Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

31 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.9α)

Ξεκινάμε το 9ο Κεφάλαιο (Κωνσταντινούπολη) που θα δοθεί σε τρεις συνέχειες (9α σήμερα, 9β αύριο 6/4 και 9γ την Τετάρτη 7/4).

Ο Χάρμος είναι φυλακισμένος του Γενιτσάρου Μελέκ Αχμέτ που έχει φέρει σκλάβους από την Λευκωσία στην Κωνσταντινούπολη για να τους πουλήσει. Για τον Χάρμο ελπίζει πως θα πάρει λύτρα από τους δικούς του αφού δώσει το όνομά του, μαζί με άλλους αξιωματικούς, στον Βενετό πρέσβη. Ο Χάρμος γνωρίζεται κάπως καλύτερα με τον κύριό του.

**********************************

Στον πίνακα ένας αξιωματούχος των Οθωμανών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Περάσαμε τα Δαρδανέλια. Τα δουλεμπορικά πλοία μάς έβγαλαν στην Πάνορμο όπου μείναμε είκοσι μέρες. Οι συνθήκες ζωής ήταν απαράδεκτες. Τα μόνα καλά ήταν ότι πλυθήκαμε, δέσαμε τα τραύματά μας και φάγαμε από αρκετά έως πολύ. Ήθελαν να μάς εμφανίσουν στο σκλαβοπάζαρο δυναμωμένους και καθαρούς. Ως υγιείς αξίζαμε περισσότερα άσπρα. Ο ώμος μου βελτιώθηκε και το τραύμα έκλεισε. Είχα φοβηθεί μήπως κακοφορμίσει στο ταξίδι αφού η κωπηλασία το είχε επιβαρύνει και δεν το άφηνε να φτιάξει. Ήταν μέσα Οκτωβρίου. Ο καιρός ήταν ακόμα ζεστός, έτσι δεν είχαμε σοβαρά προβλήματα στους άθλιους στάβλους που κοιμόμασταν. Δουλέψαμε υποχρεωτικά, αλυσοδεμένοι, για να επισκευάσουμε τα πλοία, να τα βάψουμε και να αλλάξουμε πανιά. Η ανακαίνιση έσβηνε τα σημάδια του πολέμου. Το πλοίο δεν είχε μετάσχει σε ναυμαχία είχε, όμως, ταλαιπωρηθεί από το ταξίδι στην Κύπρο.

Πιο ζωντανός ανάμεσά μας ήταν ο Άντζελο Καλέπιο. Γυρνούσε στους θαλάμους-στάβλους και ρωτούσε να του πουν τι θυμόντουσαν από την ημέρα της εισβολής. Ρωτούσε και για τις μέρες των σφαγών και της λεηλασίας μέχρι την οριστική ειρήνευση. Από τις περιγραφές μάθαινα κι εγώ τι είχε συμβεί. Η τελευταία μάχη δόθηκε στο παλάτι. Ο Ντάντολο γλίτωσε από τους οργισμένους ευγενείς που όρμησαν να τον σκοτώσουν, όμως δεν γλίτωσε το κεφάλι του. Το έχασε από διαταγή του Λαλά Μουσταφά. Έκανε προτάσεις στον Πιαλή Πασά, προς το τέλος της πολιορκίας, για να σώσει το τομάρι του, όμως, έπεσαν στο κενό. Το κεφάλι του άξιζε πιο πολλά.

Αυτό το κεφάλι θα έστελνε ο Μουσταφά Πασάς πεσκέσι στην Αμμόχωστο και στην Κερύνεια. Έτσι θα απογοήτευε και να φόβιζε τους υπερασπιστές των φρουρίων. Τον ρώτησα αν είχε μάθει κάτι για μένα αλλά δυσκολευόταν να μιλήσει. Τον πίεσα πολύ και μου είπε όλα όσα ήξερε.

«Μάζεψαν τις ευγενείς κυρίες, τους νεαρούς και τις νεαρές και τους προορίζουν για λάφυρα. Κάποιοι θα πάνε στον Σουλτάνο, τον Βεζίρη κι αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης. Άλλοι θα πάνε στα παζάρια ή θα επιστραφούν για λύτρα.»

«Πήραν και τη Διονυσία;»

«Δεν ξέρω. Δεν μου είπαν, όμως, είναι πολύ πιθανό.»

«Μίλα μωρέ» του είπα. «Ξέρεις κάτι;»

«Δεν μπορώ να ξέρω. Αυτοί που μίλησαν δεν γνώριζαν ούτε τη Διονυσία ούτε την κόρη σου. Πώς να μου πουν για κάτι που δεν ήξεραν;»

«Καλά. Όμως, εσύ ξέρεις κάτι, τι είναι αυτό;» επέμεινα φορτικά. «Πες μου, τι μου κρύβεις;»

«Δεν είναι καλό αυτό που άκουσα» είπε και με πάγωσε.

«Πες το! Καλό κακό πρέπει να ξέρω» φώναξα.

«Μάζευαν γυναίκες και παιδιά αλλά κρατούσαν μόνο όσα ήταν από δέκα χρονών και πάνω. Η κόρη σου πόσο χρονών είναι; Πόσο φαίνεται;»

«Είναι μικρή, δεν φαίνεται για δέκα» είπα ξεψυχισμένα.

«Μπορεί να την πέρασαν για μεγαλύτερη. Εξάλλου δεν είχαν παντού τα ίδια κριτήρια.»

«Τι θες να πεις;»

«Αλλού μάζευαν μικρές, αλλού μεγάλες. Οι γενίτσαροι έψαχναν διάφορα. Άλλος ήθελε μικρά παιδιά, άλλος μεγάλους. Χαμός γινόταν, δεν καταλαβαίνεις;»

«Στον ορθόδοξο καθεδρικό τι κάνανε;»

«Εκεί έπαιρναν τα κορίτσια από δέκα χρονών και πάνω. Δεν ξέρω με σιγουριά, έτσι μου είπε κάποιος. Σ’ άλλες γειτονιές ήταν αλλιώς τα πράγματα.»

«Λες;» έκανα κι έμεινα σαν κεραυνοβολημένος.

«Μην κάνεις έτσι, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Όλα είναι ασαφείς πληροφορίες» είπε ο Φρα-Άντζελο για να με ηρεμήσει.

Από εκείνη τη στιγμή δεν ηρέμησα πια. Μετρούσα ξανά και ξανά την ηλικία της Δηιάνειρας αλλά κάθε φορά έβγαινε πως ήταν επτά και κάτι. Μπορούσε άραγε να φανεί δεκάχρονο παιδί; Δύσκολο, αλλά, όχι απίθανο. Ίσως να μην χρειάστηκε καν να την μετρήσουν. Ίσως να βρισκόταν τώρα με τη μητέρα της και να αναρωτιούνταν κι αυτές για μένα αν έζησα ή αν έχω πεθάνει. Αναστατώθηκα με την πληροφορία. Πάντως γεγονός ήταν ότι στη μητρόπολη είχαν πάει γενίτσαροι για ομήρους για λύτρα. Αν είχαν δει ότι κι από τις δυο θα έβγαζαν χρήματα, θα ζούσαν και θα ήταν εξαγοράσιμες.

Στην Κωνσταντινούπολη μας έχωσαν σε μπουντρούμια με αρουραίους. Μας τάιζαν περιμένοντας το σκλαβοπάζαρο. Έπαιρναν πότε τον ένα, πότε τον άλλον και μας αξιολογούσαν. Μάζευαν πληροφορίες και καθόριζαν για τον καθένα μας μια τιμή. Άλλοι ήταν για το παζάρι κι άλλοι σε ειδικές τιμές για τις οικογένειές τους. Εμένα και κάποιους άλλους μας προόριζαν για λύτρα. Με φώναξαν σε ένα δωμάτιο όπου ο γενίτσαρος κύριός μας καθόταν σε έναν οντά.

«Κύριός σας είναι ο Μελέκ Αχμέτ(i). Χαιρετίστε τον με τεμενάδες!» μας υπέδειξε ο Μαμελούκος δεσμοφύλακας.

Προσκυνήσαμε και πλησιάσαμε. Μας ρώτησε αν κανείς μας γνώριζε τουρκικά και του είπα ότι γνώριζα γιατί ήμουν Ρωμιός. Με ρώτησε που γεννήθηκα κι όταν έμαθε ότι ήμουν από την Κερασούντα συγκινήθηκε. Μου μίλησε στο ποντιακό ιδίωμα, την ελληνική γλώσσα όπως την μιλούσαμε οι Ρωμιοί της Μαύρης Θάλασσας. Είχε μεγαλώσει στον Όφι(ii), στο χωριό Αντζιμάχ(iii), ανατολικά της Τραπεζούντας. Είχε γεννηθεί στην Ισταμπούλ, στο Τοπχανέ, αλλά καταγόταν από την Αμπχαζία. Κατάλαβα ότι κάτι ενδιαφέρον βρήκε πάνω μου. Προφανώς θα ήξερε ότι ήμουν λοχαγός και θα υπολόγιζε να βγάλει από μένα ένα καλό ποσό σαν λύτρα. Τώρα που έβλεπε ότι ήμουν κι από την Μαύρη Θάλασσα, με ξεχώρισε και με κράτησε στην άκρη. Έκανε συνεννοήσεις με τους άλλους. Ρωτούσε από πού ήταν, πώς τους έλεγαν και τι έπρεπε να πει στον Βενετό πρέσβη για τον καθένα. Ρωτούσε και ποια άλλη οικογένεια να ειδοποιήσει κι άλλα τέτοια επαγγελματικά.

Εμένα με κράτησε τελευταίο. Μου μίλησε στη ρωμαίικη διάλεκτο του Πόντου. Με ρώτησε για τα παιδικά μου χρόνια και μου διηγήθηκε για τα δικά του στην Πόλη και στον Όφι. Στο τέλος μόνο που δεν έκλαψε μαζί μου. Ήταν γελοίο, αλλά ήταν πραγματικότητα. Ήμουν ο δούλος του κι είχε πάνω μου αποκλειστικό δικαίωμα ζωής ή θανάτου αλλά είχε συγκινηθεί με μόλις λίγα λόγια. Έβρισκα ξανά μπροστά μου, μετά από πολλά χρόνια, την παιδικότητα και την εναλλαγή συναισθημάτων που ήξερα καλά. Ήταν χαρακτηριστική για έναν ανατολίτη και μου θύμισε τα χρόνια της νιότης μου. Με έναν εξίσου γελοίο τρόπο συγκινήθηκα κι εγώ από τον γενίτσαρο.

Με ρώτησε τα ίδια που είχε ρωτήσει και τους άλλους για να μάθει από πού θα έπαιρνε τα λύτρα. Με έβαλε να κοιμηθώ σε ένα δωμάτιο μακριά από τους κρατούμενους που έμεναν στον στάβλο. Με κλείδωσε βέβαια αλλά μου έκανε τη χάρη να μ’ αφήσει να διαλέξω για παρέα έναν απ’ τους αιχμαλώτους. Διάλεξα τον Φρα-Άντζελο. Με ρώτησε αν ήθελα κάτι άλλο. Του ζήτησα να πει για μένα στις πρεσβείες της Βενετίας αλλά και της Γένοβας για να τα δουν κι οι Ισπανοί. Με ρώτησε αν για μένα ενδιαφέρονταν πιο πολύ οι Βενετοί ή οι Ισπανοί.

«Όλοι» του απάντησα.

«Μήπως είσαι υπερβολικός γκιαούρη ή κάνω λάθος;»

«Κάνεις λάθος αφέντη. Θα πάρεις χρήματα από όλους για μένα» του είπα.

«Θα στείλω το μήνυμα για σένα, Ρωμιέ, σε όλους να δω τι θα απαντήσουν Βενετσιάνοι και Σπανιόλοι.»

«Σε ευχαριστώ, αφέντη Αχμέτ.»

«Καληνύχτα, Ρωμιέ. Σου στέλνω και φίλο σου τον Ιταλό καλόγερο για παρέα σου.»

Ο Καλέπιο βολεύτηκε στο άνετο δωμάτιο ευτυχής που τον έσωσα από τη βρώμα του στάβλου. Μείναμε εκεί αρκετές μέρες κι είχαμε σχετικά καλή περιποίηση. Ένιωθα πως έτσι ξεπλήρωνα κατά κάποιο τρόπο τις πληροφορίες που μου έδινε ο Ιταλός. Ο Φρα-Άντζελο, βέβαια, με έβαλε σε μπελάδες γιατί κάποια στιγμή που βρήκε την ευκαιρία το έσκασε. Τι θα έκανε μέσα σε μια άγνωστη γι αυτόν πόλη;

Ο Μελέκ Αχμέτ σήκωσε στο πόδι όλη τη συνοικία και θα ξεσήκωνε και όλη την Πόλη αν χρειαζότανε, και τον έπιασε. Τον έριξε στο μπουντρούμι και τον πούλησε σε άλλον γενίτσαρο για να τον ξεφορτωθεί. Εμένα με επέπληξε μεν αλλά δεν μου έκανε τίποτα γιατί δεν με χρέωσε με την διαφυγή του. Εξ άλλου τον έπιασε γρήγορα. Εδώ που τα λέμε, ο καημένος ο φρατέλο δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να επιβιώσει χωρίς να μιλάει λέξη τουρκικά. Δεν μου το φόρτωσε, αλλά, δεν μου έδωσε πάλι το δικαίωμα να κρατήσω στο δωμάτιό μου άλλον για συντροφιά. Δεν μπορούσα να έχω απαιτήσεις.

Ο Μελέκ Αχμέτ με κάλεσε πολλές φορές στον κήπο για να κάνουμε βόλτα και να μιλήσουμε μόνοι. Ήταν ευγενικός και φαινόταν ειλικρινής. Αυτοί οι περίπατοι κι η άνετη παραμονή μου στο μεγάλο σπίτι του, έκαναν την αιχμαλωσία να μοιάζει με φιλοξενία.

«Είσαι ευχαριστημένος;» με ρώτησε.

«Πολύ αφέντη Μελέκ και σε ευχαριστώ. Να σε ρωτήσω όμως κάτι;»

«Τι θέλεις τώρα;»

«Πήραν τα στοιχεία μου οι πρεσβευτές της Βενετίας και της Γένοβας;»

«Το έκανα βρε άπιστε Ρωμιέ. Αφού στο είπα, το έκανα κιόλας. Απάντηση όμως ακόμα δεν έχω. Πες μου όμως κι εσύ, γιατί σηκώθηκες κι έφυγες από την Κερασούντα;»

«Κάναμε με τον παιδικό μου φίλο Ιάκωβο μιαν άσχημη σκανδαλιά σε ένα Σπαχή. Μετά δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο πια εκεί. Αν μας έπιανε θα μας σκότωνε.»

Του εξήγησα πως έγινε εκείνο το “αστείο” κι ο Μελέκ ξεκαρδίστηκε από τα γέλια. Μου είπε για δικές του ανάλογες σκανδαλιές της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας. Μού έδειχνε ότι απολάμβανε την κουβέντα μας.

«Δεν έχω πάει στην Κερασούντα» μου είπε. «Ξέρω πως έχει όμορφα μποστάνια. Στον Όφι πέρασα τα πιο ωραία χρόνια μου αλλά και στη Τραπεζούντα ήταν καλά.»

«Πως βρέθηκες εκεί, αφέντη Μελέκ;» τον ρώτησα. «Εσύ γεννήθηκες εδώ, στην Πόλη, έτσι δεν είναι;»

«Στο Τοπχανέ που γεννήθηκα ζουν οικογένειες από Αμπχαζία, Γεωργία, Κιργιζία κι από άλλα μέρη του Καυκάσου. Οι πατεράδες θέλουν να κάνουν τους γιους τους γενίτσαρους, όμως αυτό δεν γίνεται. Ο Σουλτάνος δεν παίρνει παιδιά από μουσουλμάνους, εκτός αν τα αγοράσει σαν σκλάβους. Έτσι οι γονείς μας, μας στέλνουν μωρά παιδιά στην επαρχία για να μπορούν να μας μαζέψουν σαν σκλάβους. Αν μας αγοράσει ο Σουλτάνος, τότε γινόμαστε γενίτσαροι.»

«Κι αν κάτι δεν πάει καλά;» ρώτησα απορημένος. «Θα μείνετε σκλάβοι;»

«Όλα καλά πάνε, γκιαούρη. Όλο αυτό που σου λέω δεν γίνεται κρυφά, γίνεται με την επίβλεψη των γονιών μας. Αυτοί που μας παίρνουν έρχονται συστημένοι. Οι σουλτάνοι θέλουν στην υπηρεσία τους αγόρια μεγαλωμένα στα χωριά όχι παιδιά της πόλης, Να έχουμε τα ήθη του βουνού και του κάμπου. Ακόμα και τα κορίτσια, όπως η αδελφή μου, για ένα καλό γάμο πρέπει να πάνε να μεγαλώσουν στο χωριό.»

«Και στον Όφι πως βρέθηκες;»

«Μα πώς θα με έπαιρναν στην Αμπχαζία; Είμαστε μουσουλμάνοι εκεί, δεν έχει ντεβσιρμέ(iv), ενώ στα ρωμαίικα που είναι χριστιανοί γίνεται!»

«Είσαι λοιπόν κι εσύ παιδί της Μαύρης Θάλασσας.»

«Ναι, παιδί του Καρά Ντενίζ! Εγώ έζησα στα μέρη σου δώδεκα χρόνια, πήρα καλή μόρφωση κι ήμουνα έτοιμος στον ντεβσιρμέ. Στο Αντζιμάχ ζήσαμε ελεύθερα. Στη Τραπεζούντα μάθαμε γράμματα και τρόπους. Ύστερα μας μάζεψαν και μας έφεραν εδώ για τον Σουλτάνο. Η αδελφή μου παντρεύτηκε έναν Οσμανλή κι εγώ έγινα δόκιμος.»

«Κι έγινες Ατζέμ Ογλάν(v). Από Μαμελούκος βρέθηκες σε ενωμοτία! Πώς και δεν έγινες πολιτικός ή ουλεμάς;» ρώτησα. «Φαίνεσαι μορφωμένος.»

«Δεν κάνω εγώ για θρησκείες και κουραφέξαλα» μου είπε αφήνοντας με έκπληκτο.

«Δεν σε βλέπω και πολύ θεοσεβούμενο Μελέκ, ή κάνω λάθος;» ρώτησα και τον έκανα να με λοξοκοιτάξει.

Να μιλά έτσι ένας άπιστος σε ένα πιστό ήταν αυθάδεια.

«Καθόλου λάθος δεν κάνεις γκιαούρη» είπε ο Μελέκ. «Ο Αλλάχ μου δίνει αυτή τη θέση και τον τιμώ. Μπορώ και να πεθάνω για χάρη του, αλλά, δεν έχω όρεξη να ακούω Ιμάμηδες να ερμηνεύουν τη θέλησή του.»

«Σε βοηθάει το κρασί σε αυτή την επικοινωνία σου με τον Αλλάχ;» τον ρώτησα ξέροντας πως απολάμβανε το κρασί.

«Και βέβαια με βοηθάει, όπως βοηθάει και τον Πατισάχ να μας κυβερνάει.»

«Αληθεύει, αφέντη, ότι ο Σελίμ είναι μέθυσος;» ρώτησα με αφέλεια.

«Ο Πατισάχ πίνει το κρασί του Εβραίου, ενώ εγώ πίνω κρασί που φτιάχνουν οι Ρωμιοί. Θα πιούμε μαζί. Σε προσκαλώ για γεύμα και κρασοκατάνυξη.»

Δεν με ενδιέφερε να διασκεδάσω αλλά ο γενίτσαρος έδειχνε ενδιαφέρων άνθρωπος. Μου είχε φερθεί καλά ως τώρα κι εξάλλου οι επιθυμίες του ήταν διαταγές.

«Γνωρίζω μερικά μέρη στην Πόλη» του είπα.

«Άσε, θα σε πάω εγώ κάπου με καλό κρασί! Δεν θα το σκάσεις όμως. Θα έχω Μαμελούκους μαζί μου, αλλά καλύτερα να μου το υποσχεθείς.»

«Εντάξει Μελέκ, δεν θα το σκάσω κι ευχαριστώ» είπα.

Με πήγε στο Αρναούτκιοϊ. Είχα ξαναέρθει εδώ με τον Καντακουζηνό. Στον δρόμο όλοι μιλούσαν ρωμαίικα. Τα παιδιά που φώναζαν παίζοντας έβριζαν στα ρωμαίικα. Καθίσαμε σε μια ταβέρνα και παραγγείλαμε.

«Την γνωρίζεις την Ισταμπούλ» με ρώτησε.

«Οσμανλής είμαι, Μελέκ. Έφυγα για την Ευρώπη, αλλά έχω εδώ φίλους κι έμεινα μερικούς μήνες.»

«Έχει Ρωμιούς εδώ, στον Γαλατά, στη Θεραπιά, στο Σαρηγιάρ(vi). Στα ρωμαίικα μέρη έχει ωραίες ταβέρνες με ψάρι και καλό κρασί.»

Τρώγαμε και πίναμε. Σε λίγο κερνούσαμε κι ολόκληρο το μαγαζί. Το κλίμα ήταν καλό και φιλικό και περνούσαμε καλά. Αν και τυπικά ήμουν σκλάβος και αιχμάλωτός του, ουσιαστικά ένιωθα εντελώς ελεύθερος. Ένιωθα πως ανέπνεα πιο καθαρά εδώ από τα άλλα μέρη στην Ευρώπη.

«Σ’ αρέσει ο αγέρας του Βοσπόρου;» ρώτησε ο Μελέκ.

«Για μένα είναι καλύτερα εδώ από την Βενετία και τη Μαδρίτη» του είπα απολαμβάνοντας το καλό μοσχάτο κρασί.

«Σου αρέσει, γκιαούρη, ε;» έκανε χαμογελώντας πλατιά ο Μελέκ. «Σε βλέπω ότι νιώθεις καλύτερα.»

«Ναι, αφέντη, νιώθω καλύτερα εδώ» του είπα.

«Άσε τα “αφέντη”, Ρωμιέ. Λέγε με Μελέκ ή Οσμανλή κι εγώ θα σε λέω Ρωμιό!»

«Εντάξει Μελέκ, αλλά, μη ξεχνάς ότι το πιοτό χαρίζει ευτυχία μόνο στην αρχή. Μετά μας θυμίζει όλα τα προβλήματά μας και μας κάνει στο τέλος να κλαίμε.»

«Εσύ μη φοβάσαι» είπε ο γενίτσαρος. «Άμα κλάψεις, θα σε πάρω να φύγουμε, μη σε καταλάβουνε και γίνεις ρεζίλι.»

«Έχω φίλους εδώ, Μελέκ, Θα δώσουνε πολλά χρήματα για μένα» του είπα για μια ακόμη φορά.

Τα λόγια έβγαιναν εύκολα από το στόμα μου χάρη στο γλυκόπιοτο κρασί. Τον είδα που γυάλισε το μάτι του όταν είπα για χρήματα όμως είχε κι άλλα πράγματα στο νου του.

«Βρε συ, για πες μου. Τι σόι γνωστούς έχεις εδώ; Είναι άνθρωποι με δύναμη;»

«Ναι, αφέντη. Έχω πολλούς και καλούς φίλους.»

«Μη με λες αφέντη, φίλος σου είμαι, καρντάσης.»

«Πες μου τι ζητάς από λεφτά και θα στα βρω αμέσως» του είπα καθώς δεν έλεγχα και πολύ τα λόγια μου. «Θα τα φέρω εγώ, δεν χρειάζεται ούτε ο Βενετός πρέσβης.»

«Βρε συ, τι γνωστούς έχεις; Πόσο ψηλά είναι; Μίλα ντε! Γιατί μου τα κρύβεις τόσο καιρό;»

«Είναι πολύ ψηλά οι γνωστοί μου, αλλά είναι Ρωμιοί» του διευκρίνισα.

«Υπάρχουν Ρωμιοί κι Εβραίοι πιο ψηλά ακόμα κι απ’ τους Βεζίρηδες» είπε με ύφος θυμόσοφου.

«Θα τα πούμε μετά. Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα» του είπα κόβοντας την κουβέντα.

Ένιωθα ότι είχα χάσει τον έλεγχο και θα έλεγα πολλά.

«Άκου, Ρωμιέ. Δεν με νοιάζουν τα λεφτά, έχω πολλά!»

«Θα βγάλεις κι άλλα!» του είπα.

«Δεν σε πουλάω ορέ! Κακός μπελάς μου έγινες! Δεν σε πουλάω! Ορίστε, σ’ αφήνω να φύγεις. Άμα θες, άντε να βρεις τους δικούς σου. Φύγε, σου είπα. Σ’ αφήνω ελεύθερο!»

Δεν καταλάβαινα αν ήταν το κρασί που μιλούσε ή αν τα εννοούσε αυτά που έλεγε.

«Φύγε, βρε, σου είπα» επέμεινε ο Μελέκ Αχμέτ.

«Καλά, διώχνεις την παρέα σου;» είπα με παράπονο.

«Α, εσύ δεν τρώγεσαι! Τι είναι αυτό τώρα; Θα βγω και άπονος που σε διώχνω;»

Αν κάνω πως φεύγω θα με σταματήσουν οι Μαμελούκοι του, σκέφτηκα. Αλλά, αφού ο ίδιος μου το λέει, ισχύει. Μπορώ άραγε να φύγω; Φαινόταν στ’ αλήθεια τρελό αλλά αληθινό!

«Δεν φεύγω» είπα. «Μου φέρθηκες καλά, σαν άνθρωπο όχι σαν σκλάβο.»

«Βρε φύγε άμα θες. Εγώ πάντως σε ελευθέρωσα!» είπε ο Αμπχάζιος με το ανατολίτικο αγύριστο κεφάλι.

«Θα σε αποζημιώσω καλά» του είπα. «Οι φίλοι μου θα σου δώσουν ό,τι ζητήσεις. Θα πάρεις άσπρα και χρυσά.»

«Ρωμιέ, θα φας το κεφάλι σου! Δεν θέλω τίποτε από σένα, ακούς; Έχω κι εγώ χρυσά κι άσπρα κι απ’ όλα, θα πάρω και από αυτούς που έφερα από τη Λευκωσία, μου φτάνουν. Εσένα σ’ αφήνω τώρα δα ελεύθερο. Έτσι μου κάνει κέφι και σ’ αφήνω. Πήγαινε όπου θες!»

Με συγκίνησε. Όλον αυτό τον καιρό, τον είχα δει πως ήταν άνθρωπος με γενναιότητα και γνώση, ένας σούφι(vii). Ήταν έτοιμος να σκοτώσει και να σκοτωθεί χωρίς έλεος στη μάχη. Γινόταν, όμως, μαλακός όταν τον περικύκλωνε η ανθρωπιά. Καταλάβαινα την μεγαλοθυμία του, ενισχυμένη από το κρασί. Καταλάβαινα και τους ιδιοτελείς υπολογισμούς που έκανε μέσα του χωρίς να τον εμποδίζουν το οινόπνευμα κι η γλυκιά ζαλάδα. Απ’ όσα έλεγα, είχε πεισθεί ότι είχα σπουδαίες επαφές στην Ισταμπούλ. Τον ένοιαζε να γνωριστεί με αυτούς που γνώριζα, ακόμα κι αν δεν ήξερε για ποιους ακριβώς επρόκειτο. Ίσως να ήταν πιο πολύτιμοι από τα χρήματα που, εξ άλλου, δεν του έλειπαν. Προτιμούσε καλύτερα να έχει δυνατούς φίλους από το να φουσκώσει κι άλλο το πουγκί του.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι τώρα, Ρωμιέ» μου είπε.

«Τι σκέφτομαι; Είσαι και μάγος ή προφήτης, Μελέκ, και τα ξέρεις όλα;»

«Με ζυγίζεις και με μετράς. Σκέφτεσαι ποιο κέρδος θα έχω αν σε αφήσω ελεύθερο.»

«Μπράβο Μελέκ, με κατάλαβες. Όπως φαίνεται μ’ έχεις περάσει για Οβριό, ε;»

«Οι Εβραίοι προηγούνται στο μέτρημα του συμφέροντος αλλά κι εσείς οι Ρωμιοί τους ακολουθείτε από κοντά. Στον ίδιο δρόμο βαδίζετε» είπε.

«Λοιπόν, καλά είμαι εδώ, δεν πάω πουθενά!» είπα κι εγώ το ίδιο απερίσκεπτα με εκείνον.

«Και δεν φεύγεις;»

«Όχι, μένω! Δέχομαι την προσφορά σου, σε ευχαριστώ και σε ευγνωμονώ αλλά δεν φεύγω!» είπα. «Καλά είμαι εδώ! Για να ξέρεις, μου αρέσουν πολύ η ταβέρνα και το κρασί της! Ταβερνιάρη, φέρε κι άλλο νέκταρ των θεών!»

«Εσύ είσαι πιο θεότρελος από μένα» είπε ο Μελέκ και σήκωσε ξανά την κούπα του.

Κέρασε ένα γιοματάρι φωνάζοντας στα ρωμαίικα.

«Άντε, στην υγειά μας αδέλφια!» είπε στους θαμώνες.

Αυτά συνέβαιναν στην ταβέρνα. Μέσα στο μυαλό μου, εδώ και πολλή ώρα, στριφογύριζαν συνέχεια η Διονυσία και η Δηιάνειρα. Το κρασί που με ζάλιζε, με έκανε να μην ξέρω καλά τι λέω αλλά αναστάτωνε και την ψυχή μου. Γινόμουν πολύ πιο ευαίσθητος στον πόνο και τις σκεφτόμουν. Δεν ήξερα τι είχαν απογίνει και δεν μπορούσα να μάθω από πουθενά. Θα έβρισκα σύντομα την ελευθερία μου και θα τις έψαχνα. Ακόμα και πίσω στην Κύπρο θα γύριζα για να τις βρω. Η σκέψη τους με έκανε να νιώθω άσχημα και να μην μπορώ να συγκεντρωθώ πουθενά. Μόνο στο κρασί μπορούσα να εστιάζω πλέον. Το κατέβαζα γουλιά-γουλιά και κούπα την κούπα. Μαζί μου έπινε κι ο Μελέκ αλλά εκείνος κρατούσε περισσότερο την ψυχραιμία του. Δεν είχε τα δικά μου προβλήματά. Το κρασί έλυνε τα στόματα. Σε λίγο αρχίσαμε να κελαηδάμε πιο ελεύθερα κι εγώ κι ο Μελέκ μιλώντας για τις ζωές μας.

«Μελέκ, σκέφτηκες καθόλου τις αντιφάσεις της ζωής σου; Γεννήθηκες στην Πόλη αλλά δεν είσαι Πολίτης. Μεγάλωσες στον Όφι αλλά δεν είσαι Οφιλής. Είσαι Αμπχάζιος αλλά δεν γνωρίζεις την χώρα σου, την Αμπχαζία. Έχεις πουληθεί σαν σκλάβος αλλά είσαι αφέντης. Αλήθεια, πες μου, γυναίκα έχεις; Έχεις παιδιά;» τον ρώτησα.

«Και γυναίκες έχω και παιδιά.»

«Πολλές γυναίκες ίσον πολλά βάσανα» είπα.

«Έχεις δίκιο. Αυτά είναι υποχρεώσεις του ανθρώπου, αλλά, είναι και μπελάδες. Θέλουν χρήματα! Γι αυτό με βλέπεις κι εκστρατεύω ακόμα, για να συντηρώ το παλάτι που μέσα του έχω τις γυναίκες μου και τα παιδιά μου.»

Κι έτσι έφτασε εκεί που με πονούσε περισσότερο.

«Εσύ Ρωμιέ, έχεις γυναίκα, έχεις παιδιά;»

Έθιγε το σημείο που ήθελα να ξεχάσω πίνοντας. Η κούπα με το κρασί έφυγε από το χέρι μου και δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου. Έσκυψα και προσπάθησα να σκουπιστώ στα κρυφά. Οι κινήσεις μου ήταν άγαρμπες και ο καημός μου πολύ μεγάλος για να μπορέσει να κρυφτεί. Ο Μελέκ πήρε χαμπάρι τι έγινε. Με σήκωσε απ’ το τραπέζι και με κουβάλησε έξω να μας χτυπήσει ο αέρας. Είπε στον ταβερνιάρη ότι βγαίναμε για να δούμε τη θάλασσα και με πήγε λίγο πιο εκεί. Οι Μαμελούκοι ανήσυχοι ακολουθούσαν αλλά ο γενίτσαρος τούς έκανε νόημα να μείνουν μακριά.

«Βρε συ, τό ’πες και τό ’κανες, σε πιάσανε τα κλάματα. Ρεζίλι θα γίνουμε. Σύνελθε βρε. Οι άντρες δεν κλαίνε γκιαούρη Ρωμιέ! Συγκρατήσου!»

Ένιωθα πως μου έλεγε λόγια αμηχανίας και πως κατά βάθος με συμπονούσε.

«Τι έγινε καρτνάση; Τι σου θύμισα κι έγινες χάλια;»

Βρήκα σιγά-σιγά την ψυχραιμία μου, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και συνήλθα. Του εξήγησα.

«Έχω μια γυναίκα και μια κορούλα επτά χρονών.»

«Καλό είναι αυτό βρε. Δεν θα σε χάσουν, θα τις δεις.»

«Δεν ξέρω αν θα τις ξαναδώ, Μελέκ. Τις είχα μαζί μου στη Λευκωσία και τις έχασα.»

«Αυτό λοιπόν σε βασανίζει; Μη σε νοιάζει, βρε, θα σε βοηθήσω να τις βρεις. Θα κάνω ό,τι μπορώ» μου υποσχέθηκε. «Εσύ μόνο, μην κάνεις έτσι!»

«Φοβάμαι ότι χαθήκανε. Να το ξέρεις, χωρίς αυτές δεν θέλω τη ζωή μου» του είπα.

«Δεν χάνονται έτσι εύκολα μια γυναίκα κι ένα παιδί. Θα τις έχουνε σκλάβες. Θα τις βρούμε. Στο υπόσχομαι, Ρωμιέ, ότι θα τις βρούμε! Μη κάνεις σαν μωρό παιδί!»

Ήταν ένας καλός λόγος παρηγοριάς και εγώ ηρεμούσα σιγά-σιγά καθώς με χτυπούσε το θαλασσινό αεράκι.

«Έλα, πάμε πίσω. Το τραπέζι μας είναι άδειο» είπε.

Γυρίσαμε στην ταβέρνα και κάτσαμε για λίγο αμίλητοι. Μ’ έβλεπε που είχα γίνει χάλια και μ’ άφηνε στη μοναξιά μου. Γυρίσαμε σπίτι και κλείστηκα στο δωμάτιο που μου είχε δώσει. Δεν έβαλε φρουρό όπως έβαζε, ως τότε, κάθε βράδυ. Μου είχε χαρίσει την ελευθερία και το εννοούσε, κι ας την είχα αρνηθεί εγώ! Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο! Είχαμε σκοτώσει και παρά λίγο να σκοτωθούμε, για την ελευθερία εγώ, και για λάφυρα εκείνος. Τώρα, με το γλυκόπιοτο κρασί του Βοσπόρου χαρίζαμε τα τρόπαιά μας. Εκείνος παραιτείτο από το λάφυρο κι εγώ από την ελευθερία!

............(συνεχίζεται) ...... 

Παραπομπές: 

i Αφορμή για το μυθιστορηματικό πρόσωπο του Μελέκ Αχμέτ αποτέλεσε το ιστορικό πρόσωπο του Μελέκ Αχμέτ, θείου του ξακουστού Εβλιά Τσλεμπή, Τούρκου συγγραφέα και περιηγητή του 16ου αι. που έζησε στα μέσα του 17ου αι. και έγινε τελικά Μεγάλος Βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [ΠΗΓΗ: Εβλιά Τσελεμπή, “Ισταμπούλ”, 1610]

ii Η επαρχία του Όφι, βρίσκεται 60 χμ. ανατολικά της Τραπεζούντας σε ένα υπέροχο ορεινό τοπίο που το διασχίζει ο ποταμός Όφις που ονομάστηκε έτσι επειδή κυλάει με ζιγκ-ζαγκ σαν φίδι. Ανατολικά του ποταμού είναι τα ελληνικά χωριά και δυτικά βρίσκονται τα χωριά που εξισλαμίστηκαν τον 17ο αι. , είχαν όμως και τον 16ο μουσουλμάνους κατοίκους μεταξύ των χριστιανών. (ΠΗΓΗ: Μορφωτικός σύλλογος Ν.Τραπεζούντας Πιερίας «Υψηλάντης»).

iii Η Αντζιμάχ ήταν χωριό που εξισλαμίστηκε και το όνομά της ήταν Αντιμάχεια

iv Ντεβσιρμέ ήταν το παιδομάζωμα. Μάζευαν παιδιά χριστιανών κυρίως από τη Ρούμελη με λίγες εξαιρέσεις. Οι μουσουλμάνοι της Πόλης έστελναν τα παιδιά τους στην επαρχία για να εξαγοραστούν σαν σκλάβοι και να μπουν στο σώμα των γενιτσάρων. [ΠΗΓΗ: Βακαλόπουλος Απ. Ιστορία Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία, τόμος Β’ σελ. 50/ Ταξίδια του Εβλιά Τσελεμπή/ Βικιπέδια κλπ.]

v Οι Ατζέμ Ογλάν ήταν οι αυτοκρατορικοί ακόλουθοι που είχαν μπει πια στο παλάτι σε ενωμοτίες και ήταν οι φρουροί και ο στρατός του σουλτάνου. Η εξέλιξή τους ήταν να γίνονται αξιωματικοί στον στρατό [ΠΗΓΗ: Εβλιά Τσελεμπή / Βικιπέδια/ Βακαλόπουλος Απ./ κλπ]

vi Ήταν συνοικίες της Πόλης κατοικούμενες κυρίως από Ρωμιούς.

vii Σούφι ήταν οι σοφοί στον ισλαμικό κόσμο. Η προέλευση της λέξης ελληνική (σοφός).

 

**********************************

Αύριο Τρίτη 6/4 η συνέχεια με το 9β, δεύτερο μέρος του κεφαλαίου 9

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Ως γνωστόν γράφω βιβλία. Τα βιβλία μου θέλω να είναι ψυχαγωγικά, με την γνωστή έννοια της ψυχαγωγίας, ως διασκέδασης και μόρφωσης ταυτόχρονα. Ίσως γι αυτό διαλέγω να γράφω ιστορικά ή μυθολογικά μυθιστορήματα.

Μερικά εξ αυτών τα έχω εκδώσει, άλλα τα έχω δημοσιεύσει κι άλλα τα έχω ακόμα στο συρτάρι.

Μερικά από τα βιβλία αυτά τα έχω διαθέσιμα για όποιον επιθυμεί να διαβάσει ένα βιβλίο σε χαρτί κι εξώφυλλο κι όχι σε οθόνη. Τα διαθέτω σε τιμή συγγραφέα (υπάρχει κι αυτό) δέκα ευρώ το κάθε βιβλίο, ελάχιστα πάνω από το κόστος τους, έτσι ώστε να μου μένουν και μερικά για την βιβλιοθήκη μου.

Διατίθενται, λοιπόν, περιορισμένα αντίτυπα από τα εξής βιβλία:


 

***************************

1. Η συνωμοσία της Νίκαιας 

        κι οι απαρχές του νέου Ελληνισμού.

Εξελίσσεται από το 1.200 μΧ ως το 1.1211 μΧ.

Το δημοσίευσα σε συνέχειες. Είναι 440 σελ

2. Ο Ελεύθερος Λαός

        η αρχή και το τέλος του.

Είναι η ιστορία των Αμαζόνων και η δράση εξελίσσεται από το 1.064 πΧ ως το 1.048 πΧ

Είναι βιβλίο 348 σελίδων.

3. Τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα

Εξελίσσεται από τις 9 ως τις 11 Ιουνίου του 307 πΧ. τις μέρες που ο Δημήτριος ο Πολιορκητής εισέρχεται στην Αθήνα και διώχνει τον Δημήτριος Φαληρέα η προσφέροντας δημοκρατία. Το δημοσίευσα κι αυτό σε συνέχειες. Σελίδες 286.

4. Δον Χουάν Ηρακλείδης

        και η Ελληνορωμαϊκή Πολιτεία

Εξελίσσεται τον 16ο μΧ αι. Δημοσιεύεται σε συνέχειες. Είναι βιβλίο 256 σελίδων μεγέθους Α4.

5. Διόνυσος, 

        ο αιώνιος έφηβος και το λυκόφως των θεών

Μυθολογία. Η ιστορία του Θεού Διονύσου κοιταγμένη από μιαν νέα σκοπιά και μιαν άλλη διάσταση. 

Είναι βιβλίο 188 σελίδων.

6. Μελέαγρος και Αταλάντη, 

        στο κυνήγι του Τιτάνα Καλυδώνιου Κάπρου

Μυθολογία. Η ιστορία των θεών και των τιτάνων, μέσα από έναν περιπετειώδη μύθο για τον Μελέαγρο, τον καλυδώνιο Κάπρο και την εμπλοκή των θεών. Μια ανάλυση της μυθολογίας των αρχαίων μέσα από ένα πρίσμα διαφορετικό από ό,τι συνηθίζεται. Σελίδες 226 

7. Μια θυρίδα πτώματα

Αστυνομικό, κοινωνικό μυθιστόρημα, εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα. Σελίδες 248.

8. Η δική μας Δραπετσώνα

    αρχαιότητες, διατηρητέα και νεώτερα μνημεία 

Ένα λεύκωμα της Δραπετσώνας που καταγράφει και τεκμηριώνει τις αρχαιότητες που υπάρχουν καθώς και τα νεώτερα μνημεία της πόλης. Σελίδες 188

 

*******************************

Τώρα που υπάρχει πλέον μια δυνατότητα μετακίνησης, όποιος θέλει κάποιο ή κάποια βιβλία από τα παραπάνω μπορεί να με ειδοποιεί με κάποιον από τους εξής τρόπους

* είτε με ημέιλ gtsiridis2012@gmail.com, 

* είτε με το μέσεντζερ Tsiridis Georgios 

* είτε με το βάιμπερ ή τηλέφωνο 6972093606. 

Θα φροντίσω εγώ να τα στείλω, είτε με ταχυδρομείο και αντικαταβολή, είτε ιδιοχείρως.

Παλιότερες παραγγελίες (για άλλα βιβλία βεβαίως) που δεν έχουν εκτελεστεί λόγω των μέτρων θα τις προωθήσω τώρα.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

30 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.8γ)

Τελειώνει το κεφ. 8 με το τρίτο μέρος. Ο Χάρμος βρίσκεται αιχμάλωτος στο αμπάρι ενός πλοίου μαζί με άλλους πολεμιστές που ηττήθηκαν. Το πλοίο τους πηγαίνει σε ένα σκλαβοπάζαρο στην Ισταμπούλ. Ταξιδεύον μαζί του αρκετοί γνωστοί του από την Κύπρο. Αγωνιά για την Διονυσία και την Δηιάνειρα. Δεν γνωρίζει τίποτε για την τύχη τους.

*********************  

Δουλεμπόριο στην οθωμανική αυτοκρατορία


κεφ. 8γ

*** ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ***


Όταν συνήλθα χάραζε μια άγνωστη καινούρια μέρα. Το αχνό φέγγος της αυγής έμπαινε από έναν φεγγίτη κάπου ψηλά και μαρτυρούσε πως ξημέρωνε σιγά-σιγά. Ήμουν φυλακισμένος, δεμένος σε ένα κελί σκοτεινό στο υπόγειο κάποιας αποθήκης. Ήμουν εκεί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους. Είχαμε πιαστεί στην Πύλη της Αμμοχώστου ή σε άλλα μέρη της λεηλατημένης Λευκωσίας. Τα δεσμά μας ήταν αλυσίδες που πίεζαν καρπούς και αστραγάλους, χωρίς ελπίδα διαφυγής απ’ το μπουντρούμι. Η μυρωδιά ήταν βαριά κι ανυπόφορη. Την ένιωθα ακόμα κι εγώ που πρέπει να βρωμούσα κι ο ίδιος. Διψούσα τρομερά αλλά συνειδητοποίησα ότι ζούσα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι αφού δεν είχα σκοτωθεί εγώ στην ανατιναγμένη Πύλη, θα ζούσαν κι οι δυο μου γυναίκες. Ο διπλανός μου με είδε να κουνιέμαι μετά από πολλή ώρα. Μου γύρισε το πρόσωπό μου προς το δικό του. Ήταν αγνώριστος απ’ τους καπνούς και τα αίματα. Από κάπου εκεί κοντά ακούστηκε μια οικεία φωνή με ιταλική προφορά.

«Σε έσωσε η στολή λοχαγέ. Είπαν να σε κρατήσουν και να σε πουλήσουνε για λύτρα.»

Ήταν ο Άντζελο Καλέπιο, ο φρατέλο μου, συγγραφέας και Δομινικανός μοναχός. Ήταν γεμάτος καπνούς και λάσπες, μουτζουρωμένος σαν διάολος της κολάσεως.

«Φρα Άντζελο εσύ;» έκανα έκπληκτος.

Τον αναγνώρισα παρά τα χάλια του από την φωνή του κι ήμουν πολύ χαρούμενος που τον έβλεπα πάλι. Μέσα στα χάλια μας, κι αυτό ήταν κάτι …

«Τι έγινε το ημερολόγιο;» ήταν το πρώτο που ρώτησα.

«Το έχω πάνω μου. Όχι ολόκληρο βέβαια. Ένα μέρος του χάθηκε αλλά τα θυμάμαι όλα! Τα έχω γραμμένα εδώ μέσα» είπε δείχνοντας το κεφάλι του.

Μιλούσαμε σιγά. Έτσι κι αλλιώς η φωνή μας έβγαινε με μεγάλη δυσκολία.

«Έμαθες τι έγινε τελικά η πόλη;» ρώτησα.

«Η πόλη εάλω» είπε κάποιος από δίπλα. «Εσύ ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι;»

«Πήραν λάφυρα και σκλάβους» μου είπε ο διπλανός μου. «Οι υπόλοιποι πέθαναν!»

«Ο ορθόδοξος καθεδρικός;» ρώτησα.

«Δεν ξέρω τι έγινε εκεί» μου είπε ο Καλέπιο. «Ίσως να τα κατάφερε ο μπερμπάντης ο Λογαράς να τις σώσει. Βλέπεις, ήταν όμορφη η γυναίκα σου οπότε μπορεί να την πήραν σκλάβα για να την πουλήσουν.»

«Ξημερώνει Κυριακή;» ρώτησα.

Σκεφτόμουνα ότι Σάββατο πρωί είχε γίνει η έφοδος των Τούρκων και Σάββατο μεσημέρι είχα χτυπηθεί. Άρα, πρέπει να κοιμόμουν περίπου δεκαοχτώ ώρες.

«Ξημερώνει Τρίτη» μου είπε ο διπλανός.

Τινάχτηκα αιφνιδιασμένος κι ένιωσα να πονάω παντού σε ολόκληρο το κορμί μου.

«Τι λες; Δεν είναι δυνατόν» του είπα.

«Κοιμάσαι τρεις μέρες. Ήσουν σε κώμα» είπε ο Καλέπιο.

«Με γνωρίζεις;» με ρώτησε αυτός που ήταν δεμένος ανάμεσα σε μένα και τον Φρα-Άντζελο Καλέπιο.

Τον κοίταξα γυρίζοντας με δυσκολία προσπαθώντας να τον αναγνωρίσω. Το πρόσωπό του ήταν μπαρουτοκαπνισμένο κι είχε γένια γεμάτα με αίμα και λάσπη. Ήταν σκοτάδι ακόμα. Η αυγή είχε φέξει αλλά ο φεγγίτης ψηλά άφηνε ελάχιστο φως να μπαίνει στο μπουντρούμι όπου ήμασταν κλεισμένοι.

«Είμαι ο Γιώργης. Ο Γιώργης ο Τσόμης» μου είπε.

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τη φωνή του. Τον κοίταξα καλύτερα και τον αναγνώρισα. Θα ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά, βέβαια δεν υπήρχε τέτοια πολυτέλεια.

«Γιώργη, τι έγινε;» ρώτησα αμήχανος σαν χαμένος.

«Μας χαλάσανε Χάρμο. Πήραν την πόλη δική τους κι εμάς μας πήραν σκλάβους. Δυο μέρες αλωνίζουν χωρίς καμιά συγκράτηση, κι ακόμη δεν τελείωσαν! Αμέτρητοι σκοτώθηκαν κι εμείς είμαστε τυχεροί που ζούμε ακόμα.»

Αυτό ακριβώς μου είχε ζητήσει η Διονυσία. Να ζούσα κι ας πιανόμουν αιχμάλωτος. Εκείνη όμως; Η Δηιάνειρα; Μακάρι να είχαν την ίδια τύχη με μένα. Οι Τούρκοι ήθελαν όμορφες σκλάβες και όμορφα παιδάκια γιατί τα πουλούσαν εύκολα. Θα πουλούσαν τις δυο αγάπες μου ακριβά γιατί ήταν όμορφες. Ακουγόταν τρελό αλλά ευχόμουν να είναι κάπου αλυσοδεμένες. Το άλλο ενδεχόμενο, να είχαν σκοτωθεί, δεν μπορούσα ούτε να το σκέφτομαι. Τρεις μέρες λεηλασίας δεν θα είχαν αφήσει τον καθεδρικό απείραχτο. Δεν άντεχα στη σκέψη του θανάτου. Την έσβηνα από το μυαλό μου που το προτιμούσα άδειο σαν άχυρο. Με παρηγορούσε η σκέψη ότι θα ήταν αλυσοδεμένες σαν εμένα, έτοιμες για το σκλαβοπάζαρο!

Ακούστηκε φασαρία κι άνοιξε η πόρτα. Μπήκαν μέσα οι γενίτσαροι και πήραν μερικούς αιχμαλώτους. Ένας πήγε να αντισταθεί και του έκοψαν το κεφάλι. Το είδα να πέφτει από τους ώμους του. Το ακονισμένο χατζάρι του γενιτσάρου έκοψε τον λαιμό σαν ένα καρβέλι ψωμί. Το νεκρό σώμα τραβήχτηκε έξω από αιχμαλώτους που ήταν λυμένοι και δούλευαν για τους γενίτσαρους ως μεταφορείς. Οι υπόλοιποι τρομαγμένοι βγήκαν κι η πόρτα έκλεισε βαριά πίσω τους. Ήμασταν όλοι παγωμένοι, όμως, γνωρίζαμε τι θα πει πόλεμος και τι ήττα, κι ήμασταν προετοιμασμένοι γι αυτό. Ήττα σήμαινε είτε τον θάνατο είτε την επίπονη περιπλάνηση στα σκλαβοπάζαρα. Ο αβάσταχτος βίος του σκλάβου περνούσε σε βρωμερά βυρσοδεψία ή σε μύλους-κολαστήρια. Ακόμα κι η ζωή του σιδηροδέσμιου κωπηλάτη σε μια γαλέρα ήταν δίκαιη πληρωμή με αντάλλαγμα τη ζωή του ηττημένου. Όλοι γνωρίζαμε τις συνέπειες.

«Έχουν ανοίξει από τώρα σκλαβοπάζαρο. Πουλάνε τους σκλάβους μεταξύ τους. Όσοι έπιασαν πολλούς τους πουλάνε σε όσους έπιασαν λίγους. Τους ξεφορτώνονται γιατί δεν μπορούν να μεταφέρουν σε ένα καλό σκλαβοπάζαρο πολλούς μαζί» μας εξήγησε ο Γιώργης.

«Και η τιμή τώρα είναι εξευτελιστική» συμπλήρωσε ένας άλλος πιο εκεί.

«Βολεύονται έτσι κι όσοι δεν κατάφεραν να μαζέψουν σκλάβους στην επιδρομή. Θα μας μεταπουλήσουν ακριβότερα όταν μας πάνε απέναντι» είπε ο Τσόμης.

«Από τη μέρα που πάτησαν πόδι στο νησί, ανοίξανε σκλαβοπάζαρο. Το έχουν στον Φοίνικα απέναντι απ’ την Κερύνεια και κάνουν χρυσές δουλειές» είπε κάποιος.

Ήταν γνωστή η φωνή στο βάθος, μιλούσε ιταλικά.

«Ποιος είσαι εσύ που μίλησες;» ρώτησα στα ιταλικά,. «Η φωνή σου γνωστή, αλλά, το μυαλό μου δεν δουλεύει καλά για να θυμηθώ το όνομά σου.»

«Είμαι ο Φραντσέσκο Κονταρίνι(i)» είπε αυτός.

«Φραντσέσκο, ζεις; Χαίρομαι γι αυτό.»

Ο Κονταρίνι είχε διακριθεί πολύ στις μάχες. Αντί για τα ιερατικά του ρούχα, φορούσε στολή πολεμιστή. Έδινε κουράγιο σε όλους μας τις σαράντα έξι μέρες της πολιορκίας της πόλης μέχρι την άλωσή της. Ο ιερέας που είχε δώσει όλο του το είναι για την υπεράσπιση της Λευκωσίας ήταν πολύ γενναίος άνδρας. Χάρηκα που άκουσα τη φωνή του.

«Κι εγώ χαίρομαι που ζεις λοχαγέ» μου είπε κι αυτός «κι ας είμαστε σε αυτή την κατάσταση, αλυσοδεμένοι και δούλοι! Έμαθες τίποτα για τη γυναίκα και την κόρη σου;»

«Όχι» του είπα με αγωνία. «Ξέρεις εσύ κάτι;»

«Λεηλάτησαν όλους τους ναούς κι όχι μόνο τους δικούς μας. Δεν σεβάστηκαν ούτε τους ορθόδοξους που έλεγαν ότι θα τους ξεχωρίσουν.»

«Έμαθες τίποτα;» τον ρώτησα πάλι.

«Όχι, όχι» μου είπε.

Δεν τον πίστεψα και ανησύχησα. Δεν σεβάστηκαν ούτε τον καθεδρικό των ορθοδόξων;

«Πες μου Φραντσέσκο» του είπα. «Πες μου τι γνωρίζεις. Θέλω να ξέρω, τι έγιναν η γυναίκα μου και το παιδί μου.»

«Δεν ξέρω λοχαγέ» μου είπε. «Πώς να ξέρω τι έγινε σε ολόκληρη την πόλη; Οι αχρείοι τα γκρέμισαν όλα, τα έκαψαν, σκότωσαν πολλούς, πιάσανε χιλιάδες αιχμάλωτους. Πώς να ξέρω τι γίνανε οι δικοί σου; Έλα στα συγκαλά σου!»

«Καλά, εντάξει» του είπα πιο ήρεμος.

«Δυστυχισμένε» έκανε ο Φρα-Άντζελο από δίπλα. «Έχε πίστη στο Θεό!»

«Πάψε φρατέλο» του είπα. «Άσε με στον πόνο μου.»

«Μα μόνο ο Θεός μπορεί να μας δώσει ελπίδα, λοχαγέ. Αυτή την ελπίδα χρειάζεσαι μέσα σου κι εσύ!»

«Δεν θέλω ελπίδα φρατέλο. Την γυναίκα μου θέλω και την κόρη μου» φώναξα. «Το καταλαβαίνεις αυτό;»

«Ηρέμησε λίγο, λοχαγέ και σκέψου πιο ψύχραιμα! Μην ανησυχείς. Οι Τούρκοι όλες αυτές τις μέρες δεν κυνηγούσαν γυναικόπαιδα. Εμάς ήθελαν να σφάξουν οι άτιμοι άπιστοι και δυστυχώς το κατάφεραν.»

Σταμάτησα να φωνάζω κι έμεινα ασάλευτος ενώ με βασάνιζαν οι σκέψεις. Στο μυαλό μου στριφογύριζε συνέχεια ο Ιάκωβος κι η εικόνα της Χριστίνας να διηγείται τις τελευταίες του στιγμές. Τον έβλεπα λες μπροστά στα μάτια μια να βγαίνει αγέρωχος από το φρούριο της Σουτσεάβας για να συζητήσει. Κι αντί γι αυτό, σκοτωνόταν από τους Βογιάρους.

Αμέσως μετά ερχόταν η εικόνα της Διονυσίας! Και μετά η Δηιάνειρα. Κι ύστερα πάλι ο Ιάκωβος. Και μετά η κηδεία του πατέρα μου στην Κερασούντα κι ας μην ήξερα αν ζούσε ή όχι. Οι εικόνες των νεκρών στρατιωτών μας αλλά και των νεκρών εισβολέων έρχονταν ολοζώντανες μπροστά μου. Τα μάτια όλων των πεθαμένων, δικών και ξένων, με κοιτούσαν με μιαν εύλογη απορία. Μέσα στο μυαλό μου ξετυλιγόταν ένα ατελείωτο δράμα από εικόνες και φαντάσματα. Και στο τέλος του κάθε εφιάλτη ερχόταν το πρόσωπο της Διονυσίας και το πρόσωπο της μικρής Δηιάνειρας. Ήταν ο μόνιμος επίλογος του εφιάλτη που έφευγε και πρόλογος εκείνου που ερχόταν. Οι δυο γυναίκες ζητούσαν με παρακάλια να τους δώσω βοήθεια.

Δεν μπόρεσα να μάθω την τύχη τους ούτε κι όταν αναχωρήσαμε απ’ την Λευκωσία. Πήγαμε πεζή στην Τεμόρφου(ii) όπου μας επιβίβασαν σε γαλέρες για να μας μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Ποιον θα ρωτούσα εξ άλλου έτσι σκλάβος κι αλυσοδεμένος που ήμουν; Ο ώμος μου πονούσε κι όλο μου το σώμα υπέφερε. Προχωρούσα για μέρες χωρίς να μιλάω, να βλέπω ή να σκέφτομαι. Η διαδρομή Λευκωσία-Τεμόρφου ήταν ένα μαρτύριο από την πείνα, την δίψα και την κούραση. Έστω και δύσκολα, κατάφερα να το περάσω.

Δεν ήμουν ούτε νέος και δυνατός για να πουληθώ για σκλάβος. Ή θα με σκότωναν ή θα έβγαζαν κάποιο κέρδος από μένα ανταλλάσσοντάς με για λύτρα. Εκείνο που μετρούσε ήταν μια γρήγορη λογιστική οικονομική αποτίμηση κέρδους-ζημίας. Τόσα έτρωγα, τόσο στοίχιζε η μεταφορά μου, τόσα έσοδα θα έφερνα, συν αυτό πλην εκείνο, νά το αποτέλεσμα. Αν έβγαινε θετικό έμενες για το σκλαβοπάζαρο, αλλιώς σε πουλούσαν για πενταροδεκάρες ή σε σκότωναν επί τόπου. Η ζωή ποτέ δεν είχε μικρότερη τιμή από όσο αυτές τις μέρες. Ο Καλέπιο είχε πει σε ένα γενίτσαρο, μάλλον τον ιδιοκτήτη μας, ότι θα έπιανα καλά λεφτά, κι έτσι σώθηκα. Φορούσα στολή λοχαγού που έδειχνε ότι ίσως ήμουν ευγενής, άρα θα ενδιαφέρονταν. Οι δουλέμποροι θα ζητούσαν τα λύτρα από τον Βενετό πρεσβευτή. Αν κάποιος ενδιαφερόταν για μένα, θα έβγαζαν ένα καλό ποσό για το τομάρι μου. Ο Καλέπιο τους είπε ότι θα είχαν σίγουρο κέρδος κι έτσι δεν με πείραξαν. Βέβαια, στη γαλέρα η ταλαιπωρία συνεχίστηκε. Παρά το τραύμα στον ώμο δεν γλίτωσα ούτε από την κωπηλασία ούτε από τα σιδερένια μου δεσμά. Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, με εξάντλησαν.

Στο ταξίδι πέθαναν αρκετοί από αρρώστιες ή πληγές που κακοφόρμιζαν. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια για κανέναν από τους αιχμαλώτους να γλιτώσει την ταλαιπωρία. Τράβηξα κουπί κι έμαθα τι θα πει κωπηλάτης σε γαλέρα. Βρώμα και δυσωδία, πόνος σε ολόκληρο το σώμα, πλήρης εξάντληση κι επιβίωση στα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Κανείς δεν είχε όρεξη για συζητήσεις. Το ταξίδι Κύπρος-Πόλη πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια ανακουφιστική βουβαμάρα.

Κωπηλατούσα μονότονα χωρίς να σκέφτομαι, αφού οι σκέψεις με πλήγωναν. Πότε με εφιάλτες και πότε με φαντασίες το μυαλό μου εξακολουθούσε να με παιδεύει. Άλλοτε ξέφευγα απ’ την θλιβερή πραγματικότητα κι άλλοτε βυθιζόμουν βαθιά σ’ αυτήν. Αντιμετώπιζα με ενστικτώδη τρόπο την τραγική μου μοίρα. Είχα συμβάλει, μαζί μ’ όλη την Αδελφότητα, σε μια επική προσπάθεια. Είχαμε βοηθήσει την Βενετία να πολεμήσει τους Τούρκους κι οι Δόγηδες το είχαν καταγράψει στα κατάστιχά τους. Η απώλειά μου ή η αιχμαλωσία μου είχαν περάσει, ή θα περνούσαν σύντομα, στα λογιστικά τους βιβλία. Μπορούσαμε πια να αξιώσουμε από τους Βενετούς ισότιμη μεταχείριση στην εξέγερσή μας, όταν θα γινόταν. Η θυσία τόσων ανδρών κι οι κίνδυνοι που είχαμε περάσει, θα μετρούσαν υπέρ μας σε μια ενδεχόμενη διαπραγμάτευση.

Ωστόσο, πριν από όλα, έπρεπε να πάρει τη σκυτάλη ο Πάπας να φτιάξει το αντιτουρκικό στρατόπεδο. Η αντίσταση της Λευκωσίας είχε σώσει, προς το παρόν, την Αμμόχωστο. Η Κύπρος δεν είχε πέσει με μια αστραπιαία κίνηση στα χέρια του Οθωμανού. Ο Ισπανός βασιλιάς πιεζόταν στα παράλιά του και στο νότο της χώρας του από τους Μορίκος. Το σκηνικό που ζητούσαμε είχε στηθεί. Ο χριστιανικός συνασπισμός είχε έρθει ένα βήμα πιο κοντά.

Οι απώλειες, βέβαια, ώσπου να γίνει αυτό, ήταν πολύ μεγάλες. Φοβόμουν μήπως περιείχαν κι ένα προσωπικό δικό μου δράμα. Αποδεχόμουν ευχαρίστως τον δικό μου θάνατο, ο οποίος, εξ άλλου, ποτέ δεν με φόβιζε. Για τους δικούς μου ανθρώπους όμως τον έτρεμα. Είχα γεμίσει ενοχές κι είχα πολλές τύψεις που είχα αφήσει, τότε, μόνο του τον Ιάκωβο στη Σουτσεάβα. Τότε που επαναστάτησαν οι Βογιάροι και που τον σκότωσαν. Αν πάθαιναν κακό τώρα οι δυο αγαπημένες μου υπάρξεις ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Ήμουν ο φταίχτης που τις παρέσυρε άδικα στο σφαγείο της Λευκωσίας; Δεν άντεχα ούτε να το σκέφτομαι. Ήλπιζα ότι θα ήταν αλυσοδεμένες και ότι θα οδηγούνταν σε κάποιο σκλαβοπάζαρο όπου θα τις ξανάβρισκα. Ήταν πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Θα έπρεπε να έχει συμβεί, γιατί ήταν το μόνο που άντεχα να σκέφτομαι!

Τεμόρφου και μετά Φοίνικας στην απέναντι από την Κύπρο ακτή. Ρόδος, Κάλυμνος, Πάτμος, Ικαρία, Χίος, Μυτιλήνη, Μπεχράμ, Τσανάκκαλε, Καλλίπολη, Μαρμαράς, Πάνορμος, Πόλη. Μια διαδρομή που ισοδυναμούσε με δέκα γολγοθάδες για τον καθένα μέσα στα αμπάρια της δουλεμπορικής γαλέρας. Μας πήγαινε και την πηγαίναμε. Ο Φραντσέσκο Κονταρίνι δεν άντεξε και πέθανε. Παρέδωσε τα ημερολόγιά του, όπου ήταν γραμμένο το χρονικό των παθών μας, στους ανθρώπους γύρω του. Ύστερα παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Οι Τούρκοι έκαναν μια μικρή λειτουργία για την διάβαση του καθολικού επισκόπου από τον επίγειο κόσμο στον ουράνιο. Όταν έριξαν το πτώμα του στη θάλασσα, εμείς οι σκλάβοι από τα αμπάρια τραγουδήσαμε ένα ρέκβιεμ για αποχαιρετισμό. Κι άλλοι πολλοί δεν άντεξαν κι έφυγαν για την άλλη ζωή στην οποία πίστευαν όσο ζούσαν. Άφησαν τους επιζήσαντες σκλάβους να τραβάμε κουπί και να ελπίζουμε. Η θάλασσα έγινε η τελευταία τους κατοικία. Στην απελπισία μας, τίποτε δεν μας ένοιαζε πια. Απλά πλησιάζαμε στην Πόλη. Οι πιο πολλοί καταφέραμε να φτάσουμε στο τέλος του ταξιδιού.

Ο Φρα Άντζελο, με το σημειωματάριό του, ο Γιώργης Τσόμης κι ο Γιώργος Σωζόμενος έφτασαν μαζί μου στο τέρμα. Ξεθεωμένοι αντικρίσαμε, από το μοναδικό φιλιστρίνι του αμπαριού, την παντοτινή και πολύχρυση Πόλη. Βασιλεύουσα πόλη των Χριστιανών Ρωμαίων κάποτε, και των Οθωμανών τώρα. Για μας βέβαια δεν ήταν η πιο λαμπρή πόλη του κόσμου αλλά ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο της Μεσογείου!

===

παραπομπές:

i Ο Φραντσέσκο Κονταρίνι ήταν ένας Λατίνος ιερέας, επίσκοπος Πάφου αλλά πολεμιστής της Λευκωσίας, που ήταν μια από τις ηρωικές μορφές στην πολιορκία της Λευκωσίας. Πέθανε κατά την εισβολή των Τούρκων ή μετά την την αιχμαλωσία και κατά την μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια /κ.α)

ii Τεμόρφου λεγόταν επί φραγκοκρατίας η Μόρφου

*********************

Από Δευτέρα 5/4 μπαίνουμε στο κεφάλαιο 9.