Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

41 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 41η

Προτελευταία ανάρτηση σήμερα. Είμαστε στο απόγευμα της τρίτης μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα στις 9,10 και 11 Ιουνίου του 307 π.Χ. 

Ο τίτλος της ενότητας "Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα"

*************************************


3.-

Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα!

Ο Ιάσων ήταν ακόμα ζαλισμένος αλλά συνερχόταν. Όσο η ώρα περνούσε, τελείωνε κι η επίδραση των φαρμάκων πάνω του. Μαζί του συνερχόταν σταδιακά κι η Δάφνη. Χαμένη απ' τον κόσμο επί μια-δυο μέρες, φαρμακωμένη με ισχυρά βότανα κι ουσίες, δεν ήταν στα καλά της. Μελαγχολούσε κι έκλαιγε γι αρκετή ώρα αλλά σιγά σιγά επανερχόταν. Τον είδε δίπλα της. Φοβήθηκε πως επρόκειτο για ένα ακόμη όνειρο που θα έσβηνε. Έσφιξε το χέρι του μέσα στο δικό της κι αισθάνθηκε πως αυτό το άγγιγμα ήταν αληθινό. Τον κοίταξε με βλέμμα χαμένο.

«Ιάσων, τι έπαθα;»

«Σε δηλητηρίασαν, αγάπη μου, όπως κι εμένα» της είπε.

«Γιατί;»

«Για να μας χωρίσουν».

«Και ... και ... τα κατάφεραν;»

«Όπως βλέπεις, έκαναν μια τρύπα στο νερό».

Του χαμογέλασε.

«Νόμιζα ότι ήσουν συνέχεια μαζί μου» του είπε.

«Ήμουν Δάφνη! ... με κάποιο τρόπο ήμουν!»

Βρίσκονταν ακόμα στον γυναικωνίτη του Δημήτριου. Αυτός είχε φύγει με τους Μακεδόνες του άλλου Δημήτριου, του Ελευθερωτή. Ο Ιάσων τον είχε ξυλοκοπήσει δυο φορές άγρια κι είχε βγάλει το άχτι του. Κι ύστερα είχε ανέβει σαν σφαίρα στον επάνω όροφο, στον γυναικωνίτη, για να βρει την Δάφνη. Δεν ήταν κακοποιημένη, ήταν όμως ναρκωμένη και ταλαιπωρημένη. Δεν είχε πληγές στο σώμα ή την ψυχή της, απλά δεν θυμόταν τίποτε σχεδόν από όσα είχαν γίνει.

«Θα με πάρεις από εδώ;» τον ρώτησε.

«Ναι, αγάπη μου, ετοιμάζουν την άμαξα, είναι κι ο πατέρας σου κάτω».

«Τον είδα. Μού είπε ότι όλα θα πάνε καλά».

Ο Ανθέστης είχε έρθει εδώ στον γυναικωνίτη μαζί με την Κλεοτίμα και την Νικάτα πριν από τον Ιάσονα. Τώρα ήταν κάτω κι ετοίμαζε την αναχώρησή τους.

«Αλήθεια, πού βρισκόμαστε;» τον ρώτησε.

Ως τώρα δεν είχε απορίες πού βρισκόταν και πώς είχε βρεθεί εδώ. Όμως όλα γύρω της τής ήταν άγνωστα, ένα ξένο δωμάτιο σε ένα άγνωστο μέρος. Ήταν το σπίτι του Φαληρέα; Κάτι αόριστο και συγκεχυμένο τής ερχόταν στο νου.

«Ο άτιμος ο Φαληρέας μας απήγαγε και τους δυο» της είπε ο Ιάσων. «Εμένα για να μου βουλώσει το στόμα κι εσένα για να σε κάνει γυναίκα του».

«Και ... και ... τι έγινε;» ρώτησε η Δάφνη χωρίς να είναι βέβαιη για τίποτε.

«Μας έφερε εδώ, στο πατρικό του. Εμένα με έριξε στα υπόγεια κι εσένα σε έβαλε εδώ, στον γυναικωνίτη. Ήθελε να σε κάνει δική του».

Όλο και κάτι θυμόταν η Δάφνη, κάποια πράγματα που της άρεσαν και κάποια που την απωθούσαν.

«Κι εσύ τι έκανες; Του ξέφυγες;»

«Ναι! Κι όχι μόνο. Του έριξα και δυο χέρια ξύλο» είπε ο Ιάσων με περηφάνια.

Η Δάφνη χαμογέλασε.

«Δεν μπορεί να μας βλάψει, τον συνέλαβαν» της είπε.

«Ιάσων, πριν με ποτίσουν με φάρμακα και χάσω τον εαυτό μου, εμείς οι δυο ..». είπε διστακτικά.

«Ναι αγάπη μου, εμείς οι δυο γίναμε ένα! Καλά θυμάσαι» της είπε εκείνος γεμάτος χαρά.

Τον αγκάλιασε σφιχτά κι η καρδιά της χτύπησε δυνατά.

«Ήταν τόσο όμορφα, ποτέ δεν έχω αισθανθεί τόσο όμορφα» του είπε κοκκινίζοντας αλλά και με ένταση.

«Έτσι θα είμαστε σε όλη μας τη ζωή» της είπε αυτός.

«Το θέλεις; Πες μου, το θέλεις ή, απλά, με παρηγορείς;»

«Αν το θέλω λέει; Το ρωτάς; Και βέβαια το θέλω!»

«Ω, Ιάσων, με κάνεις ευτυχισμένη» του είπε.

Αφέθηκε στην αγκαλιά του. Αυτός την φίλησε τρυφερά.

«Σε είδε καθόλου ο πατέρας μου;» τον ρώτησε ξαφνικά. «Μιλήσατε;»

«Δεν μιλήσαμε αλλά δεν χρειάζεται. Ξέρει τα πάντα κι έχω τη γνώμη πως συμφωνεί» της απάντησε.

«Θέλεις αλήθεια να ζήσουμε μαζί;» τον ρώτησε ξανά.

«Αν το θέλω; Κοντέψαμε να χάσουμε κι οι δυο τις ζωές μας, αγάπη μου, για να είμαστε μαζί κι εσύ ρωτάς ακόμη;»

«Μου αρέσει που σε ακούω να μου το λες. Μου δείχνει πως από εδώ και πέρα θα είναι όλα αλλιώτικα».

«Αύριο» της είπε, «θα είναι μια καινούρια μέρα!»

.............................................

Ο Υπάνωρ υπέγραψε την καταγγελία. Η οργάνωση κι ο Μεγάλος Μύστης, ο Παρμίων του Θρασύλλου από τον δήμο Κεραμέως την είχαν άσχημα. Ήταν αναφορά στον Άρχοντα Βασιλιά, στον πολίτη που προέδρευε φέτος στον Άρειο Πάγο. Εκεί εξετάζονταν οι σοβαρές υποθέσεις ιεροσυλίας ή φόνου. Η αναφορά θα πήγαινε στον πολίτη που ήταν φέτος Επώνυμος Άρχων, που ήταν κι ο αρμόδιος για τις αντιδόσεις. Μάρτυρες για όσα κατέθετε ήταν ο Ζείκρατος, ο Μύρων κι ο Φανοκράτης. Είχε έγγραφες καταθέσεις απ' τον Δέξιππο για τις αντιδόσεις κι απ' τον Αγακάτη για τους φόνους. Ο Υπάνωρ κατέγραψε ως συνεργούς του Παρμίονα, τον Ιεροφάντη Λευκοπέα και -με μεγάλη δυσκολία- την Πανδότη. Δεν έγραφε κουβέντα για τους Φερεθάνη και Ληθόνου όπως δεν έγραψε τίποτε για δική του συμμετοχή. Ό,τι είχε κάνει ο Παρμίων είχε γίνει με ανθρώπους εντελώς ξένους. Τους φιλοξενούσε και τους έβαζε να κάνουν τους φόνους.

«Εδώ αυτό είναι ψέμα» είπε ο Υπάνωρ.

«Όχι ακριβώς ψέμα. Απλά, δεν λες όλη την αλήθεια» τον παρηγόρησε ο Μύρων.

«Και καλά κάνεις ... συνέχισε» του είπε ο Ζείκρατος.

«Όμως, για να με εκδικηθεί για ό,τι κάνω, ο Παρμίων θα τα πει όλα για μένα» είπε ο Υπάνωρ.

«Ο λόγος του ενάντια στο δικό μας» είπε ο Ζείκρατος. «Αυτός είναι το γνωστό «αρπακτικό» ο τσαρλατάνος που κάνει φόνους για να αρπάξει περιουσίες. Εμείς οι φίλοι του θύματος που τον ανακαλύψαμε».

«Ποιον λες να πιστέψουν;» του είπε ο Μύρων.

«Μήπως να έφευγα για σιγουριά» είπε πάλι ο Υπάνωρ.

«Μην ανησυχείς, είσαι υπό την προστασία μας».

«Γνωρίζετε ότι ήμουν κι εγώ ένας από τους φονιάδες του φίλου σας. Το ξεπερνάτε αυτό;»

«Μετράνε όλες σου οι πράξεις» του είπαν. «Αυτό θα μας έλεγε κι ο Ερμόδωρος αν ήταν εδώ μαζί μας».

Όταν τελείωσαν με τις καταγγελίες και τις καταθέσεις, ο Υπάνωρ βγήκε έξω στην αυλή. Βρήκε την Εριφύλη που τον περίμενε και την πλησίασε διστακτικός.

«Θα μπορέσεις ποτέ να κατανοήσεις όλα όσα έκανα;» τη ρώτησε.

«Ήσουν δειλός» του είπε.

«Ναι!» έκανε εκείνος σκύβοντας το κεφάλι.

«Όμως, δεν είσαι πια. Τώρα είσαι γενναίος. Καθάρισες τον τόπο απ’ τον Ιεροφάντη και τώρα καθαρίζεις και τον Μύστη. Τέτοιο κατόρθωμα δεν το έχει καταφέρει κανείς».

Την κοίταξε να δει αν τα πίστευε αυτά που του έλεγε. Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του. Ήταν σε μια εσοχή μπροστά από τον στάβλο και, για να μην φαίνονται, προχώρησαν προς τα μέσα αγκαλιασμένοι.

«Τα πιστεύεις αυτά;» την ρώτησε.

«Σε πιστεύω, όπως σε πίστευα πάντα και ... τώρα είδα ότι είσαι κι ο ήρωάς μου!» του είπε.

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια ... φίλησέ με, το θέλω τόση ώρα!» του ζήτησε.

Την φίλησε και δυσκολεύτηκε να την αφήσει. Την είχε στην αγκαλιά του και την ποθούσε. Αυτό που είχαν κάνει στην «Σπηλιά» τον είχε τρελάνει. Με το που την έβλεπε ήθελε να την αγκαλιάζει και να την κάνει ξανά και ξανά δική του. Ήταν κι εκείνη πρόθυμη και δεν μπορούσε να κρατηθεί.

«Με θέλεις;» τον ρώτησε κι η ανάσα της τον έκαψε.

«Ρωτάς;» της απάντησε. «Δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο».

«Πάμε γρήγορα κάπου να μείνομε μόνοι. Πάμε όπου θέλεις, ακόμα και στη Θήβα» του είπε χαμογελώντας.

«Ξέρεις, δεν χρειάζεται να φύγουμε πια. Δεν πρόκειται να κατηγορηθώ και δεν φοβάμαι την οργάνωση. Δεν υπάρχει λόγος να πάμε αλλού».

«Ε, τότε, λοιπόν, ας πάμε κάπου για να ζήσουμε μαζί. Αυτό δεν θέλεις κι εσύ;»

«Αυτό θέλω και θέλω να στο προτείνω εδώ και ώρα!»

«Και τι σε εμποδίζει;»

«Τα φιλιά σου. Με κάνουν να ξεχνιέμαι. Τα χάδια που βιάζομαι να σου δώσω» της είπε.

«Πες μου το λοιπόν» του ζήτησε η Εριφύλη κι αφέθηκε στην αγκαλιά του.

«Από αύριο όλα θα είναι αλλιώτικα για μας» της είπε.

«Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα!» είπε κι εκείνη.

................................................

Ο Ζείκρατος ένιωθε ότι είχε ολοκληρώσει μιαν αποστολή, κι ήταν ικανοποιημένος. Η διάλυση της ορφικής οργάνωσης που σκότωνε για το χρήμα, ήταν πολύ σημαντικό επίτευγμα. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ξεδιάλυνε τον λόγο και τον τρόπο θανάτου του φίλου του. Επιπλέον, ένα απόστημα της κοινωνίας είχε εξοντωθεί. Ήταν ένα ηθικό πρόβλημα που ξεπερνούσε τα συνηθισμένα εγκλήματα. Θανάτους για χρήμα και για δύναμη προκαλούσαν κι οι πόλεμοι. Εκτελέσεις αθώων είχαν κάνει κι οι τύραννοι. Φόνους για κλοπή περιουσιών έκαναν κι οι πειρατές κι οι ληστές. Κι όμως, σε όλα αυτά υπήρχε μια στοιχειώδης ηθική. Ο εχθρός ήταν απέναντι κι επιτίθετο. Όποιος δεχόταν την επίθεση είχε την δυνατότητα να αμυνθεί. Εδώ ήταν φόνοι μετά από παρατήρηση των οικονομιών των θυμάτων. Είχαν την κάλυψη ανθρώπων της Επιμελητείας, ώστε το κόλπο να πετύχει. Συνυπήρχαν φόνος, δόλος, διαφθορά, κλοπή, πονηρία, δειλία, κρυψίνοια κι απάτη. Συνωστίζονταν όλα τα αντίθετα της αρετής και της γενναιότητας. Απεχθανόταν αυτή την ιδέα και σιχαινόταν τους εγκέφαλους αυτής της πράξης, Ήταν ευτυχής που είχε τελειώσει μαζί τους.

Θα προστάτευε τον Υπάνορα, που τους είχε βοηθήσει να τελειώσουν το έργο τους. Πραγματικά δεν μισούσε τους τρεις εκτελεστές της οργάνωσης. Τους θεωρούσε παιδιά που είχαν παρασυρθεί από δόλιους καθοδηγητές. Ο Υπάνωρ είχε και μιαν ακόμη ιδιότητα που συγκινούσε τον Ζείκρατο, ήταν ερωτευμένος με την Εριφύλη. Ήθελε να φύγει μαζί της από την Αθήνα για να μείνει μαζί της. Προτιμούσε να χάσει τη γη των προγόνων του, να υποστεί μιαν εθελοντική εξορία, κάτι που ισοδυναμούσε με ποινή. Του αρκούσε η γυναίκα που αυτός είχε διαλέξει και που εκείνη τον είχε διαλέξει επίσης. Σε αυτό το σημείο, τον ζήλευε.

Η παρέα βάδιζε αργά, επιστρέφοντας απ' το Φάληρο στον Πειραιά. Περνούσαν την όμορφη κι ευωδιαστή περιοχή, ανάμεσα στις εκβολές του Ιλισού και του Κηφισού. Λίγο πιο μπροστά του προχωρούσε η Νικάτα, γεμάτη ζωή και νιάτα. Ήταν πικραμένη από τον θάνατο του πατέρα της αλλά κι ευτυχής που τον είχε εκδικηθεί. Ήταν χαρούμενη γιατί είχε γίνει μέλος μιας παρέας γυναικών που θαύμαζε κι εκτιμούσε. Η Νικάτα προχωρούσε όλο χάρη κι ομορφιά κι ο Ζείκρατος την κοιτούσε. Τον μαγνήτιζε η κίνηση της και τον πλήγωνε η τόση ομορφιά της.

«Ε, τι γίνεται εδώ; Τι έχεις Ζείκρατε;» τον είχε ρωτήσει κάποια στιγμή η Κλεοτίμα κι εκείνος είχε απαντήσει «τίποτε, τίποτε, απλά σκέφτομαι». Το ίδιο περίπου «τι έχεις Ζείκρατε;» τον είχε ρωτήσει πριν λίγο κι ο Μύρων. Είχε λάβει κι αυτός την ίδια απάντηση «τίποτε, Μύρων, απλά σκέφτομαι». Τι να τους έλεγε, ότι στο μυαλό του τριγύριζε η νεαρή που είχε τα μισά του χρόνια. Να τους ομολογούσε πως την έβλεπε σαν μια θεά;

«Τι έχεις Ζείκρατε;» τον ρώτησε μιαν άλλη στιγμή η ίδια η Νικάτα.

«Σε σκέφτομαι» της απάντησε χωρίς πολλή σκέψη.

«Με ..εμένα;» απόρησε η νεαρή και κοκκίνισε.

«Ναι .. “σε” ... δηλαδή εσένα. Θέλω να πω, σκέφτομαι πως ... Τι κι αν βρήκαμε τους δολοφόνους, αυτό δεν θα φέρει τον πατέρα σου πίσω ... αυτό σκεφτόμουν».

«Κι εγώ που νόμισα ..» πήγε να πει η Νικάτα.

«Ε, ναι ... αυτά σκεφτόμουν ... για σένα» της είπε.

Παρά την ταραχή του, είχε βρει κάτι να πει για να καλύψει το «σε» μπροστά από το «σκέφτομαι».

«Σ' ευχαριστώ αλλά θα το ξεπεράσω» του είπε η νεαρή.

«Πρέπει να το κάνεις. Να βρεις τι θετικό έχει να σου δώσει η ζωή και να πιαστείς από αυτό» της είπε.

Σωστά μιλούσε, αλλά, γιατί είχε κοκκινίσει κι αυτός τόσο αδικαιολόγητα; Αν είχε βρει τρόπο να καλύψει το μπέρδεμα των λόγων, αυτό το κοκκίνισμα δεν κρυβόταν με τίποτα. Η Νικάτα ήταν άπειρη, αλλά, το έβλεπε πως ο Ζείκρατος ήταν αναστατωμένος.

«Θέλεις να μου πεις τίποτε άλλο;» τον ρώτησε.

«Άκουσα ότι ο πατέρας σου σε μάθαινε φιλοσοφία και μουσική, έτσι δεν είναι;»

Τον κοίταξε περίεργα και του έγνεψε καταφατικά.

«Αν θέλεις, μπορώ να συνεχίσω εγώ στη θέση του».

Η Νικάτα ενθουσιάστηκε. Ήθελε να βλέπει τον Ζείκρατο κι ήξερε πως του προκαλούσε συναισθήματα, ήταν εξάλλου αμοιβαίο. Αν της έκανε μαθήματα, αναπληρώνοντας τον πατέρα της, θα μπορούσαν να βρίσκονται περισσότερο. Γιατί όχι και κάθε μέρα;

«Θέλω!» του είπε με πλατύ χαμόγελο.

«Νικάτα!» φώναξε από απέναντι ο Ανθέστης. «Έρχεσαι λίγο εδώ που θέλω να σε ρωτήσω κάτι;»

«Πάω να δω τι με θέλει» είπε εκείνη στον Ζείκρατο κι έφυγε τρέχοντας.

Ο Ζείκρατος προχώρησε μόνος, γεμάτος με σκέψεις. Η άμεση αποδοχή της έδειχνε πως τα συναισθήματά του δεν ήταν χωρίς ανταπόκριση. Θα της έκανε μαθήματα, όσο κι αν ήταν ασυνήθιστο να γίνεται ένας άντρας δάσκαλος μιας νεαρής. Θα της μάθαινε να συλλογίζεται, να βάζει τις σκέψεις της σε τάξη, να εκφράζεται με σαφήνεια κι ακρίβεια. Θα της μάθαινε και μουσική και ... ναι! ... θα την έβαζε στον κόσμο της ποίησης! Αναμφίβολα θα της άρεσαν οι ελεγείες του Μίμνερμου κι οι στίχοι του Αλκαίου! Ω, θεοί, είχε τόσα να της πει και να της μάθει, τα μαθήματα αυτά δεν θα τελείωναν ποτέ!

Η Νικάτα ξαναγύρισε δίπλα του και διέκοψε τον ειρμό των σκέψεών του. Έτσι κι αλλιώς του άρεσε να την βλέπει και να την ακούει, και την προτιμούσε από τις σκέψεις του.

«Δεν ήταν τίποτε» του είπε. « Πού είχαμε μείνει;»

«Είπαμε για μαθήματα» της είπε ο Ζείκρατος. «Κι εγώ έφτιαξα ήδη το πρόγραμμα σπουδών».

«Είσαι πολύ καλός» του είπε με ένα χαμόγελο που τον έκανε να αναστενάξει.

Ήθελε να την αγκαλιάσει, όμως, ο δρόμος που είχε διαλέξει να την προσεγγίσει δεν έδινε άμεσα αποτελέσματα. Θα την πλησίαζε περισσότερο, θα απολάμβανε την παρουσία της κι ύστερα θα έπαιρνε αποφάσεις μαζί της. Τότε θα έβλεπε αν ο έρωτας που άρχισε να φουντώνει είχε κάποιο νόημα. Θα έμενε, άραγε, ανολοκλήρωτος ή θα έκανε ο Ζείκρατος γυναίκα του ένα παιδί;

«Από πότε ξεκινάμε;» τον ρώτησε.

«Από αύριο κιόλας, συμφωνείς;»

Χωρίς δισταγμό τού έγνεψε πως συμφωνούσε.

«Θα είναι όλα αλλιώτικα από αύριο» της είπε.

«Μμμ, ναι ... το νιώθω κι εγώ» του είπε και το πρόσωπό της έλαμπε. «Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα!»

*************************************

Αύριο Πέμπτη 19/11 το τέλος με το δεύτερο κομμάτι της τρίτης ενότητας του τελευταίου κεφαλαίου.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

40 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 40η

 Η δεύτερη ενότητα του τελευταίου κεφαλαίου. Τίτλος της ενότητας "Τίς πταίει;"

 *************************************


2.-

Τις πταίει;

Πάνω στο «Θεσσαλονίκη» ο Θεόφραστος δεν είχε όρεξη για κουβέντες με τον Φαληρέα ή τον Ολόστρατο. Δεν ήταν ίδια η θέση τους. Ο ένας είχε κυβερνήσει σαν τύραννος την Αθήνα και πλήρωνε για τα λάθη του κι ο άλλος ήταν άνθρωπος των όπλων. Αυτός ήταν ο διευθυντής του Λυκείου, της σχολής του Αριστοτέλη, του ξακουστού στα πέρατα της γης Περιπάτου. Γιατί να κρύβεται σε ένα μακεδονικό πλοίο και να φεύγει από το «κλεινόν άστυ», οδεύοντας προς εξορία στη Θήβα;

Ήξερε βέβαια ο δάσκαλος πως δεν τον έδιωχναν για τις ιδέες του, που ήταν απολύτως ελεύθερες σε μια δημοκρατία. Ούτε εποφθαλμιούσαν τη θέση του στη σχολή. Ο λόγος που τον είχαν άχτι, ήταν που τον θεωρούσαν σύμβουλο του επιμελητή, και ήταν! Όλα τα λάθη του Δημήτριου, τα φόρτωναν εξ ίσου και σε αυτόν. Είχε φτάσει τώρα να κινδυνεύει η Σχολή του να χάσει την άδεια της.

Πού ακούστηκε να δίνει ο δήμος την άδεια για να ανοίξει μια σχολή; Από πού κι ως πού σχολή που δεν είχε άδεια θα έπρεπε να κλείσει; Πώς γινόταν σε μια ελληνική πόλη, στην χώρα της ελευθερίας, να αποφασίζει ο δήμος για σχολές και για φιλοσοφίες; Ο καθένας ήταν ελεύθερος να πιστεύει, αλλά και να διδάσκει, ό,τι ήθελε, ακόμα κι αν ήταν βλακείες. Οι μαθητές αποφάσιζαν αν μια σχολή θα έκλεινε ή όχι. Αν κανείς δεν την ακολουθούσε, η σχολή έκλεινε, αν ο κόσμος την εμπιστεύονταν, την κρατούσε ζωντανή. Από τα πέρατα της γης έρχονταν για να μαθητεύσουν στον Περίπατο. Ήταν δυνατόν να την έκλεινε τώρα μια πρόταση του Σοφοκλή του Σουνιέα;

Έφτανε τώρα κι αυτός στα αδιέξοδα που είχαν φτάσει πιο πριν ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης. Ο Πλάτων βασανίστηκε στη Σικελία με τους τυράννους που έμπλεξε όταν πήγε να εφαρμόσει εκεί την Πολιτεία του. Ο Αριστοτέλης απογοητεύτηκε από τον Αλέξανδρο και την θεοποίησή του. Νά που, τώρα, κι εκείνος είχε βρει τον μπελά του με τον Φαληρέα. Ναι, του είχε πει να βάλει όριο εισοδηματικό τις δυο χιλιάδες δραχμές για να είναι κανείς πολίτης. Είχαν μειωθεί οι πολίτες στο ένα τρίτο κι η Πολιτεία θα έπρεπε να λειτουργεί καλύτερα. Ήταν σωστή η συμβουλή. Η εφαρμογή της ήταν που σκάλωσε. Ο Δημήτριος ήταν υπόδουλος των παθών του. Με τριακόσια αγάλματα και πίνακες του μέσα στην Αθήνα, φυσικό ήταν να τον μισήσουν. Έλεγε «λιτότητα» για όλους, αλλά, εκείνος ήθελε να αποτελεί εξαίρεση και ξόδευε σαν Κροίσος. Τι έφταιγε το φιλοσοφικό σύστημα εν προκειμένω;

Ήταν ένα μεγάλο ζήτημα ποιος έφταιξε για όλες τις αστοχίες των υπέροχων θεωριών. Γιατί απέτυχε η «Πολιτεία» του Πλάτωνα στις Συρακούσες; Γιατί απέτυχαν η ομηρικές διδαχές του Αριστοτέλη στον Αλέξανδρο και θέλησε να γίνει θεός, γιος του Άμμωνα Δία; Γιατί απέτυχε κατόπιν κι ο ίδιος με τον Φαληρέα; Τι έφταιγε που η φιλοσοφία δεν μπορούσε να δώσει στην πράξη την κοινωνική γαλήνη που υποσχόταν με την θεωρία;

«Τις πταίει λοιπόν;» ήταν το ερώτημα που τον βασάνιζε.

Στην πραγματικότητα το ερώτημά του δεν ήταν τίμιο. Ο Θεόφραστος αναρωτιόταν αν έφταιγαν οι θεωρίες των σοφών ή οι πολιτικοί που αναλάμβαναν την εφαρμογή τους. Όμως είχε ήδη δώσει και την απάντηση. Γιατί έβαζε ένα δίλημμα με τέτοιους όρους που η απάντηση δινόταν πριν καν τεθεί το ερώτημα. Έφταιγαν οι ιδέες, δημιουργήματα θεών, ή οι πράξεις που ήταν απλές σκιές των ιδεών, δημιουργήματα ανθρώπων; Έτσι αθώωνε τις ιδέες. Εκείνο που απέφευγε να σκεφτεί ο Θεόφραστος ήταν πως η θεωρία του είχε ένα βασικό λάθος. Δεν υπολόγιζε καθόλου την επιθυμία των ανθρώπων να είναι αυτεξούσιοι. Όσο δεν μετρούσε σωστά αυτόν τον παράγοντα έχτιζε πύργους στην άμμο.

Δεν συνυπολόγιζε την ελευθερία σαν βασικό κινητήριο μοχλό της ζωής των ανθρώπων, σαν ενστικτώδη επιθυμία. Αν το έκανε, τότε εύκολα θα καταλάβαινε πως, το λάθος ήταν στην θεωρία, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Περιφρονούσαν τη βασική αρχή της ισοκρατίας κι ισονομίας ότι όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι. Όσο ξεχώριζαν τους ηγέτες από το πλήθος τόσο θα απογοητεύονταν από τους τυράννους τους οποίους στήριζαν. Ο Διονύσιος των Συρακουσών, ο Αλέξανδρος του Φιλίππου κι ο Δημήτριος Φαληρέας αυτό δεν υπολόγισαν. Ήταν δύσκολο, όμως, για τον Θεόφραστο να δεχτεί το λάθος.

«Ποιος φταίει για τους κατατρεγμούς της μοίρας, τις ατυχίες και τις καταστροφές; Οι θεοί ή οι άνθρωποι;»

Καθώς το πλοίο ξεμάκραινε σιγά σιγά από το Φάληρο το ερώτημα όλο και πιο αναπάντητο έμοιαζε.

«Ποιος φταίει, τελικά, για τη δική μου μοίρα, αν όχι εγώ ο ίδιος;» σκεφτόταν.

..................................................

Ο Πανδίων καθόταν σε ένα ξύλινο πάγκο. Σε μια γωνιά κοντά στην πύλη του Πειραιώς, στον Κεραμικό,αναλογιζόταν τι έφταιγε κι είχε φτάσει σε αυτό το χάλι! Είχε παλέψει για χρόνια πολλά μέχρι να φτάσει στο σημείο να γίνει Μεγάλος Μύστης της οργάνωσης. Είχε ξεπεράσει πολλά εμπόδια για να φτάσει στο ανώτατο στάδιο. Είχε τυφλά όργανά του τον Ιεροφάντη, την Πανδότη κι ένα σωρό πιστούς οπαδούς και, τώρα ... τίποτε! Μήπως έφταιξε η απληστία του; Μα, δεν έκανε τίποτε για τον εαυτό του, για την οργάνωση τα έκανε όλα. Τι είχε φταίξει κι είχε περιέλθει σε τέτοια απελπισία;

«Τα έκανα όλα για την οργάνωση;» αναρωτήθηκε. Ίσως όχι μόνο γι αυτήν. Σαν αρχηγός και διαχειριστής καρπωνόταν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της.

«Λύσιε, φέρε μια κούπα με κρασί και καμιάν ελιά για να φάω και να πιω» ζήτησε από τον δούλο του.

«Μάλιστα, αφέντη» του απάντησε εκείνος με σεβασμό.

«Φώναξέ μου και τον Φερεθάνη» τον πρόσταξε.

«Μα ... ο Φερεθάνης έφυγε, κύριέ μου» είπε ο δούλος.

«Ο Ληθόνους; Έφυγε ηι αυτός;»

«Έφυγαν μαζί».

Δεν είπε τίποτα ο Παρμίων, αλλά, από μέσα του θύμωσε πολύ. Τι πα’ να πει «έφυγαν»; Με ποιο δικαίωμα έφευγε ένας Φερεθάνης ή ένας Ληθόνους χωρίς να τον ρωτήσουν. Η τάξη είχε διασαλευτεί κι έπρεπε να ληφθούν μέτρα. Δεν μπορούσε να φωνάξει την Πανδότη να τους μαζέψει. Η Πανδότη ήδη βρισκόταν στην άλλη ζωή. Ίσως ξαναγύριζε κοντά του σαν γάτα ή σαν μια δούλα από την Μικρασία ή την Αφρική. Κάπως έτσι μόνο θα μπορούσε να σβήσει την προδοσία της στην άλλη της ζωή. Κι ο Ιεροφάντης ... πού να ήταν άραγε αυτός; Είχε μείνει στου Φαληρέα ή είχε φύγει για να γλιτώσει τη ζωή του; Πρέπει να είχε καταλάβει τι τον περίμενε γι αυτό πετάχτηκε σαν λαγός απ' το δωμάτιο. Μα, πού θα πήγαινε; θα ξαναρχόταν εδώ αν ήθελε μέρος της περιουσίας της οργάνωσης. Δεν τον φοβόταν πως θα μαρτυρούσε το παραμικρό καθώς ήταν το ίδιο ένοχος κι αυτός για όλα.

«Φώναξε την Αγαθόκλεια» είπε στον δούλο.

Αγαθόκλεια ήταν η γυναίκα του. Έπρεπε να της δώσει οδηγίες αφού τα πράγματα είχαν αλλάξει. Εκείνη ήρθε, αλλά ήταν ανήσυχη κι αλαφιασμένη.

«Κάθισε» της είπε. «Τι έχεις;»

«Η Τιμαρέτη είπε ότι μαχαίρωσαν τον Λευκοπέα».

«Ποιον;» έκανε αιφνιδιασμένος «Πότε; Πού;»

«Τον βρήκαν, λένε, σε ένα σπίτι στο Φάληρο, κάπου κοντά στις εκβολές του Ιλισού»

«Πώς πέθανε; Τι θα πει τον μαχαίρωσαν;»

«Ένα σπαθί τον είχε σκοτώσει, με χτύπημα στην πλάτη, έτσι λένε» είπε η Αγαθόκλεια.

Λευκοπεύς ήταν ο γείτονάς τους που τον είχε χρίσει Μεγάλο Ιεροφάντη στην οργάνωση. Με βάση του νόμους, που ο Πανδίων είχε φτιάξει, ήταν δεύτερος ιεραρχικά κι οικονομικός του συνεργάτης.

«Ξέρουν ποιος τον σκότωσε;»

«Όχι βέβαια, πώς να ξέρουν; Όμως, τι δουλειά είχε ο Λευκοπεύς στο Φάληρο;» είπε η Τιμαρέτη.

«Μην ρωτάς τέτοια πράγματα εσύ» της είπε αυστηρά.

Κατά ένα τρόπο ένιωσε ανακούφιση. Θα ήθελε να τον έχει σκοτώσει εκείνος, αλλά, ο Ιεροφάντης του είχε ξεφύγει την τελευταία στιγμή. Αυτό τον είχε κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο, αλλά, νά που οι θεοί τον είχαν ευνοήσει. Κάποιος -άγνωστος- είχε καθαρίσει τον Λευκοπέα για λογαριασμό του. Δεν είχε παρά να δεχτεί με ευγνωμοσύνη αυτό το δώρο των θεών. Έτσι κι αλλιώς η οργάνωση είχε τελειώσει. Θα έδιωχνε προς το παρόν τον Ληθόνου και τον Φερεθάνη μακριά. Στο μέλλον θα φρόντιζε να τους καθαρίσει για να μην μιλήσουν ποτέ και σε κανέναν. Θα φρόντιζε να ξεμπλέξει πιο γρήγορα και πιο άμεσα από τον Υπάνορα που είχε δείξει ανυπακοή. Ως τότε θα λούφαζε και θα κρυβόταν μέσα στις οικογενειακές του ενασχολήσεις ώσπου να περάσει η μπόρα.

«Ίσως έφταιξα σε κάτι κι οι θεοί μου χαλάσαν όλα μου τα σχέδια» σκέφτηκε. Δεν ήξερε ο Παρμίων πως ο Υπάνωρ είχε κιόλας υπογράψει την καταγγελία του προς την Ηλιαία και τον Άρειο Πάγο. Είχε περιγράψει τα εγκλήματά του και του φόρτωνε όλα όσα είχε κάνει η οργάνωση. Δεν ήξερε πως το κώνειο θα ήταν το δικό του μέλλον και πολύ σύντομα μάλιστα. Πίστευε πως δεν είχε κάνει κανένα λάθος και πως στην επόμενη ζωή του θα ήταν ή ημίθεος ή βασιλιάς.

«Και μετά ρωτάνε “τις πταίει;”» σκέφτηκε. «Δεν φταίνε οι θεοί για τα λάθη μας! Όταν στη θνητή ζωή τα πληρώνουμε, εμείς είμαστε οι φταίχτες!» σκέφτηκε.

Δεν ήξερε πόσο πολύ για τον εαυτό του μιλούσε.

..............................................................

Η Ιππαρχία είχε φροντίσει για την Πανδότη παρ' όλο που την ήξερε για κομπογιαννίτισσα. Της άρεσε, όμως, που είχε αγέρωχη στάση απέναντι σε όλους στους άντρες και γι αυτό την εκτιμούσε. Λυπόταν μόνο πού ’χε μπλέξει με τούτο το άθλιο σινάφι των απατεώνων. Φρόντισε πρώτα για το νεκρό σώμα της. Κατάλαβε αμέσως πως είχε φύγει από δηλητήριο. Θα ήταν το ίδιο που είχε δοθεί στα τρία θύματα των Ορφικών. Κοίταξε το μαχαίρι που την είχε χαράξει και το μαντίλι με το οποίο είχε σκουπιστεί. Πρέπει να ήταν και τα δυο βουτηγμένα σ' αυτό το θανατηφόρο φαρμάκι.

Έκλεισε τα γουρλωμένα μάτια της νεκρής. Έπλυνε το ωχρό πρόσωπο, τακτοποίησε την εσθήτα της και την ξάπλωσε σε ένα πάγκο. Το ίδιο πήγε να κάνει και με τον άλλο νεκρό, τον Ιεροφάντη, αλλά, ήρθαν ο Φανοκράτης με ένα δούλο και πήραν το πτώμα. Το έβαλαν σ’ ένα καρότσι κι έφυγαν. Θα το αφήναν κάπου έξω για να φανεί ότι τον μαχαίρωσαν άγνωστοι και θα ειδοποιούσαν την οικογένειά του. Πριν τον πάρουν, η Ιππαρχία τον είχε αναγνωρίσει Ήταν γείτονας του Παρμίονα, εκείνου που ο Υπάνωρ τους είχε πει πως ήταν ο Μεγάλος Μύστης. Αφού τελείωσε με αυτά πήγε στο σπίτι της γιατί είχε περάσει η ώρα και πλησίαζε το βράδυ.

«Ετοίμασα μιαν επιστολή για την οικογένειά μου στη Θήβα» της είπε ο Κράτης μόλις την είδε που γύρισε. «Πες στο ζευγάρι που θέλεις ότι θα τους φιλοξενήσουν».

Ήταν φτωχό το σπίτι που έμεναν, σχεδόν μια σπηλιά. Ήταν πάντα ανοιχτό και δεχόταν οποιονδήποτε χωρίς διάκριση. Ξένος ή ντόπιος, φτωχός ή πλούσιος, ελεύθερος ή δούλος, άντρας ή γυναίκα, όποιος είχε ανάγκη ήταν ευπρόσδεκτος εδώ. Μπορούσε να μπει στο σπίτι, να κάτσει ή και να κοιμηθεί εδώ. Αν υπήρχε φαγητό το μοιράζονταν όλοι. Έφερναν πολλοί και φαγητά και κρασιά και γίνονταν εκεί θαυμάσια φαγοπότια κι εξαιρετικές συζητήσεις.

«Δεν θα χρειαστεί να φύγουν» είπε η Ιππαρχία,

«Πώς έτσι;»

«Άλλαξαν πολλά. Ο Υπάνωρ είχε σχετιστεί με ορφικούς που τον είχαν μπλέξει. Ευτυχώς, όμως, η οργάνωση διαλύθηκε και δεν έχει πια φόβο».

«Κι η γυναίκα;»

«Είναι κι αυτή καλά μαζί του. Νομίζω θα παντρευτούν, θέλουν να μείνουν μαζί».

«Στον γάμο θα φάμε και θα πιούμε» είπε ο Κράτης. «Θα ευχηθούμε σε όλους καλή τύχη! Από κυνηγημένοι γίνονται καλοί πολίτες και σύζυγοι!»

«Δεν ήταν μόνο τύχη αυτό που τους έφτιαξε τη ζωή» είπε η Ιππαρχία. «Ο νεαρός το πάλεψε πολύ»

«Συν Αθηνά και χείρα κίνει, λοιπόν!»

«Ναι, έτσι έγινε εδώ. Κίνησαν τα χέρια τους κι αυτοί» είπε η Ιππαρχία χαμογελώντας.

Ασχολήθηκαν λίγο με τα στρώματα, και τα μαξιλάρια τους. Τα τίναζαν κάθε απόγευμα γιατί το βράδυ δεν άναβαν κεριά ή λύχνους. Προτιμούσαν να κοιμούνται το απόβραδο και να ξυπνούν με τον πρωινό ήλιο. Το καλοκαίρι, μάλιστα, οι ώρες με σκοτάδι ήταν λίγες και δεν ήθελαν να τις χάσουν. Σε λίγο θα έπεφταν για ύπνο όπως κάθε βράδυ. Ήταν από τις ωραίες στιγμές της ζωής οι ώρες που ξάπλωναν αγκαλιά. Ήταν πολύ όμορφα είτε έκαναν έρωτα είτε αρκούνταν σε ένα ζεστό φιλί και σε πολλά χάδια.

«Οι φίλοι του Ερμόδωρου, είναι εντάξει τώρα;» ρώτησε ο Κράτης καθώς εκείνη ξάπλωσε κοντά του.

«Ναι ... έλυσαν όλοι τις απορίες τους, ...κινώντας κι αυτοί τα χέρια τους μαζί με την Αθηνά» του είπε.

«Ευτυχισμένοι λοιπόν!» είπε ο Κράτης.

«Ευτυχισμένοι που επιτέλους έχουν την ισοκρατία. Το περίμεναν τόσο καιρό!» είπε η Ιππαρχία. «Ο Ζείκρατος έστειλε μήνυμα στον Επίκουρο να επιστρέψει».

«Α ... μακάρι ... χαίρομαι γι αυτό» είπε ο Κράτης.

«Σου είπα πώς ελπίζουν σε καλύτερες μέρες».

«Όμως ο Ερμόδωρος άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο».

«Κι άλλοι πολλοί έκαναν το ίδιο αυτές τις μέρες» είπε η Ιππαρχία.

«Πάντα το ίδιο το τροπάρι, καλή μου» είπε ο Κράτης σκεπτικός. «Δεν θα βαρεθούν οι άνθρωποι να χαίρονται για τα μικρά και να διαψεύδονται συνεχώς; Δεν θα σκεφτούν πως τα ανθρώπινα κατασκευάσματα είναι μάταια και καταστροφικά; Δεν βλέπουν πως όλα αυτά μας απομακρύνουν από την ζωική μας φύση;»

«Ελπίζουν» του είπε.

«Ελπίζουν μέχρι την επόμενη διάψευση των ελπίδων τους. Κι όταν διαπιστώνουν πως ήταν όλα μάταια, ψάχνουν, αλλά, δεν βρίσκουν ποτέ τους τον φταίχτη».

«Μα πώς μπορούν να δεχτούν πως ο μόνος ή ο κύριος φταίχτης είναι ο εαυτός τους;»

«Ναι καλή μου» της είπε ο Κράτης. «Κι εγώ το ίδιο πιστεύω, αυτός είναι ο φταίχτης».

Για τους κυνικούς το ερώτημα «τις πταίει» ήταν λυμένο εδώ και αιώνες. Έφταιγε ο άνθρωπος που απομακρυνόταν από την φύση. Γι αυτό αδιαφορούσαν για τα ανθρώπινα και, μαζί με αυτά, για την ηθική, τις ανέσεις και τις εφευρέσεις. Γι αυτό απέρριπταν την ίδια την πολιτεία των ανθρώπων. Η απάντηση του Διογένη στον Φιλίππου Αλέξανδρο τα έλεγε όλα. Όταν τον ρώτησε -αυτός ο άρχοντας του κόσμου- τι θα επιθυμούσε να του προσφέρει πήρε την σωστή απάντηση. Ο Διογένης δεν ζήτησε παρά μόνο να πάψει το βασιλόπουλο να του στερεί τον ήλιο. Ποιος άλλος εκτός από έναν κυνικό θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο; Μόνο ένας άνθρωπος πεισμένος πως οι ευεργέτες είναι δυνάστες κι οι γενναιόδωροι κλέφτες μπορούσε να το κάνει.

«Ο άνθρωπος φταίει για τα δεινά του» είπε η Ιππαρχία κι αγκάλιασε τρυφερά τον Κράτη.

...............................................

*************************************

Αύριο Τρίτη 17/11 λόγω Πολυτεχνείου δεν θα έχουμε ανάρτηση για το βιβλίο. Την Τετάρτη 18/11 συνεχίζουμε με την 41η συνέχεια.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Μια συμβιβαστική πρόταση για τα δημοτικά τέλη 2021

*************************************************
Ο ΦΙΛΟΛΑΪΚΟΣ ή ΜΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
**************************************************
Ο Δήμαρχος απέρριψε την πρόταση που κάναμε προ μηνός και καταθέσαμε εμπεριστατωμένα στην οικονομική επιτροπή για μείωση των δημοτικών τελών των οικιών κατά 20% (από 1,61 ευρώ/τμ σε 1,30 ευρώ/τμ.)
 
Σημειωτέον ότι από πέρσι σημειώθηκε μια τεράστια αύξηση των δημοτικών τελών των μεγάλων επιχειρήσεων σαν συνέπεια ενός φιλικού προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση νόμου του Σύριζα του 2018. Υπάρχει λοιπόν το περιθώριο μείωσης των δημοτικών τελών των οικιών. Εξάλλου αυτό ήταν και το νόημα του νόμου του Σύριζα. Αυξάνουμε υπερβολικά τα τέλη των μεγάλων επιχειρήσεων και ελαφρύνουμε τα νοικοκυριά. Στην δήμο μας επωφεληθήκαμε της αύξησης χωρίς να προβούμε σε μείωση. Την χρωστάμε στους δημότες. 
 
Κατόπιν τούτου επανέρχομαι με μια πρόταση συμβιβαστική που προβλέπει μείωση κατά 16%. (μείωση σε 1,35 ευρώ/τμ.)
Ακολουθεί η σχετική επιστολή μου που συνοδεύει την νέα ολοκληρωμένη πρόταση για τα δημοτικά τέλη του 2021
...............................................................
«Κύριε Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι σύμβουλοι,
Κυρίες και κύριοι των αρμοδίων υπηρεσιών του Δήμου μας,
 
Προ μηνός, οι Δαβγιώτη Ελένη, Δατσέρη Βάνα, Καμάς Παντελής και Τσιρίδης Γιώργος καταθέσαμε πλήρη πρόταση στον δήμο με πρόβλεψη για μείωση των δημοτικών τελών των κατοικιών κατά 20% από 1,61 ευρώ/τ.μ. σε 1,30 ευρώ/τ.μ.
Είδαμε προ ημερών εισηγητικό της διοίκησης για την Οικονομική Επιτροπή που αγνοεί την πρότασή μας, την απορρίπτει και κρατά τα τέλη των οικιών στο 1,61 ευρώ/τ.μ. παρά τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν συμβεί σε βάρος των οικονομικών των κατοίκων της πόλης μας.
 
Κατόπιν τούτου επανέρχομαι με μία πρόταση συμβιβαστική.
Τώρα προβλέπεται μια μείωση των τελών των κατοικιών κατά 16% στο 1,35 ευρώ/τ.μ. για το 2021.
Η πρόταση είναι πλήρης, αλλά, καλό θα είναι να την δει η οικονομική υπηρεσία και να την επιβεβαιώσει ώστε να γίνει ευκολότερα αντικείμενο συζήτησης στην συνεδρίαση της οικονομικής επιτροπής.
Μην αγνοήσετε και πάλι τις προτάσεις μας.
Μην αποφύγετε να δώσετε τις προτάσεις μας (και των τεσσάρων συμβούλων και την συμβιβαστική δική μου και όποια άλλη έχει κατατεθεί) στην οικονομική υπηρεσία. Πρέπει να έρθουν και επισήμως ελεγμένες για συζήτηση στην οικονομική επιτροπή και το δημοτικό συμβούλιο.
 
Γιώργος Τσιρίδης
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ»