Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

11 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ. 3α)

Αφού άφησαν την Κερασούντα του Πόντου, ο Ιάκωβος κι ο Χάρμος περιπλανήθηκαν στο Αιγαίο, την Χίο, την Κορώνη, την Πάρο, την Κρήτη και το Ναύπλιο (αυτό ήταν το κεφ. 2). Γνώρισαν ανθρώπους που θα αποτελούσαν την Αδελφότητα που ο Ιάκωβος ίδρυσε αργότερα στην Αυγούστα (όπως είδαμε στο κεφ. 1). Μετά την παράδοση του Ναυπλίου στους Οθωμανούς, οι δυο φίλοι βρήκαν καταφύγιο στην Κέρκυρα όπου ο Ιουστίνος είχε κτήματα. Από εκεί πήγαν στην Βενετία και την Βόρεια Ιταλία. Στην σημερινή ανάρτηση, στο κεφ. 3α (α' μέρος του 3ου κεφαλαίου) βλέπουμε την ζωή τους στην Κέρκυρα και την Βενετία αλλά και στο Τορίνο όπου συνάντησαν παλιές αγαπημένες.

**********************

Η πιάτσα της Κέρκυρας στον Μεσαίωνα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ (1540-1554)

*** ΚΕΡΚΥΡΑ ***

Φτάσαμε στην Κέρκυρα στα τέλη Νοεμβρίου του 1540. Μείναμε σε ένα χώρο που οι Αρχές της πόλης παραχώρησαν σε όσους ήρθαμε από το Ναύπλιο. Ονομάστηκε Αναπλιτοχώρι εξ αιτίας μας. Ο Ιουστίνος επισκεύασε ένα πύργο που του έδωσαν. Βρισκόταν τέσσερις ώρες περίπου ποδαρόδρομο βορείως της πόλης και μας πήρε να μείνουμε εκεί μαζί του. Ο Μορμόρης κατατάχτηκε στην μόνιμη Κερκυραϊκή φρουρά της Βενετίας κι έμεινε στο φρούριο με τους αξιωματικούς. Το νησί πριν τρία χρόνια είχε δεχτεί την επίθεση του Μπαρμπαρόσα κι είχε πάθει μεγάλες ζημιές μέχρι να τον διώξουν. Γι αυτό τώρα οι Βενετοί ετοίμαζαν ένα καινούριο Φρούριο. Μαζί με το πολύ μεγάλο και σχεδόν απόρθητο υπάρχον, θα προστάτευε την πόλη πολύ πιο αποτελεσματικά. Οι εργασίες δεν είχαν αρχίσει ακόμα κι όλα ήταν στα σχέδια.

Η παραμονή μας στον πύργο του Ιουστίνου, που οι ντόπιοι ονόμαζαν «Πυργί», ήταν υπέροχη. Η τριγύρω περιοχή είχε ένα απίστευτο φυσικό κάλλος. Ήταν γεμάτη κολπίσκους, λοφίσκους, πηγές, γεφυράκια, δρόμους σκιερούς και αμμώδεις παραλίες. Η βλάστηση ήταν οργιαστική κι όλη η περιοχή ήταν κατάφυτη από πυκνό πράσινο με πολλά και ψηλά ελαιόδεντρα. Οι χωρικοί ήταν φιλικοί μαζί μας. Είχαν τα παράπονά τους από την ενετική διοίκηση, ωστόσο χαίρονταν μια σχετική ελευθερία. Αυτό θα ήταν αδιανόητο στην απέναντι οθωμανική επικράτεια. Μείναμε εκεί δυο ολόκληρα χρόνια.

Μ’ άρεσε να αντιγράφω κώδικες και περγαμηνές και να ασχολιέμαι με αγροτικές δουλειές. Ο Ιάκωβος δίδασκε σε ελληνικά σχολεία και ερευνούσε τις βιβλιοθήκες. Ο Μορμόρης ανέβαινε σταθερά τα σκαλοπάτια της στρατιωτικής ιεραρχίας. Κάναμε παρέες με ένα ευρύ κύκλο λογίων που όλοι έγραφαν, διάβαζαν κι ενδιαφέρονταν για τις τύχες της ρωμιοσύνης. Η λεπτή διαφορά ανάμεσα στο «Έλληνας-Γραικός» και στο «Ρωμιός» άρχισε να γίνεται όλο και πιο σαφής εδώ. Χριστιανοί ελληνόφωνοι κι οι δυο αλλά ο Γραικός σχετιζόταν περισσότερο με την αρχαιότητα. Αντίθετα ο Ρωμιός ταίριαζε πιο πολύ με την παράδοση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι επειδή η αυτοκρατορία είχε τη συνέχειά της στο σουλτανάτο, πολλοί αποποιούντο τον όρο Ρωμιός. Με αυτόν τον τρόπο έδειχναν και την αντίθεσή τους στο υποταγμένο Πατριαρχείο.

«Ιάκωβε μην ξεχνάς ποτέ ότι γεννηθήκαμε κι είμαστε Ρωμιοί» του έλεγα. «Οι πατέρες μας μάς βάφτισαν ορθόδοξους! Δεν αντέχω να ακούω το “Ρωμιός” να σημαίνει δούλος ή και προδότης και το “Γραικός” να είναι τίτλος τιμής.»

«Δεν είναι διαφορετικά, Χάρμο» μου εξηγούσε και με καθησύχαζε. «Είμαστε Έλληνες που για χίλια χρόνια τώρα μας λένε Ρωμαίους. Η ονομασία δεν αλλάζει ούτε το γένος μας ούτε τη μοίρα μας. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας το “Ρωμιός” ήταν λόγος περηφάνιας ενώ το “Έλληνας” σήμαινε αιρετικός. Τότε ο Έλληνας σήμαινε εχθρός ενώ, τώρα, που η αυτοκρατορία έγινε σουλτανάτο, τα πράγματα φαίνονται ανάποδα. Να ξέρεις όμως ότι Ρωμιός κι Έλληνας είναι πάντοτε το ίδιο.»

Η Κέρκυρα ήταν ένα μέρος όπου περνούσαμε καλά. Θα μπορούσαμε να εγκατασταθούμε εδώ, όμως ήταν γνωστό πως αυτό δεν του αρκούσε. Θα μπορούσαμε να κάνουμε οικογένειες, όμως, εκείνος ένιωθε αλλιώς. Είχε έναν σκοπό να ξεπληρώσει που ξεπερνούσε την οικογενειακή ευτυχία.

«Δεν είναι εύκολο να βρεις το μέρος που θα μείνεις για πάντα» μου έλεγε κι ήξερα που το πήγαινε. «Είναι νωρίς για να μείνουμε κάπου οριστικά, έχουμε ακόμα να δούμε πολλά.»

«Που ακριβώς νομίζεις ότι πρέπει να πάμε;»

«Στην Ιταλία οπωσδήποτε! κι από εκεί ... παντού!»

Η Ιταλία ήταν μεγάλη κι είχε πολλές σπουδαίες πόλεις που αποτελούσαν όλες ξεχωριστά κράτη. Βενετία, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα ήταν μερικά μόνο από αυτά.

«Να πάμε στη Γαλλία, να δούμε το περίφημο Παρίσι. Λένε ότι οι Γάλλοι είναι οι πιο καλοί φίλοι της Ελλάδας.»

«Πώς θα μετακινηθούμε; πού θα μένουμε;» ρώτησα.

«Έχουμε φίλους και θα κάνουμε κι άλλους» είπε.

Η αταραξία και η σιγουριά του με τρόμαζαν, όμως τον εμπιστευόμουν.

«Θα πρέπει να δούμε και την Ισπανία» συνέχισε.

Σκέφτηκα πως κάπου εκεί θα τελείωνε τον κατάλογο των υποχρεώσεών μας

«Κι η Γερμανία, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι το πιο σπουδαίο κράτος στον κόσμο σήμερα. Ουσιαστικά είναι το μόνο κράτος που πολεμάει τον Σουλτάνο σε ολόκληρη την Ευρώπη» μονολόγησε.

«Υπάρχουν κι άλλα κράτη» υπενθύμισα σαρκάζοντας την ασταμάτητη φαντασία του.

«Το ξέρω» μου απάντησε σοβαρά. «Η Βουδαπέστη κι η Βιέννη μας ενδιαφέρουν, αλλά κι η Δανία, η Πολωνία. Πρέπει να μάθουμε γι αυτές» συνέχισε το παραλήρημά του.

«Φτάνει Ιάκωβε» του είπα. «Καλύτερα να βάλουμε έναν εφικτό στόχο και να τον πετύχουμε.»

«Ο πρώτος σταθμός είναι ήδη κανονισμένος. Το μεγάλο πλοίο που βλέπαμε να μπαίνει χτες στο λιμάνι, αναχωρεί σε μια εβδομάδα για Βενετία. Μαζί του φεύγουμε κι εμείς. Υπάρχουν θέσεις που μας περιμένουν.»

«Το κανόνισες κιόλας;»

«Ο Ιουστίνος είναι πολύ καλός φίλος» είπε.

«Σε μια εβδομάδα;» αναφώνησα. «Κι η Αντελίνα;»

Ήταν η νεαρή που του ’χε κλέψει την καρδιά όλον αυτόν τον καιρό. Όμορφη, ανοιχτόκαρδη και πανέξυπνη, ήταν η μόνιμη παρέα του στους φανταστικούς κήπους της πόλης. Από όλες τις Κερκυραίες μόνο η Αντελίνα τον είχε κερδίσει, αλλά, ετοιμαζόταν να την εγκαταλείψει.

«Σε νοιάζει η Αντελίνα κι όχι η Σπυριδούλα;» μου είπε.

«Στη Σπυριδούλα το έχω ξεκαθαρίσει.»

«Πώς το ξεκαθάρισες, δηλαδή;»

«Της τα έχω εξηγήσει. Μόλις εσύ πεις “φύγαμε” θα την αποχαιρετίσω χωρίς να ξέρω πότε θα την ξαναδώ.»

«Ωραία. λοιπόν, εσύ φάνηκες πιο έτοιμος από εμένα. Θα προτείνω στην Αντελίνα να έρθει μαζί μας, αν θέλει βέβαια να μας ακολουθήσει. Πιστεύω ότι θα φοβηθεί την περιπέτεια κι ότι θα μείνει εδώ στο νησί με την οικογένειά της.»

«Αν έρθει, ποια ιδιότητα θα έχει; Της συζύγου σου;»

«Της γραμματέως μου;»

«Υπάρχουν και γυναίκες γραμματείς;» ρώτησα με λίγη ειρωνεία στη φωνή μου. «Αυτό δε το ήξερα.»

«Αν η Αντελίνα μού πει ότι δέχεται τότε εμείς πρώτοι θα το δημιουργήσουμε αυτό το επάγγελμα. Αρκεί που ξέρει να γράφει καλά.»

«Γιατί δεν λες την αλήθεια στην κοπέλα;»

«Που είναι ποια;»

«Ότι ο Ιάκωβος ανήκει αλλού. Ανήκει στην Γραικία, στην Ευρώπη, στον κόσμο…! Πάντως, όχι σε μια γυναίκα.»

«Σε ευχαριστώ φίλε μου, αλλά αυτό δεν μπορώ να το πω» μου ξεκαθάρισε.

Δεν χρειάστηκε να το πει. Η Αντελίνα είχε καταλάβει κι από μόνη της ότι ο Ιάκωβος ανήκε αλλού. Όσο κι αν τον ήθελε, ήξερε πως δεν μπορούσε να περιμένει από αυτόν τίποτε από όσα ονειρευόταν. Η οικογένεια κι η σταθερότητα ήταν έξω από τις προσδοκίες του. Η γλυκιά Κερκυραία περιορίστηκε να τον αποχαιρετήσει με ένα καυτό βράδυ στο εξοχικό της οικογένειάς της. Είχε κανονίσει να τον υποδεχτεί μόνη. Η Σπυριδούλα, δεν μου χάρισε εμένα κάτι αντίστοιχο, απλά με αποχαιρέτησε με δάκρυα και συγκίνηση. Αρκετά χρόνια μετά, η Σπυριδούλα θα συνόδευε τον Ιουστίνο στην Αυγούστα κι εκεί θα ανανεώναμε την σχέση μας, Ο Ιάκωβος δεν ξαναμίλησε για την Αντελίνα ποτέ πια. Όπως έμαθα από τον Μορμόρη καλοπαντρεύτηκε και ζει ευτυχισμένη στο νησί της.

Αφήναμε την όμορφη Κέρκυρα με αναμνήσεις γλυκές κι ευχάριστες, αλλά, και χρήσιμες για τη συνέχεια.


*** ΒΟΡΕΙΑ ΙΤΑΛΙΑ ***


Το ταξίδι μας προς την Ευρώπη έγινε το καλοκαίρι του 1542 κι η Βενετία ήταν ο πρώτος μας σταθμός. Με συστάσεις από τον Ιουστίνο γνωριστήκαμε με τα μέλη της πολυπληθούς ελληνικής κοινότητας. Η Βενετία είχε ξεκινήσει σαν πόλη με ελληνικά χαρακτηριστικά πριν από τον 7ο κιόλας αιώνα. Ήταν μια τοπική δύναμη πολύ προτού γίνει μεγάλη ναυτική δύναμη. Πολλοί Γραικοί είχαν έρθει εδώ τον 13ο και τον 14ο αι.. Μεγάλο κύμα Ελλήνων προσφύγων την κατέκλυσε λίγο πριν αλλά κι αμέσως μετά την πτώση της Πόλης.

Οι Ρωμιοί ήταν οργανωμένοι στην δική τους ορθόδοξη αδελφότητα του Αγίου Νικολάου. Εκκλησιάζονταν με το τυπικό της ελληνορθόδοξης πίστης στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου. Μέσα σ’ αυτή την κοινότητα βρήκαμε πολλούς ανθρώπους για να συζητήσουμε. Ο Αντώνιος Έπαρχος(i) ήταν ένας πενηντάρης Κερκυραίος λόγιος, που είχε έρθει εδώ πριν έξι χρόνια. Έχαιρε εκτίμησης στους βενετσιάνικους κύκλους και μας έμαθε πολλά. Μας μίλησε για το πιο σοβαρό θέμα της εποχής, το κίνημα των Διαμαρτυρομένων και τον Λούθηρο. Ο ίδιος ετοίμαζε ένα έργο μεγάλο καταγεγραμμένο σε κώδικες με θέμα τα παθήματα της Ελλάδας. Ο Ιάκωβος τον ήθελε στη συνεδρίαση της Αυγούστας αλλά ήταν τότε 64 ετών κι άρρωστος. Προτίμησε να μην τον υποβάλει στο κουραστικό ταξίδι κι έγινε μέλος της Αδελφότητας αργότερα. Ο Ανδρόνικος Νούντσιος(ii) ήταν ένας ακόμη από τους Κερκυραίους που γνωρίσαμε στη Βενετία. Συνέγραφε την εκκλησιαστική ιστορία ενώ ήθελε να γράψει για την παρουσία των Γραικών ανά τον κόσμο.

Ο Ιάκωβος έμαθε καλά τα ιταλικά χάρη στην εξαιρετική γνώση των λατινικών. Έγινε άριστος χειριστής της γλώσσας και χρησιμοποιούσε τις δυνατότητές της για να μιλά με χιούμορ και υπονοούμενα. Τα προσόντα του, η έξοχη εμφάνιση, το ελεύθερο πνεύμα κι οι αριστοκρατικοί τρόποι του κυριάρχησαν. Η βαθιά μόρφωσή του εκτιμήθηκε απεριόριστα σε μια πόλη γεμάτη με ανεμελιά, ερωτισμό και θαυμασμό του ωραίου.

Η ικανότητά του να πρωτοτυπεί στις συζητήσεις ακόμα και σε θέματα ταμπού, κέρδισαν ακροατήριο. Οι νεωτεριστικές του ιδέες κι όλο το παρουσιαστικό του έφτιαξαν γύρω του τον μύθο του «Γκρέκο Νόμπιλε». Ο ίδιος καλλιέργησε αυτόν τον μύθο που τού άνοιξε όλες τις πόρτες και ειδικά τις πόρτες των γυναικείων καρδιών. Με χαρά διαπίστωσε ότι οι τίτλοι του θα αναγνωρίζονταν αν εύρισκε εδώ κάποιον γαλαζοαίματο για να τους δεχτεί. Θα μπορούσε έτσι να βρεθεί να κατέχει αληθινούς τίτλους ευγένειας.

«Η Βενετία μας προσφέρει δυνατότητες» συμπέρανε.

«Μας ταιριάζει» παραδέχτηκα. «Εσύ ειδικά εδώ είσαι στον κόσμο σου. Αναπνέεις πολύ διαφορετικά και οι γυναίκες το νιώθουν αυτό. Σε συμπαθούν όλες!»

«Δεν ήρθαμε για γυναίκες, ήρθαμε για δουλειά» έκλεισε τη συζήτηση.

Τον τελευταίο καιρό είχαν αρχίσει να πληθαίνουν στην πόλη τα δυο απόλυτα κακά του καθολικισμού. Από την μια ήταν τα ατελείωτα ερωτικά σκάνδαλα κι από την άλλη ήταν το κίνημα των Διαμαρτυρόμενων. Δυο πληγές που ερέθιζαν τους πιστούς. Ο Πάπας για να προλάβει την «μόλυνση» της Βενετίας εγκατέστησε την Ιερά Εξέταση.

«Αντί να προχωράμε μπροστά, οι Πάπες προχωρούν σε όλο και πιο αυταρχικές, λύσεις» σημείωνε ο Έπαρχος. «Μόνο θεοκρατία και φόβος.»

«Μα εσύ, Αντώνιε, τα πας καλά με το Βατικανό» του υπενθυμίζαμε.

«Απευθύνομαι σ’ αυτούς για να βρω μια σύνταξη, ένα σταθερό εισόδημα για να ζήσω» παραδεχόταν. «Αυτό όμως δεν με εμποδίζει να βλέπω πως η Ρώμη δεν εκπληρώνει σωστά τον ρόλο της ως κέντρου της χριστιανοσύνης.»

«Θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς;» ρωτούσε ο Ιάκωβος.

«Θά έπρεπε να γίνει αλλιώς!» επέμενε ο Έπαρχος. «Αντί να αφήνουν την μεταρρύθμιση στους προτεστάντες θα έπρεπε να την έχουν κάνει πρώτοι αυτοί. Θέλει τόλμη, βέβαια, αλλά, η Αγία Έδρα θα έπρεπε να είναι πιο υποχωρητική κι απέναντι στην ανατολική εκκλησία.»

Ο Έπαρχος πίστευε ότι οι διαφορές των χριστιανικών δογμάτων μπορούσαν να αμβλυνθούν ή να συγκεραστούν. Τότε θα υπήρχε μία και μόνη χριστιανική θρησκεία. Η σύνοδος που ετοιμαζόταν να γίνει στο Τριδέντο -κι όλο καθυστερούσε- θα έδινε ορμή στον καθολικισμό. Θα βοηθούσε να αντιμετωπίσει τον προτεσταντισμό και με την ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί κι ο ίδιος. Ο Έπαρχος θα ήθελε και την ορθοδοξία μέσα σ’ αυτή την αλλαγή. Τα θεολογικά τον απασχολούσαν από την σκοπιά του που την αποκαλούσε «πατρώον έδαφος της Ελλάδος». Ερχόταν σε διαρκή επαφή με όλα τα δόγματα κι έστελνε επιστολές σε φιλοσόφους κι ηγέτες. Ζητούσε να βοηθήσουν τους Ρωμιούς να απαλλαγούν από τον ζυγό της δουλείας.

Ο Ιάκωβος λάτρευε το πάθος του αλλά διαφωνούσε με τον προσανατολισμό του. Ο Έπαρχος ζητούσε από τους ξένους βοήθεια, ενώ ο Ιάκωβος ήθελε αυτενέργεια. Ωστόσο έβλεπε ότι είχε δίκιο. Το σχίσμα καθολικών-προτεσταντών εξαντλούσε τις δυνάμεις της χριστιανοσύνης. Αυτή η διαμάχη επέτρεπε στον Σουλτάνο να ισχυροποιείται όλο και περισσότερο. Αντί να συρρικνώνεται, μεγάλωνε την αυτοκρατορία του.

Από τη Βενετία κάναμε ταξίδια στη βόρεια Ιταλία. Ήταν πολύ δύσκολο να ταξιδεύει κανείς στον αιώνα μας, όμως, είχαμε τον τρόπο μας. Οι συστάσεις κι η χρηματική βοήθεια του Ιουστίνου μας διευκόλυναν πολύ. Γνωρίσαμε πόλεις όπως το Μιλάνο, η Πάρμα κι η Φλωρεντία. Στην Γένοβα μας προσέφερε φιλοξενία ο Φερνάντο Τσέζαρε. Ήταν αξιωματικός του στρατού της Γένοβας κι είχε μείνει για χρόνια στη Χίο. Ήξερε καλά τον Εύξεινο Πόντο όπου οι Γενοβέζοι είχαν κτήσεις κι εμπορικούς σταθμούς. Συζητούσαμε για την Κερασούντα κι ο Ιάκωβος τού μίλησε για το λιμάνι της και την ομορφιά της. Του είπε για τα αρώματα των κήπων της και τα κεράσια που της είχαν δώσει το όνομά τους. Πίναμε καλό και δυνατό κρητικό κρασί κι ο Ιάκωβος διηγείτο ιστορίες. Του είπε πως, ταξιδεύοντας για την Κριμαία, έπεσε θύμα πειρατών. Μόνο αυτός κι ένας αδελφός του κατάφεραν να ξεφύγουν και βρέθηκαν στην Πόλη. Μετά πήγαν στην Χίο από όπου εκείνος κατέληξε στην Κρήτη. Εμένα φυσικά με είχε γνωρίσει στη Πόλη.

«Ναι, βέβαια» επιβεβαίωσα κι εγώ συγκινημένος από τη θλιβερή του ιστορία.

Δεν με πείραζε που έλεγε τη μισή αλήθεια. Οι διηγήσεις του απλά ωραιοποιούσαν το παρελθόν του κι έκρυβαν ό,τι δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί. Ο μύθος του Έλληνα ευγενή νέου με το πολύπαθο και περιπετειώδες παρελθόν φτιάχτηκε γρήγορα. Όχι μόνο συντηρείτο, αλλά, όλο και περισσότερο γιγάντωνε. Αν ο κόσμος ήθελε ωραίες και δακρύβρεχτες ιστορίες δεν θα ήταν εκείνος που θα τού τις στερούσε. Και δεν θα υπήρχαν μύθοι για να λέγονται ούτε ακροατές για να τους ακούνε, αν ο Ιάκωβος δεν ήταν χαρισματικό άτομο. Η φυσική του άδολη αρχοντιά και το σπινθηροβόλο πνεύμα του μαγνήτιζαν τον συνομιλητή του. Εγώ επιβεβαίωνα τα λεγόμενά του. Οι ιστορίες του ήταν τόσο ωραίες που αδυνατούσα έστω και να τις γρατζουνίσω για λίγο. Εξάλλου, σχεδόν τις πίστευα κι εγώ.

Στη Γένοβα, με τυχαίο τρόπο, μάθαμε απ’ τον Φερνάντο Τσέζαρε μια σπουδαία πληροφορία. Η πρώτη αγαπημένη του, η όμορφη Μαργαρίτα -τότε Κορέση και τώρα Γκριμάλντι- έδινε μια δεξίωση. Θα γιόρταζε στον οικογενειακό τους πύργο μιαν επιτυχία της οικογένειας και του συζύγου της. Ο Φρανσίσκο είχε μόλις κλείσει μια πολύ σπουδαία συμφωνία. Ο Ιάκωβος ζήτησε απ’ τον Φερνάντο να μας βάλει στους προσκεκλημένους. Εμένα μ’ έγραψε με το επώνυμο “Μαυροθαλασσίτης” και τον ίδιο ως “Ηρακλείδης”. Ήθελε να μην γίνει γνωστή η παρουσία μας αμέσως από τα ονόματά μας και μόνο. Εξηγήσαμε στον Φερνάντο την ιστορία του με την Μαργκερίτα Γκριμάλντι που ήταν η Μαργαρίτα Κορέση. Αυτή ήταν ο μεγάλος του έρωτας. Είχαμε μιλήσει πριν μερικές μέρες στον Ιταλό για τη διαμονή μας στη Χίο και –μεταξύ άλλων- για τις περιπέτειές μας εκεί. Ήξερε για τον τρόπο με τον οποίο είχαμε φύγει, άρα και για την Χιώτισσα που του είχε κλέψει την καρδιά. Ενθουσιασμένος με την ερωτική ίντριγκα στην οποία γινόταν κι αυτός μέρος της, ο Φραντσέσκο του έκανε κάθε χατίρι.

«Ώστε η κοντέσα Μαργκερίτα ήταν η νεαρή Χιώτισσα ερωμένη σου; Και την έδωσαν στους Γκριμάλντι!»

«Ναι. Την είχα ερωτευτεί, πριν δώδεκα χρόνια!»

«Κι εκείνη έκλαιγε για σένα όταν έφυγες από τη Χίο;»

«Ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Ως τότε, βέβαια.»

«Και σου την πήρε ο Φρανσίσκο Γκριμάλντι, ε;»

«Μου την πήρε ο πατέρας της δια της βίας και του την έδωσε με προξενιό!»

Ο Φερνάντο είχε εκστασιαστεί που ζούσε από τα μέσα μια τέτοια ιστορία. Γνώριζε το παρασκήνιο κι ήταν ολοζώντανος μάρτυρας μια «κρίσης» που από στιγμή σε στιγμή ερχόταν. Στη Γένοβα, στη Φλωρεντία, στη Βενετία και στις περισσότερες ιταλικές πόλεις του βορά, τα ήθη ήταν χαλαρά. Η μεταρρύθμιση είχε φέρει νεωτερισμούς και χαλάρωση μαζί με ευημερία. Οι ίντριγκες στην καλή κοινωνία ήταν θέαμα που τάιζε το πόπολο. Οι ιντριγκαδόροι ευγενείς, συνήθως γόνοι καλών οικογενειών, ήταν οι μεγάλοι σταρ της εποχής τους.

«Και δεν σε έχει δει από τότε μέχρι τώρα ποτέ;» ρώτησε με θαυμασμό ο Φερνάντο.

«Όχι βέβαια. Μόνο γράμματα αλλάζαμε στην αρχή.»

«Έτσι γίνεται πάντα με τις γυναίκες. Σε ξέχασε, δύστυχε φίλε μου, η κοντέσα!»

«Η αλήθεια είναι ότι με ξέχασε υποχρεωτικά αφού πια έφυγα από την Χίο.»

«Δεν έφυγες» διόρθωσε ο Φερνάντο. «Σε έδιωξαν! Μη μου το χαλάς!»

«Με έδιωξαν, εντάξει» παραδέχτηκε ο Ιάκωβος.

«Και θα την ξαναδείς τώρα;»

«Ναι! … και νιώθω ήδη έντονη ταραχή.»

«Αυτό σου φαίνεται πολύ! Κοίτα να ντυθείς καλά. Πάρε όποια ρούχα δικά μου θέλεις. Πάμε να δείξουμε τον σύγχρονο ερωτύλο Γραικό θεό στην αριστοκρατία της Γένοβας! Θα τους εντυπωσιάσουμε!»

Οι Γκριμάλντι ήταν μια οικογένεια με πολλούς κλάδους, όλοι τους πλούσιοι. Ο πύργος τους ήταν επιβλητικός. Η κεντρική αίθουσα, εκεί όπου δινόταν η δεξίωση, ήταν εντυπωσιακή. Σε όλους τους τοίχους υπήρχαν ζωγραφισμένες εικόνες από την ελληνική και την ρωμαϊκή αρχαιότητα. Πίνακες φτιαγμένοι από εξαιρετικούς καλλιτέχνες.

Τόσο ζωντανά ήταν τα έργα που έδιναν την εντύπωση ότι ο θεατής βρισκόταν μέσα στον πίνακα ή στην τοιχογραφία. Εδώ και τουλάχιστον διακόσια-τριακόσια χρόνια, η Ιταλία είχε κατακλυστεί από ένα κλίμα ανανέωσης. Είχε αλλάξει ριζικά κι ο τρόπος που οι άνθρωποι έβλεπαν τα πράγματα. Έργα τέχνης ασύλληπτης ομορφιάς στη γλυπτική, τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία φτιάχνονταν. Μοναδικοί κι εξαίρετοι καλλιτέχνες όπως ο Ραφαήλ, ο Μικελάντζελο, ο Ντα Βίντσι κυριαρχούσαν. Λογοτέχνες όπως ο Δάντης, ο Πετράρχης κι άλλοι έγραφαν την νεώτερη ιστορία.

Ο Μεσαίωνας θεωρείτο σκοτεινό παρελθόν κι ο αρχαίος ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε έρθει στο προσκήνιο. Αναγκαία ήταν η γνώση ελληνικών και λατινικών κι η επαφή με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη ή τον Σενέκα. Στην Ιταλία του 16ου αιώνα χωρίς αυτά ήσουν σχεδόν οπισθοδρομικός. Η έκρηξη της νεωτερικότητας στηριζόταν στις χορηγίες οικογενειών όπως των Μεδίκων, των Βοργίων ή των Φαρνέζε. Στο αρχοντικό των Γκριμάλντι, τα γλυπτά οι τοιχογραφίες κι οι πίνακες ήταν όλα εξαίρετα έργα τέχνης. Τα πολλά γυμνά που γέμιζαν τον χώρο έδειχναν ότι η Αναγέννηση εδώ είχε επικρατήσει πλήρως του πουριτανισμού.

Η είσοδος του Ιάκωβου στην κεντρική σάλα έγινε με την αναγγελία του ονόματός του. Ο «Ιάκωβος Ηρακλείδης, Σάμιος, Τσιταντίνο ντι Βενέτσια, καθηγητής ελληνικών» έκανε πολλά μάτια να πέσουν πάνω του. Ιδιαίτερα οι γυναίκες που είχαν κατακλύσει την τεράστια αίθουσα τον κοίταξαν με ενδιαφέρον. Εκείνος φρόντισε να μην χάσει ούτε στιγμή το αγέρωχο ύφος του με την ολύμπια ψυχραιμία κι ανωτερότητα. Μία απ’ όλες τις γυναίκες, όταν τον είδε, κόντεψε να πέσει ξερή. Κατάφερε, όμως, κι αυτή να κρατήσει εντέλει την ψυχραιμία της. Ήταν η Μαργαρίτα που δεν ξεγελάστηκε ούτε από τα ονόματα που είχαμε δώσει ούτε από τις φορεσιές μας. Ο δικός της Ιάκωβος ήταν και πάλι μπροστά της. Συγκινήθηκε που τον είδε στη Γένοβα τόσα χρόνια μετά. Τον πλησίασε αμέσως και του έδωσε το χέρι της για χειροφίλημα. Το έδωσε και στον Φερνάντο και σε μένα βέβαια.

«Ώστε, λοιπόν, εσείς σινιόρε» είπε προς τον Φερνάντο, «δηλώσατε τον φίλο σας με άλλο όνομα; Γνωρίζετε άραγε ότι παραβήκατε κανόνες φιλοξενίας;»

«Νομίζω πως με σώζει ο λόγος που με οδήγησε σε μια τέτοια παράβαση σεβαστή Κυρία» είπε εκείνος.

Ήταν αμήχανος αλλά δεν θέλησε να πει ψέματα.

«Ο οποίος λόγος είναι;» ρώτησε η Μαργαρίτα.

«Η ανάγκη μου να μιλήσω ιδιαιτέρως μαζί σας σινιόρα» πετάχτηκε ο Ιάκωβος.

«Με ξεχάσατε, όμως, για πολύ καιρό, έτσι δεν είναι κύριε “Ηρακλείδη”; Έτσι δεν είπατε πως σας λένε; Τώρα σάς κυρίευσε η ανάγκη να μου μιλήσετε; Και χρειαστήκατε γι αυτό μεταμφίεση;» τον ρώτησε με λεπτή ειρωνεία.

Ο Ιάκωβος έδειξε έτοιμος να αρπαχτεί.

«Θα έλεγα ότι εσύ με ξέχασες πρώτη» της είπε. «Όμως δεν είναι ώρα τώρα για ….»

Η Μαργαρίτα δεν περίμενε να τελειώσει τη φράση του και, κάνοντας μια στροφή, έφυγε προς το βάθος της αίθουσας. Εξ άλλου δεν θα έπρεπε να δώσει την παραμικρή αφορμή να υποψιαστούν την πρότερη γνωριμία τους όσοι τους έβλεπαν. Ο Φερνάντο ζούσε στιγμές ευτυχίας.

«Σε αναγνώρισε αμέσως!» ξεφώνισε με γλυκιά ταραχή.

Τον είχαν εντυπωσιάσει η κίνησή της να έρθει προς το μέρος μας όπως κι ο διάλογός τους.

«Δεν αρνήθηκε πως υπήρχε λόγος για την κίνησή μου!» συνέχιζε ο Φερνάντο που ακόμα το απολάμβανε. «Ήταν, λοιπόν, πραγματικά ο πρώτος σου έρωτας! Και τι συνάντηση! Από την Χίο στη Γένοβα! Τι ιδέα! Τι παρασκήνιο!!»

Τον συγκινούσε που ζούσε μια ίντριγκα με αυθεντικό τρόπο και μάλιστα με εξωτικούς πρωταγωνιστές. Η Μαργαρίτα έφυγε βέβαια προς στιγμήν από κοντά μας, όμως σε κάποια στιγμή απομόνωσε τον Φερνάντο. Τον πέρασε από κανονική ανάκριση. Μετά προσκάλεσε τον Ιάκωβο σε ένα χορό και του μίλησε κατ’ ιδίαν στη βεράντα. Είχε και εκείνη την ανάγκη να του μιλήσει χωρίς άλλους παρόντες. Ο Φερνάντο κι εγώ τους εξασφαλίσαμε λίγο χρόνο.

Μου περιέγραψε αργότερα το τι συνέβη ανάμεσά τους. Αρχικά, εκείνος της έπιασε τα χέρια και τα έσφιξε στα δικά του. Την κοιτούσε σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτε από τις μέρες εκείνες της Χίου.

«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω Μαργαρίτα» της είπε με τρυφερότητα στη φωνή του.

«Κι εγώ χαίρομαι το ίδιο» του απάντησε εκείνη.

Μεσολάβησε μια σιωπή που την έσπασε πρώτη εκείνη.

«Ίσως εγώ να χαίρομαι περισσότερο από σένα, Ιάκωβε. Η παρουσία σου εδώ ήταν έκπληξη.»

«Λυπάμαι που, τελικά, δεν έγινε κάτι μεταξύ μας» της είπε εκείνος διστακτικά. «Αλλά, χαίρομαι αληθινά που είσαι μια αρχόντισσα!»

«Μόλις έμαθα και τα δικά σου κατορθώματα. Μου είπε ο Τσέζαρε ότι ζεις στην Βενετία.»

Ο Ιάκωβος επέμενε να της πει αυτά που είχε μέσα του.

«Να το ξέρεις ότι για πολύ καιρό δεν μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου. Βασανίστηκα πολύ όταν σε έχασα!»

«Κι εμένα, Ιάκωβε, μου έλειψες πολύ, πάρα πολύ!»

«Ο σύζυγός σου όμως είναι ένας σοβαρός και καλός άνθρωπος. Είναι όμορφος άντρας και δυναμικός. Τουλάχιστον, έχεις αυτόν.»

«Είναι καλός, και με αγαπάει, δεν έχω παράπονο.»

Του χάιδεψε το μάγουλο απαλά.

«Έχω και δυο παιδιά, δυο πανέμορφες κορούλες, την Ιζαμπέλ και την Σοφία.»

Η πληροφορία αυτή ήταν το οριστικό αντίο σε κάθε πιθανή σκέψη επανασύνδεσης.

«Ιάκωβε, στη ζωή μας κάποτε όλα αρχίζουν και κάποτε τελειώνουν» του είπε λίγο ένοχα.

«Ναι, συμβαίνει δυστυχώς αυτό» συμφώνησε κι εκείνος συγκινημένος. «Είναι νόμος της ζωής. Κι εμείς, τελειώσαμε!»

«Είμαι ευτυχισμένη. Θα μπορούσαμε, ίσως, να είμαστε μαζί, όμως τώρα έγινε αυτό!»

«Η ιστορία μας ήταν όμορφη. Ίσως, όμως, να μην ήταν παρά μια νεανική τρέλα.»

«Όχι, μην το λες! Ήταν κάτι βαθύ. Σε αγαπούσα πολύ» είπε εκείνη, «απλά, ο χρόνος γιατρεύει πολλές πληγές.»

«Χαίρομαι που είσαι καλά!»

«Είμαι καλά, και δεν θέλω να σε χάσω ξανά» του είπε ξαφνικά. «Δεν θέλω εξωσυζυγική σχέση αλλά θέλω να μπορώ να μιλάω μαζί σου κανονικά και όχι στα κρυφά.»

«Και πως το βλέπεις να γίνεται αυτό;»

«Θέλω να γνωριστείτε με τον σύζυγό μου. Να μπορώ πού και πού να σε βλέπω.»

«Θα γίνει κι αυτό» της υποσχέθηκε. «Γιατί κι εμένα μού είναι δύσκολο να σε ξαναχάσω για πάντα, Μαργαρίτα. Θέλω κι εγώ να μπορώ να σε βλέπω.»

«Ιάκωβε, με κάνεις πολύ χαρούμενη.»

«Αφού δεν μπορεί να είναι έρωτας, ας είναι έστω μια παντοτινή φιλία!» της είπε.

Έσφιξε ξανά με τα χέρια του τις δικές της παλάμες.

«Πάμε μέσα τώρα» του υπενθύμισε. «Αλλά ό,τι είπαμε να γίνει, θα γίνει! Εντάξει;»

«Μαργαρίτα …» της είπε απλώνοντας το χέρι του.

Εκείνη χάθηκε για λίγο πίσω από την κουρτίνα αλλά ξαναγύρισε και τον κοίταξε έντονα.

«Μαργαρίτα…» ξαναείπε ο Ιάκωβος ξεψυχισμένα.

Ήταν ένα κενό. Δεν έβγαινε λέξη. Ό,τι ήθελε να της πει δεν λεγόταν πια!

«Τίποτα» της είπε. «Πήγαινε, θα σε δω στο σαλόνι.»

«Δεν γνωριζόμαστε, εντάξει;» του υπενθύμισε.

«Μα, φυσικά. Σήμερα γνωριζόμαστε για πρώτη φορά.»

..... (συνεχίζεται) ........

 

Παραπομπές:

i Αντώνιος Έπαρχος (1491-1581). Κερκυραίος. Από τους διασημότερους Ελληνιστές του 16ου αιώνα, έγραψε διάφορες επιστολές προς σπουδαία πρόσωπα της εποχής του και θεωρήθηκε περιφανής ποιητής. Έγραψε μεταξύ άλλων και τον «Θρήνο για την καταστροφή της Ελλάδας» (ΠΗΓΕΣ: Βικιπέδια / Κωνσταντίνος Σάθας «Νεοελληνική Φιλολογία, Βιογραφίες»

ii Ανδρόνικος Νούντσιος; Κερκυραίος λόγιος του 16ου αι. με το ψευδώνυμο Νίκανδρος Νούκκιος. Αργότερα έγραψε έργα με τίτλο Αποδημίαι (εκδόθηκαν το 1562) (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια)

**********************

Αύριο Τρίτη 9/3 συνεχίζουμε (κεφ. 3β) την ιστορία στην Γένοβα και ολοκληρώνουμε τον κύκλο τους στην Βόρεια Ιταλία.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

«Το έθνος μου το είπαν ελληνικό …»


Όλα τα έθνη, όπως κι αν δημιουργήθηκαν, έχουν το καθένα και ένα δικό του μύθο. Αυτό συμβαίνει και με τα σύγχρονα έθνη-κράτη που συγκροτήθηκαν από τον 19ο αιώνα και μετά, αλλά, και με τα παλιότερα που σχηματίστηκαν πριν από τον μεσαίωνα. Βασικά τα κράτη, πριν γίνουν ανεξάρτητες ή ημιανεξάρτητες πολιτειακές οντότητες,  ήταν έθνη-φυλές κι ομόγλωσσες ομογένειες στο εσωτερικό πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Έφτιαχναν τους μύθους για να μπορούν να διατηρούν μια διαφορετικότητα. Χαρακτηριστικοί είναι οι μύθοι των Εβραίων και των Τούρκων. Οι πρώτοι, μέσω των ιστοριών της Παλαιάς Διαθήκης, θεωρούν ότι είναι η “εκλεκτή φυλή” του Θεού. Η σωτηρία του κόσμου εξαρτάται από αυτούς. Οι δεύτεροι πιστεύουν ότι είναι οι γεννήτορες όλων των λευκών φυλών του κόσμου. Ολόκληρος ο οικουμενικός πολιτισμός οφείλεται σε αυτούς. Πάρα πολλοί λαοί είχαν και έχουν ακόμα τον ίδιο ακριβώς μύθο με τους Εβραίους ότι αυτοί αποτελούν την εκλεκτή φυλή του θεού (π.χ. Άραβες) και πολλοί επίσης έχουν τον ίδιο ακριβώς μύθο με τους Τούρκους (π.χ. Κινέζοι) ότι από αυτούς εκπορεύτηκαν όλοι οι πολιτισμοί της ανθρωπότητας.
Δεν υστέρησαν φυσικά και οι νεο-Έλληνες στη δημιουργία δικών τους μύθων, αν και τελευταία φαίνεται να έχουμε μείνει από καύσιμα. Δεν έχει απομείνει όρθιες πολλές διηγήσεις ικανές να μας κρατούν δεμένους με αόρατα δεσμά. Έγιναν προσπάθειες να εμφανιστούμε αρχικά ως εκφραστές της αρχαιοπρεπούς “ελληνικότητας”. Αργότερα έγιναν προσπάθειες να γίνουμε κληρονόμοι της μεσαιωνικής και νεώτερης “ρωμιοσύνης”. Ούτε στο ένα ούτε στο άλλο τα καταφέραμε καλά. Ο ρωμαίικος “ελληνοχριστιανικός” πολιτισμός κι η κλασική αναγέννηση της “αρχαιολατρίας” δέχτηκαν συντριπτικά χτυπήματα από τους κάθε λογής χουντικούς κι εθνικιστές. Αυτοί οι κύριοι στραγγάλισαν τα οράματα με το σφιχτό εναγκαλισμό της δικής τους στενόμυαλης και ιδιοτελούς εθνικοφροσύνης.
Δυστυχώς για μας, τους σύγχρονους κατοίκους του ελληνικού κράτους, το παρελθόν μας γκρεμίστηκε δυο φορές με τρόπο ανεπανόρθωτο. Η Αρχαία Ελλάδα γκρεμίστηκε οριστικά σε ερείπια από την μεσαιωνική μισαλλοδοξία που είχε όχημα την ορθοδοξία. Με τη σειρά της η ρωμιοσύνη που οικοδομήθηκε πάνω σε αυτά τα ερείπια θάφτηκε κάτω από την οθωμανική κατάκτηση. Ό,τι απέμεινε ήταν μια στρεβλή θρησκοληψία, το μόνο που επιτρεπόταν στους Ρωμιούς-Έλληνες όλα εκείνα τα χρόνια της σκλαβιάς. Διασώθηκε ένα “εθνικό” αφήγημα για τη συνέχεια της φυλής που και με την Αθηνά μεγαλούργησε αλλά και με την Παναγιά μαζί της προχωρεί. Έκτοτε πολλοί, άλλοι με καλές προθέσεις κι άλλοι με σκοτεινές, προσπάθησαν να συντηρήσουν το αφήγημα και να το ομορφύνουν. Θα ομόρφαιναν έτσι και το δικό τους πέρασμα από την επίγεια ζωή. Δυστυχώς έμειναν όλοι πολύ μακριά από τον στόχο τους καθώς επιδίωξαν να αναβιώσουν κάτι περασμένο και εν πολλοίς νεκρό κι όχι να στηριχτούν στις νέες δυνάμεις, σε ό,τι ζωντανό είχε αυτό το νέο έθνος που γύρω στον 18ο-19ο αιώνα ονομάστηκε Ελλάς.
Ό,τι επιχειρήθηκε στα διακόσια χρόνια αυτόνομης κρατικής υπόστασης ήταν μια σειρά από ατομικές και, συνήθως, μοναχικές προσπάθειες. Ο Βενιζέλος ήταν μοναχικός λύκος. Οι ποιητές, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Σικελιανός ήταν μοναχικοί λύκοι.
Ας δούμε, για μια στιγμή έστω, γυμνή την πραγματικότητα. Αξία παίρνουν τα έθνη, οι ομάδες, οι παρέες, ακόμα και οι οικογένειες από αυτό που είναι και που κάνουν σήμερα. Θα ήταν αστείοι οι Εβραίοι αν δεν υπήρχαν ο Άλμπερτ Αϊνστάϊν, ο Καρλ Μαρξ, ο Σίγκμουντ Φρόϋντ, ο Άρθουρ Καίστλερ, ο Έρικ Χομπσμπάουμ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Μπομπ Ντύλαν, ο Λέοναρντ Κοέν ολόκληρο το Χόλυγουντ, οι Ρουμπινστάιν, οι Τραπεζίτες της Νέας Υόρκης και τόσοι άλλοι. Μια ατελείωτη σειρά επιστημόνων καλλιτεχνών, φιλοσόφων και ισχυρών. Αυτοί κάνουν τους Εβραίους θαυμαστούς καθώς και το πανίσχυρο αμερικανικό λόμπυ-τους που δεν αφήνει ταινία για ταινία αξιόλογη που να μην χώσει έναν έξυπνο, καλό και γενναίο Εβραίο μέσα στο σενάριό της. Το σήμερα είναι που δικαιώνει τους Εβραίους και το σήμερα του Ερντογάν και του Οζάλ είναι που κάνει τους Τούρκους να φαίνονται αστείοι όταν διεκδικούν την παγκόσμια κληρονομιά. Γιατί τον 16ο αι., στο “σήμερα” του Σουλεϊμάν, όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν το πιο ισχυρό και μεγάλο κράτος του κόσμου, περιστοιχισμένο από ομόφυλες πανίσχυρες κρατικές οντότητες στην Ινδία, στην Αφρική, την κεντρική Ασία και την Ινδονησία, κανείς δεν θα γελούσε με αυτούς τους ισχυρισμούς.
Αν θέλουμε να δούμε την δική μας αφήγηση να γίνεται σεβαστή και να μην γινόμαστε καταγέλαστοι όταν διεκδικούμε για λογαριασμό μας ιστορικές δάφνες, θα πρέπει να αποδείξουμε κι εμείς οι σύγχρονοι την αξία μας σήμερα. Όχι, βέβαια, μοστράροντας την “εκρηκτική” Παπαρίζου και τον “άνεμο” Κεντέρη αλλά δημιουργώντας μερικούς ακόμα Παπανικολάου και μερικούς Καποδίστριες, μερικούς Καβάφηδες, Σεφέρηδες, Ελύτες και μερικούς Θεοδωράκηδες και Χατζηδάκηδες. Να βρούμε Λιαντίνηδες και Σολωμούς, Κολοκοτρώνηδες, Υψηλάντηδες και Βελουχιώτες αλλά και Καραθεοδωρήδες και Κοραήδες! Αν θέλουμε να είμαστε απόγονοι Ελλήνων και όχι κατσικοκλέφτες ενός ένδοξου ονόματος, πρέπει να αποδείξουμε ότι οι Έλληνες αξίζουμε να είμαστε εμείς. Έτσι κι αλλιώς έχουμε όλα τα εφόδια για να το κάνουμε και κυρίως δυο από αυτά που είναι και τα σπουδαιότερα:
·        Έχουμε αυτόν τον ευλογημένο τόπο που όμοιός του δεν υπάρχει στη γη, τόσο όμορφος, τόσο ποικίλος, τόσο προικισμένος από την φύση, τον Ήλιο, το Κλίμα, τη Θάλασσα, τα Βουνά, τόσο ζωντανός, τόσο μικρός και μεγάλος ταυτόχρονα. Κι είναι ωραίος όχι μόνο για την γεωγραφία του αλλά και για όσα έμειναν εδώ ως ερείπια μετά την καταστροφή που επέφερε το σκότος του μεσαίωνα. Εδώ βρίσκονται ακόμα τα κομμένα μέλη των αγαλμάτων, οι εναπομείναντες κίονες των ναών, τα ιερά των θεών και τα πεδία των μαχών.
·        Κι εκτός από τον τόπο, έχουμε μια γλώσσα ευλογημένη που την ιστορία της δεν την έχει άλλη στη γη (πλην ίσως της Κινεζικής που όμως δεν είναι φωνητική). Γλώσσα που κάθε της λέξη παραπέμπει, μέσω της ετυμολογίας της, σε μια ολόκληρη ιστορία, σε μια φιλοσοφία. Δεν την ξέρουμε και δεν την μαθαίνουμε σωστά αλλά αυτή υπάρχει με όποια μορφή κι αν την συναντήσει κανείς. Είτε με μονοτονικό είτε με πολυτονικό, είτε μεγαλογράμματη, είτε μικρογράμματη, είτε δημοτική είτε καθαρεύουσα, είτε πτωχευμένη και μπασταρδεμένη μετά τους αιώνες της πνευματικής δουλείας, είτε αποκαθαρμένη από πρωτοπόρους γλωσσοπλάστες, η ελληνική γλώσσα είναι εδώ κι είναι δική μας. Είμαστε οι μόνοι που μαθαίνουμε τα ελληνικά σαν τη μητρική μας γλώσσα και μεγαλύτερο εφόδιο από αυτό δεν θα μπορούσαμε να έχουμε.
Ξέρω και τον αντίλογο, είναι και δικός μου εξ άλλου. Ο τόπος μας είναι κακοτράχαλος, όλο βουνά. Δεν παράγει το στάρι της Ουκρανίας ούτε το βαμβάκι της Αιγύπτου, δεν έχει τα πετρέλαια της Αραβίας ή της Νορβηγίας και δεν έχει την απεραντοσύνη και το βάθος της Αμέρικας ή της Σοβιετίας. Ο τόπος μας δεν έχει πόρους! Κι η γλώσσα μας μιλιέται μόνο από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους, αριθμός που δεν μπορεί να συντηρήσει μια αξιοπρεπή βιβλιογραφία. Εντάξει, συμφωνώ, δεν είναι όλα ρόδινα! Ήταν όμως πάντα φτωχός και άπορος αυτός ο τόπος, εξ ου και οι αποικισμοί. Κι ήταν πάντοτε λίγοι οι Έλληνες, όμως, με τον τρόπο ζωής και, κυρίως, με τη σκέψη τους μετέτρεψαν κάποτε μια ολόκληρη οικουμένη σε Ελλάδα.
Είναι λοιπόν περισσότερα τα καλά και λιγότερα τα εμπόδια μπροστά μας. Κι αν το θελήσουμε, αν κάποια μελλοντική γενιά το αποφασίσει, τότε η Ελλάδα θα υψωθεί και θα ανέβει λίγο ψηλότερα.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Το όνειρο του Δήμου Μούτση

Κι είδα τις ελπίδες μας σκιές, βάδιζαν αμίλητα εμπρός μου, σύμβολα, σημεία και μυστικές μορφές αυτού του μάταιου κόσμου 

Πες μου τι είν΄αυτά που βλέπω εδώ, πρόφτασα να πω στον εαυτό μου, μη μιλάς μον΄ κοίτα και πέρνα λέει αυτός και βγήκα από τ΄ όνειρό μου.

Εμπνευσμένο, διαχρονικό, καταπληκτικό τραγούδι, 
μουσική, στίχοι, εκτέλεση Δήμος Μούτσης!
Το όνειρο

Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό

στ΄ όνειρο που είδα χθες το βράδυ

κι ήμουνα απ΄ τη μια του κύκλου εγώ

κι εγώ από την άλλη

κι ήμουνα απ΄ τη μια του κύκλου εγώ

ήμουνα εγώ κι από την άλλη

έτοιμος να μου αποκριθώ

και να ρωτήσω πάλι

κι ύστερα χάθηκα μακριά,

χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,

παρέα με τους δερβίσηδες

γύρω από τη φωτιά,

χορεύοντας και τραγουδώντας

έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας,

έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.


Κι είδα ένα παιδί, μικρό παιδί

που έπαιζε και μου `ριχνε στα ζάρια

το ύστερο του πόθου μου φιλί,

τα πρώτα παιδικά μου χάδια

κι εκεί εκείνη τη στιγμή

άκουγα να τραγουδάνε εντός μου,

ο ύπνος με το θάνατο μαζί,

τραγούδια του ερωτός μου

κι ύστερα πάλι ξαφνικά,

χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,

παρέα με τους δερβίσηδες

γύρω από τη φωτιά,

χορεύοντας και τραγουδώντας

έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.


Κι είδα τις ελπίδες μας σκιές,

βάδιζαν αμίλητα εμπρός μου,

σύμβολα, σημεία και μυστικές μορφές

αυτού του μάταιου κόσμου

και είκοσι αιώνες σκοτεινοί

έφταναν στο τέλος τους πια τώρα

κι από `ναν κόσμο σ΄ άλλονε τελικά, εμείς,

περνάμε, λέει, ώρα την ώρα

κι ύστερα πάλι ξαφνικά,

χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,

παρέα με τους δερβίσηδες

γύρω από τη φωτιά,

χορεύοντας και τραγουδώντας

έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας,

έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.


Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό

στ΄ όνειρο που είδα χθες το βράδυ

κι ήμουνα απ΄ τη μια του κύκλου εγώ

κι εγώ από την άλλη

πες μου τι είν΄αυτά που βλέπω εδώ,

πρόφτασα να πω στον εαυτό μου,

μη μιλάς μον΄ κοίτα και πέρνα λέει αυτός

και βγήκα από τ΄ όνειρό μου.

10 Δον Χουάν Ηρακλείδης (Κεφ. 2δ)

Μετά την Κρήτη ο Ιάκωβος κι ο Χάρμος βρίσκουν καταφύγιο στο Ναύπλιο, όπου γνωρίζουν ανθρώπους πολύ σημαντικούς για την συνέχεια. Ζουν έντονα, πολεμούν, συζητούν, φιλοσοφούν, σχεδιάζουν και ζουν για μια ακόμη φορά την μοίρα του ραγιά.

Το Ναύπλιο ανήκει στους Βενετούς, πολιορκείται από τους Τούρκους, ενώ κι οι Ισπανοί που βρίσκονται στον Μοριά ενδιαφέρονται γι αυτό.

*******************

Κεφ. 2δ

*** ΝΑΥΠΛΙΟ ***

Αποβιβαστήκαμε στο πολιορκημένο από ξηράς Ναύπλιο στα τέλη του Αυγούστου του 1539. Τον καύσωνα απάλυναν τα λίγα ευεργετικά μελτέμια του Αιγαίου. Είχαμε μαζί μας ενθουσιώδεις συστάσεις από τους Καλλέργηδες κι εγκλιματιστήκαμε εύκολα στο νέο περιβάλλον. Γίναμε φίλοι με τον Ιουστίνο Βαρδάτη, τον αξιωματικό του ενετικού στρατού που μας υποδέχτηκε.

Ήταν ένας εξελληνισμένος πρώην Ιταλός, γεννημένος όπως ο πατέρας του στο Ναύπλιο. Θεωρούσε πατρίδα του πιο πολύ το Ανάπλι παρά την Βενετία από την οποία εξ άλλου δεν είχε αναμνήσεις. Ο Ιουστίνος είχε γίνει φλογερός πατριώτης χάρη στην ανάγνωση των Ελλήνων συγγραφέων και την βαθιά επιρροή τους. Θαύμαζε την φιλοσοφία, την θρησκεία και τον αρχαίο τρόπο ζωής. Τυπικά ήταν καθολικός ουσιαστικά όμως ήταν αγνωστικιστής, ίσως και δωδεκαθεϊστής. Ήταν ιδιότητες που εξασφάλιζαν κάψιμο στην πυρά αν γίνονταν ευρύτερα γνωστές στο θρησκόληπτο κλίμα του 16ου αι.. Στην παρέα μας κόλλησε αμέσως κι ένας Ναυπλιώτης, λοχαγός του ενετικού στρατού. Ήταν ο Μανώλης Μορμόρης, ένας ατίθασος και πολύ ενθουσιώδης νεαρός. Αγαπούσε την ελευθερία και δεν άντεχε τους Οθωμανούς.

Ατελείωτες ήταν οι συζητήσεις μας για το παρελθόν των Γραικών και για το θλιβερό παρόν τους. Μόνιμο θέμα μας το χρέος μας να φτιάξουμε μιαν Ελλάδα αντάξια της αρχαίας. Συζητούσαμε για την πολλαπλή κατοχή που δεν άφηνε ελπίδες να ξαναβρεί η Ελλάδα μια θέση στον κόσμο. Κυριαρχούσαν οι μεγάλες πολυεθνικές, σκληρές και θεοκρατικές αυτοκρατορίες. Με μια χωρίς όρια βία, με αυταρχισμό κι απίστευτη σκληρότητα διατηρούνταν τα τεράστια αυτά κράτη. Συγκέντρωναν πόρους και μεγάλους στρατούς για να κρατούν την εξουσία. Μας φόβιζε η δύναμή τους και μας προκαλούσε. Οι τέσσερις γίναμε μια παρέα πολύ δεμένη. Η σχέση μας σφυρηλατήθηκε μέσα από τον πόλεμο, τις διασκεδάσεις και χτίσαμε μιαν ειλικρινή φιλία με αλληλεγγύη.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων βάστηξαν λίγο χρόνο. Η πολιορκία είχε πέσει από καιρό σε στασιμότητα. Μιλούσαμε πολύ, πίναμε κρασί σε καπηλειά και μεσ’ στη ζάλη μας κάναμε ατελείωτες συζητήσεις για την Ρωμιοσύνη. Λέγαμε για την παλιά δόξα της Γραικίας και την τωρινή της κατάντια. Ποθούσαμε την επανάσταση που θα άλλαζε τα πάντα και θα ξαναέβαζε την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη. Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που οι δυο φίλοι μας βρέθηκαν αργότερα συνιδρυτές της Αδελφότητας στην Αυγούστα.

Ο Μορμόρης προτιμούσε να ζει στις πολεμίστρες. Εγώ αντέγραφα βιβλία σε περγαμηνές και φρόντιζα τον κήπο του σπιτιού όπου μέναμε. Ο Ιουστίνος και ο Ιάκωβος συζητούσαν το ενδεχόμενο μιας συνωμοτικής κίνησης. Είναι βέβαιο ότι η ιδέα της Αδελφότητα είχε εδώ τις απαρχές της.

«Είμαι διπλά Έλληνας» επέμενε ο Ιουστίνος. «Η ενετική καταγωγή του πατέρα μου είναι από την κάτω Ιταλία που είναι γεμάτη Έλληνες. Η μάνα μου είναι βέρα Ναυπλιώτισσα.»

«Είσαι διπλός κατάσκοπος!» του έλεγε προκλητικά ο Ιάκωβος. «Εμφανίζεσαι Βενετός και καθολικός ενώ μέσα σου είσαι Έλληνας κι εθνικός. Είσαι παγανιστής!»

«Είμαι Γραικός και θέλω τον θεό μου Γραικό» έλεγε ο Ιουστίνος. «Ο Πάπας προτιμά τον Ιεχωβά, θεό των Εβραίων, εγώ τον Δία που είναι Έλληνας και μένει στον Όλυμπο.»

Ειδικά στις δήθεν θεολογικές συζητήσεις ο Ιάκωβος κι ο Ιουστίνος έπιναν και απολάμβαναν να καυγαδίζουν. Ήταν στα ψέματα οι καβγάδες τους. Έπαιρναν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, τον ρόλο του καθολικού ή του ορθόδοξου σατιρίζοντας τα δυο δόγματα. Για τον λουθηρανισμό δεν έλεγαν πολλά αφού αναγνώριζαν ότι είχε μέσα του τα σπέρματα μιας αντίστασης. Διέκριναν σε αυτό το νέο ρεύμα που σάρωνε στην δύση μια πνευματική αναγέννηση. Στα πειράγματά τους πάντως δεν σέβονταν κανένα δόγμα. Κορόιδευαν και την αρχαία θρησκεία με τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου αλλά και τον Μωάμεθ κι όλες τις θρησκείες. Το μοραΐτικο κρασί είχε την ιδιότητα να τους κάνει απόλυτα αθεόφοβους! Κι ανάμεσα στα πειράγματα και τα αστεία, μιλούσαν και πολύ σοβαρά.

«Ιουστίνε, θεωρείς ότι είναι η ορθοδοξία που εμποδίζει τους δυτικούς να δώσουν στους Ρωμιούς δικό τους κράτος;»

«Ποια ορθοδοξία, Ιάκωβε;» του είπε χαμογελώντας ο Ιουστίνος. «Μιλάς για τον φερετζέ της Χαλιμάς!»

Ο Ιάκωβος τον κοίταξε απορημένος.

«Μην γελιέσαι φίλε μου» άρχισε να εξηγεί ο Ιουστίνος. «Οι Έλληνας δεν είναι αληθινοί χριστιανοί, όπως εννοούν τον χριστιανό οι καθολικοί ή ακόμα και το Πατριαρχείο. Δε λέω, δέχονται το τυπικό της ορθοδοξίας, κάνουν το σταυρό τους και πιστεύουν σε ανώτερες δυνάμεις. Τα κάνουν όλα αυτά, όμως, στην καθημερινή τους ζωή δεν λειτουργούν με τις διδαχές της εκκλησίας. Έχουν δικά τους αρχέγονα ένστικτα.»

«Ποια ένστικτα;»

«Η οικογένεια, η φυλή, τα πατροπαράδοτα έθιμα κι η γνώμη του μικρόκοσμου όπου ζει ο καθένας. Αυτά δημιουργούν στον Γραικό την δική του ηθική περί δικαίου κι αυτή είναι η πραγματική του θρησκεία. Η βεντέτα είναι μια αντεκδίκηση ίδια με τις αντεκδικήσεις στις τραγωδίες. Δες τους Ατρείδες ή τον Θηβαϊκό κύκλο. Ο Αισχύλος μοιάζει να έχει εμπνευστεί τα έργα του από τη Μάνη, την Πίνδο ή την Κρήτη.»

«Όμως ακούνε τους παπάδες.»

«Τους ακούν μόνο όταν οι παπάδες δίνουν συμβουλές σύμφωνες με τον δικό τους εσωτερικό ηθικό κώδικα. Τότε τους ακούν! Αν όμως πουν κάτι διαφορετικό τότε κανείς δεν ακούει. Οι ηθικές των Ελλήνων, των Αλβανών ή όλων των ορεσίβιων της χερσονήσου και της νότιας Ιταλίας μοιάζουν. Είναι ίδιες με την ηθική που είχαν οι Αρχαίοι, είναι η ηθική που περιγράφουν οι τραγωδίες και τα έπη. Πολλές φορές οι ρασοφόροι παπάδες στα χωριά και στα βουνά μοιάζουν με τους αρχαίους ιερείς. Οι αγράμματοι αυτοί άνθρωποι μπορεί να λένε τα ευαγγέλια με λάθη και παρανοήσεις, αλλά, αυτοί κρατάνε τον ελληνισμό. Γι αυτό δεν μας έχει καταπιεί ο Τούρκος. Αυτή η παράξενη ορθοδοξία είναι η πραγματική θρησκεία των Ελλήνων σήμερα. Θα έλεγα ότι είναι μια αυτοσχέδια θρησκεία τυλιγμένη με το τελετουργικό της ορθοδοξίας. Γι αυτό οι δυτικοί την βλέπουν σαν σκέτο παγανισμό και αίρεση.»

«Ίσως γι αυτό αντιδρούν οι Έλληνες τόσο πολύ στους καθολικούς του Πάπα.»

«Μα ο Πάπας είναι ένας Φαρισαίος όπως περιγράφουν τα ευαγγέλια! Για τους απλοϊκούς χριστιανούς είναι ακριβώς ο απόγονος του Ιερατείου που δίκασε τον Χριστό.»

«Γι αυτό δεν τον δέχονται οι Γραικοί;»

«Κι όχι μόνο! Η καθολική εκκλησία ζητά απ’ τον πιστό πλήρη έλεγχο της ζωής και του μυαλού του. Αυτό ενοχλεί όποιον θέλει να έχει τις δικές του παραδόσεις.»

«Δηλαδή, βλέπεις τους λαούς της χερσονήσου περίπου σαν άθεους;» τον ρώτησε ο Ιάκωβος.

«Όχι άθεους. Ίσα-ίσα που είναι “θεοφοβούμενοι” όπως λένε οι ίδιοι. Κι οι άγιοί τους είναι εδώ, με λάθη, με εγωισμούς, με παρακάλια. Είναι πολύ ανθρώπινοι άγιοι, σαν τους αρχαίους θεούς. Έτσι τους βλέπω» είπε ο Ιουστίνος.

«Μ’ αρέσει ο τρόπος που τους βλέπεις. Θα μπορούσε, άραγε, η Γραικία να γίνει το πρώτο άθεο, ανεξίθρησκο κράτος της ιστορίας;» ρώτησε ο Ιάκωβος.

«Όχι βέβαια! Δεν θα της επέτρεπαν τέτοια πρόκληση.»

«Επομένως, βλέπεις την όποια εξέλιξή της μόνο στα πλαίσια του χριστιανισμού, έτσι δεν είναι;»

«Οι δυνάμεις μας δεν φτάνουν για να ελευθερωθούμε. Οι δυτικοί, αν βοηθήσουν, θα το κάνουν μόνο στα πλαίσια μιας χριστιανικής σταυροφορίας» είπε ο Ιουστίνος. «Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτε καλύτερο. Μόνο σαν δικό της κομμάτι θα μας ελευθερώσει μια χριστιανική συμμαχία.»

«Ίσως να τα καταφέρναμε αν ισορροπούσαμε με τόλμη και φρόνηση ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα» είπε ο Ιάκωβος.

«Μπορεί ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο;»

«Μοιάζει ουτοπικό, αλλά, γιατί όχι; Σκέψου για λίγο τον Σουλεϊμάν και τον Κάρολο κουίντο. Μάχονται σ’ όλα τα μέτωπα αλληλοεξοντώνονται σε στεριές και θάλασσες. Αν αποφάσιζαν να ισορροπήσουν, δεν θα προτιμούσαν να υπάρχει ανάμεσά τους μια ουδέτερη ζώνη;»

«Έχουν φτιάξει μια τέτοια ουδέτερη ζώνη στον βορά, στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία.»

«Είναι μόνο γεωγραφική και στρατιωτική.»

«Άρα, Ιάκωβε, μιλάς για μια ζώνη όχι μόνο γεωγραφική και στρατιωτική. Προτείνεις μια θρησκευτική και πνευματική. ουδετερότητα, αν κατάλαβα καλά» είπε ο Ιουστίνος.

«Ακριβώς! Μόνο έτσι θα μας έμενε ένα περιθώριο για να επιβιώσουμε στον χαλασμό των συγκρούσεων.»

«Μια ορθόδοξη και αθεόφοβη σφήνα ανάμεσα στους θεοσεβούμενους!»

«Μια ζώνη ουδετερότητας, σχεδόν ανεξίθρησκη, με ίσες αποστάσεις από όλους!»

Ο Ιάκωβος έδειχνε να εμπνέεται από την κουβέντα.

«Ξέρεις κάτι;» συνέχισε με πολύ σοβαρό ύφος. «Πάντοτε πίστευα ότι χρειαζόμαστε στρατό για να κατακτήσουμε την ελευθερία μας. Τώρα βλέπω πως θα χρειαστούμε εξ ίσου καλά και μια δική μας διπλωματία.»

«Πράγμα που είναι πολύ πιο δύσκολο για να οργανωθεί» είπε ο Ιουστίνος

Ο Μορμόρης παρενέβαινε για να τους διορθώσει όποτε τους άκουγε να μιλούν έτσι.

«Αφήστε τη διπλωματία. Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι η δική μας επανάσταση!»

«Μανώλη, κανείς μας δεν το παραγνωρίζει αυτό» έλεγε ο Ιουστίνος. «Όμως δεν φτάνει.»

«Φτάνει Ιουστίνε» επέμεινε ο Μορμόρης. «Αρκεί να έχει την καθολική στήριξη όλων των Ρωμιών.»

Ο Μορμόρης συμμετείχε λιγότερο στις φιλοσοφικές και θεολογικές κουβέντες. Γι αυτόν η ελευθερία δεν θα ερχόταν απ’ τη διπλωματία, αλλά, απ’ το τουφέκι και το σπαθί. Άνθρωπος της δράσης, ο Μορμόρης ήταν στρατιώτης στον αιώνα του. Το άλογο, τα όπλα κι η τιμή του, με την οικογένειά του, ήταν πάνω από όλα. Ήταν σαφής και τον καταλάβαινα, ενώ ο Ιουστίνος με τον Ιάκωβο μου ξέφευγαν. Μιλούσαν για μια ουτοπία που δεν είχε πιθανότητα να σταθεί στον αιώνα μας. Όποτε συζητούσαν έτσι ήταν ευτυχισμένοι, είτε από ένα καλό μεθύσι είτε από μια γυναικοδουλειά με ευτυχές τέλος. Πώς να τους είχα, λοιπόν, μετά από αυτά, εμπιστοσύνη;

Δεν ήθελαν απλά μια Ελλάδα ελεύθερη που, έτσι κι αλλιώς, φαινόταν ακατόρθωτο. Ήθελαν μιαν Ελλάδα που να μοιάζει στην Αρχαία, με τη δική της φιλοσοφία, θρησκεία και ταυτότητα. Μιλούσαν για ισορροπίες που με ζάλιζαν και με έκαναν να νιώθω ναυτία, εκείνοι όμως το πίστευαν. Έμοιαζαν λυρικοί σαν ποιητές και φαντασιόπληκτα παιδιά. Μ’ άρεσαν, όμως, κι άκουγα τα όνειρά τους σαν να ήταν τα πιο ωραία παραμύθια του κόσμου.

Άλλες φορές πάλι τα έβαζαν με το Πατριαρχείο και το ιερατείο. Συμφωνούσαν εύκολα στη διαπίστωση ότι το γένος των Γραικών δεν θα ξέφευγε ποτέ απ’ την οθωμανική σκλαβιά αν δεν τίναζε από πάνω του τη βαριά σκιά της Εκκλησίας που κρατούσε το ρωμαίικο πειθήνιο ραγιά του Τούρκου. Πίστευαν ότι ο κλήρος είχε καταστρέψει το έθνος γιατί προτιμούσε το τουρκικό φέσι απ’ το λατινικό φακιόλι. Έστελνε μαζικά τους νέους στα μοναστήρια τη στιγμή που, σαν στρατιώτες, θα έπρεπε να πολεμούν για την ελευθερία.

«Εκατό χιλιάδες μοναχοί ξύνονταν στα μοναστήρια ενώ την Πόλη υπερασπίζονταν οχτώ χιλιάδες» φώναζε ο Ιουστίνος. «Πόσο θα άντεχε ο Παλαιολόγος;»

«Πολλοί Ρωμιοί αλλαξοπιστούν γιατί η διαφορά Χριστού και Μωάμεθ είναι αμελητέα! Τα ίδια “πιστεύω” έχουν κι οι δυο» συμπλήρωνε ο Ιάκωβος

«Έχουν τον ίδιο τιμωρό Θεό, την ίδια ηθική στάση ζωής, τα ίδια “απαγορεύεται”. Μισούν την φύση και τις γυναίκες. Όλα ίδια» επιβεβαίωνε ο Ιουστίνος. «Για ποιον λόγο να αντιστέκεται κανείς;»

Όταν συνέκριναν το αρχαίο κλέος με το σήμερα έριχναν το φταίξιμο στους παπάδες. Όλοι οι τελευταίοι Πατριάρχες, ο Θεόληπτος, ο Ιωαννίκιος κι ο Ιερεμίας ήταν υπαλληλίσκοι του πανέξυπνου Σουλεϊμάν. Οι ηγέτες του ρωμαίικου μιλιέτ είχαν την πίστη ότι η Ορθοδοξία θα υπέφερε με τους Λατίνους ενώ τώρα ήταν ελεύθερη. Οι αλλόθρησκοι Οθωμανοί ήταν γι αυτούς πιο ανεκτικοί. Έγνοια τους ήταν η σωτηρία της ψυχής κι όχι η ελευθερία, η πρόοδος, η γνώση κι η αξιοπρεπής ζωή. Κοιτούσαν τον άλλο κόσμο και ξεχνούσαν τον παρόντα βίο.

Το ιερατείο θεωρούσε τις χαρές της ζωής εμπόδιο στην αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να κερδίσει τον παράδεισο. Η σκλαβιά ήταν, κατά κάποιο τρόπο, δώρο θεού! Ο Ιουστίνος κι ο Ιάκωβος δεν συγχωρούσαν την ανατολική εκκλησία που κρατούσε τον Ρωμιό καθηλωμένο. Του έλεγαν πως ήταν θέλημα Θεού να βρίσκεται ο ραγιάς κάτω από τον Τούρκο σε αυτή τη ζωή. Έτσι θα κέρδιζε την άλλη.

«Απορρίπτω μια θρησκεία που θυσιάζει την πραγματική ζωή για την σωτηρία σε έναν αόριστο μελλοντικό παράδεισο.»

Με αυτά τα λόγια με έπειθε ο Ιάκωβος όταν αμφέβαλλα για όσα έλεγε κατά των παπάδων, που εγώ τους συμπαθούσα.

«Και που είναι το κακό, Ιάκωβε, να ελπίζει κανείς σε ένα παράδεισο;» τον ρωτούσα.

«Ζωή στηριγμένη στο ψέμα είναι ζωή μισή» απαντούσε.

Απέρριπταν κάθε θρησκεία που μιλούσε για παράδεισο. Γίνονταν αγνωστικιστές αφού έτσι πίστευαν ότι θα ξυπνούσαν το γένος των Γραικών από το λήθαργο.

«Αν ο Πατριάρχης ήταν ανοιχτό μυαλό, θα μπορούσε να παίξει θετικό ρόλο στην απελευθέρωση;» τον ρωτούσα.

«Από το “αν” ως την πραγματικότητα, Χάρμο, υπάρχει μια τεράστια απόσταση.»

«Μα, τώρα, οι Πατριάρχες είναι αγράμματοι. Δεν θα είναι πάντα έτσι!»

«Εντάξει, λοιπόν, συμφωνώ! Αν υπήρχαν κάποιοι λόγιοι πατριάρχες, αυτό θα βοηθούσε.»

«Το ίδιο πιστεύει κι η Αλεξάνδρα» του είπα.

Η Αλεξάνδρα ήταν η ζωντοχήρα ενός Αρβανίτη κι ήταν η καινούργια φίλη μας. Εργαζόταν νοσηλεύτρια στον ενετικό στρατό και το όνομά της ήταν Αλεξάνδρα Μπότση. Ο άντρας της είχε συλληφθεί από τους Τούρκους πριν από ένα χρόνο σε μια μάχη έξω από τα τείχη του Ναυπλίου. Τον είχαν πουλήσει σε σκλαβοπάζαρο στην Κορώνη. Από τότε η Αλεξάνδρα είχε χάσει κάθε ίχνος του. Ήταν ευθυτενής, πανέμορφη και γενναία γυναίκα, και γνώρισε τον Ιάκωβο όταν περιποιήθηκε κάποτε ένα τραύμα του. Τον συγκίνησε και δεν μού ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι, πολύ γρήγορα, την είχε ερωτευτεί.

«Η νοσοκόμα σου γυάλισε, ε;» τον ρώτησα πονηρά.

«Είναι καταπληκτική γυναίκα» είπε. «Μην την πιάνεις στο στόμα σου!»

«Δεν είπα και τίποτε κακό» δικαιολογήθηκα.

«Ήσουν όμως έτοιμος!»

«Είπα ότι σου γυάλισε. Είναι πολύ ωραία γυναίκα.»

Η σχέση τους εξελίχτηκε σε φλογερό ειδύλλιο που κάπως γιάτρεψε τις πληγές που είχαν στις καρδιές τους. Απάλυνε την απώλεια της Ελένης και παρηγόρησε την Αλεξάνδρα για την απώλεια του άντρα της. Η νοσοκόμα δεν ζητούσε τίποτε απ’ τον Ιάκωβο. Της αρκούσαν η καθημερινή επαφή κι οι συζητήσεις που έκαναν για τον κόσμο γύρω της. Κοιμόντουσαν μαζί κι ο Ιάκωβος απολάμβανε τον έρωτά της, ενώ, ώρες-ώρες έχανε τα μυαλά του. Ήταν όμορφη, αφοσιωμένη, δυνατή, ψυχωμένη, μια γυναίκα αντάξιά του. Τον αγαπούσε κι εκείνη και τον θαύμαζε. Αποζητούσε σε αυτόν, εκτός από την παρηγοριά, την αίσθηση ότι η ζωή δεν ήταν για τα σκουπίδια.

«Θέλω να μάθεις ό,τι μπορείς για τον άντρα μου. Ρώτα παντού, μάθε αν ζει» του έλεγε.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ» την καθησύχαζε αυτός.

Η Αλεξάνδρα εκτός από πολύ όμορφη γυναίκα, είχε και όψη κοσμοπολίτισσας. Θα της άξιζε να ζήσει κάτι καλύτερο απ’ την απλή ζωή της γυναίκας ενός στρατιώτη. Ακολουθούσε τον άντρα της στα διάφορα μέρη που πήγαινε να πολεμήσει σαν μισθοφόρος. Ζούσε στο περιθώριο της δικής του ζωής. Στερημένος κι αυτός, στερημένη κι εκείνη, ωστόσο του έμενε πιστή. Εργαζόταν σαν νοσοκόμα στις εκστρατείες που λάμβανε μέρος. Συνέχιζε να εργάζεται στο στρατιωτικό φροντιστήριο των Ενετών ακόμη και τώρα που τον είχε χάσει.

«Μετακομίζεις» της είπε μια μέρα ο Ιάκωβος. «Έλα κι εσύ μαζί μας, θα μένουμε στου Ιουστίνου.»

Μέναμε εκεί από καιρό. Το σπίτι του Βαρδάτη χωρούσε πολύ κόσμο μέσα κι ήταν απομονωμένο. Προστατευόμασταν κι από τις επιδημίες που θέριζαν στην πόλη.

«Και τι θα κάνω εγώ εκεί; Τι θα πουν οι δικοί του;»

«Θα γίνεις νταντά των παιδιών του. Σε χρειάζονται.»

Έτσι βρεθήκαμε να συγκατοικούμε. Ο Ιάκωβος έβλεπε πλέον την Αλεξάνδρα εύκολα κι εκείνη μπορούσε να ζήσει καλύτερα. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παραδουλεύτρα στο αρχοντικό του Ιουστίνου αλλά ισότιμο μέλος της οικογένειάς του. Παράλληλα ήταν φίλη μας. Νιώθαμε τον ισχυρό χαρακτήρα της και την σεβόμασταν απεριόριστα. Πέρα από την ερωτική της σχέση με τον Ιάκωβο, η Αλεξάνδρα ήταν μέλος της παρέας μας. Οι τέσσερις μας σφυρηλατήσαμε ανάμεσά μας ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Όπως ήταν φυσικό, αργότερα, κι ο Μορμόρης κι ο Βαρδάτης ήταν στην Αυγούστα. Ήταν από τα πρώτα μέλη της Αδελφότητάς μας.

Αλλά βέβαια Ναύπλιο δεν ήταν μόνο οι συζητήσεις, οι παρέες κι ο έρωτας. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν ο πόλεμος. Μια πολύχρονη, στάσιμη πολιορκία με σταθερό σκηνικό. Ο Κασίμ Πασάς με τους Οθωμανούς του γκρέμιζε κάθε τόσο ένα μέρος του κάστρου για να εισβάλλει. Εμείς υπερασπιζόμασταν την πόλη, κάτω από τις διαταγές Ενετών αξιωματικών, και δεν αφήναμε να δημιουργηθεί ρήγμα. Αραιά και πού κάναμε κι επιδρομές έξω από τα τείχη για να επιφέρουμε βλάβες στο Οθωμανικό στρατόπεδο. Τους κρατούσαμε συνέχεια σε μια διαρκή ανησυχία. Οι μάχες πάντως δεν ήταν καθημερινές ούτε είχαν συνεχόμενη ένταση. Το μέτωπο είχε λιμνάσει και φήμες διαχέονταν παντού ότι υπήρχε διαμεσολάβηση της Γαλλίας. Η Βενετία κι η Τουρκία έκαναν συζητήσεις για να βρεθεί μια ειρηνική λύση.

Οι Ενετοί ευγενείς ήταν χαλαροί. Ήξεραν ότι η Βενετία διαπραγματευόταν να παραδώσει την πόλη αγνοώντας τους Ισπανούς. Η ιερή συμμαχία ήταν κουρελόχαρτο. Οι Βενετοί θα θυσίαζαν το Ναύπλιο για να κρατήσουν τις άλλες κτήσεις τους. Με τη μεσολάβηση των Γάλλων, επεδίωκαν να τα βρουν με την Υψηλή Πύλη κι ο Μοριάς φαινόταν μια χαμένη υπόθεση. Όταν έφτασαν οι ειδήσεις για τις διαπραγματεύσεις των Ενετών με τον Σουλτάνο αντιδράσαμε έντονα. Οι Έλληνες κι οι Αλβανοί που όλα αυτά τα χρόνια υπερασπιζόμασταν την πόλη νιώσαμε προδομένοι. Ήμασταν στρατολογημένοι από τους Βενετούς και θα μέναμε στα χέρια των Τούρκων.

Ξέραμε ότι, μετά την αναχώρησή τους, θα μέναμε μόνοι με τους Τούρκους και θα υποφέραμε από αντίποινα. Γι αυτό ξεσηκωθήκαμε κατά των Βενετών κι ετοιμάσαμε επανάσταση. Σ’ αυτήν την στασιαστική κίνηση πρωτοστατούσε ο Μορμόρης. Οι Ισπανοί πήγαν να επωφεληθούν και να μας στηρίξουν στον ξεσηκωμό. Ήρθε ο Πέτρος Σέκουλας, ντόπιος Πελοποννήσιος στρατιωτικός απεσταλμένος του Καρόλου του Ε’. Προσπάθησε να μας πείσει να στηρίξουμε τον αυτοκράτορα με αντάλλαγμα βοήθεια που θα έστελνε στο Ναύπλιο. Τον ανακάλυψαν οι Βενετοί και τον αποκεφάλισαν! Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία για να ξεμπλέξει, έστειλε στ’ Ανάπλι τον δούκα Μοντσενίγκο, με υποσχέσεις. Η παράδοση της πόλης θα συνοδευόταν κι από την δική μας εξασφάλιση, μας βεβαίωσε. Έτσι κατάφεραν να μας καθησυχάσουν και διαπραγματεύτηκαν με τους Τούρκους χωρίς τον φόβο των Ισπανών.

Το Ναύπλιο παραδόθηκε –όπως κι η Μονεμβασία- με συνθήκη. Την υπέγραψε η Βενετία με τους Οθωμανούς στις 2 Οκτωβρίου του 1540. Ύστερα από εκατόν πενήντα χρόνια ενετικής κυριαρχίας οι Οθωμανοί ολοκλήρωναν την κατάκτηση του Μοριά. Η συνθήκη έλεγε πως το Ναύπλιο, η Μονεμβασία και τα νησιά του Αιγαίου, θα παραδίδονταν ειρηνικά στους Τούρκους. Θα έμεναν ήσυχα και σε ενετικά χέρια τα νησιά του Ιονίου, η Κρήτη, η Τήνος, η Κύπρος κι η Πάργα με το Βουθρωτό. Με την παράδοση όλοι εμείς, οι Αναπλιώτες στρατιώτες των Ενετών, θα φεύγαμε συγκροτημένα. Αποστολές οργανώνονταν για Κύπρο, Κρήτη ή για νησιά του Ιονίου. Κάποιοι θα πήγαιναν στην Πόλα της Ίστρια κι άλλοι θα πήγαιναν στη Βενετία. Έπρεπε κι εμείς να διαλέξουμε.

Αποφασίσαμε να πάμε όλοι μαζί στην Κέρκυρα εκτός από την Αλεξάνδρα. Μπορούσε να μας ακολουθήσει και να συνεχίσει τη σχέση της με τον Ιάκωβο όμως εκείνη έδειξε πάλι τον χαρακτήρα της. Αποφάσισε να πάει στην Κορώνη για να αρχίσει από εκεί να ξετυλίξει το μίτο ώστε να ξαναβρεί τον άντρα της. Δεν είχε σημασία που ερωτεύτηκε με τον Ιάκωβο. Ο Βαγγέλι, ο άντρας της, δεν είχε άλλην ελπίδα από εκείνην, κι η Αλεξάνδρα δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ.

Ο Ιουστίνος της έδωσε χρήματα, ένα άλογο κι εφόδια. Ο Ιάκωβος της έδωσε κάποιες γνωριμίες μας στην Κορώνη για να βρει από εκεί μιαν άκρη. Ο Μορμόρης κατάφερε να κάνει μια καλή συνεννόηση με τον Κασίμ Πασά. Η Αλεξάνδρα θα έφτανε με ένα χαρτί του πασά στα χέρια της, ως το σκλαβοπάζαρο για να ψάξει να βρει τον άντρα της. Την αποχαιρετίσαμε όλοι με συγκίνηση καθώς έφευγε για τον Γολγοθά της. Παράλληλα, εμείς ετοιμαστήκαμε να αφήσουμε την πόλη που παραδιδόταν πια στα χέρια των Τούρκων.

«Πάντως, Χάρμο, έχουμε δημιουργήσει μια παράδοση» μου είπε.

Τον κοίταξα για να καταλάβω πού το πήγαινε.

«Από κάποια μέρη φεύγουμε νύχτα κακήν κακώς κι από άλλα μέρα και με το φως του ήλιου» είπε.

«Δηλαδή;» επέμεινα να ρωτώ για εξηγήσεις.

«Κοίτα. Η Χίος, η Κρήτη, ακόμα κι η Κερασούντα ήταν μέρη για να εγκατασταθούμε και να ζήσουμε. Θα μπορούσαμε να έχουμε μιαν ήρεμη ζωή, αλλά, απ’ αυτά τα μέρη είναι που φύγαμε νύχτα κυνηγημένοι. Από την Κορώνη και τώρα από το Ναύπλιο, όπου πολεμήσαμε φεύγουμε αλλιώς. Εδώ μπορούσαμε να σκοτωθούμε ή να τραυματιστούμε ή να μας αιχμαλωτίσουν, όμως τίποτε δεν συνέβη. Φεύγουμε με τακτική υποχώρηση και με ασφάλεια.»

«Που θα πει ότι ανάμεσα στον πόλεμο και τη γυναίκα, η δεύτερη είναι πιο επικίνδυνη υπόθεση» συμπέρανα. «Πάντως, Ιάκωβε, πρέπει επί τέλους να στεριώσουμε κάπου» πρότεινα. «Τι θα έλεγες να γυρίζαμε στη Χίο ή στην Κρήτη; Εκτός κι αν φοβάσαι τις ιστορίες της Μαργαρίτας και της Ελένης.»

«Έχουμε να δούμε τον κόσμο ακόμα» μου είπε.

«Θα γυρνάμε πολλά χρόνια ακόμα;» τον ρώτησα.

«Δεν ξέρω ακόμα» μου είπε. «Εσύ, όμως, μπορείς όπου κι όποτε θες να σταματήσεις.»

«Όπου πάμε, θα είμαστε μαζί» του ξέκοψα.

«Δεν είσαι υποχρεωμένος να με ακολουθείς!» είπε ξανά ο Ιάκωβος. «Αν εγώ προτιμώ να ζήσω σαν τυχοδιώκτης για σένα δεν υπάρχει λόγος.»

«Και τώρα, πού πάμε;» τον ρώτησα για να κλείσει αυτή η συζήτηση.

Ήξερα ότι μέσα του ήταν σίγουρος για τη συνέχεια. Είχε την επιθυμία να γνωρίσει την Ευρώπη και τώρα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Θα ακολουθούσαμε τον Ιουστίνο στην Κέρκυρα, από όπου η Ιταλία ήταν κοντά. Αντίθετα ο Μορμόρης σκόπευε να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα. Αποχαιρέτισε τους γέρους γονείς του και τα γυναικόπαιδα της οικογένειας του που θα έμενε στο Ναύπλιο. Ο ίδιος δεν είχε γυναίκα ή παιδιά και μπορούσε να αναζητήσει την περιπέτεια και τον πόλεμο αλλού. Τώρα πια στον Μοριά θα κυμάτιζε η οθωμανική ημισέληνος. Η Κέρκυρα ήταν μια νέα πατρίδα, ενετική κτήση κι αυτή κι ο Μορμόρης μπορούσε να παραμείνει στρατιώτης. Θα συνέχιζε να ονειρεύεται από εκεί την απελευθέρωση των Ρωμιών.

Στις 21 Νοεμβρίου του 1540, μπήκαμε στο πλοίο που θα μας πήγαινε στο όμορφο νησί του Ιονίου. Μαζί μας είχαμε ένα ολόκληρο σώμα Αναπλιωτών στρατιωτών με επικεφαλής τον Ιουστίνο Βαρδάτη. Διασχίσαμε το πέλαγος βλέποντας απέναντι τις ακτές της Αιτωλίας. Τα φρούρια και τα χωριά είχαν τις σημαίες των Οθωμανών υψωμένες. Στο πλοίο μας υψωμένη ήταν η σημαία της Γαληνοτάτης με τον λέοντα.

«Η Ρωμανία ολόκληρη είναι φέουδο Ενετών, Τούρκων και Ισπανών. Μας πουλούν και μας αγοράζουν όπως θέλουν » μονολόγησε ο Ιουστίνος.

«Η Ρωμιοσύνη κι η Ελλάδα βρίσκονται στις ψυχές μας. Μια μέρα από εμάς θα αναστηθούν» είπε ο Ιάκωβος.

Ο ποιητικός τρόπος του ταίριαζε με το γαλήνιο τοπίο.

«Αν θελήσετε να μείνετε στην Κέρκυρα» πήγε να πει ο Ιουστίνος κοιτώντας μας.

«Έχουμε να δούμε την Ευρώπη» του ξέκοψε ο Ιάκωβος.

«Μείνετε εδώ όσο θέλετε και μετά θα σας φιλοξενήσω στη Βενετία» είπε ο Ιουστίνος.

Ήξερα πως ο Ιάκωβος ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο και να μετρήσει τις δυνάμεις του. Ήθελε να παλέψει για το τρελό όνειρό του. Ήξερα πως θα το έκανε οπωσδήποτε, όσα θέλγητρα κι αν παρουσιάζονταν μπροστά του.

Η ψυχή του ήθελε μιαν οικογένεια φίλους και θαλπωρή, μα το ανήσυχο μυαλό του τον οδηγούσε στην περιπέτεια. Ήταν τυχοδιώκτης από επιλογή και κανενός είδους βόλεμα δεν θα μπορούσε να τον κερδίσει. Σύντροφός του κι εγώ, αφηνόμουν στις περιπέτειες που αποζητούσε όπως ο διψασμένος αποζητά το νερό.

Τον έβλεπα καθώς άφηνε συνειδητά το μυαλό του να ξεφύγει. Ήταν ο οραματιστής, ο ελευθερωτής της πατρίδας μας, ο πολυμήχανος Οδυσσέας. Την άλλη στιγμή, καθώς έσκυβε να κοιτάξει τα νερά της θάλασσας, άλλαζε όψη. Γινόταν το αλάνι απ’ τη Μαύρη Θάλασσα που σκεφτόταν την επόμενη φάρσα που θα σκάρωνε. Είχε αφήσει πίσω του μεγάλες αγάπες. Στη Χίο την Μαργαρίτα, την Ελένη στην Κρήτη και την Αλεξάνδρα στο Ναύπλιο. Πιστός σε όλες, κι όμως, έτοιμος για τις γυναίκες που θα συναντούσαμε στο νησί. Ο Ιουστίνος μας είχε πει ότι ήταν ωραίες, δροσερές και καλλίφωνες. Μας είχε μιλήσει και για το ωραίο και γλυκόπιοτο κόκκινο κρασί που έφτιαχναν εδώ. Θα τα διαπιστώναμε όλα αυτά σύντομα. Καθώς το πλοίο μας ταξίδευε, διασχίζοντας απαλά τα γαλάζια νερά του Ιονίου, αφέθηκα κι εγώ στις γλυκιές μου αναμνήσεις. Έφερα για μια στιγμή μόνο στο μυαλό μου τη Λενιώ και την Ερατώ. Ύστερα αφέθηκα να ονειρεύομαι και να αδημονώ το κορφιάτικο κρασί και τις Κερκυραίες.

===

*******************

Η συνέχεια την Δευτέρα.με το 3ο κεφάλαιο

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Ο δήμαρχος Πώποτας στο Ελλαδιστάν-Κολοκοτρωνίτσι

Κυκλοφορεί για "διαβούλευση" ένα νομοσχέδιο της κυβέρνησης με το οποίο καταργεί την απλή αναλογική στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο νέος νόμος που θα ισχύσει θα ορίζει ότι με 43% ο δήμαρχος θα έχει το 66% των εδρών του δημοτικού συμβουλίου. Επαναφορά στο παρελθόν, εμπρός πίσω που έλεγε και ο δήμαρχος Πώποτας στο Κολοκοτρωνίτσι. Αγνοώντας την ανάγκη της κοινωνίας για εξεύρεση συναινέσεων και για πολιτικές κι όχι κομματικές ή παραταξιακές λογικές στη διαχείριση των κοινών, επανέρχεται στα παλιά.

Πρόκειται για μια οπισθοδρόμηση από τις πολλές που συναντήσαμε τα τελευταία χρόνια, ενδεδυμένη κι αυτή με ένα επικοινωνιακό επίχρισμα. Η συγκέντρωση (αντί της αποκέντρωσης) των εξουσιών στον πρωθυπουργό, ονομάστηκε επιτελικό κράτος. Η κατάργηση προκηρύξεων και θεσμών καθολικής αποδοχής (όπως κάποιες ανεξάρτητες αρχές) ονομάστηκε αποτελεσματικότητα. Η κατάργηση της απλής αναλογικής και των θεσμών συμμετοχικότητας ονομάστηκε κυβερνησιμότητα κ.ο.κ. 

Για τους δήμους και τα εκλογικά συστήματα θα μιλήσω στη συνέχεια. Πρώτα θα παραθέσω μερικά στοιχεία για το εκλογικό σύστημα που θα ήθελα (έστω και ουτοπικά) να ισχύει και κατόπιν θα καταθέσω απόψεις μου για το εκλογικό σύστημα που θα έπρεπε (πρακτικά) να ισχύσει με τις παρούσες συνθήκες.

Το πρώτο σχέδιο, την ουτοπία, το παρουσίασα σε ανύποπτο χρόνο, στις 28 Ιουλίου 2015 με τίτλο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ.

Σε γενικές γραμμές το σχέδιο αυτό λέει πως για τον Δήμο:

α.- αποφασίζουν ΟΛΟΙ οι δημότες για όλα τα θέματα (κι όχι οι δημοτικοί σύμβουλοι ή ο Δήμαρχος)

β.- διοικούν (κυβερνούν) ΟΛΟΙ οι δημότες εκ περιτροπής και για σύντομη θητεία 

γ.- δικάζουν, επιλύοντας τις μικροδιαφορές μεταξύ των δημοτών ΟΛΟΙ οι δημότες χωρίς να χρειάζεται η καταφυγή σε ειρηνοδικεία

Το δεύτερο σχέδιο, το άμεσα εφικτό και αναγκαίο για να εφαρμοστεί σύστημα είναι μια βελτίωση του συστήματος που ψηφίστηκε από τον Σύριζα το 2018 και με βάση το οποίο διεξήχθησαν οι εκλογές του 2019. Βεβαίως υπάρχει μια ουσιαστική βελτίωση που φροντίζει για την κυβερνησιμότητα των δήμων και αφαιρεί τα επιχειρήματα της ΝΔ για το γκρέμισμα της απλής αναλογικής. Το σύστημα αυτό παρουσιάστηκε από την τοπική εφημερίδα της Δραπετσώνας ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ το μακρινό 1980, δηλαδή 41 χρόνια πριν από σήμερα.

Θα αναφερθώ αναλυτικά στα σχέδια αυτά προσεχώς. Το βέβαιο είναι πως η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από αυταρχικά και αδιαφανή συστήματα ενισχυμένης αναλογικής κι ενισχυμένης διαφθοράς όπου οι αποφάσεις θα παίρνονται εσαεί κεκλεισμένων των θυρών. Σε παλιές εποχές οι δήμαρχοι κι οι δημοτικοί σύμβουλοι πορεύτηκαν με ό,τι τους επέτρεπε να έχουν το αυταρχικό μεταμφυλιακό κράτος ή το κράτος περιορισμένης ευθύνης που προέκυψε μετά την μεταπολίτευση. Εδώ και αρκετό καιρό, θα έπρεπε όλα αυτά να έχουν πια ξεπεραστεί. Αυτό που προτείναμε (οι Ανένταχτοι μέσα από την ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ) το 1980 θα έπρεπε σαράντα χρόνια μετά να είναι στο προσκήνιο για ψήφιση. Κι όμως, αντ' αυτού βλέπουμε και πάλι ενίσχυση του δημαρχοκεντρικού μοντέλου. 

Κάποτε η χώρα πρέπει να πάει μπροστά. Φτάνουν τα βήματα πίσω. Φτάνει πια η νοοτροπία Περίανδρου Πώποτα στο ένδοξο Κολοκοτρωνίτσι: "εμπρός, πίσω!"