άρθρο του 2005;

Νομίζω πως η άγνοια ήταν βαρύ πλημμέλημα, αλλά η γνώση (και επομένως απόκρυψη) ήταν κακούργημα. Φυσικά, πάντα πολιτικά μιλάω κι όχι ποινικά. 
Δυστυχώς, μετά από την ανάρτηση της Χρύσας, έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στα δύο.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

23 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 23η

Στο κεφάλαιο 7 με τίτλο "Στη Νικομήδεια 1.204 μ.Χ" στο Α' μέρος που δίνουμε σήμερα, ο Νικηφόρος ταξιδεύει για την Προποντίδα. Φτάνει στη Νικομήδεια και βρίσκει εκεί την Ζωή. Επανασυνδέονται σαν να μην είχε περάσει στιγμή από τον χωρισμό τους.
*******************************************************
παραπομπή (*):
Τα πλοία ταξίδευαν συνήθως από τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου μέχρι του Αγίου Δημητρίου, δηλαδή από 23 Απριλίου μέχρι 28 Οκτωβρίου. Μετά παροπλίζονταν στα λιμάνια περιμένοντας την ερχόμενη άνοιξη. Οι ναυτικές δυνάμεις της εποχής έβγαζαν απαγορευτικές διατάξεις και μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης έδιναν κατ’ εξαίρεση, άδειες απόπλου τον χειμώνα.




 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο : ΣΤΗ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ
1204 μ.Χ.

Α’ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Το ταξίδι Πειραιάς-Κωνσταντινούπολη στο τέλος του Φεβρουαρίου ήταν περιπέτεια με άγνωστο τέλος. Πολλά είχε να φοβηθεί ένας ναύαρχος σε ένα τέτοιο ταξίδι(*). Αν ξεσπούσε ο βοριάς, το πλοίο θα υποχρεωνόταν σε ελιγμούς κι αλλαγή της πορείας του με άγνωστη κατάληξη. Η θερμοκρασία το βράδυ έπεφτε τρομακτικά και το κρύο μπορούσε να τους ξεπαγιάσει. Μια χειμωνιάτικη φουρτούνα μπορούσε να στείλει το πλοίο στα ανοιχτά του πελάγους. Σε κάθε τέτοια δυσκολία, η αβαρία ήταν υποχρεωτική και το πρώτο που θα έπεφτε στην θάλασσα ήταν το φορτίο. Γι αυτό δεν δίνονταν άδειες απόπλου σε πλοία τον χειμώνα εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις όπως τώρα. Έτσι έκρινε ο Φρούραρχος και φίλος του Ακομινάτου, αλλά η άδεια δεν μείωνε το ρίσκο. Ωστόσο, αυτή τη φορά όλα πήγαν καλά και το “Δήλος” έφτασε μέχρι στον Ελλήσποντο χωρίς απώλειες. Από εδώ, όλα ήταν πιο εύκολα.
Τα νέα, από όπου κι αν πέρασαν, ήταν ανησυχητικά. Ο Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος δεν μπορούσε να εγγυηθεί στους Λατίνους την αποπληρωμή τους. Εκείνοι θεωρούσαν δικαίωμά τους να καταλάβουν την Πόλη. Θα την λαφυραγωγούσαν για να πάρουν μόνοι τους αυτά που τους χρωστούσε.
Ήδη πολλοί προσκυνητές ιππότες τολμούσαν έμπαιναν ακόμα και μέσα στην πόλη. Ζητούσαν ιερά αντικείμενα κι άλλα κειμήλια. Στην πατρίδα τους θα τα μοσχοπουλούσαν ή θα τα έκαναν εκθέματα. Στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης κάθε μέρα γίνονταν λεηλασίες. Η φρουρά δεν μπορούσε να τους εμποδίσει ή να επιβάλει την τάξη μια κι έξω από τις πύλες παραμόνευε ο εχθρός. Τα τείχη επί Αλέξιου Δ’ είχαν γκρεμιστεί σε ένα σημείο τους και τώρα επισκευάζονταν. Δεν θα άντεχαν όμως σε ενδεχόμενη πολιορκία καθώς ήταν φανερό πως ήταν πια πολύ αργά για όλα.
Τα νέα όμως που έμαθε ο Νικηφόρος στην Καλλίπολη και στην Άβυδο, δεν ήταν καθόλου καλά. Το πλοίο σταμάτησε για ανεφοδιασμό και διανυκτέρευση κι είδαν την κατάσταση. Στην ασιατική πλευρά της αυτοκρατορίας επικρατούσε χάος. Οι συνεχείς αγώνες με Λατίνους, Βουλγάρους και Νορμανδούς στη δύση, είχαν παραμελήσει εντελώς την ανατολή. Η άμυνα των ασιατικών εδαφών είχε αφεθεί στην τύχη της. Ο Σελτζούκος σουλτάνος του Ικονίου, ο Ρουκναντίν Σουλεϊμάν, θριάμβευε. Ο αδελφός του Καϊχοσρόη, είχε καταφέρει να απορροφήσει το κράτος των Ντανισμεντιδών Τούρκων. Είχε μετατρέψει το Ρούμ σε κυρίαρχο κράτος της περιοχής. Τα ρωμαϊκά εδάφη είχαν γίνει έρμαιο των Τουρκομάνων νομάδων. Κινούνταν άτακτα κι απρόβλεπτα, πολιορκούσαν τις Ρωμαϊκές πόλεις, λεηλατούσαν τις γύρω περιοχές. Έβοσκαν τα πρόβατά τους διώχνοντας τους αγρότες από τη γη τους. Δεν υπήρχε κανείς να τους εμποδίσει και λυμαίνονταν τη δυτική Μικρασία.
Σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον, οι διάφοροι “άρχοντες” των ρωμαϊκών περιοχών επαναστατούσαν. Με τη στήριξη του Σουλτάνου του Ικονίου, δημιουργούσαν δικές τους ανεξάρτητες ηγεμονίες. Οι νομάδες Τουρκομάνοι είχαν δικούς τους Εμίρηδες που δεν έδιναν λόγο σε κανέναν. Η ρωμαϊκή διοίκηση, που εξασφάλιζε για χίλια χρόνια σταθερότητα και ανάπτυξη, η Pax Romana είχε καταρρεύσει. Στην περιοχή επικρατούσε τώρα μια γενικευμένη αναρχία και αστάθεια. Τα μικρά κρατίδια ζούσαν στην αδιαφορία για το οργανωμένο κράτος. Η επικράτηση των νομάδων διάβρωνε τον πολιτισμό των πόλεων.
«Ναύαρχε, μπορείς να πουλήσεις την πραμάτεια σου πιο εύκολα και πιο σίγουρα στη Νικομήδεια» του είπαν.
Μιλούσε με πραματευτές στην Άβυδο. Με τη φασαρία στην Κωνσταντινούπολη και την περικύκλωση των Φράγκων, οι έμποροι την απέφευγαν. Η Νικομήδεια δεν ήταν μακριά από τη Νίκαια. Την προτιμούσαν για ελλιμενισμό και για αγορές ή πωλήσεις οι πραματευτές.
«Μήπως ξέρετε πού βρίσκεται ο άρχοντας Θεόδωρος Λάσκαρης;» ρώτησε αρκετούς.
«Στη Νίκαια, στα κτήματά του» του είπαν κάποιοι.
«Δεν τον δέχτηκαν στη Νίκαια και πήγε στην Προύσα» του είπαν άλλοι.
«Κινείται σε όλη τη Βιθυνία» του είπαν κάποιοι άλλοι.
«Καλά, πώς δεν τον δέχτηκαν; Εγώ ξέρω ότι ο Δεσπότης είναι από αυτά τα μέρη. Εδώ πολλούς φίλους»
«Ο κόσμος είναι αγαναχτισμένος με το αρχοντολόι της Βασιλεύουσας. Μόνο φόρους ξέρουν να βάζουν και δεν δίνουν προστασία καμιά. Τι χρησιμεύουν οι Βασιλιάδες κι οι αρχόντοι κι οι Δεσποτάδες αν δεν μπορούν βάλουν σε τάξη την χώρα; Αν δεν μπορούν να διώξουν ληστές και νομάδες που λυμαίνονται τις περιοχές των Ρωμιών τι τους θέλουμε; Μας κλέβουν, μας διώχνουν από τα χωράφια μας, δεν αφήνουν να μεταφέρουμε εμπορεύματα, κάνουν ό,τι θέλουν! Όσο για τον Λάσκαρη, τον έκανε δεσπότη ο Αλέξιος Γ’, ο ανίκανος κι αδιάφορος. Γιατί να αναγνωρίσουν οι άνθρωποι εδώ τον τίτλο του;»
«Σκέψου πως όταν περνούσαν από εδώ οι σταυροφόροι, ο κόσμος τους επευφημούσε! Ζητωκραύγαζε για τον Αλέξιο Δ’. Όχι πως προτιμούσαν το κακομαθημένο παλιόπαιδο, αλλά για να δείξουν τον θυμό τους στο σκυλολόι της Βασιλεύουσας.»
«Και πού θα βρω τον Θεόδωρο Λάσκαρη;»
«Κανείς δεν ξέρει που θα βρίσκεται τώρα.»
Ο Νικηφόρος κατάλαβε ότι για να τον βρει έπρεπε να τον ψάξει ο ίδιος. Έπρεπε όμως να πουλήσει προηγουμένως τα προϊόντα που είχε κουβαλήσει. Κοντινά στη Νίκαια λιμάνια της Προποντίδας ήταν η Κίος, η Απάμεια κι η Νικομήδεια. Αυτή η τελευταία βρισκόταν κοντά και στην Βασιλεύουσα.
Αποφάσισε, λοιπόν, να πλεύσει προς τα εκεί. Η επιλογή του αποδείχτηκε εμπορικά επιτυχής. Έμεινε τρεις μέρες στην πόλη διαπραγματευόμενος προϊόντα και τιμές με εμπόρους. Είχε να κάνει με Αρμένιους, Εβραίους Ρωμιούς και Γενουάτες. Στην αρχή απογοητεύτηκε αλλά σύντομα βρήκε αγοραστές. Στο τέλος απαλλάχτηκε από το εμπόρευμα που είχε φέρει απ’ την Αττική και αναζήτησε τον Λάσκαρη. Ρώτησε για πληροφορίες ενώ φρόντισε να αγοράσει δυο άλογα. Θα τον έψαχνε σε όλη τη Βιθυνία όπου η οικογένεια Λάσκαρη είχε δικά της κτήματα. Είχε πρόνοιες κι επισκέψεις, όπως ονομάζονταν τα “φέουδα” των Ρωμαίων αρχόντων.
«Ιγνάτιε» είπε στον βοηθό του «θα αναλάβεις εσύ το “Δήλος”. Θα το οδηγήσεις μέχρι την Κωνσταντινούπολη και θα μπεις στο λιμάνι του Ιουλιανού. Από το πλήρωμα θα πάρω μαζί μου τον Στέφανο για συνοδό μου. Θα φύγουμε με τα άλογα για να βρούμε τον Δεσπότη Θεόδωρο Λάσκαρη. Αν σε ελέγξουν οι Ρωμαίοι, θα μιλήσεις ελληνικά και θα τους δείξεις το έγγραφο του Δούκα των Αθηνών. Αν σε σταματήσουν οι Βενετοί θα τους μιλήσεις λατινικά και θα τους δείξεις τα συμβόλαια που είχα μαζί τους. Θα τους πεις ότι πας στον Κεράτιο γιατί σε κάλεσαν εκεί. Θα προσέξεις γιατί είναι επικίνδυνα τα πράγματα στην Προποντίδα και τον Βόσπορο αυτό τον καιρό. Θα με περιμένεις στο λιμάνι του Ιουλιανού. Θα μείνεις στο πανδοχείο “Ωραία Ελένη” που υπάρχει εκεί στο λιμάνι, εντάξει;
«Εντάξει, Κύριε, κατάλαβα» του είπε εκείνος.
«Κύριε, τα άλογα είναι έτοιμα» του είπε ο Στέφανος. «Έχεις, όμως, κι ένα μήνυμα.»
«Μήνυμα; από ποιον;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Έχει έρθει εδώ ένας μικρός και ζητάει να σε δει και να στο δώσει στο χέρι. Είναι επείγον και προσωπικό λέει. Δεν το έδινε σε μας με τίποτα.»
«Φώναξέ τον μέσα, θα τον δω πάνω στο πλοίο. Πρέπει να πάρω και κάποια πράγματά μου έτσι κι αλλιώς.»
Ανέβηκε στο “Δήλος” κι άνοιξε ένα κασελάκι. Πήρε από μέσα, για να το έχει μαζί του, το κόκκινο μαντίλι με τον λευκό κρίνο της Ζωής.
«Έρχεται ο μικρός με το μήνυμα;» τον ειδοποίησαν.
Κοίταξε ξανά το μαντίλι της. Το φύλαγε στην καμπίνα του από τότε που τού το είχε χαρίσει. Τον είχε αποχαιρετήσει μ’ αυτό στο πανδοχείο στην Πάνορμο. Είχε περάσει από τότε περίπου ένας χρόνος.
Ένας πιτσιρικάς χτύπησε την πόρτα της καμπίνας. Του άνοιξε, του έδωσε ένα νόμισμα και πήρε από τα χέρια του ένα τυλιγμένο κομμάτι περγαμηνής. Τού έκανε νόημα να φύγει. Ο πιτσιρικάς δεν έφυγε κι έκατσε λίγο πιο εκεί. Δεν τού έδωσε σημασία, ξετύλιξε το σημείωμα κι η καρδιά του πήγε να σπάσει. Πριν το ανοίξει κιόλας είχε νιώσει την μυρωδιά της. Πρέπει να το είχε ποτίσει με το άρωμα που συνήθιζε να βάζει στον λαιμό της. Ένα μείγμα οσμών λουλουδιών με βάση το τριαντάφυλλο και το νυχτολούλουδο. Την είχε ρωτήσει γι αυτό και του είχε πει για τη σύνθεσή του. Θα το αναγνώριζε οπουδήποτε κι αν το συναντούσε. Ένα σημείωμα δικό της; σκέφτηκε. Μα πώς είναι δυνατόν; Πώς μπορεί να γνωρίζει ότι είναι εδώ;». Το άνοιξε με χέρια που έτρεμαν κι είδε ότι, πραγματικά, ήταν ένα γράμμα δικό της που έλεγε:
“Αγαπημένε μου, είσαι εδώ!
Τήρησες την υπόσχεσή σου και ξαναγύρισες! Εγώ δεν μπόρεσα ούτε να προσπαθήσω καν να σε ξεχάσω. Θα ήταν τόσο μάταιο! Διάβαζα τα γράμματα που μου έστελνες και με αυτά ζούσα. Σε περιμένω να σου δώσω τα δικά μου γράμματα, αυτά που έγραψα και δεν στα έστειλα. Το παιδί που σου έφερε το μήνυμα θα σε οδηγήσει σε μένα. Σε φιλώ, Ζωή.”
Κοίταξε τον πιτσιρικά που τον περίμενε. Τον έπιασε από το χέρι και πήγε στον Ιγνάτιο και τον Στέφανο.
«Στέφανε, θα μείνεις εδώ στο πλοίο, δεν σε χρειάζομαι. Ο Λάσκαρης με βρήκε εκείνος, επομένως, δεν υπάρχει λόγος να τον ψάξουμε εμείς. Εσύ Ιγνάτιε, αναλαμβάνεις να οδηγήσεις το πλοίο όπως σου είπα!»
«Εντάξει Κύριε, θα σε δούμε στην Κωνσταντινούπολη» του είπαν κι εκείνοι.
Πήρε τον πιτσιρικά από το χέρι και τον ανέβασε πάνω στο άλογό του.
«Μπορείς να κρατηθείς;» τον ρώτησε.
«Μπορώ, Κύριε» είπε ο μικρός.
«Πήγαινέ με στην Κυρά που στο έδωσε αυτό» του είπε.
Ξεκίνησε κρατώντας το άλλο άλογο από το χαλινάρι κι έχοντας τον μικρό μπροστά του. Τα άλογα τούς πήγαν έξω από την Νικομήδεια σε ένα τρίστρατο. Δεν πήραν τον δρόμο προς την Πόλη, ούτε προς τη Νίκαια, αλλά, προς την Κλαυδιούπολη. Ο μικρός του είπε ότι ήταν μισή ώρα δρόμος με το άλογο. Όχι πολύ έξω από την πόλη, σε ένα τοπίο γεμάτο δέντρα και φυτά, βρέθηκαν σε ένα χωριό. Στους πρόποδες ενός καταπράσινου βουνού, ήταν ένα ορεινό, οχυρωμένο χωριό, που στην άκρη του είχε ένα πανδοχείο. Οδήγησε τα άλογα στο στάβλο, τους έδωσε τροφή και νερό και ρώτησε τον μικρό που βρισκόταν η Κυρά. Εκείνος του έδειξε ψηλά ένα παράθυρο στο πάνω πάτωμα του πανδοχείου. Εκεί ήταν, συνήθως, τα δωμάτια που νοίκιαζαν οι διαβάτες κι οι οδοιπόροι για να ξαποστάσουν. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και στο περβάζι του βρισκόταν η Ζωή. Κουνούσε ένα μαντίλι κόκκινο ολόιδιο μ’ εκείνο που του είχε δώσει στην Πάνορμο. Ο Νικηφόρος έβγαλε από την τσέπη του το άλλο δικό της κόκκινο μαντίλι και το ανέμισε. Έδωσε ένα ακόμα νόμισμα στον πιτσιρικά και του είπε να φύγει.
“Έρχομαι!” της έδειξε με νοήματα.
“Έλα, κάνε γρήγορα!” του έδειξε με τις χειρονομίες της.
Με ταχύ βήμα μπήκε στο πανδοχείο και μίλησε με τον ιδιοκτήτη. Η στολή του ναύαρχου, που φορούσε, επέβαλε ένα σεβασμό στο πρόσωπό του παρά το νεαρό της ηλικίας του. Ο Πανδοχέας του είπε ότι μια Κυρά τον περίμενε στο πάνω πάτωμα. Του υπέδειξε σε ποιο δωμάτιο να πάει.
«Χτύπα την πόρτα, θα σου ανοίξει» του είπε.
Η πόρτα άνοιξε πριν την χτυπήσει κι έκλεισε δυνατά μόλις πέρασε το κατώφλι. Ο ένας χάθηκε αμέσως στην αγκαλιά του άλλου. Το φιλί που έδωσαν ήταν γεμάτο πάθος. Έκαναν σαν παλιοί εραστές αν κι ούτε που είχαν αγγίξει καλά-καλά ο ένας τον άλλον μέχρι τη στιγμή αυτή. Δεν την άφηνε από την αγκαλιά του κι εκείνη του δινόταν πρόθυμα. Μύριζε το άρωμά της, το ίδιο που είχε ανιχνεύσει στο γράμμα της.
«Μου έλειψες» της ψιθύρισε. «Ήρθα. Στο είχα πει.»
Ρουφούσε τη γεύση του δέρματος, των χειλιών και του κορμιού της. Την φιλούσε σε όλο της το πρόσωπο, στον λαιμό και στο στήθος. Την έσφιγγε πάνω του λες κι ήθελε να την ενώσει με το σώμα του.
«Σε αγαπώ. Σε σκεφτόμουν διαρκώς» της είπε.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ. Μου έλειψες!» του απάντησε.
Όταν έφτασε στο πανδοχείο ήταν απόγευμα, λίγο μετά το μεσημέρι. Μέχρι να σκοτεινιάσει είχαν εξαντλήσει τα φιλιά, τα ερωτόλογα κι είχαν κάνει για πρώτη τους φορά έρωτα. Τότε ζήτησαν από τον ξενοδόχο κάτι να φάνε και να πιούν. Μετά συνέχισαν ως το πρωί. Μέχρι το άλλο μεσημέρι απολάμβαναν ο ένας το κορμί του άλλου σαν να ήταν η μέρα αυτή η τελευταία της γης. Λες κι η ζωή τους θα τελείωνε εδώ.
Η Ζωή δεν είχε νιώσει αντρικό χάδι ως εκείνη τη στιγμή. Δεν ήξερε τον έρωτα. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο τα είδε όλα. Έμαθε να δίνει και να παίρνει ηδονή. Στο ίδιο εικοσιτετράωρο εκείνος, που είχε πάει με πολλές γυναίκες στα λιμάνια, έμαθε πολλά. Ας είχε νιώσει ερωτευμένος με την Αγνή, ας είχε κάνει μαζί της δύο παιδιά, τώρα μόλις μάθαινε τον αληθινό έρωτα. Τώρα μάθαινε πώς είναι, αληθινά, να δίνεις και να παίρνεις την ηδονή από αυτήν που αγαπάς.
«Θα ήθελα να τελείωνε εδώ η ζωή μου!» του είπε η Ζωή την άλλη μέρα το πρωί.
Ήταν βυθισμένη σε μια γλυκιά θλίψη και πληρότητα.
«Και να μην επαναλάβουμε ποτέ ξανά ό,τι κάναμε;»
«Αν είναι γι αυτό … τότε … ας έπαιρνε ο θάνατος μια μικρή αναβολή» του ψιθύρισε.
Γελούσαν και σφίγγονταν ο ένας πάνω στον άλλον.
«Το ήξερα πως μαζί σου θα ήταν όλα μαγικά. Ποτέ μου δεν έχω νιώσει τόσο ευτυχισμένος» της είπε σοβαρός.
«Εγώ ήξερα, από φίλες και γνωστές, ότι ο έρωτας είναι, απλά, ένα επίπονο και κουραστικό πράγμα. Το είχα σαν μια δουλειά που οι γυναίκες την ανέχονται, απλά και μόνο, γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.»
«Έτσι ήταν για σένα τώρα;»
«Ούτε ο παράδεισος δεν είναι έτσι! Δεν θέλω να φύγω από δίπλα σου. Τίποτα δεν συγκρίνεται μ’ αυτό!»
«Ποτέ μου δεν ένιωσα έτσι ξανά» της ομολόγησε.
Δεν τους ένοιαζε τίποτε. Δεν σκέφτονταν το αύριο για να μην χαλάσουν το τώρα. Μόνο για εκείνη τη στιγμή μιλούσαν. Να χορτάσουν όπως-όπως την πείνα και τη δίψα τους και, μετά, να αγκαλιαστούν ξανά και να φιληθούν. Αν ήταν δυνατόν, να κυλούσε έτσι μέσα σε μια τέτοια μέρα ολόκληρη η ζωή τους, χωρίς αύριο, χωρίς χτες.
«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» της ψιθύρισε.
«Τι γίνεται στην Αθήνα; το σπίτι; το παιδί; η Αγνή;»
«Το σπίτι μου τελείωσε κι η Αγνή είναι καλά. Γέννησε μια όμορφη κόρη, την Μαριαθήνα και ετοιμάζει τώρα κι ένα δεύτερο παιδί.»
«Την ζηλεύω» είπε η Ζω, χωρίς κανένα φθόνο στον τόνο της φωνής της.
«Κι εγώ την ζηλεύω» είπε ο Νικηφόρος. «Γιατί έχει ό,τι θέλει κι είναι ευτυχισμένη. Με στεναχωρεί μόνο που δεν σου δίνω όσα δίνω σε εκείνην και που στερούμαι την παρουσία σου! Μόνο εσένα σκέφτομαι όλη τη μέρα και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτε. Έκανα αυτό το ταξίδι μόλις βρήκα ένα πρόσχημα, μιαν ευκαιρία, γιατί δεν άντεχα να είμαι μόνος μου εκεί. Ήμουν γεμάτος τύψεις για όλα όσα κάνω κι είχα ενοχές για όλα όσα δεν κάνω.»
«Το βλέπω σε αυτά που μου γράφεις. Καταλαβαίνω και πίσω από τις γραμμές, αγάπη μου.»
«Σε αγαπάω πολύ, γλυκιά μου Ζωή!»
«Κι εγώ Νικηφόρε. Σ’ αγαπώ κι ας είναι αδιέξοδη αυτή η αγάπη.»
«Δεν μπορώ να το πιστέψω πως είναι αδιέξοδη. Δεν μπορεί, κάποια λύση θα υπάρξει. Ας περιμένουμε λίγο.»
«Δεν μπορώ αγάπη μου να ελπίζω σε τίποτα πια. Δεν μπορώ να εύχομαι την καταστροφή των άλλων για να στηρίξω πάνω της τη δική μου ευτυχία. Στο έχω ξαναπεί. Δεν θέλω να περιμένω τίποτε στο μέλλον. Το δέχομαι, το πήρα απόφαση. Ήμασταν άτυχοι κι οι δυο. Εγώ … ίσως λίγο παραπάνω.»
Η παρθενία ήταν απαραίτητος όρος για να θεωρείται μια γυναίκα στοιχειωδώς αξιοπρεπής. Μόνο έτσι μπορούσε να τρέφει ελπίδες για έναν κανονικό γάμο κάποια στιγμή στη ζωή της. Χωρίς την παρθενία, ο μόνος δρόμος ήταν το μοναστήρι. Ο Νικηφόρος το σκέφτηκε και συνταράχτηκε όταν του πέρασε από το μυαλό η φράση της “το πήρα απόφαση”. Γι αυτό ήταν τόσο ελεύθερη η συμπεριφορά της, λοιπόν! Γι αυτό ήταν τόσο άνετη απέναντί του. Φαίνεται πως η Ζωή είχε πάρει κάποιες οριστικές αποφάσεις.
«Δεν πιστεύω να σκοπεύεις …» ξεκίνησε να της λέει.
«Το σκοπεύω! Γι αυτό σε περίμενα εδώ και κοιμήθηκα μαζί σου. Γι αυτό δεν συγκράτησα σε τίποτε τον εαυτό μου! Δεν θέλω να χαρίσω σε κανέναν άλλο μια παρθενιά με αντάλλαγμα μια ζωή σακατεμένη, λειψή. χωρίς εσένα! Αφού σ’ αγάπησα, ήθελα να μάθω από εσένα τι είναι ο έρωτας. Ας μην μου τύχει να ξαναγαπήσω ποτέ πια. Έτσι αποφάσισα και βλέπω πως δεν έκανα λάθος. Αν δεν σκοτωθώ, θα μπω σε ένα μοναστήρι. Το προτιμώ παρά να μην σε είχα γνωρίσει ποτέ.»
«Αγάπη μου γλυκιά, πώς μπόρεσες να σκεφτείς έτσι;»
«Έχω αποφασίσει να ζήσω μαζί σου, στον λίγο χρόνο που θα είμαστε μαζί, όλα όσα θα ζούσα σε μιαν ολόκληρη ζωή! Αν κάτι αλλάξει στο μέλλον, ας το δούμε τότε. Για την ώρα, όμως, μη με απασχολείς άλλο με αυτά! Μη μου ξοδεύεις τις τόσο πολύτιμες μέρες μου με διαφωνίες, συμβουλές και με “αν”. Αγκάλιασέ με, φίλησέ με, κάνε μου έρωτα σαν να είναι και πάλι η τελευταία μας φορά!»
Αυτό ακριβώς της έκανε. Την αγκάλιασε, την φίλησε και της έκανε έρωτα σαν να ήταν και πάλι η τελευταία τους φορά! 

*************************************************

Θα συνεχίσω αύριο. Διάλειμμα θα κάνω το Σαββατοκύριακο.
Πέντε συνέχειες την εβδομάδα για να τελειώσουμε κάποτε. Η ιστορία έχει πολύ ζουμί ακόμα.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Ένα ευχαριστώ αξίζει στον Θοδωρή Δρίτσα, όχι η διαστρέβλωση

Προχτές Δευτέρα παρουσιάστηκε το αποτέλεσμα του Δημόκριτου για τις μετρήσεις που έκανε για μυρωδιές και σκόνες στην περιοχή μας. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχουν οσμές και προέρχονται από την επεξεργασία πετρελαίου. Δηλαδή οι κάτοικοι δεν είναι τρελοί, όντως, μυρίζουν κάτι σαν βενζίνα και, όντως, η μυρωδιά προέρχεται από εκεί που πιστεύουν όλοι, από την Όιλ Ουάν. Δεν μετρήθηκε η μυρωδιά που βγαίνει από τις αποχετεύσεις σε κάθε σπίτι η οποία είναι παρόμοια και η οποία από κάπου προέρχεται κι αυτή.
Αντί να γίνει, όμως, αυτό το θέμα της ημέρας, έγινε κάτι άλλο. Ο Σύριζα λέει κι ο βουλευτής του ο Θοδωρής Δρίτσας είναι υπέρ της παραμονής της Όιλ Ουάν!

Ε, λοιπόν, όχι, δεν θα μας τρελάνουν. Όσο κι αν βάλθηκαν κάποια μέσα, συστημικά η μη, να διαστρεβλώνουν την αλήθεια, αυτό δεν μπορεί να περάσει έτσι. Ο Σύριζα έχει κι αυτός τις ευθύνες του, αλλά, αν τις ζυγίσουμε είναι ευθύνες σε ύψος ανθρώπινο όταν οι ευθύνες των άλλων είναι σε ύψη ορέων και κορυφογραμμών.

Ο Δρίτσας είπε το αυτονόητο. Όλοι ξέρουμε ότι, ναι, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα συλλογής αποβλήτων στα λιμάνια. Υπήρχε στον Πειραιά και πριν φτιαχτεί η Όιλ Ουάν. Μάλιστα αυτή την περισυλλογή την έκανε και πάλι ο Μελισσανίδης,. Αν κλείσει η Όιλ Ουάν θα συνεχίσει να συλλέγει τα απόβλητα (slops) πάλι ο Μελισσανίδης χωρίς όμως να τα επεξεργάζεται με τον τρόπο που το κάνει τώρα. Η Όιλ Ουάν όπως λειτουργεί σήμερα πρέπει να απομακρυνθεί. Μια άλλη Όιλ Ουάν -ή όπως αλλιώς θα λέγεται- θα κάνει την περισυλλογή των υγρών αποβλήτων, θα κάνει μια πρώτη επεξεργασία και θα δίνει το προϊόν στον Ασπρόπυργο, όπως έκανε πάντα στο παρελθόν. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα μείνει η Όιλ Ουάν που ρυπαίνει και μειώνει την αξία της περιοχής, υποβαθμίζοντας την ζωή μας.
Αυτά είπε ο Δρίτσας, αυτά λέω κι εγώ, αυτά λέει ο κάθε λογικός άνθρωπος. Όμως τον κατηγόρησαν ότι είναι υπέρ της παραμονής της Όιλ Ουάν όταν όλοι έχουν ξεσηκωθεί για να φύγει.


Θα μου πείτε, ο πρώτος είναι που διαστρεβλώνουν -ηθελημένα ή αθέλητα- τα λόγια του; Όχι, δεν είναι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Εδώ, όμως, χρειαζόταν να υπάρξει λίγο παραπανίσιος σεβασμός, και θα εξηγήσω το γιατί.

Όταν λέμε Θοδωρής Δρίτσας, δεν μιλάμε για κάποιον τυχαίο. Είναι ευεργέτης της πόλης μας. Όχι σαν τους ευεργέτες που κόβουν ένα τσεκ και γράφουν το όνομά τους σε μια πλακέτα. Ευεργέτης με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης. Ευεργέτης της πόλης γιατί έδωσε σε αυτήν το καλύτερο όταν μπορούσε. Πραγματικά, όταν βρέθηκε στην κατάλληλη θέση, Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, έδωσε τον εαυτό του για να πετύχει το μεγαλύτερο δώρο για όλον τον Πειραιά, την παραλία Λιπασμάτων, 86 στρέμματα που δεν πήγαν στην ΚΟΣΚΟ αλλά χαρίστηκαν στον δήμο. Γι αυτό και μόνο τού οφείλουμε σεβασμό. Όχι ασυλία, σεβασμό. Που θα πει να τον κρίνουμε αυστηρά όταν πει κάτι στραβό, αλλά, πρώτα να είμαστε βέβαιοι πως το είπε. Και προπαντός δεν τον κατηγορούμε άδικα για μικροκομματικούς σκοπούς.

Να σημειώσω εδώ ότι ο Θοδωρής Δρίτσας ήταν από τα πλέον δραστήρια μέλη της Παμπειραϊκής Επιτροπής. Όταν διαπραγματεύτηκε την εκχώρηση του ΟΛΠ στην ΚΟΣΚΟ έδωσε τα πάντα από την θέση του για να εξαιρεθεί η παραλία. Δικό του έργο είναι κατά 90% αυτό το μεγάλο δώρο στην πόλη και την περιοχή μας και γι αυτό του αξίζει ένα δημόσιο και μεγάλο ευχαριστώ. Από όσους θέλουν να είναι δίκαιοι και όχι αχάριστοι. 

22 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 22η

Σήμερα το Γ' μέρος του 6ου κεφαλαίου.
Ο Νικηφόρος φεύγει για Κωνσταντινούπολη και Προποντίδα. Οι στόχοι του πολλοί. Να δει την Ζωή. Να μεταφέρει στον Λάσκαρη τις σκέψεις του Ακομινάτου. Να μεταφέρει στον Νικήτα τα βιβλία του αδελφού του. Πάνω από όλα, όμως, θα ζήσει από κοντά το δράμα που εκτυλίσσεται στην βασιλεύουσα.
Με την αναχώρησή του, τελειώνει το 6ο κεφάλαιο που εκτυλίσσεται τους πρώτους μήνες του 1.204 μ.Χ (ή του έτους 6713 από κτίσεως κόσμου κατά τους Ρωμαίους).
******************************************

Γ’ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΝΤΙΛΙ


Ήταν χειμώνας και τα καράβια όχι μόνο απέφευγαν τα ταξίδια, αλλά, χρειάζονταν ειδική άδεια για να φύγουν. Όλο τον χειμώνα έμεναν στα λιμάνια εκτός από περίπτωση ανάγκης. Ο Ακομινάτος μπορούσε να εξασφαλίσει μια άδεια απόπλου. Ο καιρός είχε φτιάξει. Συνήθως ο καλός καιρός του Φεβρουαρίου κρατούσε για μια με δυο βδομάδες. Το κρύο θα ήταν τσουχτερό αλλά είχαν σταματήσει οι βοριάδες, και το ταξίδι προς βορά ήταν πιο εύκολο.
Το “Δήλος” ήταν συντηρημένο καλά κι επομένως ήταν αξιόπλοο. Το πλήρωμά του ήταν εκεί κι οι περισσότεροι ναύτες τον βοηθούσαν όλον αυτό τον καιρό με το αγρόκτημα. Δεν υπήρχε λόγος να περιμένει μια ξένη παραγγελία αφού και μόνο η δική του παραγωγή και των Καρτεράνων αρκούσαν. Γέμισε το πλοίο με εμπόρευμα για μια μεγάλη αγορά σαν της Πόλης. Δικαιολογία για ταξίδι υπήρχε κι ο σχετικά καλός καιρός που επικρατούσε συνηγορούσε να γίνει το μπάρκο. Αποφάσισε να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για την Πόλη. Ο Δωρόθεος δεν είχε αντίρρηση. Αντιλαμβανόταν την ανάγκη για χρήματα ώστε να ολοκληρωθεί το κτήμα. Ο πεθερός του ήξερε ότι οι τιμές στις αγορές της Πόλης ήταν πολύ καλύτερες από αυτές του Πειραιά. Δεν τον κρατούσε πια ο τόπος. Ανήγγειλε στην Αγνή την απόφασή του να κάνει αυτό το ταξίδι.
«Θα κρατήσει πολύ;» τον ρώτησε η Αγνή.
«Υπολογίζω ότι σε δυο-τρεις μήνες θα έχω επιστρέψει» της υποσχέθηκε. «Ίσα-ίσα το ταξίδι να πάω και νά 'χω λίγο χρόνο εκεί για να δώσω το εμπόρευμα.»
«Κι αν σου δώσουν από εκεί μπάρκα, θα τα πάρεις;» τον ρώτησε. «Φοβάμαι, αγάπη μου ότι, αν κάνεις το ταξίδι, δεν θα είσαι εδώ όταν γεννήσω το παιδί μας.»
«Δεν θα βγω στη Μαύρη Θάλασσα. Αν πάρω μπάρκα θα είναι για Προποντίδα μόνο.»
«Θα γυρίσεις, δηλαδή, πριν το καλοκαίρι;»
«Γι αυτό φεύγω τώρα, για να είμαι εδώ το καλοκαίρι!»
Την καθησύχασε κι άρχισε να σχεδιάζει το ταξίδι. Δεν τον ένοιαζε μόνο η εμπορική πλευρά αλλά κι η συνάντησή του με την Ζωή. Έπρεπε να βρει τρόπο για να φτάσει στη Νίκαια ή την Προύσα ή όπου αλλού βρισκόταν ο Λάσκαρης. Πήγε, λοιπόν, ξανά στον Ακομινάτο.
«Πάτερ, θέλω να ξέρετε ποιες κουβέντες έχω κάνει με τον Λάσκαρη.»
Ο Μιχαήλ είχε πάντα χρόνο για συζήτηση, ιδιαίτερα για τα νέα της αυτοκρατορίας ή για καινούριες ιδέες. Ο Νικηφόρος του μετέφερε την συζήτησή του με τον Λάσκαρη στο “Δήλος”, ταξιδεύοντας για την Προποντίδα. Του είπε τις σκέψεις για την ανάγκη να υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός στην αυτοκρατορία. Του είπε για τον ρόλο που θα είχε ο νέος “ελληνισμός” σε αυτή την υπόθεση. Του είπε ότι ο Λάσκαρης προβληματιζόταν αν ήταν εφικτά όλα αυτά.
«Η αλήθεια είναι ότι η αυτοκρατορία διαλύεται σιγά-σιγά όπως πάνε τα πράγματα. Εδώ κι ενάμισι αιώνα κρατά αυτό» είπε ο Μιχαήλ. «Οι εχθροί της σ’ ανατολή, δύση και βορά έχουν πληθύνει κι είναι επικίνδυνοι. Δεν μπορεί να πολεμούν οι αυτοκράτορες μόνο με μισθοφόρους. Δημεύουν περιουσίες και βάζουν νέες φορολογίες.»
«Σε πολλά μέρη λένε ανοιχτά πως υπάρχουν άρχοντες καλύτεροι από τους Ρωμαίους» συμφώνησε ο Νικηφόρος.
«Όλοι επιβουλεύονται αυτόν τον τόπο. Τον βλέπουν σαν λάφυρο και θέλουν να τον λεηλατήσουν. Ποιος, όμως, θα τον υπερασπιστεί, αν δεν ενδιαφέρεται ο ίδιος ο λαός;»
«Αυτά σκεφτόταν κι ο Θεόδωρος» είπε ο Νικηφόρος.
«Είναι ακόμα νέος και μπορεί να τα αντιλαμβάνεται» παρατήρησε πικρόχολα ο Μιχαήλ. «Οι πολλοί, όμως, κωφεύουν! Η αδιαφορία τους έχει κάνει τον αδελφό μου να μου γράφει γι αυτούς τα χειρότερα!»
«Χρειάζεται, λοιπόν, κάτι για να τους ξυπνήσει.»
«Και τι σκέφτηκες Νικηφόρε;»
«Να στείλετε βιβλία που ξυπνούν σε όποιον τα διαβάζει την αγάπη για την χώρα των προγόνων μας! Αφού μείναμε να λεγόμαστε Ρωμιοί μόνο οι ελληνόφωνοι, ας δούμε ότι η γλώσσα μάς ενώνει κι αλλιώς. Εκτός από Ρωμιοί, έχουμε και μια κοινή ελληνική καταγωγή.»
Ο Ακομινάτος σκεφτόταν πως ήταν μια καλή ιδέα.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν πρέπει να ντρεπόμαστε για την καταγωγή μας, Νικηφόρε. Πρέπει να την τονίζουμε όλο και πιο πολύ. Θα δίναμε όραμα στους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Σήμερα λέγεται Ρωμανία, όμως, κάποτε λεγόταν Ελλάδα! Να πάψουμε να γκρινιάζουμε όταν μας αποκαλούν Γραικούς. Να λέμε ότι “Γραικοί είμαστε και περηφανευόμαστε για τη γενιά μας”. Αυτό θα ήταν αναγέννηση της Ρωμανίας! Θα υπάρχουν όμως και προβλήματα …!»
«Σαν τι προβλήματα;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Πρώτα απ' όλα απ' την εκκλησία. Οι μοναχοί κι οι παπάδες ξέρουν, ως τώρα, πως ό,τι είναι “ελληνικό” είναι μιαρό, ειδωλολατρικό και σατανιστικό! Με δυσκολία θα δεχτούν να λέγονται Έλληνες. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με την αποδοχή του διαβόλου και της αμαρτίας! Οι μοναχοί ειδικά, αν δουν να απλώνεται ένα τέτοιο εθνικό αίσθημα, θα φοβηθούν πως θα αδειάσουν οι μονές. Θα αντιδράσουν με τον μόνο τρόπο που γνωρίζουν, με κατάρες κι αφορισμούς, κρατώντας φραγγέλια. Θα ξεσηκώσουν τον αγράμματο λαό.»
«Αν προσπαθήσουν ο αυτοκράτορας, ο Πατριάρχης...»
«Όσο κι αν το παλέψουν κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι, οι ριζωμένες αντιλήψεις αντιστέκονται» είπε ο Ακομινάτος.
«Δώστε μου βιβλία και χειρόγραφα που να δείχνουν τις ρίζες και την καταγωγή μας. Να προβάλουν την ομορφιά του ελληνικού πνεύματος.»
«Αυτό το τελευταίο ας μείνει για αργότερα. Αυτό είναι που θα ξεσηκώσει τις μεγαλύτερες θύελλες!»
«Ωραία, λοιπόν, μαζέψτε ό,τι νομίζετε εσείς πως θα είναι χρήσιμο, Πάτερ, εσείς ξέρετε καλύτερα! Εγώ θα φροντίσω να τα πάω στη Βασιλεύουσα και στον Λάσκαρη.»
«Θα μαζέψω ό,τι μπορώ. Θα τους τα δώσεις για να τα μοιράσουν σε γενναίους Ρωμιούς που πονάνε την Ρωμανία και θέλουν τη σωτηρία της! Έλα αύριο να πάρεις αυτά που έχω για τον Νικήτα κι αυτά που θα σου ετοιμάσω για τον Λάσκαρη» είπε ο Μιχαήλ.
Ο Ακομινάτος είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Πόλη και πίστευε πως γνώριζε καλά τα αίτια της κατάπτωσής της. Είχε μελετήσει κι είχε αγαπήσει τους αρχαίους όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. Πίστευε ότι αρκούσε η στενή επαφή μαζί τους, για να νιώσει κανείς περηφάνια και θαυμασμό για την καταγωγή του. Με έκπληξη κι απογοήτευση διαπίστωσε ότι δεν ξεπερνιούνταν τόσο εύκολα οι αγκυλώσεις αιώνων. Τις είχε καλλιεργήσει η ίδια η εκκλησία στα πρώτα χρόνια της ζωής της, όταν πάλευε να επικρατήσει. Χρειαζόταν, λοιπόν, κάτι άλλο. Έπρεπε να βρεθεί ένας λόγος κατανοητός, που να εκλαϊκεύει τις αρχαίες διδαχές. Έπρεπε να κερδίζει τους Γραικούς χωρίς να προκαλεί την αντίδραση των αγράμματων της πίστης. Για τον Μιχαήλ, οι φανατικοί δεν προσέφεραν καλές υπηρεσίες στην ορθοδοξία με τη στείρα άρνησή τους σε όλα. Κατά την δική του γνώμη, θα έπρεπε να καταδειχτεί ότι η ορθοδοξία περιείχε την δύναμη της αρχαιότητας. Μπορούσε να συμβαδίσει με το ήθος και την καλλιέργεια των αρχαίων. Πίστευε ότι η “ειδωλολατρία” των Ελλήνων πολεμήθηκε τότε που ο χριστιανισμός ξεκινούσε κι αμυνόταν. Τώρα, όμως, η νέα θρησκεία είχε φτιάξει το δικό της οικουμενικό όραμα, την αυτοκρατορία, το βασίλειο του Θεού. Δεν είχε λόγο να φοβάται πια. Η αρχαία σοφία μπορούσε να γίνει μοχλός ανανέωσης και κίνητρο για έναν νέο δυναμισμό του ελληνισμού.
Ο Μιχαήλ ήταν χαρούμενος που, επιτέλους, είχε βρει τρόπο να ξεμπλέξει το κουβάρι νεωτερισμού κι αρχαιότητας. Είχε βρει το νήμα που θα τον συνέδεε με όλα όσα είχε αγαπήσει πριν ακόμα φτάσει να γνωρίσει τούτον εδώ τον τόπο. Για πρώτη του φορά, στη θέση της απογοήτευσης μπορούσε να αντιτάξει τη δράση και την ελπίδα. Άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς για να ετοιμάσει όλα αυτά που είχαν συμφωνήσει. Ήθελε χρόνο αλλά δεν ήταν ακατόρθωτο.
Χαρούμενος ήταν κι ο Νικηφόρος κατεβαίνοντας από την Ακρόπολη. Του φαινόταν ότι τα είχε τακτοποιήσει σχεδόν όλα. Μια και πήγαινε στην Πόλη, θα πουλούσε προϊόντα της αττικής γης στους εμπόρους της. Θα έψαχνε, όμως, να βρει τον Λάσκαρη για να του δώσει το κιβώτιο του Ακομινάτου. Όλα καλά λοιπόν! Το ταξίδι αυτό, αλλιώς το είχε φανταστεί κι αλλιώς εξελισσόταν. Το σχεδίασε με τον ανομολόγητο σκοπό να ξαναδεί την Ζωή. Ύστερα βρέθηκε μια καλή αφορμή, τα βιβλία του Μιχαήλ για τον αδελφό του. Μετά εμπλουτίστηκε με εμπορικούς σκοπούς αφού θα πουλούσε εμπορεύματα στη μεγάλη αγορά της Πόλης. Στο τέλος βρήκε κι έναν ακόμα ευγενικό προορισμό, ένα όραμα για την αυτοκρατορία. Εμπορικοί σκοποί, εθνικοί στόχοι, πολιτισμός κι ανομολόγητοι πόθοι και πάθη ήταν το φορτίο του “Δήλος”. Το όνομα του πλοίου θύμιζε το αέναο φως και ξεκινούσε από την Αθήνα με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Από την πόλη που φώτισε την αρχαιότητα, στην πόλη που φώτιζε σήμερα τον κόσμο!
Για τον Νικηφόρο, όμως, άλλα ήταν τα ερωτήματα. Τον βασάνιζαν και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί τις νύχτες. Άραγε θα την δω; Πώς θα είναι; Έφτασαν σε αυτήν οι περγαμηνές μου; Θα με θυμάται ή θα με έχει ξεχάσει; Λες να την έχουν παντρέψει; Πώς θα με δει; Θα μ’ αγαπάει ακόμα; σκεφτόταν και τα πόδια του λύγιζαν. Δεν ένιωθε σίγουρος για τις απαντήσεις. Δεν μπορώ άλλο να ζω με αυτή την άγνοια και την αναμονή, είπε στον εαυτό του.
Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Με την επιτακτική του επίβλεψη οι ετοιμασίες έγιναν γρήγορα. Μέσα σε λίγες μέρες επισκευάστηκαν τα κατάρτια κι επιδιορθώθηκαν τα πανιά. Οι μαστόροι πέρασαν με πίσσα τις χαραμάδες κι άλλαξαν τα σχοινιά που τα έτρωγε η αρμύρα. Καθάρισαν καλά τις άγκυρες, διόρθωσαν τα κουπιά κι έκαναν όλα τα αναγκαία για να γίνει το πλοίο καλοτάξιδο. Φόρτωσαν τα εμπορεύματα για την Πόλη. Μαζί με αυτά φόρτωσαν και δυο κιβώτια με χειρόγραφους κώδικες. Φόρτωσαν κι ένα σωρό παλιά βιβλία. Ένα κιβώτιο θα πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη και τον Χωνιάτη κι ένα στην Νίκαια για τον Λάσκαρη.
Μίλησε με τον πεθερό του. Κατέγραψαν τους εμπόρους της αγοράς της Πόλης που θα δέχονταν ευχάριστα τα προϊόντα τους. Ήταν όλα γεννήματα της αττικής γης. Μέλι, μεταξωτά, λάδι και βελέντζες. Όλα αυτά παράγονταν στο “Καρτέρι” κι υπολόγιζαν να πιάσουν καλές τιμές. Οι εμποροπανηγύρεις στην Βασιλεύουσα και στις κοντινές πόλεις προσέφεραν ευκαιρίες για κέρδος. Αυτός ήταν κι ο λόγος που οι Βενετοί ήθελαν οπωσδήποτε να κάνουν δική τους την Κωνσταντινούπολη. Είχε συγκεντρωθεί πλούτος απίστευτος εδώ. Όμοιός του δεν υπήρχε πουθενά αλλού στην οικουμένη. Το παγκόσμιο εμπόριο, για εννιακόσια χρόνια τώρα, περνούσε ολόκληρο από εδώ. Έτσι, είχε χτιστεί μια υπέρλαμπρη πόλη που θάμπωνε όποιον την αντίκριζε. Αυτή η εκτυφλωτική λάμψη, ήταν το αντικείμενο του πόθου των “προσκυνητών” που καιροφυλακτούσαν έξω από τα τείχη. Η “θεοφύλακτη” πόλη ήταν το υποψήφιο, ποθητό για λεηλασία, θύμα τους. Ήθελαν για να μπουν σαν κατακτητές και να την λεηλατήσουν.
Ο Μιχαήλ Ακομινάτος, συνοδεία με τον Φρούραρχο των Αθηνών, ήρθε στο λιμάνι του Πειραιά. Θα αποχαιρετούσε από κοντά το “Δήλος” και το πλήρωμά του. Ήθελε να κάνει ένα ευχέλαιο και να δώσει προσωπικά τις ευλογίες του για καλό ταξίδι. Ήταν εκεί κι ο βοηθός και γραμματέας του Γεώργιος Βαρδάνης που χαμογελούσε. Αυτός ήξερε κάτι παραπάνω από όλους τους άλλους.
«Έμαθα πως, εκτός από το κιβώτιο για τον Νικήτα, εσύ βρήκες κι άλλο κιβώτιο για τον Λάσκαρη» είπε γελώντας. «Σε ήξερα για εφευρετικό, όμως, ξεπέρασες τις προσδοκίες μου.»
Είχε ένα πονηρό βλέμμα στα μάτια.
«Ναι, Γεώργιε» απάντησε ο Νικηφόρος χαμογελώντας. «Τελικά οι ανάγκες ήταν πολλές!»
Ολόκληρη η οικογένεια των Καρτεράνων ήρθε για τον αποχαιρετισμό. Η Αγνή ήταν εκεί με την μικρή Μαριαθηνούλα. Η ελάχιστα πρησμένη κοιλιά της μόλις που έδειχνε πως ήδη κυοφορούσε έναν δεύτερο καρπό τους. Ήταν και τα αδέλφια της, οι γονείς κι οι παππούδες κι αρκετοί από το προσωπικό απ’ το “Καρτέρι” κι απ’ το “Σερφιώτικο”.
Ο Λέων, ο εικοσάχρονος αδελφός της Αγνής, θα ήθελε πολύ να κάνει αυτό το ταξίδι. Ήθελε να γνωρίσει καινούριους τόπους και να μάθει να κυβερνά ένα πλοίο. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα ο Νικηφόρος θα τον έπαιρνε μαζί του. Τα σχέδιά του για το μέλλον προέβλεπαν να δώσει το “Δήλος” κάποια στιγμή στον Λέοντα. Εκείνος θα γινόταν στεριανός, δεν το χρειαζόταν. Τώρα, όμως, προείχαν άλλα πράγματα. Δεν θα το ομολογούσε, όμως προείχε γι αυτόν η ελευθερία κινήσεων που έπρεπε να έχει εκεί που πήγαινε. Δεν μπορούσε να έχει τον αδελφό της Αγνής να τον παρακολουθεί, θέλοντας και μη, στο κάθε του βήμα. Βρήκε κάτι για να του αρνηθεί.
«Θέλω έμπειρους ναυτικούς μαζί μου. Πρέπει να κάνω τη δουλειά στα γρήγορα. Δεν θα έχω χρόνο να σου μάθω αυτά που πρέπει να μάθει ένας ναυτικός. Κάποτε θα γίνεις κι εσύ ναύαρχος, κι αυτό το πλοίο θα γίνει δικό σου.»
«Αλήθεια; Είσαι τόσο καλός, Νικηφόρε» του είπε ο Λέων ενθουσιασμένος. «Θα γίνω καλός ναύαρχος, αντάξιος σου!»
Μέσα στη βιασύνη του να φύγει, είχε υποσχεθεί ακόμα και το πλοίο του να δώσει στον Λέοντα! Ήταν νωρίς για τέτοιες υποσχέσεις, αλλά, δεν υπολόγιζε τίποτα στον πυρετό του να φύγει. Κανείς, ωστόσο δεν έπρεπε να υποπτευτεί το παραμικρό σχετικά με τον πραγματικό του σκοπό.
«Αγάπη μου, θα σε περιμένουμε και οι τρεις» του είπε η Αγνή δείχνοντας του τον τρίτο άνθρωπο στην κοιλιά της
«Θα γυρίσω σύντομα, όπως είπαμε.»
«Να είσαι καλοτάξιδος και να μας σκέφτεσαι! Εμείς εδώ θα σε περιμένουμε όπως όταν είμαστε στο σκοτάδι και περιμένουμε το φως του ήλιου!» του είπε.
«Θα είμαι εδώ στα γεννητούρια» της υποσχέθηκε.
Το “Δήλος” ξεκίνησε. Είχε μαζί του τον Νικηφόρο, ιδιοκτήτη και ναύαρχό του και ναύτες που ήταν όλοι έμπειροι θαλασσόλυκοι. Είχε μέσα στα αμπάρια του τα κιβώτια με τις περγαμηνές για τον Νικήτα και τον Λάσκαρη. Παρακαταθήκες για το Βασίλειο του Θεού αλλά και για την αναγέννηση της αυτοκρατορίας. Είχε και τα προϊόντα της Αττικής γης για την Βασιλεύουσα και τα κοντινά της λιμάνια.
Κάθισε πάλι κοντά στο μεγάλο κατάρτι και κοίταξε την πρύμνη. Δεν ήταν κανείς εκεί αλλά στα δικά του μάτια άρχισε να σχηματίζεται σιγά-σιγά το είδωλό της. Ήταν φανταστικό μεν, αλλά, τόσο καθαρό και δυνατό που τον συγκίνησε για μια ακόμη φορά. Από τότε που την είχε πρωτοδεί είχαν συμβεί πολλά. Ένας Αλέξιος είχε χάσει τον θρόνο του κι ένας άλλος Αλέξιος τον είχε κερδίσει. Μια αγάπη είχε μαραθεί και μια άλλη είχε ανθίσει. Ο Ζήσιμος, είχε φύγει από τη ζωή αλλά η μικρή Μαριαθήνα, είχε έρθει. Κι εκεί που δεν έπρεπε, είχε ανάψει ένας πόθος ανεκπλήρωτος κι αδιέξοδος που είχε γίνει τώρα καημός μεγάλος.
Τώρα έκανε πάλι την ίδια διαδρομή από τον Πειραιά για την Βασίλισσα Πόλη του κόσμου. Χωρίς τους Φράγκους που πήρε από τον Εύριπο και την κακοτυχία που του έφεραν. Αντί γι αυτούς είχε εμπορεύματα και κιβώτια που του έδιναν και την δικαιολογία για το ταξίδι. Χωρίς τη ίδια τη Ζωή, αλλά μαζί με τη σκέψη της. Και με το κόκκινο μαντίλι της με τον λευκό κρίνο σφιγμένο στην παλάμη του.

******************************************
Αύριο η συνέχεια με το πρώτο μέρος του 7ου κεφαλαίου