Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Η πόλις, υπόθεση κοινή ή ορισμένων;

Τι είναι αυτό που θα σταματήσει την διάλυση του δημόσιου χώρου (της πολιτικής) και θα επιτρέψει στους πολίτες να δείξουν επαγρύπνηση, θάρρος, αιδώ κι αισχύνη, δηλαδή να είναι υπεύθυνοι;

Η απάντηση είναι προφανώς η παιδεία, όχι απλώς αυτή που δίνουν οι γονείς και το σχολείο, αλλά κυρίως αυτή που επιτρέπουν οι ίδιοι οι πολιτικοί θεσμοί.

Όταν οι πολίτες συζητούν για τα κοινά, όταν συμμετέχουν πράγματι στη λήψη των αποφάσεων, δεν κινούνται στο επίπεδο του κουτσομπολιού ή της αερολογίας, αλλά μπαίνουν στη διαδικασία της πολιτικής διαμόρφωσης. 

Με άλλα λόγια, η διαρκής ακριβώς πρακτική λειτουργία της πόλεως ως κοινής για όλους υπόθεσης έχει ως αποτέλεσμα η πόλις να είναι για όλους κοινή υπόθεση. Κι επίσης, αντίστροφα, η διαρκής πρακτική λειτουργία της πόλεως ως υπόθεσης ορισμένων έχει ως αποτέλεσμα η πόλις να γίνεται πράγματι υπόθεση ορισμένων.

Κορνήλιος Καστοριάδης
"Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Πόλις και Νόμοι" 1983-84

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Από λαλίστατος κατάντησα φειδωλός.
Αφού ήθελα να γίνω υποψήφιος δήμαρχος, τι περίμενα;
Δεν μού επιβάλει κανείς λογοκρισία. Δεν χρειάζεται.
Μόνος μου αυτολογοκρίνομαι ή, μάλλον ... λακωνίζω.
Είναι φοβερό πράγμα η έκθεση στον δημόσιο στίβο.
Δεν παραπονιέμαι, το διάλεξα.
Ούτε κλείνω το στόμα μου. 
Όπως όλοι γνωρίζουν, δεν μιλάω μόνο προφορικά. 
Ό,τι λέω μένει γιατί το γράφω σε αναρτήσεις μου.
"Scripta manent" ενώ "τα έπεα είναι πτερόεντα".
Και γνώμη έχω και επιλογές.
Έχουν όμως κι οι άλλοι γύρω μου και τις σέβομαι.
Δεν οξύνω καταστάσεις και δεν μαλώνω.
Προτιμώ να βρίσκω συναινέσεις, να εναρμονίζω.
Όσο γίνεται, βέβαια, και χωρίς εκπτώσεις.
Με σεβασμό στους αναγνώστες και φίλους μου.
Συγχωρήστε μου αυτή την εξήγηση.
Ένιωθα πως έπρεπε να την κάνω.
Γ.Τσιρίδης



Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Όλα καλά. Και η συμφωνία χρήσιμη κι οι διαδηλώσεις χρήσιμες κι αυτές. Λες κι ήμασταν συνεννοημένοι ...

Ψηφίστηκε λοιπόν, η "Συμφωνία των Πρεσπών". Η χώρα φάνηκε συνεπής στην ευρωατλαντική της ένταξη και τελείωσε οριστικά με μιαν -ούτως ή άλλως- χαμένη από αιώνων μάχη. Άλλοι βλέπουν αυτό που έγινε σαν μια συμφωνία ειρήνης κι άλλοι το βλέπουν σαν αποδοχή τετελεσμένων. Είναι και τα δυο ταυτόχρονα. Σημασία έχει ότι με την εκ μέρους μας παραδοχή της πραγματικότητας, το όνομα της Μακεδονίας, δεν θα είναι αγκάθι για το μέλλον. 
Ήττα είναι να δέχεσαι πως έχεις χάσει από αιώνων κάτι που σού ανήκει σαν κληρονομιά. Να σκύβεις το κεφάλι μπροστά σε μια πραγματικότητα που σε ξεπερνά. Νίκη, όμως, είναι να αντιμετωπίζεις αυτή την πραγματικότητα χωρίς παραμορφωτικούς φακούς. Να φτιάχνεις πλαίσιο για την βελτίωση των σχέσεων, για την ειρήνη, την συνεργασία και για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό που έγινε ήταν και νίκη και ήττα ταυτόχρονα. Ήττα συντελεσμένη προ αιώνων και νίκη που βλέπει προς το μέλλον.
Ας μην ξεχνάμε πως όταν έγινε η "κλοπή" του ονόματος από τους γειτονικούς Σλάβους κανείς δεν διεκδικούσε αυτό το όνομα. Το πήραν όσοι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν εκεί ήδη από τον μεσαίωνα, επί Οθωμανών (κι ίσως επί Ρωμαίων). Με αυτό πορεύτηκαν. Κάποια στιγμή χρησιμοποίησαν αυτό το όνομα σαν όχημα απελευθέρωσης από την Τουρκιά αλλά και τους διεκδικητικούς Βούλγαρους ή Έλληνες τον 19ο αιώνα. Τελικά κατάφεραν να το πατεντάρουν μόλις τώρα έστω και με την προσθήκη του "Βόρεια".

Τα συλλαλητήρια δεν μού πήγαιναν. Ίσως γιατί ξέρω ιστορία. Ωστόσο δέχομαι πως ήταν χρήσιμα. Έδειξαν στη διεθνή κοινότητα πως το όνομα της Μακεδονίας είναι, όντως, ελληνική κληρονομιά. Ταυτόχρονα έδειξαν ότι η παραχώρησή του δεν ήταν αναίμακτη υπόθεση. Κατά κάποιον τρόπο, οι διαδηλωτές έδωσαν αξία σε αυτό που παραχώρησε η Ελλάδα. Ας δούμε αυτή την θετική πλευρά κι ας αφήσουμε κατά μέρος τις μεμψιμοιρίες. Λες κι ήμασταν συνεννοημένοι, πετύχαμε το καλύτερο σαν χώρα. Δώσαμε (η κυβέρνηση) κάτι που ήταν έτσι κι αλλιώς χαμένο και καταφέραμε (η αντιπολίτευση) να του προσδώσουμε αξία. Όλα καλά. 

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Τι θέλουν οι άνθρωποι που πλαισιώνουν την Δημοκρατική και Προοδευτική Κίνηση, με υποψήφιο Δήμαρχψο Κερατσινίου-Δραπετσώνας τον Γιώργο Τσιρίδη

Αποτέλεσμα εικόνας για Giorgos Tsiridis
Οι άνθρωποι που αποτελούν την Δημοκρατική Προοδευτική Κίνηση Κερατσινίου-Δραπετσώνας, με υποψήφιο δημαρχο τον Γιώργο Τσιρίδη, στην πλατιά σύσκεψη της 20/1/2019, μεταξύ άλλων, κατέγραψαν ως εξής τις κύριες επιδιώξεις τους:

1. Θέλουμε να έχουμε οι πολίτες λόγο στα καθημερνά, μεγάλα και μικρά, αληθινά ζητήματα του δήμου. Θέλουμε η συμμετοχή μας να είναι ουσιαστική, όχι μόνο κατ' όνομα. Λέμε όχι στη δημιουργία συγκεντρωτικών σχημάτων που λειτουργούν ανεξέλεγκτα και με αδιαφάνεια.

2. Διεκδικούμε να ζούμε σε μια πόλη χωρίς οσμές, χωρίς κινδύνους και χωρίς οχλήσεις.
α) Θέλουμε να βελτιώσουμε το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. Έχουμε σχέδιο για την πολεοδομική και οικονομική ανασυγκρότηση της πόλης μας.
β) Έχουμε στόχο να φέρουμε ανάπτυξη, να βρούμε νέες θέσεις απασχόλησης να κάνουμε την πόλη μας ελκυστική

3. Θέλουμε να αποτελέσουν το Κερατσίνι κι η Δραπετσώνα αναβαθμισμένες και σύγχρονες πόλεις, με νέες δομές και δράσεις σε θέματα εκπαίδευσης, αλληλεγγύης, υγείας, πολιτισμού και αθλητισμού. Ενδιαφερόμαστε για την καινοτομία και τις τεχνολογικές εξελίξεις.

4. Θέλουμε να νιώθουν οι πολίτες αξιοπρεπείς κι η γνώμη τους να μετράει. Δεν είμαστε  υπήκοοι ενός κόμματος ή ενός προσώπου. Θέλουμε να κρατάμε οι ίδιοι τις τύχες μας στα χέρια μας με θεσμούς συμμετοχής όπως δημοψηφίσματα, ανοιχτές επιτροπές ακόμα και κλήρωση αξιωμάτων σε κάποιες περιπτώσεις.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Ένα διήγημα σήμερα: Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ

Σήμερα θα αναρτήσω ένα διήγημά μου, που το έγραψα το 2014.
Η υπόθεση είναι μυθοπλασία κι η δράση διεξάγεται στο Θεμιστόκλειο, τον αρχαιολογικό χώρο μέσα στα Λιπάσματα. Χρόνος, οι αρχές του εικοστού αιώνα, όταν το εργοστάσιο γκρεμιζόταν κι έφευγαν τα άχρηστα υλικά (σκραπ). Δεν υπάρχουν ομοιότητες με γνωστά πρόσωπα, επομένως, δεν χρειάζεται κι η αντίστοιχη διευκρίνιση πως όπου συμβαίνει πρόκειται για απλή σύμπτωση. 



ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΤΣΙΡΙΔΗΣ

Ο Τάφος του Θεμιστοκλή

ΔΙΗΓΗΜΑ
Πειραιάς 2014
Περιεχόμενα
Α' Το Τοπίο
Β' Η Ανασκαφή
Γ' Τάφος ξανά
Τέλος


Α' Το Τοπίο




Α' Το Τοπίο
 Η ζέστη ήταν μεγάλη, στις αρχές του Αυγούστου και η παγωμένη μπύρα κατέβαινε στο λαρύγγι σαν βάλσαμο. Καθόμουν στο γνωστό σουβλατζίδικο όπου την έβγαζα αρκετές ώρες κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό. Απέναντί μου ο ανενεργός Υδατόπυργος, το σήμα κατατεθέν του εργοστασίου των Λιπασμάτων. Μετά από ενενήντα χρόνια λειτουργίας, το εργοστάσιο περνούσε πλέον στην ιστορία. Την τελευταία δεκαετία παίχτηκε το δράμα κλείνει δεν κλείνει με τους εργαζόμενους σε αυτό να αγωνιούν και να αποχωρούν από τη δουλειά είτε με πρόωρες συνταξιοδοτήσεις είτε με παραιτήσεις και αποζημίωση. Ώσπου έκλεισε οριστικά. Είχε μείνει μόνο μια μικρή ομάδα ασφάλειας, ένα ιδιωτικό σεκιούριτι, να το φυλάει και μια ακόμη μικρότερη ομάδα εργαζομένων να επιβλέπει την αποξήλωση. Τελείωνε κι αυτή. Φορτηγά εξακολουθούσαν να μεταφέρουν υλικό σκραπ σε ειδικούς χώρους όπου ξεχώριζαν τα ανακυκλώσιμα και ακόμα εκμεταλλεύσιμα υλικά. Τα υπόλοιπα στέλνονταν στις χωματερές.
Το κεντρικό αρχαιολογικό συμβούλιο είχε αποφασίσει για κάποια λίγα κτήρια που θα έμεναν ως διατηρητέα μνημεία της σύγχρονης βιομηχανικής ιστορίας. Τα υπόλοιπα θα έπεφταν. Ο χώρος θα μετατρεπόταν σε ένα μεγάλο οικόπεδο της Εθνικής Τράπεζας προς αξιοποίηση. Ήδη είχε αρχίσει το γκρέμισμα. Από τη μια φορτηγά έπαιρναν τα τελευταία ανεπιθύμητα “σκουπίδια” των σιδερικών και περνούσαν μπροστά μας ενώ από την άλλη τα σκαπτικά και οι μπουλντόζες κατεδάφιζαν τα κτήρια που επί έναν αιώνα σχεδόν είχαν παράξει λίπασμα για τους ελληνικούς αγρούς και κάθε είδους προϊόντα από γυαλί για τα κτήρια, τη βιοτεχνία και τα σπίτια. Τα σύννεφα σκόνης στο βάθος κάλυπταν τον ορίζοντα ενώ ο ήχος των φορτηγών τράνταζε τους δρόμους της μικρής πόλης. Όλη αυτή η φασαρία με κρατούσε αναστατωμένο, καθώς σκεφτόμουν ότι πλησίαζε η ώρα για να ολοκληρωθεί το σχέδιό μας. Εκείνο, όμως, που με αναστάτωνε πολύ περισσότερο κι έκανε όλο το γύρω περιβάλλον γλυκό και ονειρικό, ήταν η παρουσία της.
Καθώς την κοίταζα, έτεινε το ποτήρι της προς το μέρος μου σαν να μου έλεγε “γεια”. Της ανταπέδωσα την κίνηση με τη μπύρα μου και ήπιαμε κι οι δυο από μια γουλιά. Τα μάτια της με ρούφηξαν μέσα τους για μια ακόμη φορά. Ήταν σκούρα μπλε και κοίταζαν γύρω τους νωχελικά, με έναν τρόπο που ήταν εντελώς δικός της. Στον καθένα έδιναν ίσως αυτό που περίμενε, σε εμένα όμως έδειχναν λαγνεία, πάθος, αισθησιασμό και έρωτα. Ποιος από τους δυο μας ήταν περισσότερο πιασμένος στα δίχτυα του άλλου, δεν το γνώριζα ούτε και με ένοιαζε. Εκείνο που είχε σημασία, ήταν ότι αυτά τα μάτια έφτιαχναν γύρω μου ένα ονειρικό πέπλο που σκέπαζε όλη την ασχήμια της ζωής και μετέτρεπε τη λύπη σε χαρά και την δυστυχία σε ευτυχία.
«Μ' αγαπάς;» με ρώτησε χωρίς να βγάλει κανέναν ήχο αλλά με μια κίνηση μόνο των χειλιών.
«Πολύ!» της απάντησα πρόθυμα και κατέβασα άλλη μια γουλιά από την παγωμένη μπύρα.
«Έχω τον χάρτη!»
Μιλούσε για ένα χάρτη του 1938 μια κάτοψη όλου του εργοστασίου. Όπως μου είχε πει ήταν κατασκευασμένος από την ίδια την εταιρεία με την υπογραφή των μηχανικών της.
«... και το αναφέρει σαν Θεμιστόκλειο;» ρώτησα.
«Ναι, καθαρά, με κεφαλαία γράμματα. Λέει: ΜΝΗΜΕΙΟ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ... και το δείχνει εκεί ακριβώς που βρίσκεται και τώρα
«Πως και δεν το σημείωναν σαν φάρο;»
«Φαίνεται ότι επί Μεταξά δεν ένιωθαν κανένα φόβο και το ομολογούσαν ανοιχτά.»
«Πάντως σε αγαπάω ανεξάρτητα από τον χάρτη» της είπα.
«Ωραία!» έκανε ευχαριστημένη.
Η Ρένα είχε μπει στη ζωή μου τους τελευταίους μήνες. Μας έφερε κοντά το πάθος και των δυο μας για το Θεμιστόκλειο. Έτσι ονομαζόταν το ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή που βρισκόταν μέσα στον χώρο των Λιπασμάτων. Για πολλά χρόνια οι διοικήσεις του εργοστασίου και πολλοί πληρωμένοι ή φιλικοί κοντυλοφόροι ισχυρίζονταν ότι το μνημείο αυτό βρισκόταν απέναντι, στην Πειραϊκή. Δεν μιλούσαν βέβαια στο κενό καθώς είχαν κάπου να στηρίζονται. Γερμανοί και Άγγλοι αρχαιολόγοι ήδη από τον περασμένο αιώνα, παρερμηνεύοντας χωρία αρχαίων που προσδιόριζαν τον χώρο του μνημείου, είχαν πει ότι ο τάφος του Θεμιστοκλή βρισκόταν απέναντι, στην Πειραϊκή, στο σημείο “ξυλοφάναρο” όπου είχαν βρεθεί κατάλοιπα τάφων από την αρχαιότητα. Εκμεταλλευόμενοι την ασάφεια που υπήρχε, οι άνθρωποι του εργοστάσιου επέμεναν ότι εδώ δεν ήταν παρά ένας φάρος. Ήλπιζαν έτσι να κρατήσουν την αρχαιολογία μακριά από τα πόδια τους. Είχαν πείσει πολλούς για την άποψή τους και πίστευαν ότι το θέμα θα ξεχνιόταν. Ήθελαν την παραλία τους ελεύθερη γι αυτούς μόνο και την αρχαιολογία μακριά από τα πόδια τους. Επί πλέον η παραλία μπροστά από το μνημείο γινόταν κατά καιρούς λιμανάκι για βάρκες που έπαιρναν ή έφερναν μικροπράγματα στο εργοστάσιο.
Το 1906, πριν ακόμα κατασκευαστεί το εργοστάσιο Λιπασμάτων και πριν διαμορφωθούν λιμενικές εγκαταστάσεις, ο προσδιορισμός του μνημείου είχε ολοκληρωθεί. Ο Ιάκωβος Δραγάτσης, αξιωματικός της σχολής δοκίμων ο ίδιος, είχε παρατηρήσει ότι ο τύμβος στη θέση Ξυλοφάναρο ήταν ομαδικός και μάλλον οικογενειακός τάφος, επομένως δεν ήταν το ταφικό μνημείο του μεγάλου στρατηγού. Αντιθέτως ο τύμβος της απέναντι ακτής της Δραπετσώνας, ήταν περισσότερο επιβλητικός, είχε ένα μόνο χώρο απόθεσης οστών και βρισκόταν ακριβώς στο σημείο όπου είχαν βυθιστεί τα πλοία των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Για να βεβαιωθεί αναζήτησε τις πηγές. Διαπίστωσε ότι ξένοι αρχαιολόγοι που είχαν ερευνήσει τους δύο χώρους είχαν κάνει λάθος στη μετάφραση ενός χωρίου του Παυσανία. Το χωρίο αυτό προσδιόριζε τον χώρο του μνημείου όπως τον είχε δει με τα ίδια του τα μάτια ο Διόδωρος ο περιηγητής.
Οι αρχαιολόγοι είχαν κάνει λάθος και πήγαν “αριστερά όπως βγαίνουμε από το λιμάνι προς τον Άλκιμο” αντί να πάνε “απέναντι από την αριστερή πλευρά του λιμανιού όπου ήταν ο Άλκιμος”. Εξ άλλου κάποιοι Γάλλοι αρχαιολόγοι που είχαν εργαστεί στον Πειραιά για τον σταθμό Λαρίσης, δεν είχαν κάνει το ίδιο λάθος. Αυτοί σημείωναν στους χάρτες τους το Θεμιστόκλειο σαν “Tombeau de Thémistocle” και το τοποθετούσαν στο σωστό σημείο, εκεί που εγκαταστάθηκε αργότερα η εταιρεία.
Ο Δραγάτσης έφτιαξε ολόκληρο βιβλίο που ανασκεύαζε αυτό το λάθος . Οι άνθρωποι του εργοστασίου, που ήρθαν στον χώρο αυτό τρία μόλις χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου δεν ήθελαν με τίποτα το κράτος μέσα στα πόδια τους και το έθαψαν. Τώρα ήταν ο καιρός να αποκαλυφθεί επί τέλους η αλήθεια. Ήδη το δημοτικό συμβούλιο της Δραπετσώνας είχε ανακινήσει το θέμα και είχε ζητήσει τη βοήθεια του Πολυτεχνείου και της αρχαιολογίας. Τα πράγματα όμως εκινούντο αργά.
Η Ρένα ήθελε να ψάξει μόνη της τον χώρο και να φέρει στο φως αδιάσειστα στοιχεία που θα ανάγκαζαν τους αργοκίνητους φορείς να ασχοληθούν με το θέμα. Εγώ είχα κινήσει το ζήτημα και το είχα αναδείξει στα μέσα ενημέρωσης για τους δικούς μου λόγους. Κάπως έτσι άρχισε η μεταξύ μας επικοινωνία. Το κοινό μας ενδιαφέρον για το “Θεμιστόκλειο” μας έφερε σε επαφή και από την πρώτη μας κι όλας συνάντηση έγινε το τσαφ. Μέχρι να την ξαναδώ δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο εξόν από τα μάτια της, το πρόσωπό της, το σώμα της, τα μαλλιά της, τον λαιμό της, τις εκφράσεις της, την αρχαιοελληνική της ομορφιά της την γλυκύτητα της φωνής της και το μεθυστικό της άρωμα. Για μένα ήταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας με την πρώτη ματιά. Εκείνη φάνηκε να με προσέχει περισσότερο όταν της είπα για τους γνωστούς που είχα στο εργοστάσιο και τον Δήμο. Κάποιοι άνθρωποι στην πύλη του εργοστασίου ήταν φίλοι μου, ένας αντιδήμαρχος που ασχολείτο με το θέμα ήταν επίσης πολύ γνωστός μου, ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας “Πρότυπος” που ήταν θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας και ιδιοκτήτρια του χώρου ήταν φίλος μου επίσης. Κάθε φορά που η Ρένα μάθαινε για μια ακόμη πρόσβασή μου στο αντικείμενο, έκανε κι ένα βήμα προς το μέρος μου. Στο τέλος της διαδρομής, τα φτιάξαμε.
Όταν έγινε φανερό το ενδιαφέρον της για μένα, δεν κρατήθηκα καθόλου. Της την έπεσα και βρεθήκαμε πολύ σύντομα να ανταλλάσσουμε φιλιά και χάδια. Είμασταν αρκετά μεγάλα παιδιά για να μείνουμε σε αυτά. Ένα ξενοδοχείο στον Πειραιά, φτηνό και καθαρό ταυτόχρονα, φιλοξένησε τον έρωτά μας. Δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα περνούσαμε μερικές ώρες μαζί με θέα τη θάλασσα και πεδίο εξάσκησης τα σώματά μας. Αφού κάναμε έρωτα μέχρις εξαντλήσεως κατόπιν συζητούσαμε για όλα τα θέματα που απασχολούσαν την επικαιρότητα. Συχνά της διάβαζα ποιήματα που έγραφα γι αυτήν ενώ ακούγαμε πολλή μουσική. Ανταλλάσσαμε σιντί με καινούρια ή περίεργα τραγούδια και πηγαίναμε μαζί σινεμά. Από όλα όσα είχαμε μπροστά μας, το “Θεμιστόκλειο” ήταν το κύριο αντικείμενο των συζητήσεών μας και σύντομα έγινε ο στόχος των σχεδίων μας.
«Πρέπει να κάνω μια ανασκαφή μόνη μου, πριν ελευθερωθεί τελείως ο χώρος» μου είπε σε μια στιγμή.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.
«Μόλις ολοκληρωθεί η κατεδάφιση και φύγει το σκραπ» μού εξήγησε η Ρένα, «δεν θα είναι πια και τόσο εύκολο να μπούμε. Δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε εμείς τις αναγκαίες εργασίες στον χώρο, θα έχει χαθεί η ευκαιρία.»
«Ποιες εργασίες, μωρό μου; Γιατί να κάνουμε εργασίες εμείς εκεί μέσα;»
«Για να έχουμε αδιάσειστα επιχειρήματα, αλλιώς η εφορεία αρχαιοτήτων θα κάνει χρόνια για να κινηθεί.»
«Μα ο Δήμος θα φέρει και μόνος του την αρχαιολογία» της είπα. «Σκοπεύει να κάνει αίτηση. Ο φίλος μου ο αντιδήμαρχος μού λέει ότι σε τρία με τέσσερα χρόνια το πολύ θα έχει αναδειχθεί το μνημείο. Το θεωρεί βέβαιο.»
«Ο φίλος σου το πιστεύει γιατί δεν γνωρίζει πως κινούνται οι υπηρεσίες. Ούτε σε τρεις τέσσερις δεκαετίες δεν θα έχει ανατεθεί επίσημα η ανασκαφή σε κάποιον αρχαιολόγο. Πρέπει να βρούμε απτά δείγματα στα χέρια μας» μου είπε με βεβαιότητα.
Την εμπιστευόμουν ότι ήξερε τι έλεγε εξακολουθούσα όμως να έχω απορίες.
«Τι εννοείς όταν λες απτά δείγματα;»
«Ένα ανασκαφικό εύρημα, μια επιγραφή, ένα αντικείμενο εκείνης της εποχής ... κάτι ...»
«Και πως θα το βρεις;»
«Θα κάνουμε την ανασκαφή τώρα που γίνεται εκεί μέσα ο χαμός.»
«Μα ... πως;» πήγα να πω.
«Με τόσα μέσα που έχεις, θα το καταφέρουμε» μου είπε.
Έτσι καταστρώσαμε το σχέδιο. Αμέσως μόλις θα έπεφταν οι αποθήκες λιπάσματος που βρίσκονταν σχεδόν δίπλα στο μνημείο θα έπρεπε να επέμβουμε. Με τον χαμό που γινόταν από τα σκαπτικά μηχανήματα και τα αλυσοπρίονα, με τα γκρεμίσματα και τις μηχανές των φορτηγών, θα μπορούσαμε να σκάψουμε κρυμμένοι μέσα στο μνημείο για να βρούμε τα αντικείμενα που ήθελε η Ρένα. Καλύτερα θα ήταν, βέβαια, να σκάβουμε νύχτα, έπρεπε όμως να οργανώσουμε το πως θα φτάναμε εκεί τα βράδια ώστε να εργαστούμε μέσα στη νύχτα με την ησυχία μας.
Το μνημείο σήμερα είχε μείνει ένα κυλινδρικό πηγάδι με διάμετρο δέκα μέτρων περίπου και με θραύσματα από αρχαίες κολώνες στο εσωτερικό του. Το τοιχίο αυτού του τεράστιου πηγαδιού ήταν κτισμένο με αρχαίες και πιο σύγχρονες πέτρες ενώ υπήρχαν ακόμη και σημάδια από τσιμέντο ανάμεσά τους. Στον πυθμένα του είχε τμήματα από αρχαίες κολώνες αλλά και σύγχρονες πέτρες ενώ πάνω στις κολώνες υπήρχαν υπολείμματα από αργιλώδη χώματα, ξεραμένα κατάλοιπα λιπάσματος, γύψος και χώμα. Έπρεπε να μπούμε μέσα στο μεγάλο αυτό πηγάδι, να καθαρίσουμε τις πέτρες, να μετακινήσουμε τα τοιχώματα με προσοχή και σύστημα ώστε να ξαναμπούν στην ίδια ακριβώς θέση από όπου θα τις είχαμε αποσπάσει. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά και την έκαναν συνήθως εργολάβοι που είχαν ειδική εμπειρία με ανασκαφές. Στο μεταξύ εμείς έπρεπε να σκάψουμε στα τοιχώματα για τυχόν αντικείμενα και πλάκες που θα είχαν εναποτεθεί εκεί από τον καιρό που φτιάχτηκε το μνημείο. Ένα μεγάλο μέρος του τύμβου είχε ανασκαφεί από τυμβωρύχους στο παρελθόν. Εμείς θα σκάβαμε στα υπόλοιπα τμήματα.
«Στην αρχαιότητα βάζανε πάντοτε διάφορα αντικείμενα δίπλα στους νεκρούς» είπα. «Όλο και κάτι θα βρούμε.»
«Πάντως, εδώ δεν έχουμε νεκρό αγάπη μου» μού είπε η Ρένα. «Δεν είναι τάφος, είναι απλά ταφικό μνημείο. Μόνο τα κόκαλα του Θεμιστοκλή έφεραν εδώ από την Μαγνησία.»
«Ε, τότε τι θα βρούμε;»
«Υποθέτουμε ότι θα έχουνε βάλει μαζί κάποια αγαπημένα αντικείμενα που θα είχε πάρει και στον τάφο του ο νεκρός. Μερικά επιλεγμένα μόνο αντικείμενα.»
«Θα είναι τότε πολύτιμα» συμπέρανα.
«Πολύτιμα θα είναι έτσι κι αλλιώς, είτε είναι χρυσά είτε είναι χάλκινα, είτε είναι λίθινα. Το ίδιο μας κάνει
Είχε δίκιο που έλεγε ότι άλλο τάφος κι άλλο ταφικό μνημείο. Ο Θεμιστοκλής πέθανε στην εξορία. Τον είχαν διώξει οι Αθηναίοι κι αυτός κατέφυγε στον Πέρση βασιλιά. Του πούλησε την βοήθεια που δήθεν του είχε προσφέρει στη ναυμαχία της Σαλαμίνας όταν τον είχε προειδοποιήσει ότι οι Έλληνες θα έφευγαν. Το είχε κάνει ο Θεμιστοκλής για να αναγκάσει τους Έλληνες να δώσουν τη μάχη στα στενά κι έτσι είχε παγιδέψει τον περσικό στόλο. Ο Βασιλιάς, όμως, δεν το γνώριζε αυτό και, πιστεύοντας ότι ο Θεμιστοκλής ήταν δικός του άνθρωπος, του είχε δώσει την Μαγνησία για να παίρνει τα εισοδήματά της και να ζει σαν τοπικός άρχων. Όταν κάποτε τον διέταξε να πολεμήσει εναντίον των Αθηναίων, εκείνος βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Για να μην γίνει προδότης προτίμησε να πεθάνει, να αυτοκτονήσει. Θάφτηκε στη Μαγνησία αλλά οι πολιτικοί του φίλοι μετέφεραν αργότερα τα οστά του εδώ, στον τόπο της ναυμαχίας. Τα είχαν εναποθέσει σε αυτόν τον τύμβο και που τον είχαν ονομάσει Θεμιστόκλειο.
«Έχεις δίκιο» της είπα. «Αλλά τότε, τι περιμένεις να βρούμε;»
«Σίγουρα θα έχουν χαράξει κάποιες πλάκες με επιγράμματα προς τιμήν του. Θα υπάρχουν παρακλήσεις στους θεούς, τιμητικές διακρίσεις του στρατηγού. Όλο και κάτι θα βρούμε αν σκάψουμε στα τοιχώματα και ψάξουμε στα σωστά πιθανά σημεία.»
«Αν μου υποσχεθείς ότι θα κάνουμε έρωτα μέσα στον τάφο του Θεμιστοκλή, δέχομαι» της είπα.
«Ο-κέϊ, αυτό έκλεισε» μου είπε χαμογελώντας.
Για να σκάψουμε έπρεπε να έχουμε μαζί μας ένα-δυο εργάτες ικανούς να δουλέψουν είτε με κομπρεσέρ, αν βρίσκαμε την ευκαιρία, είτε με το σφυρί και το λεπίδι. Έπρεπε επίσης να οργανώσουμε που θα τοποθετούσαμε το χώμα έτσι ώστε να μπορούμε να ξανακλείσουμε τα ορύγματα που θα ανοίγαμε, κι όλα αυτά χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί. Η όλη κατάσταση του εργοταξίου που είχε στηθεί μέσα στον χώρο βοηθούσε αλλά θα είχαμε και βοήθεια αν θέλαμε από τους γνωστούς μου. Ανέλαβα να κάνω τις αναγκαίες συνεννοήσεις και με τον φίλο μου στην πύλη που ήξερε την μανία μου με το μνημείο και θα με κάλυπτε αλλά και με τον φίλο μου αντιδήμαρχο ώστε αν προέκυπτε κάτι αναπάντεχο να μπορούσα να πω ότι ήμασταν συνεργείο του δήμου. Εγώ ρύθμισα όλα όσα μου αναλογούσαν κι εκείνη ρύθμισε το θέμα του συνεργείου που θα μας βοηθούσε στην εκσκαφή.
«Είμαστε έτοιμοι» της ανακοίνωσα. «Θα μπορούμε να μπούμε μέσα εμείς οι δυο και να μαζέψουμε κάποιο δικό μας συνεργείο από τη θάλασσα. Έτσι θα δουλεύουμε όλο το βράδυ και κανείς δεν θα πάρει χαμπάρι το παραμικρό.»
«Εγώ βρήκα τους μαστόρους» μου είπε.
Πραγματικά, είχε βρει δυο εργάτες. Ήταν καλοί μαστόροι. Ο ένας από τους δυο, μάλιστα, είχε εμπειρίες από τέτοιες δουλειές. Θα έπρεπε να βρω τρόπο να φτάσουν στο Θεμιστόκλειο από την θάλασσα. Θα παρίσταναν τους ψαράδες για όποιον ήθελε να τους ελέγξει. Θα έπρεπε να εργαστούν μαζί μας μέσα στη νύχτα ώστε να μην μας καταλάβουν τα άλλα συνεργεία που κατεδάφιζαν κτίσματα ή έπαιρναν το σκραπ.
«Ας νοικιάσουμε ένα φουσκωτό» μου είπε. «Αν δεν μπορείς εσύ θα βρω ένα εγώ.»
«Εντάξει θα το νοικιάσω εγώ» είπα. «Έτσι δεν θα δώσουμε στόχο.»
Φέραμε το φουσκωτό στο διπλανό λιμανάκι των Φωρών, όπως λεγόταν, και ήμασταν έτοιμοι για το δικό μας ριφιφί. Καθόμασταν τώρα στο σουβλατζίδικο και βλέπαμε τα φορτηγά που γέμιζαν με σκραπ και έφευγαν. Εκεί δίπλα μας ήταν ο εργολάβος που είχε αναλάβει αυτή τη μεταφορά με έναν βοηθό του. Πρόσεχαν την κίνηση και φρόντιζαν να μην υπάρχουν καθυστερήσεις ενώ είχαν το νου τους στα ζυγίσματα καθώς ό,τι έβγαινε από το εργοστάσιο είχε μια τιμή με βάση το βάρος και το είδος του. Άλλη τιμή για το μέταλλο, άλλη για τα αδρανή υλικά, άλλη για τα μηχανήματα, άλλη για το γυαλί, άλλη για το ξύλο. Εμείς στοχεύαμε στο πιο ακριβό από τα υλικά που υπήρχαν εκεί μέσα μόνο που ακόμη δεν γνωρίζαμε ούτε αν υπήρχε κάτι για να βρούμε, ούτε αν θα καταφέρναμε να φτάσουμε σε αυτό.
«Η μέρα της δράσης πλησιάζει» μου είπε.
«Πόσο λες να χρειαστούμε; Θα έχουμε τελειώσει σε δυο-τρεις μέρες;» ρώτησα.
«Αποκλείεται, εκτός αν είμαστε πολύ τυχεροί. Μια εβδομάδα με δέκα μέρες θα μας χρειαστούν σίγουρα. Ας ανοίξουν κάποιες τομές στο μνημείο οι μαστόροι και μετά εμείς θα μπορούμε να συνεχίσουμε και μόνοι μας.»
Οι μπύρες με είχαν φτιάξει για τα καλά. Νύσταζα αλλά ήθελα εδώ και τώρα να τής κάνω έρωτα. Όταν με έπιανε αυτό, το μυαλό μου δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Ευτυχώς που κι εκείνη ανταποκρινόταν αναλόγως. Στη Δραπετσώνα δεν υπήρχε ξενοδοχείο αλλά το γνωστό μας στέκι μας ήταν στον Πειραιά, ούτε πέντε λεπτά από εδώ με το αυτοκίνητο.»
«Τι λες; πάμε;» τη ρώτησα.
«Πάμε, θέλω κι εγώ να ξαπλώσω λίγο. Φαίνεται με πείραξε φαίνεται η μπύρα
Μπήκαμε στο ξενοδοχείο κουρασμένοι και νυσταγμένοι. Αν κάναμε έρωτα ήταν λίγο από καθήκον και λίγο από την φόρα που έτσι κι αλλιώς είχαμε. Αμέσως μετά κοιμηθήκαμε. Ξυπνήσαμε από το τηλεφώνημα του ρεσεψιονίστ. Μάς πληροφορούσε ότι οι “λίγες ώρες” που είχαμε στη διάθεσή μας είχαν εκπνεύσει. Τού είπα να μας αφήσει λίγο ακόμα κι ότι θα πλήρωνα την επέκταση της ώρας. Έκλεισα το τηλέφωνο και την αγκάλιασα.
«Σ' αγαπώ» της ψιθύρισα.
«Έτσι πρέπει» μου απάντησε. «Αυτό είναι το σωστό!»
===


Β' Η Ανασκαφή

«Μην μιλάς πολύ με τους μαστόρους. Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουν πολλά» μου είχε τονίσει η Ρένα. «Μια απλή ανασκαφή θα κάνουμε.»
«Σημασία, αγάπη μου, έχει αν θα κρατήσουν αυτοί το στόμα τους κλειστό» της είπα. «Ξέρεις πως αυτό που θα κάνουμε έχει μέσα του και μια γερή δόση παρανομίας.»
«Ξέρουν τι κάνουμε και δεν θα πουν τίποτε σε κανένα» μού είπε. «Γι αυτό εξ άλλου θα πληρωθούν καλά. Το σημαντικό είναι ότι έχουν δουλέψει σε ανασκαφές. Γνωρίζουν πώς να ξαναφέρουν τα πράγματα στην αρχική τους κατάσταση.»
Τους είχε βρει η Ρένα και τους είχε φέρει στο σουβλατζίδικο για να συνεννοηθούμε. Ο ένας ήταν ο Αλκέτας που έδειχνε να την γνωρίζει από παλιά κι ο άλλος ήταν ο Μήτσος ο βοηθός του. Τους εξηγήσαμε το σχέδιό μας και το προσαρμόσαμε στις δυσκολίες που μας είπαν ότι μπορεί να συναντήσουμε. Είχαμε την περιγραφή του Δραγάτση. Ξέραμε ότι το κοίλωμα με την τεφροδόχο, δηλαδή το δοχείο με τα οστά του Θεμιστοκλή, ήταν στην δυτική πλευρά του μνημείου. Στο τετράγωνο κοίλωμα είχε ήδη γίνει ανασκαφή καθώς το μέρος είχε συληθεί στο παρελθόν. Με βάση ένα σχέδιο που φτιάξαμε, θα ανοίγαμε τρία ορύγματα στον τύμβο. Ένα θα γινόταν ανατολικά, ακριβώς απέναντι απ' το σημείο όπου είχε τοποθετηθεί η οστεοδόχος. Θα κάναμε κι άλλα δύο ορύγματα στα δυο άλλα σημεία του ορίζοντα. Ένα θα γινόταν προς τον βορά κι ένα προς τον νότο. Θα σκάβαμε τετράγωνα ανοίγματα με επιφάνεια ένα επί ένα τετραγωνικό μέτρο. Θα προχωρούσαμε σε βάθος περίπου ενός μέτρου ακόμα. Σε αυτά τα τρία ορύγματα, με όγκο ένα κυβικό μέτρο το καθένα ελπίζαμε ότι κάτι θα μπορούσαμε να βρούμε.
«Θα σημειώσουμε στην κάθε πέτρα του τοιχίου κι από έναν αριθμό. Θα φτιάξουμε σχέδιο με τις πέτρες που βγάζουμε» μας είχε πει ο Αλκέτας. «Στο τέλος θα τα ξαναβάλουμε όλα στη θέση τους. Κανείς δεν θα μπορεί να καταλάβει ότι έγινε ανασκαφή.»
«Κι αν βρούμε βράχο συμπαγή;» ρώτησε ο άλλος.
«Τότε σταματάμε και προσέχουμε μήπως έχουν γράψει κάτι πάνω στον βράχο. Πρέπει να υπάρχουν κι επιγραφές» είπε η Ρένα.
«Μην βάλετε κομπρεσέρ αν δεν συνεννοηθούμε. Δεν θέλουμε να προκαλέσουμε την περιέργεια κανενός, εντάξει;» τους είπα.
«Εντάξει ρε φίλε» μού είπε με μπόλικη αγένεια ο Αλκέτας. «Θα μας μάθεις εσύ τη δουλειά μας;»
«Παιδιά, δεν είναι ώρα για καυγάδες» πετάχτηκε η Ρένα πριν προλάβω να τού απαντήσω. «Εμείς θα μπούμε από την Πύλη κι εσείς θα έρθετε με βάρκα. Θα σας βοηθήσουμε να δέσετε στο σημείο που είπαμε, εντάξει;»
«Εντάξει» τής είπαν.
Ξεκινήσαμε τη δουλειά άμεσα. Ήταν απόγευμα και σε λίγο θα βράδιαζε. Μπήκα με την Ρένα από την Πύλη για να δει, δήθεν, από κοντά το μνημείο. Με ήξεραν και με άφησαν να περάσω. Ο Αλκέτας κι ο Μήτσος έφτασαν εκεί με βάρκα. Μας πέταξαν σκοινί και τους δέσαμε σε ένα βράχο. Τραβήξαμε τη βάρκα και τους βγάλαμε. Ήταν δύσκολο το εγχείρημα. Το μέρος αυτό δεν είχε χρησιμοποιηθεί από βάρκες εδώ και δεκαετίες με αποτέλεσμα η στοιχειώδης αποβάθρα να έχει καταστραφεί. Τους κρύψαμε μέσα στο μνημείο κι εγώ με την Ρένα βγήκαμε από την πύλη. Ευχαρίστησα τον φίλο μου που μου είχε επιτρέψει να δείξω το μνημείο στην Ρένα από κοντά. Τού είπα ότι θα ξαναγύριζα μια από αυτές τις μέρες. Δεν είχα, όμως, σκοπό να αργήσω τόσο πολύ. Με την Ρένα, πήγαμε στο διπλανό λιμανάκι των Φωρών που ήταν γεμάτο με ερασιτέχνες αλιείς και με ψαροκάικα. Μας περίμενε ένα φουσκωτό νοικιασμένο ήδη από την προηγούμενη μέρα. Με το φουσκωτό πήγαμε κι εμείς στην παραλία Λιπασμάτων κι οι μαστόροι μας βοήθησαν να δέσουμε. Ήδη ο ήλιος είχε δύσει αλλά είχε ακόμη λίγο φως για να βλέπουμε.
Έτσι βρεθήκαμε κι οι τέσσερις στο Θεμιστόκλειο χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Καθαρίσαμε τον χώρο από χόρτα και χώματα κι ακόμη μετακινήσαμε μερικές πέτρες για να μπορούμε να κινούμαστε. Έφτασαν μεσάνυχτα. Μια και ήταν σκοτάδι κάναμε τη δουλειά μας με φακούς. Εργαζόμασταν σε ένα βάθος δύο τριών μέτρων και δεν μπορούσε κανείς να μας δει από πουθενά. Ο Αλκέτας, πιο έμπειρος, είχε το γενικό πρόσταγμα. Έκανε προσεκτικά ένα σχεδιάγραμμα σε δύο διαστάσεις της παράπλευρης επιφάνειας του εσωτερικού του κυλινδρικού τάφου. Ζωγράφισε σχεδόν λεπτομερώς όλο το ανάγλυφο του τοιχίου. Κάθε πέτρα απέκτησε έναν αριθμό, κι αυτόν τον αριθμό τον σημειώναμε στο σχέδιο και στην πέτρα. Ήταν επίπονη δουλειά και μας πήρε σχεδόν ολόκληρο το βράδυ. Ξημέρωνε πια όταν φύγαμε με την βάρκα και το φουσκωτό. Είχαμε καταγράψει το εσωτερικό του τύμβου πέτρα την πέτρα. Είχαμε κρατήσει αυτές τους αριθμούς πάνω στο σχεδιαγραμμά μας. Έτσι μπορούσαμε πια να τις βγάλουμε από την θέση τους. Αργότερα θα τις επανατοποθετήσουμε πάλι έτσι ώστε να μην φαίνεται πως είχε γίνει η παραμικρή επέμβαση.
Την επόμενη μέρα μπήκα πάλι στο εργοστάσιο από την πύλη και βοήθησα το φουσκωτό να δέσει στην παραλία. Μετά βγήκα. Στον χώρο του Θεμιστόκλειου έμειναν οι τρεις τους χωρίς κανείς να έχει την παραμικρή υποψία για την παρουσία τους. Έφτιαξαν κι ένα πρόχειρο ντόκο. Έτσι μπορούσαμε να ερχόμαστε από την θάλασσα και να δένουμε πετώντας ένα καραβόσχοινο σαν λάσο. Δεν θα ήταν πια υποχρεωτικό να βρίσκεται κάποιος στον χώρο για να το δένει σε κάποιον βράχο. Έτσι θα είχαμε πρόσβαση στην περιοχή του τύμβου χωρίς να χρειάζεται να περνά κάποιος από την πύλη. Οι τρεις τους συνέχισαν να καταγράφουν πέτρες και να φωτογραφίζουν το τοιχίο. Εγώ, η Ρένα κι ο Αλκέτας καθορίσαμε τη στρατηγική μας. Από πού θα ξεκινούσαμε και πώς θα προχωρούσαμε. Υποθέταμε ότι θα υπήρχαν πλάκες με επιγραφές ή άλλα αντικείμενα και στις τρεις πλευρές του τύμβου. Αφήναμε την πλευρά όπου είχε γίνει ανασκαφή στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Δραγάτση. Το πιο πιθανό ήταν να βρούμε κάτι ακριβώς απέναντι από το σημείο όπου είχαν ενταφιαστεί τα κόκαλα του Θεμιστοκλή. Από εκεί ξεκινήσαμε την ανασκαφή μας. Στην ανατολική πλευρά είχαν ανασκάψει τον τάφο πριν από εκατό χρόνια, από την δυτική θα ξεκινούσαμε εμείς.
Εργαστήκαμε δυο μέρες σκληρά και με προσοχή. Φτάναμε λίγο πριν βραδιάσει και δουλεύαμε βράδυ με φακούς. Ξεκινήσαμε από το δυτικό σημείο του τύμβου ακριβώς απέναντι από εκεί όπου φυλασσόταν η τεφροδόχος του στρατηγού. Βγάλαμε με προσοχή τις πέτρες και τις τοποθετήσαμε στο κέντρο σημειωμένες με αριθμούς και με τη σειρά. Σκάβαμε αργά αλλά προχωρούσαμε. Είχαμε ανοίξει μια τετράγωνη τρύπα ένα επί ένα μέτρο περίπου. Όταν πια φτάσαμε στο ένα μέτρο βάθος το φτυάρι χτύπησε κάτι διαφορετικό από μικρές πέτρες και χώματα. Πανηγυρίσαμε συγκρατημένα και αρχίσαμε να αποκαλύπτουμε το εύρημα. Ήταν μια μαρμάρινη πλάκα. Η πόρτα είχε πάνω της μιαν επιγραφή που φαινόταν να είναι του 5ου πΧ αιώνα. Την αποκαλύψαμε σιγά-σιγά με συγκίνηση κι ανυπομονησία καθαρίζοντας τα χώματα και κάποιες σκουριές. Είχε μιαν επιγραφή:
ΘΕΜΙSΘΟΚΛΕS ΝΕΟΚΛΕΟS ΑΡΤΑKSΕΡKSΕ ΒΑSΙΛΙΕΙ SΤΕΦΘΕS”.
Η Ρένα έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού. Ήθελα να την φιλήσω αλλά δεν με άφησε με μια διακριτική της κίνηση. Ο Αλκέτας ήταν σκεπτικός. Βγάλαμε την πλάκα και την καθαρίσαμε καλά-καλά. Ύστερα πήραμε πόζα κι οι τέσσερις με την πλάκα ανάμεσά μας και βγάλαμε μια σέλφι. Με μπλου τουθ η φωτογραφία πέρασε στα κινητά όλων μας. Ήταν το αναμνηστικό της σπουδαίας μας ανακάλυψης. Απολαύσαμε την επιτυχία και μετά ... τσακωθήκαμε.
«Λέω να συνεχίσουμε» είπε ο Αλκέτας. «Πρέπει να πάμε και σε μεγαλύτερο βάθος
«Καλύτερα να ψάξουμε πρώτα στο ίδιο ύψος στα άλλα δυο σημεία του τύμβου, στο βορινό και το νότιο μέρος» είπε η Ρένα.
«Μη λες μαλακίες, Ρένα» της είπε απότομα ο Αλκέτας. «Θα συνεχίσουμε εδώ από όπου ξεκινήσαμε
«Αλλιώς τα είχαμε συμφωνήσει. Πρέπει να ψάξουμεπρώτα και στα άλλα σημεία» πετάχτηκα εγώ για να υπερασπίσω την άποψη της Ρένας
«Εσύ μη μιλάς, άσχετε!» μου πέταξε στα μούτρα ο Αλκέτας
Θύμωσα κι ετοιμάστηκα να αρπαχτώ. Ήταν εργαζόμενός μας και θα έκανε αυτό που θέλαμε εμείς. Με ποιο δικαίωμα θα επέβαλε αυτός τη γνώμη του; Με συγκράτησε η Ρένα.
«Ας προχωρήσουμε πιο βαθιά κι ύστερα κοιτάμε και στα άλλα σημεία» μου είπε.
Το θέμα μου δεν ήταν αν θα σκάβαμε εδώ ή εκεί αλλά η όλη συμπεριφορά του. Κανονικά ήταν ένας υπάλληλός μας, δεν τού έπεφτε λόγος πώς και πού θα γίνει η ανασκαφή. Διαπίστωσα όμως ότι η γνώμη του ήταν κυρίαρχη. Ένιωθα πως κάτι μου διέφευγε εδώ. Η Ρένα με καθησύχασε.
«Μην θυμώνεις μαζί του» μου είπε. «Ο Αλκέτας έχει εμπειρία, ξέρει από αυτά
Δεν το χώνεψα εντελώς αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε περισσότερο. Βγάλαμε την μαρμάρινη πλάκα με δυσκολίες πολλές και την μεταφέραμε στο φουσκωτό. Ήδη με το εύρημα αυτό είχαμε πετύχει τον στόχο μας, όμως συνεχίζαμε το σκάψιμο σαν να ψάχναμε κάτι συγκεκριμένο. Ο Αλκέτας με τον Μήτσο ήταν οι δυο βασικοί ανασκαφείς. Έβγαζαν προσεκτικά το χώμα με καλέμι, ξύστρες και σφυρί και προχωρούσαν με αργό ρυθμό προς το βάθος της κρύπτης. Εγώ κι η Ρένα εξετάζαμε κάθε πέτρα και κοσκινίζαμε το χώμα μήπως και βρούμε κάτι. Κατόπιν τακτοποιούσαμε ό,τι βγάζαμε σε λαστιχένιες σακούλες για να μπορούμε να κλείσουμε το λαγούμι που ανοίγαμε. Ο Αλκέτας με τον Μήτσο εργάζονταν εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος. Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες με την σκόνη που σηκωνόταν και την έλλειψη καθαρού αέρα. Όταν εργαζόταν ο ένας, ο άλλος ξεκουραζόταν στη βάρκα. Μετά άλλαζαν ξανά θέσεις. Προχωρούσαμε με ρυθμό πέντε περίπου πόντων την ώρα. Είχαμε ήδη ξοδέψει δυο μέρες με μοναδικά κέρδη την μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή. Τώρα αναζητούσαμε κάτι παερισσότερο σκάβοντας σαν τυφλοπόντικες όλο και πιο βαθιά.
Ήταν ο Μήτσος που έσκαβε εκείνη τη στιγμή όταν το καλέμι του χτύπησε σε μια πέτρα. Ο ήχος που βγήκε έδειχνε πως πίσω της υπήρχε ένα κενό. Ήταν ένα πέτρινο και ξύλινο κουτί που το ξύλο είχε διαβρωθεί αλλά οι πέτρες είχαν μείνει.
«Ρε σεις, κάτι βρήκαμε εδώ!» είπε ενθουσιασμένος ο Μήτσος. «Φωνάξτε τον Αλκέτα
«Βγάλε την πέτρα και τα χώματα να δούμε τι βρήκαμε. Έχω αγωνία» τον παρότρυνε η Ρένα.
Ο Μήτσος έβγαλε την πέτρα. Μέσα στο τετράγωνο άνοιγμα φάνηκε να υπάρχει ένα σκούρο αντικείμενο. Το τράβηξε έξω και βγήκε από το λαγούμι όπου ήταν χωμένος κι έσκαβε. Μας το έδειξε. Ήταν ένα αντικείμενο σχεδόν παραλληλεπίπεδο γεμάτο με λάσπες και χώματα. Ήταν φανερό πως επρόκειτο για ένα σπουδαίο εύρημα. Η Ρένα το πήρε στα χέρια της κι άρχισε να το καθαρίζει. Ρίξαμε λίγο νερό για να μαλακώσουμε το χώμα που είχε πάνω του και με τα χρόνια είχε σκληρύνει. Το καθαρίσαμε και με τον φυσητήρα. Ένας πυρετός μάς είχε καταλάβει όλους. Κοιτούσαμε το αντικείμενο που είχαμε βρει σαν να ανακαλύπταμε μόλις τον μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου. Δεν είχαμε καθόλου άδικο. Καθώς έφευγαν από πάνω του τα χώματα και οι λάσπες, αποκαλυπτόταν ένας από τους μεγαλύτερους θησαυρούς του κόσμου. Ήταν ένα κυλινδρικό αντικείμενο που είχε τη διάμετρο περίπου μιας παλάμης και το ύψος μερικών πόντων. Ήταν μικρό για πόρπη και μεγάλο για βραχιόλι. Δεν ταίριαζε ούτε στο μέγεθος μιας μέσης, ούτε ενός καρπού. Ταίριαζε στο μέγεθος ενός κεφαλιού. Ήταν ένα στέμμα!
«Είναι στέμμα» είπε η Ρένα.
«Και τι στέμμα!» είπε ο Μήτσος.
«Ανήκει στον Θεμιστοκλή του Νεοκλέους» συνέχισε η Ρένα να μονολογεί. «Κοιτάξτε εδώ» είπε. «Είναι ένα στέμμα "Αρταξέρξη βασιλεί στεφθείς”. Τού το έδωσε όταν στέφθηκε ο Θεμιστοκλής από τον Αρταξέρξη σατράπης στη Μαγνησία. Αυτό είναι
Η Ρένα ήταν ενθουσιασμένη. Συμμεριζόμουν τη χαρά της.
«Ώστε αυτό εννοούσε η επιγραφή της πλάκας, ε;» είπα. «Άρα είναι σίγουρα αυτό.»
«Το στέμμα που χάρισε στον Θεμιστοκλή ο Αρταξέρξης. Είναι βασιλικό και θα πρέπει να είναι γεμάτο διαμάντια και ρουμπίνια.»
Ο φυσητήρας έπαιρνε και τα τελευταία χώματα πάνω από το στέμμα. Τα διαμάντια και τα ρουμπίνια άρχισαν να λάμπουν κάτω από τα φώτα των φακών μας. Ήταν εκπληκτικό εύρημα, αμύθητης αξίας. Δεν άξιζε μόνο σαν αρχαιολογικό αντικείμενο αλλά και με τις σύγχρονες τιμές των πετραδιών του. Εξ άλλου ήταν ολόκληρο από χρυσό! Το έβλεπα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχαμε στα χέρια μας ένα ολόχρυσο κι αδαμάντινο στέμμα που ερχόταν από το βάθος των αιώνων.
Ο Μήτσος είχε μείνει άναυδος κι αυτός. Το βλέμμα της Ρένας γυάλιζε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας και με φόβιζε. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω πού ήμασταν, τι είχαμε βρει και τι μάς περίμενε. Στο μέτωπο του στέμματος ήταν σκαλισμένα κάποια σχήματα. Ήταν μια χρυσή πλώρη πλοίου και μια περικεφαλαία. Νοηματικά και τα δυο παρέπεμπαν στον Θεμιστοκλή. Ήταν ολόχρυσα σκαλίσματα στο μέτωπο του στέμματος. Υπήρχε κι ένα ευδιάκριτο “Θ” στο μέσον που έδειχνε πεντακάθαρα σε ποιον ανήκε το εύρημα. Το στέμμα του Θεμιστοκλή άστραφτε κάτω από το φως των φακών μας. Το κίτρινο φως αντανακλούσε στο χρυσό περίβλημα κι έκανε τους πολύτιμους λίθους του να λάμπουν. Το εύρημά μας πρέπει να ήταν αμύθητης αξίας και σίγουρα ξεπερνούσε κάθε φαντασία μας!


===
 
Γ' Τάφος ξανά

Είμαι πολύ κουρασμένος. Δυο ολόκληρες μέρες δουλεύω με μεγάλη ένταση κι ακατάπαυστα. Ευτυχώς έκανα καλή δουλειά. Η οργάνωση της δουλειάς και τα σχέδια του Αλκέτα ήταν άψογα. Χάρη σε αυτά μπόρεσα να ξαναβάλω τις αρχαίες πέτρες στη θέση της την κάθε μια. Τις κόλλησα μεταξύ τους χρησιμοποιώντας μόνο ελάχιστο συγκολλητικό τσιμέντο. Κοιτάζω το τοιχίο με ικανοποίηση. Βλέπω το αποτέλεσμα της εργασίας μου. Ακόμη και τα νούμερα πάνω στις πέτρες έχουν σβηστεί. Τίποτε δεν δείχνει ότι εδώ έχει γίνει ολόκληρη ανασκαφή. Μόνο ελάχιστα ίχνη της υπάρχουν. Λίγες μέρες σκόνης και ανέμου ή θαλάσσιας αύρας αρκούν για να τα καλύψουν κι αυτά. Με μια βροχή μάλιστα θα έχουν όλα καλυφθεί τέλεια. Θα είναι πλέον αδύνατο να υποπτευθεί κανείς ότι, εδώ, κάποιοι έσκαψαν τον τάφο, εκατό χρόνια μετά την τελευταία σύλησή του.
Αν κάποτε στο μέλλον ανοίξουν τον τάφο, δεν θα βρουν εκεί μέσα κανέναν Θεμιστοκλή. Δεν θα βρουν ούτε μαρμάρινη επιγραφή που να μιλά για την στέψη του, ούτε και το ολόχρυσο στέμμα του. Θα βρουν μόνο κόκαλα. Αν ανοίξουν τον τάφο τα προσεχή τρία-τέσσερα χρόνια, ίσως βρουν πτώματα σε αποσύνθεση. Θα καταλάβουν εύκολα ότι δεν πρόκειται για αρχαίους σκελετούς αλλά για σύγχρονους νεκρούς που ενταφιάστηκαν εκεί. Ίσως, μάλιστα, να προσδιορίσουν επακριβώς και τον χρόνο του θανάτου τους. Θα κάνουν πολλές και ποικίλες υποθέσεις για το τι έγινε και ποιο δράμα παίχτηκε μέσα στον τύμβο. Δεν θα φτάσουν, όμως, ποτέ σε εμένα. Οι φίλοι μου που θα μπορούσαν να με συνδέσουν με τον τύμβο, ο αντιδήμαρχος κι ο φύλακας στην πύλη, θα βρίσκονται πια μακριά. Ακόμα κι αν τους βρουν και τους ρωτήσουν δεν θα έχουν λόγο να με ενοχοποιήσουν. Όχι μόνο γιατί είναι φίλοι μου αλλά και γιατί δεν θα μπορούν ούτε καν να με φανταστούν σαν ένοχο.
Ακόμα κι αν φτάσουν οι ανακρίσεις σε εμένα, έχω πολλές δικαιολογίες για την παρουσία μου στον χώρο του μνημείου. Υπάρχει η μακροχρόνια δράση μου και το ειλικρινές ενδιαφέρον μου για τον τάφο. Τι πιο λογικό από το να έχω ενδιαφερθεί για την τύχη του ή να έχω δείξει το μνημείο σε φίλους μου από άλλες περιοχών. Εξ άλλου κανείς δεν γνωρίζει ότι εδώ μέσα ήταν κρυμμένος ένας θησαυρός αμύθητης αξίας. Κανείς δεν γνώριζε ποτέ, ούτε γνωρίζει και τώρα, πως υπήρχε κάτι που από μόνο του αποτελούσε κίνητρο για φόνους. Όλοι γνωρίζουν πως ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας κατέστρεψε όλα τα μνημεία του Πειραιά. Όλοι επίσης γνωρίζουν πως ο Αλάριχος των Γότθων γκρέμισε ό,τι είχε απομείνει. Μέσα σε δυόμισι χιλιάδες χρόνια εκατοντάδες ληστές και τυμβωρύχοι πέρασαν από εδώ. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι όλοι αυτοί θα άφησαν το παραμικρό αντικείμενο αξίας πίσω τους.
Αλλά, ακόμα και κίνητρο αν έβρισκαν, ακόμη κι αν έγιναν φόνοι κι ενταφιασμοί, δεν θα έχουν καμιά σχέση με εμένα. Ακόμα κι αν όλα αυτά τα συνδυάσουν με την Ρένα κι εκείνη με φέρει άθελά της κι εξ αντικειμένου ενώπιόν τους, εγώ έχω την υπεράσπισή μου. Θα ισχυριστώ ότι την έφερα εδώ και της έδειξα τον χώρο γιατί μού το ζήτησε η ίδια και πέραν αυτού ουδέν. Είχα σχέση μαζί της κι ήθελα να την εντυπωσιάσω με τις γνώσεις μου. Την έφερα για να δει και τα τελευταία ερείπια μιας βιομηχανίας που κατεδαφιζόταν. Είχα κάθε λόγο για να το κάνω. Κανείς δεν με είδε ποτέ να σκάβω τον τάφο. Κι ακόμα περισσότερο, κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να με συνδέσει με φρέσκα πτώματα ή παλιά κόκαλα νεκρών.
Δεν έχω, λοιπόν, τίποτε να φοβάμαι. Ο τάφος είναι όπως τον άφησε η εταιρεία κλείνοντας. Είναι όπως τον γνωρίζω κι εγώ χρόνια τώρα. Λίγες μόνο ύποπτες ενδείξεις δίνει ακόμα το χώμα που είναι πρόσφατα σκαμμένο. Σε μερικές μέρες, όμως, δεν θα υπάρχουν ούτε κι αυτές. Μπαίνω στο φουσκωτό που θα με απομακρύνει οριστικά από τον τόπο του εγκλήματος. Νιώθω ήσυχος και ξαλαφρωμένος. Ξανασκέφτομαι τις πιθανότητες να βρουν τα κόκαλα ή τα πτώματα. Τις βρίσκω από μηδαμινές έως ελάχιστες. Ξανασκέφτομαι και τις πιθανότητες που υπάρχουν, αν κάποιοι βρουν τα πτώματα, να ενοχοποιήσουν εμένα για τους φόνους. Τις βρίσκω κι αυτές επίσης ελάχιστες. «Ωραία λοιπόν» λέω από μέσα μου.
Πρακτικά μπορώ να νιώσω επιτέλους ασφαλής. Δεν ξέρω αν θα μπορώ να νιώσω και ήσυχος. Γιατί δεν θα είναι το ίδιο εύκολο να κρυφτώ κι από τις τύψεις. Η εργασία αποκατάστασης στο μνημείο μπορεί να ήταν δύσκολη δουλειά, ωστόσο, έγινε και τελείωσε. Η άλλη εργασία, αυτή της αποκατάστασης μέσα στο μυαλό, πως θα γίνει; Με ποιες πέτρες θα καλύψω τα νοητικά και συναισθηματικά κενά; Με ποιο συγκολλητικό μέσο θα κρατήσω το τοιχίο της ψυχής σταθερό; Πώς θα εμποδίσω το μυαλό μου να διεισδύει μέσα από τις ρωγμές και να βλέπει τι υπάρχει πίσω από τις πέτρες; Πώς θα εμποδίσω τη σκέψη μου να αναπαράγει τα γεγονότα που έζησα; Πώς θα εμποδίσω τις τύψεις να κυριαρχούν στην ψυχή και στο μυαλό μου; Αλλά ... εδώ στον καθαρό αέρα της θάλασσας, ας πάρω επιτέλους μιαν ανάσα. Καθώς το φουσκωτό με πηγαίνει απαλά κι ήρεμα προς τη μαρίνα του Φαλήρου, ας σκεφτώ ξανά με ηρεμία τα γεγονότα. Ας βάλω πια τις σκέψεις μου σε τάξη.
Ας ξεκινήσω από τη στιγμή που βρήκαμε το ολόχρυσο στέμμα του Θεμιστοκλή. Όλα τα προηγούμενα μικρή σημασία έχουν πλέον. Όλα πήγαιναν καλά. Συνεργαζόμασταν κι οι τέσσερις με ένα κοινό σκοπό. Όμως, όταν πια πετύχαμε τον στόχο μας, ξεπερνώντας κάθε φαντασία, τότε άρχισε η τρέλα. Θα έλεγε κανείς πως ο χρυσός που έλαμπε και τα διαμάντια που γυάλιζαν κάτω από το φως των φακών μας, επέδρασαν πάνω μας. Η επίδραση αυτή ήταν καταλυτική για όλους, όμως ο πρώτος στον οποίο εκδηλώθηκε ήταν ο Μήτσος. Τα μάτια του γυάλιζαν από έκπληξη, θαυμασμό αλλά κι απληστία όταν άγγιξε το στέμμα.
«Βρήκαμε μεγάλο θησαυρό, θα γίνουμε πλούσιοι» είπε.
«Ήρεμα Μήτσο και δεν θα γίνουμε όλοι πλούσιοι! Εσύ είσαι εργάτης και σε πληρώνω με την ώρα. Σε παρακαλώ άσε το στέμμα κάτω» τού είπε η Ρένα.
«Τι λες κυρά μου!» έκανε ο Μήτσος με αναίδεια. «Αυτά που βρήκαμε ανήκουν σε όλους μας
Η Ρένα του άστραψε ένα χαστούκι. Καθώς τον αιφνιδίασε με την κίνησή της, τού πήρε το στέμμα από τα χέρια του. Ο Μήτσος πήγε να της επιτεθεί κι άρχισε να φωνάζει.
«Αλκέτα, έλα εδώ ρε μαλάκα. Τι λέει η μαλακισμένη; Έλα να καθαρίσεις μαζί της!»
«Βούλωσέ το! Μη μιλάς και μη φωνάζεις!» του είπε η Ρένα αυστηρά.
Ο Μήτσος σήκωσε το κεφάλι του για να βάλει μια φωνή στον Αλκέτα που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο φουσκωτό. Ωστόσο δεν πρόλαβε να βγάλει ούτε ένα “κιχ”. Η Ρένα του κοπάνισε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με μια πέτρα που σήκωσε από κάτω. Τον ζάλισε. Καθώς ο Μήτσος έχασε τη μιλιά του από τον πόνο κι έπεσε κάτω, έκανα να την συγκρατήσω.
«Κάνε στην άκρη» μου είπε βλοσυρά.
Την είδα να πιάνει από κάτω την τσάντα της και να βγάζει από εκεί μέσα ένα περίστροφο. Τα μάτια μου γούρλωσαν από την έκπληξη. Τι δουλειά είχε το όπλο στην τσάντα της; Ο Μήτσος δεν είχε πάρει ακόμη χαμπάρι. Όταν άνοιξε τα μάτια του η Ρένα είχε ήδη περάσει ένα σιγαστήρα στην κάννη. Ο εργάτης δεν πρόλαβε να βγάλει την κραυγή που ήθελε μέσα από τα στήθη του για να καλέσει το αφεντικό του. Η Ρένα τον πυροβόλησε και τον πέτυχε ακριβώς στο μέτωπο. Μια στρογγυλή αιμάτινη κηλίδα έδειξε το ίχνος του πυροβολισμού. Σαν άδειο σακί ο Μήτσος σωριάστηκε πάνω σε μια αρχαία κολόνα. Η κόκκινη τρύπα πάνω από τα μάτια του είχε αρχίσει να στάζει, ήδη, αίμα.
«Τι έκανες;» μπόρεσα μόλις να ψιθυρίσω.
«Άσε τον αυτόν τώρα. Έλα να τον γυρίσουμε κάπως να μην φαίνεται το μέτωπό του όταν θα κατέβει ο Αλκέτας.»
«Τι θα του πεις; Θα δει τι έγινε και θα καταλάβει ...» της είπα.
«Θα δούμε τι θα του πω. Εσύ βοήθησέ με τώρα με αυτόν τον μαλάκα.»
Τον σηκώσαμε κάπως μαζί και τον σπρώξαμε σε μια κολόνα. Ανεβάσαμε τα πόδια του πάνω της, έτσι, που να μοιάζει σαν να ήταν κοιμισμένος. Ο Αλκέτας φάνηκε στο στόμιο του τύμβου και μας φώτισε με τον φακό του.
«Τι γίνεται εκεί κάτω;» ρώτησε. «Άκουσα φωνές
«Εμείς σε φωνάξαμε» πετάχτηκε η Ρένα. «Δεν είναι τίποτε. Κάτι έπαθε ο Μήτσος. Σαν να λιποθύμησε. Μήπως να τον βγάλουμε λίγο έξω να πάρει αέρα;»
«Έρχομαι να δω κι εγώ τι έχει» είπε ο Αλκέτας κι άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά
«Που το βρήκες το πιστόλι;» την ρώτησα ψιθυριστά μέχρι να κατέβει ο Αλκέτας.
«Να μη σε νοιάζει! Πρόσεξε όμως. Κοίτα τώρα να πάρεις το μέρος μου, εντάξει;»
«Εντάξει.»
«Θα είσαι μαζί μου μέχρι το τέλος. Εντάξει;»
«Σου είπα, ναι!» τη διαβεβαίωσα.
Δεν πρόλαβα να την ρωτήσω τι εννοούσε λέγοντας “μέχρι το τέλος”. Ο Αλκέτας είχε έρθει μέσα στον τύμβο εκεί που σκάβαμε κι έριξε μια ματιά στο όρυγμα.
«Σκάψατε βλέπω αρκετά» είπε. «Τι έπαθε αυτός;»
Αν και ήταν βράδυ, το φεγγάρι φώτιζε καλά το πρόσωπό του. Είδα το βλέμμα του και το φοβήθηκα. Ήταν καχύποπτο σαν να είχε καταλάβει ότι κάτι κακό είχαμε σκαρώσει εγώ κι η Ρένα. Πλησίασε επιφυλακτικά τον Μήτσο για να δει. Η Ρένα έβγαλε το πιστόλι με τον σιγαστήρα για να του την ανάψει. Ο Αλκέτας αντέδρασε σαν γάτα. Τινάχτηκε δίπλα κι άπλωσε το χέρι του προς τα πίσω για να της δώσει ένα χτύπημα καράτε. Δεν την πέτυχε στο κορμί αλλά τίναξε το πιστόλι από το χέρι της. Εκείνη του όρμισε με ένα μαχαίρι που έβγαλε απ' την τσέπη της. Εκείνος αντέδρασε και την απέκρουσε. Πιάστηκαν στα χέρια. Για λίγο έμειναν ακίνητοι. Το πιστόλι, γεμάτο σφαίρες και με τον σιγαστήρα συνδεδεμένο στην κάνη του, είχε πέσει στα πόδια μου. Με μια απλή κίνηση, το έπιασα και το κράτησα σφιχτά. Ήξερα να πυροβολώ αλλά δεν είχα ποτέ μου όρεξη για σκοτωμούς. Έστρεψα την κάνη προς το κεφάλι του Αλκέτα.
«Ρίξ' του λοιπόν, τι περιμένεις;» ακούστηκε αγχωμένη η φωνή της Ρένας.
«Μην είσαι μαλάκας!» μού φώναξε ο Αλκέτας. «Η Ρένα είναι δική μου γκόμενα. Σε δουλεύει! Αν με καθαρίσεις τώρα, εσύ θα είσαι το επόμενο θύμα!»
«Ρίξ' του τώρα! Τι τον ακούς;» μού φώναξε όσο πιο αυστηρά μπορούσε η Ρένα.
«Είσαι τόσο μαλάκας;» συνέχισε ο Αλκέτας. «Δεν θέλεις να μάθεις την ιστορία μου; Σου είπα ότι η Ρένα είναι δική μου γκόμενα! Θέλεις να μάθεις το γιατί; Ρώτα την!»
«Ρίξ' του σου είπα, ρίξ' του όσο τον κρατάω» επέμενε η Ρένα.
Δίσταζα. Φοβόμουν να τού ρίξω, αλλά, θα το έκανα αν δεν με είχαν συγκλονίσει τα λόγια του. Ήθελα να μάθω τι είχε να μού πει.
«Την πηδάω πέντε χρόνια τώρα. Εσύ είσαι απλά το κορόιδο της!» συνέχιζε ο Αλκέτας.
Οι λέξεις του ήταν μαχαιριές στο κορμί μου. Καθώς αργούσα να τον πυροβολήσω, ο Αλκέτας άρχισε να μού μιλάει. Η Ρένα ήταν προφανώς απογοητευμένη από την εξέλιξη αλλά συνέχισε να τον κρατάει. Έτσι, συνέχιζε να είναι στόχος μου. Αν αποφάσιζα να τον τελειώσω, αρκούσε μια μόνο κίνηση του δαχτύλου μου και θα ήταν αμέσως νεκρός. Προς το παρόν, όμως, αυτή η κίνηση δεν γινόταν κι εκείνος έβρισκε το κουράγιο και τον χρόνο να μιλήσει. Ήμουν περίεργος να ακούσω την ιστορία του. Ήμουν περίεργος να μάθω αν η Ρένα με κορόιδευε όλον αυτόν τον καιρό. Άραγε ήταν στ' αλήθεια η γκόμενά του για πέντε χρόνια τώρα;
«Αυτό το φίδι που θέλει τώρα να μου ρίξεις και παριστάνει την γκόμενά σου, με πλησίασε πριν πέντε χρόνια. Μού κόλλησε για να βρούμε το στέμμα του Θεμιστοκλή. Ψάξαμε πρώτα στη Μαγνησία, χωρίς αποτέλεσμα, σκάψαμε παράνομα και στην Τουρκία αλλά δεν βρήκαμε τίποτε.»
«Μην τον ακούς. Λέει ψέματα. Θέλει να τη γλιτώσει κι είναι ικανός για κάθε ψέμα. Ρίξ' του αγάπη μου!»
Δεν θα τού έριχνα τόσο εύκολα, δεν μού πήγαινε. Ωστόσο έπρεπε να μάθω. Κάποια πράγματα έπρεπε να τα ξέρω.
«Πήγατε μαζί στην Τουρκία;» τη ρώτησα σαστισμένος.
«Δεν έχω πάει ποτέ μου στην Τουρκία. Ψέματα σου λέει
«Με πήγε στη Μαγνησία για να βρούμε το στέμμα» επέμεινε ο Αλκέτας. «Μετά ήρθαμε εδώ. Βρήκε εσένα που ασχολιόσουν με τον τάφο κι είχες γνωριμίες παντού. Της ήταν εύκολο να σε ρίξει και να σε κουμαντάρουμε όπως θέλαμε
«Να με κουμαντάρετε;» ρώτησα έκπληκτος.
«Μην τον ακούς. Σε ερωτεύτηκα!» πετάχτηκε η Ρένα.
«Λέει πως σε ερωτεύτηκε αλλά ακόμα μαζί μου μένει. Μόνο στο ξενοδοχείο έρχεται μαζί σου. Σού κάνει την ερωτευμένη για να σε εκμεταλλεύεται, για να σε έχουμε του χεριού μας!»
Την κοίταξα με απορία κι απογοήτευση. Πριν προλάβει να πει η Ρένα κάτι για να δικαιολογηθεί, εκείνος συνέχισε.
«Θα σε σκοτώναμε όταν θα μας ήσουν άχρηστος
«Τον πιστεύεις; Λέει ό,τι θέλει για να σε στρέψει εναντίον μου. Ρίξ' του σού λέω όσο είναι καιρός. Μην τον ακούς, ρίξ' του.»
«Σε έχει για μαλάκα! την νοιάζει μόνο ....» έκανε ο Αλκέτας αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει.
Μια σφαίρα έφυγε ταχύτατα από το όπλο που κρατούσα. Χωρίς να ακουστεί δυνατός κρότος, η σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο και τον σταμάτησε. Ήταν η πρώτη μου φορά που πυροβολούσα και το είχα κάνει σημαδεύοντας έναν άνθρωπο. Και τον είχα πετύχει στο δόξα πατρί. Μπορεί να φοβόμουν ότι η Ρένα μου έλεγε ψέμματα αλλά δεν είχα αποδείξεις. Είχα να διαλέξω. Από τη μια ήταν το γλυκό της πρόσωπο κι από την άλλη η αγριάδα του επαγγελματία τυμβωρύχου. Φυσικά διάλεξα την Ρένα και τα μάτια της!
«Επί τέλους» έκανε ανακουφισμένη μόλις είδε το κεφάλι του να τινάζεται πίσω διαλυμένο.
«Πολλές βλακείες άκουσα, μωρό μου» της είπα.
«Καλά που το κατάλαβες, έστω και αργά» μου είπε αυστηρά τώρα που είχε ανακτήσει την ψυχραιμία και το χρώμα της.
Άφησε το πτώμα να πέσει από τα χέρια της. Σωριάστηκε με γδούπο. Ήταν σχεδόν παράλληλα τοποθετημένος με τον Μήτσο. Δυο μικρές λιμνούλες αίματος σχηματίζονταν γύρω από τα κεφάλια τους. Αυτό το ματωμένο χώμα έπρεπε να εξαφανιστεί στη θάλασσα ενώ κάτι έπρεπε να κάνουμε και με τα δύο πτώματα.
«Να τους χώσουμε και τους δυο στην τρύπα που έχουμε ανοίξει» μού πρότεινε η Ρένα. «Θα τους χωρέσει και τους δυο
«Έχουμε πολύ δουλειά» της είπα ψύχραιμος.
«Θα τα καταφέρουμε αφού είμαστε μαζί» είπε. «Σ' αγαπάω, σ' αγαπάω πολύ!»
Κατάλαβα πως είχε κατατρομάξει. Με είχε φοβηθεί κι έτσι η τελική μου απόφαση την είχε ανακουφίσει. Με αγκάλιασε και με φίλησε. Την φίλησα κι εγώ και την κράτησα με το ένα χέρι καθώς στο άλλο κρατούσα ακόμη το όπλο με τον σιγαστήρα. Στα πόδια μου ήταν ξαπλωμένα δύο πτώματα. Ήμουν κάτι σαν Μπαρτ Λάνκαστερ έτσι όπως είχα κι ένα μαντίλι στο λαιμό μου. Δεν μού ζήτησε το όπλο κι εγώ δεν σκέφτηκα να τής το επιστρέψω. Το έβαλα στην τσέπη της φόρμας μου όπου χωρούσε άνετα. Φαινόταν εντυπωσιασμένη από την αντίδρασή μου και δεν έφερνε αντίρρηση.
Είχαμε πολύ δουλειά να κάνουμε και δεν χάσαμε άλλο χρόνο. Χώσαμε τα δύο πτώματα στην κρύπτη που είχε διαστάσεις ένα μέτρο επί ένα περίπου και βάθος κοντά στο ενάμισι μέτρο. Χωρούσαν άνετα. Γεμίσαμε την κρύπτη με χώμα που είχαμε άφθονο γιατί το διατηρούσαμε σε μεγάλες σακούλες από χοντρό πλαστικό. Μετά έπρεπε να φέρουμε τον τύμβο στην αρχική του μορφή. Φοβόμουν πως θα ήταν δύσκολο χωρίς τον Αλκέτα. Τελικά αποδείχτηκε πως τα καταφέρναμε μια χαρά χάρη στα λεπτομερή σχέδια που είχε φτιάξει. Δεν μπορούσαμε όμως να τελειώσουμε όλες τις δουλειές μέσα σε μία μόνο μέρα. Έπρεπε να εγκαταλείψουμε τον τύμβο-εργοτάξιο και να επανέλθουμε την επόμενη.
«Πάμε να φύγουμε και ξαναρχόμαστε αύριο» μου πρότεινε.
«Λες να μυρίσουνε τα σκυλιά τα πτώματα;» αναρωτήθηκα.
«Μπα, τα θάψαμε καλά, δεν θα βγαίνει καμιά μυρωδιά» με καθησύχασε. «Ας ξεκουραστούμε λίγο κι ερχόμαστε πια αύριο για να συνεχίσουμε.»
«Θα μείνουμε στο ξενοδοχείο;» τη ρώτησα.
«Ναι, θέλω απόψε να κοιμηθούμε αγκαλιά» μου είπε τρυφερά και κουρασμένα.
Η αλήθεια ήταν πως αυτή η αγκαλιά κι ο ύπνος με την Ρένα θα συνιστούσαν για πρώτη φορά πρόβλημα. Ως τώρα ήταν ευτυχία. Αυτό το βράδυ όμως πολλά είχαν αλλάξει, Το σκεφτόμουν όσο ακόμη κρύβαμε τα πτώματα. Πως θα κοιμόμασταν και πως θα ξυπνούσαμε; Θα αφηνόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με το ολόχρυσο υπερπολύτιμο στέμμα του Θεμιστοκλή δίπλα μας; Ήταν το πιο ισχυρό κίνητρο για κάθε επιβουλή. Και θα κοιμόμασταν προσπαθώντας να αποφύγουμε τις σκέψεις που θα βασάνιζαν οπωσδήποτε το μυαλό μας; Γιατί ... στον ύπνο του μέσα ο καθένας μας είναι εντελώς ανυπεράσπιστος. Αν ο Αλκέτας είχε δίκιο σε όσα έλεγε για την Ρένα, πώς μπορούσα να είμαι βέβαιος ότι θα ξυπνούσα ζωντανός το άλλο πρωί; Μπορούσα να της έχω εμπιστοσύνη; Κι αν ναι, μήπως θα το πλήρωνα ακριβά, ίσως με την ίδια μου τη ζωή; Αν είχε τόσο εύκολα και τόσο ψυχρά ξεμπερδέψει με τους δυο εργάτες, γιατί δεν θα έκανε το ίδιο και με εμένα; Όταν έβγαλε το περίστροφο με τον σιγαστήρα από την τσάντα, αποκάλυψε ότι οι δολοφονίες ήταν σχεδιασμένες. Ο Αλκέτας ισχυριζόταν ότι μετά τον Μήτσο, το επόμενο θύμα θα ήμουν εγώ. Αν είχε δίκιο;
Ίσως είχε κι η Ρένα παρόμοιους προβληματισμούς. Πριν λίγο με είχε δει να αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε εκείνην κι έναν ξένο. Είχα διστάσει να πάρω το μέρος της, άρα, είχα αμφιβολίες. Αν το σκεφτόμουν καλύτερα, μήπως άλλαζα γνώμη; Πως θα μπορούσε κι εκείνη να με εμπιστεύεται; Και πως θα κοιμόμασταν μαζί το βράδυ; Οι καχυποψίες μας μάς τσίτωναν και το ολόχρυσο στέμμα ξυπνούσε όποιο κακό ένστικτο είχαμε μέσα μας;
«Θέλω να πάρουμε μαζί μας και μερικές μαρμάρινες πέτρες» μου ζήτησε.
«Καμιά αντίρρηση. Πάμε να φύγουμε τώρα από εδώ.»
Ανεβήκαμε στην επιφάνεια και μπήκαμε στο φουσκωτό. Το στέμμα ήταν μέσα σε ένα σακίδιο ενώ υπήρχαν γύρω μας μεγάλες πλαστικές σακούλες. Τις είχαμε φέρει για να μαζεύουμε το χώμα. Υπήρχαν και πέντε-έξι μαρμάρινες πέτρες που τις είχαμε βρει μέσα στον τύμβο όσο σκάβαμε. Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Στο φουσκωτό βρήκαμε προσωπικά αντικείμενα και ρούχα που είχαν αφήσει οι δυο συγχωρεμένοι, ο Αλκέτας κι ο Μήτσος. Τα βάλαμε σε μια σακούλα, βάλαμε και μια βαριά πέτρα μαζί και την δέσαμε καλά-καλά. Όταν ανοιχτήκαμε λίγο από την στεριά ρίξαμε τη σακούλα. Την αφήσαμε να φτάσει στον βυθό σε ένα σημείο που θα είχε το λιγότερο δέκα με δεκαπέντε μέτρα βάθος,.
«Τελειώσαμε με αυτούς!» είπε ανακουφισμένη η Ρένα.
«Δεν θα τους ψάξει κανείς;»
«Θα αργήσουν πολύ να τους ψάξουν» είπε. «Έτσι κι αλλιώς αυτοί οι δυο σκόπευαν να εξαφανιστούν μετά από τη δουλειά στο Θεμιστόκλειο. Δεν θα έχουν αφήσει ίχνη εδώ κι εκεί.»
«Κουράστηκα, ήταν πολύ έντονη μέρα» είπα. «Άραξα στη μια γωνιά του φουσκωτού.»
«Φοβήθηκες;»
«Ε, βέβαια. Πρώτη φορά στη ζωή μου πυροβόλησα άνθρωπο» της είπα.
Ήρθε κοντά μου. Ξάπλωσε σχεδόν στην αγκαλιά μου. Πήρε και την τσάντα με το στέμμα και το έβγαλε έξω να το δούμε. Το φεγγάρι ήταν τριών τετάρτων και φέγγιζε όμορφα το γαλήνιο τοπίο. Ανατολικά, φαίνονταν πλοία που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι του Πειραιά ενώ δυτικά φαινόταν το Πέραμα, η Σαλαμίνα και η σκοτεινή Ψυτάλλεια. Προς τον νότο τα φώτα της Αίγινας έμοιαζαν με ένα τεράστιο πλοίο. Τα φώτα της πόλης έκαναν το τοπίο να μοιάζει με λούνα παρκ, με μαγικό τοπίο.
«Κοίτα τι όμορφο που είναι» μου είπε δείχνοντας μου το υπέροχο στέμμα. «Είναι αληθινά τα πετράδια του και ... κοίτα πόσο βαρύ είναι!»
Πήρα το στέμμα από τα χέρια της και τής το φόρεσα. Ήταν πολύ ταιριαστό στο κεφάλι της. Την κοίταξα και μου φάνηκε πως ήταν ένα από το ωραιότερα πλάσματα που είχα ποτέ μου δει. Τα μεγάλα μάτια της γυάλιζαν κάτω από το φεγγαρόφωτο. Τα μαλλιά της σχημάτιζαν ένα τέλειο μαξιλάρι για το θαυμάσιο στέμμα. Ήταν μια βασίλισσα.
«Μου πάει;»
«Εκπλήρωσες το όνειρο μιας ολόκληρης ζωής απόψε, αγάπη μου, έτσι δεν είναι;» ρώτησα ψιθυριστά και τής χάιδεψα τρυφερά το μάγουλο.
«Ναι» μου είπε σαν μαγεμένη.
«Είσαι ευτυχισμένη;»
«Πολύ» μου είπε με φωνή απαλή σαν από βελούδο.
Το ίδιο απαλά κι εγώ, σαν να χάιδευα ένα βελούδο, πάτησα την σκανδάλη.
«Ωχ, ω, θεέ μου» ήταν ο μόνος ήχος που βγήκε από το στόμα της κι ήταν σαν αναστεναγμός.
Δεν ξέρω αν είχε καταλάβει πως όλη αυτή την ώρα η κάνη του όπλου που κρατούσα την σημάδευε. Η κάνη ήταν στραμμένη στην πλάτη της, στο σημείο της καρδιάς. Δεν ξέρω αν υποψιαζόταν πως το τέλος της είχε έρθει τόσο πρόωρα σε εκείνο το έξοχο τοπίο. Το ύφος της ήταν γαλήνιο κι έτσι γαλήνιο παρέμεινε κι όταν ξεψύχησε. Ίσως να σκεφτόταν κι εκείνη πως η καλύτερη στιγμή για να πεθάνεις είναι η στιγμή που νιώθεις πλήρης και ευτυχής. Εγώ πάντως όταν πίεσα την σκανδάλη, αυτό σκεφτόμουν για λογαριασμό της. Έτσι πέθανε η Ρένα στα χέρια μου με μια σφαίρα από το δικό της όπλο σφηνωμένη στην καρδιά. Με το στέμμα του Θεμιστοκλή στο κεφάλι της, κάτω από το φως του φεγγαριού. Λίγο πιο εκεί ήταν το ταφικό μνημείο που εκείνη ήθελε μανιωδώς να ανασκάψει.
Πήρα από το κεφάλι της προσεκτικά το στέμμα και το έβαλα πίσω στην θέση του. Θέση του ήταν το δικό μου σακίδιο. Το σώμα της ήταν βαρύ καθώς έπεφτε πάνω μου άψυχο. Καθώς ο λαιμός της δεν συγκρατούσε πια το κεφάλι της, εκείνο έγειρε στο πλάι. Τής έκλεισα τα μάτια επισφραγίζοντας τον θάνατό της. Φίλησα απαλά τα χείλη της που ήταν ακόμα υγρά και τρυφερά. Ο θάνατος δεν είχε προλάβει να τα αγγίξει και παρέμεναν ακόμα ζωντανά. Με αργές κινήσεις, την έβαλα σε ένα πλαστικό τσουβάλι και τοποθέτησα εκεί μέσα τις βαριές μαρμάρινες πέτρες. Αυτές θα την συνόδευαν στο τελευταίο ταξίδι της. Έκλεισα καλά το τσουβάλι και το σήκωσα με δυσκολία μέχρι την κουπαστή της βάρκας. Το άφησα να κυλήσει αργά στην θάλασσα ως τον βυθό. Το βάθος εδώ ήταν δεκαπέντε περίπου μέτρα κάτω από την επιφάνεια του νερού.
Αυτά έγιναν χτες. Χτες έγιναν οι φόνοι και καλύφθηκαν τα πτώματα. Σήμερα εγώ, μόνος μου πια, εργάστηκα πολύ σκληρά για να ανακατασκευάσω το τοιχίο και να καλύψω όλα μου τα ίχνη. Παρά την κούραση τα κατάφερα καλά. Και τώρα ταξιδεύω και πάλι με το φουσκωτό μακριά από τον τάφο του Θεμιστοκλή. Δεν έχω ανθρώπινη παρουσία δίπλα μου, έχω όμως κάτι πολύτιμο, το στέμμα του μεγάλου στρατηγού. Το κοιτάζω λίγο αδιάφορα και απορημένα. Δεν ξέρω τι θα το κάνω. Δεν έχω σχέδια κι ούτε θέλω να κάνω. Τα μόνα σχέδια που είχα, δεν ήταν με στέμματα αλλά με την Ρένα. Η μόνη παρουσία που θα ήθελα δίπλα μου, ήταν η δική της.
Νιώθω πολύ κουρασμένος. Θέλω να ξαπλώσω στο κρεβάτι του ξενοδοχείου που πηγαίναμε. Θέλω να την θυμηθώ όπως την γνώρισα. Θέλω να ξαναδώ τα μεγάλα σκούρα μπλε μάτια της και τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά της. Θέλω να της διαβάσω ποιήματα και να της μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια. Θέλω να την ακούσω να μού μιλάει παθιασμένα για το μνημείο του Θεμιστοκλή. Θέλω να κάνουμε έρωτα μέχρι να μάς ενοχλήσει η ρεσεψιόν, θυμίζοντάς μας πως οι “λίγες ώρες” έχουν περάσει. Θέλω την Ρένα που μού στέρησε αυτό το στέμμα κι η αναζήτηση του. Την Ρένα που δεν φοβόμουν πως θα με πουλήσει ή θα με δολοφονήσει. Την Ρένα που δεν θα είχε ποτέ μέσα στο τσαντάκι της κρυμμένο ένα περίστροφο με σιγαστήρα. Θέλω το ακατόρθωτο, να ξαναγυρίσουν όλα στην ψευδαίσθηση που ζούσα πριν γνωρίσω την πραγματικότητα.
Θέλω να την δω ξανά με τα μάτια της φαντασίας μου κάτω από το φεγγαρόφωτο. Θέλω να δω το κεφάλι της στολισμένο από το ολόχρυσο στέμμα και την ευτυχία χαραγμένη στο πρόσωπό της. Και θέλω, έστω σαν τελευταία μου επιθυμία, να την ακούσω ξανά να μου λέει πως είναι πολύ ευτυχισμένη. Θέλω να την ακούσω για μια ακόμη φορά να αναστενάζει βαθιά καθώς η σφαίρα της τρυπά την καρδιά. Θέλω να γυρίσω σε ένα παρελθόντα χρόνο, πριν βυθίσω εκείνην στην ανυπαρξία κι εμένα στην θλίψη. Γιατί από αυτή την θλίψη πιστεύω πως δεν θα καταφέρω ποτέ να δραπετεύσω.
===
ΤΕΛΟΣ