Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

37 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 37η

Όλα τα σχέδια του Δημήτριου Φαληρέα αποτυγχάνουν κι είναι ο άλλος Δημήτριος, ο Ελευθερωτής που θα εξασφαλίσει την φυγή του. 

Εδώ τελειώνει και το μεσημέρι της τελευταίας ημέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα. Ουσιαστικά, όλη η δράση έχει ολοκληρωθεί.

********************************


Μεσημέρι της 11ης Ιουνίου (δ' μέρος)

...................

Ο Ανθέστης έτρεξε στα σκαλιά και τον ακολούθησαν η Κλεοτίμα κι η Νικάτα. Έφτασαν στον γυναικωνίτη. Έξω από το δωμάτιο ένας Σκύθης προσπάθησε να τους εμποδίσει.

«Μας είπε να έρθουμε ο Επιμελητής» είπε ο Ανθέστης.

«Άντε ρώτα τον αν δεν μας πιστεύεις» είπε η Κλεοτίμα.

Ο Σκύθης έκανε στην άκρη να περάσουν. Μέσα στο δωμάτιο βρήκαν την Δάφνη, εν μέρει ναρκωμένη κι εν μέρει ξύπνια. Ο Ανθέστης έτρεξε πάνω της, η Νικάτα κι η Κλεοτίμα την περιποιήθηκαν. Την σκούπισαν με βρεγμένα πανιά και με απαλές πετσέτες. Της έδωσαν λίγο καθαρό νερό να πιει και την σήκωσαν να κάτσει στο κρεβάτι για να συνέλθει. Ήταν φανερά πάνω της τα αποτελέσματα των βοτάνων κι εύκολα κατάλαβαν πως την είχαν ναρκώσει.

«Τι έγινε;» τους ρώτησε ξαφνιασμένη η Δάφνη καθώς έβαινε απ’ τον λήθαργο.

«Πώς είσαι Δάφνη;» ρώτησε η Κλεοτίμα.

«Πώς είσαι παιδί μου;» τη ρώτησε κι ο Ανθέστης.

«Ω πατέρα, Κλεοτίμα, Νικάτα! εσείς εδώ; Ω, θεοί, ω, τι καλά! Νομίζω πως γλίτωσα πια» τους είπε.

«Από τι γλίτωσες παιδί μου; Πες μου τι σου έκαναν;» την ρώτησε με αγωνία ο Ανθέστης.

Η Δάφνη θυμόταν πως είχε ζήσει τον έρωτα με τον Ιάσονα και πως αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ζωής της. Από εκεί και πέρα, όλα όσα της είχαν συμβεί ήταν πράγματα που είχαν γίνει χωρίς τη θέλησή της. Αυτό τα έκανε όλα άσχημα. Ωστόσο, ούτε μπορούσε να θυμηθεί τα γεγονότα επακριβώς ούτε μπορούσε να βρει κάτι κακό να της είχαν κάνει. Εξ άλλου μπερδεύονταν τα άσχημα με ένα σωρό συναισθήματα που ήταν γλυκά κι επιθυμητά. Ήταν σαν να μην είχε ζήσει αληθινά τίποτε από όσα είχε κάνει. Μόνο κάποια όνειρά της θυμόταν πολύ αχνά και πέραν τούτου ουδέν!

«Δεν ξέρω πατέρα» είπε «δεν έχω ιδέα τι μου συνέβη».

«Είσαι καλά κορίτσι μου, πονάς πουθενά;»

«Καλά είμαι!» του είπε «δεν έχω τίποτε».

«Πώς νιώθεις;»

«Δεν ξέρω, είμαι ζαλισμένη».

«Σου έκανε τίποτε ο άτιμος ο Επιμελητής; σε άγγιξε;»

Εκείνη δίστασε. Κάτι θυμόταν αλλά ήταν πολύ αόριστο και συγκεχυμένο. Είχε μπλέξει με θεούς και ήρωες αλλά κάπου έμπαιναν στο μυαλό της συνέχεια οι μορφές του Ιάσονα και του Δημήτριου. Θυμόταν το χτεσινό πρωινό στο υπόγειο όταν της είχαν φέρει τον Ιάσονα κι είχε κάνει μαζί του έρωτα. Μετά από αυτό όλα συγχέονταν. Ποια μορφή από τις κατοπινές ήταν αληθινή και ποια ονειρική δεν μπορούσε να πει. Δεν ήξερε με σιγουριά αν την είχαν πειράξει ή όχι.

«Δεν ξέρω ... δεν νομίζω ... δεν θυμάμαι ..». είπε.

«Θα το ξέρεις αν πειράχτηκες ..». της είπε η Νικάτα.

«Ίσως να μην έγινε τίποτε» είπε ο Ανθέστης.

«Είναι όλα συγκεχυμένα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ ...»

«Μην την ταλαιπωρούμε άλλο» είπε η Κλεοτίμα.

Ο Ανθέστης σταμάτησε την ανάκριση βλέποντας πως την είχε κουράσει. Ίσως ο Δημήτριος είχε δίκιο που έλεγε ότι δεν την είχε αγγίξει. Ακόμα κι ο Υπάνωρ νωρίτερα, που τους είχε αποκαλύψει όλες τις προθέσεις του Φαληρέα, το ίδιο είχε πει. Ο Δημήτριος δεν την είχαν πειράξει.

«Θέλω να φύγω από εδώ» είπε η Δάφνη.

«Θα σε πάρουμε» τη διαβεβαίωσε η Νικάτα

«Ο Ιάσων» είπε ξαφνικά η Δάφνη. «Πού είναι ο Ιάσων;»

«Δεν ξέρουμε ακόμα, αλλά κάπου εδώ θα είναι και θα τον βρούμε. Τον ψάχνουμε» της είπε η Κλεοτίμα. «Πες μου, όμως, εσύ τον έχεις δει καθόλου;»

«Ήταν εδώ ... κοιμηθήκαμε μαζί ... δεν ξέρω ... ίσως να κάνω λάθος» είπε μέσα σε μια θολούρα η Δάφνη.

«Ησύχασε, θα τον βρούμε» είπε κι η Νικάτα.

«Ω, θεοί, κάτι θυμάμαι ... νομίζω πως ... πως σκότωσε κάποιον» είπε ξαφνικά η Δάφνη. «Πάλεψε με κάποιον και τον σκότωσε!»

«Κι αν τό 'κανε, καλά έκανε» είπε η Κλεοτίμα. «Όμως, καλή μου, δεν σκότωσε κανένα ο Ιάσων, μην ανησυχείς. Θα τον βρούμε και θα μας τα πει εκείνος»

«Πώς σε έκαναν έτσι Δάφνη μου; Τι έκαναν στο κορίτσι μου;» έλεγε από δίπλα ο Ανθέστης.

«Κατέβα κάτω εσύ, Ανθέστη» του είπε η Κλεοτίμα.

Γύρισε προς την Νικάτα.

«Θα ετοιμάσουμε την Δάφνη και θα έρθουμε».

Ο Ανθέστης αποχώρησε κι αμέσως η Δάφνη ρώτησε:

«Πού είναι ο Ιάσων; Είναι κάπου εδώ; Τον είδα. Δεν είμαι βέβαιη, όμως, νομίζω πως τον είδα»

«Τον ψάχνουν καλή μου» είπε η Κλεοτίμα. «Αλλά, μην ανησυχείς δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε τώρα».

Η Κλεοτίμα είχε παρατηρήσει τα σεντόνια που ήταν καθαρά πάνω στο κρεβάτι. Αυτό σήμαινε πως δεν είχε συμβεί καμιά παραβίαση παρθενιάς. Και τα απαλά νυχτικά της ήταν καθαρά όπως και το σώμα της. Δεν υπήρχε πουθενά τριγύρω κανένα ίχνος βιασμού ή, έστω, και ηθελημένου έρωτα.

«Σε πείραξε ο Δημήτριος;» τη ρώτησε.

«Ποιος Δημήτριος;» απόρησε η Δάφνη.

«Ο Φαληρέας, αυτός που σε απήγαγε» είπε η Νικάτα.

«Δεν τον είδα καθόλου» είπε η Δάφνη.

Ήταν ζαλισμένη κι ένιωθε μπερδεμένη. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι από όσα είχε δει και είχε ζήσει ήταν αληθινό και τι ήταν όνειρο.

«Η αλήθεια είναι ότι ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι έχω δει και τι όχι. Την πραγματικότητα απ’ τα όνειρα δεν τα ξεχωρίζω. Είδα πολλά όνειρα, κοιμήθηκα πολύ βαριά»

«Ησύχασε γλυκιά μου. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο που όμως τελείωσε. Ο εφιάλτης πέρασε» της είπε η Κλεοτίμα.

Όσο οι άλλοι έτρεξαν πάνω στον γυναικωνίτη για την Δάφνη ο Μύρων κατέβηκε στο υπόγειο για να βρει τον Ιάσονα. Είδε τον αρχι-αστυνόμο, τον Αγακάτη που, πριν προλάβει να τον ρωτήσει, του έδειξε μια πόρτα. Εκεί μέσα ήταν πραγματικά ο Ιάσων, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Ο Μύρων φοβήθηκε για το χειρότερο αλλά ο Αγακάτης τον καθησύχασε.

«Κοιμάται» του είπε.

«Από πότε;»

«Πριν λίγο τον ξύπνησαν, αλλά, αυτός επιτέθηκε ξανά στον Δημήτριο κι έτσι αναγκάστηκαν να τον εξουδετερώσουν».

«Ας τον ξυπνήσουμε πάλι» του είπε ο Μύρων. «Τώρα τα πράγματα άλλαξαν».

«Το ξέρω» είπε ο Αγακάτης.

Έφεραν νερό κι έπλυναν το πρόσωπό του. Στην αρχή το έκαναν απαλά, αλλά, μετά χρειάστηκε να τον ταρακουνήσουν για να ξυπνήσει.

«Τι έγινε;» είπε ο Ιάσων κι έπιασε το κεφάλι του στο σημείο που είχε δεχτεί το τελευταίο χτύπημα. «Μύρων! εσύ;» έκανε έκπληκτος μόλις είδε τον φίλο του.

«Τελείωσε η ταλαιπωρία σου, φίλε μου» είπε ο Μύρων και τον αγκάλιασε.

«Πού είναι η Δάφνη; Την έχει ο άτιμος! Θα πεθάνει!» έκανε έξαλλος ο Ιάσων μόλις συνήλθε κάπως.

«Ηρέμησε, Ιάσων. Πάμε πάνω μαζί» του είπε ο Μύρων.

«Ανεβείτε» είπε ο Αγακάτης, «εγώ θα μείνω εδώ».

Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας Σκύθης για τον Αγακάτη.

«Έλα στην αυλή, έχουμε σύσκεψη» του είπε.

Ο Αγακάτης βγήκε στην αυλή με τον Σκύθη. Ο Μύρων με τον Ιάσονα ανέβηκαν να βρουν τον Φαληρέα. Μαζί τους κι ο Υπάνωρ που δεν ήθελε να περιμένει άλλο στην αυλή.

....................................................

Ο Δημήτριος είχε δει τους Σκύθες να βγαίνουν από το δωμάτιο κι είχε ανησυχήσει. Ήταν η μόνη του προστασία από αυτούς εδώ που του απέδιδαν κατηγορίες, άλλες σωστές κι άλλες ανύπαρκτες. Τους φοβόταν έτσι που στέκονταν εχθρικά απέναντί του. Ύστερα είδε τον παλαβό νεαρό κι αντίζηλό του, εκείνον τον Ιάσονα. Δεν πρόλαβε να αμυνθεί καθώς ο Ιάσων μπήκε με ορμή στο δωμάτιο και του όρμισε. Χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις, προσπάθησε να τον χτυπήσει.

«Τι κάνεις εκεί;» πρόλαβε να πει ο Δημήτριος.

«Άτιμε, τύραννε, βιαστή!» του φώναξε ο Ιάσων καθώς του επιτέθηκε με ορμή.

Ο Δημήτριος ήταν δυνατός άντρας και γυμνασμένος, αλλά, εδώ οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Εδώ μετρούσαν η οργή και το μίσος περισσότερο από τις τεχνικές άμυνας, τις λαβές ή την θέση του σώματος. Εδώ δεν ήταν γυμναστήριο, εδώ έμοιαζε με δικαστήριο όπου η αυτοδικία είχε τον πρώτο λόγο. Κι ο νεαρός σε ένα τέτοιο στίβο είχε πλεονεκτήματα τον άλογο θυμό του και την αίσθηση της αδικίας. Ο Δημήτριος απέφυγε τα πρώτα χτυπήματα αλλά δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο και με τα επόμενα. Πονούσε ακόμη πολύ από το ξύλο που είχε φάει προηγουμένως. Τότε ο Ιάσων τον χτυπούσε είτε με το αγαλματίδιο, είτε με τα γυμνά του χέρια. Τώρα δεχόταν και νέο γύρο γρονθοκοπημάτων κι ένιωσε πως θα κατέρρεε.

«Μη Ιάσων, δεν είναι ανάγκη» έλεγε ο Μύρων.

«Δικαίως τον βαράς αλλά του χρειάζεται κάτι χειρότερο. Άσε να τον αναλάβει ο δήμος» έλεγε ο Ζείκρατος.

«Άσε τον παιδί μου» έλεγε κι ο Καινέας. Μισούσε βαθιά τον Φαληρέα. Τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον χαμό του γιου του. «Θα τον κάνουμε να πιει το κώνειο».

Καθώς τις έτρωγε πια χωρίς να αντιδρά, ο Δημήτριος έβλεπε το περιβάλλον ως ολότελα εχθρικό. Οι Σκύθες είχαν βγει έξω, ο Θεόδωρος έλειπε, οι εχθροί του είχαν πλημμυρίσει το δωμάτιο. Δίπλα σε όλα αυτά, ο οργισμένος νεαρός ήθελε να τον ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου. Αλλιώς είχε φανταστεί το τέλος του! Ένδοξο είτε ατιμωτικό, απολαυστικό ή επίπονο, στο πεδίο της μάχης ή στο κρεβάτι του, πάντως όχι τέτοιο. Πώς μπορούσε ποτέ να προβλέψει, πως θα πέθαινε από το ξύλο που του έριχνε ένας ερωτικός αντίζηλος;

Όταν είχε πια απελπιστεί, είδε να μπαίνουν στο δωμάτιο οι Σκύθες. Τον απέσπασαν απ’ τα χέρια του μαινόμενου νεαρού. Ένιωσε την ανακούφιση της σωτηρίας αν και πονούσε πολύ σε όλο του το σώμα και το κεφάλι. Του έβρεξαν το πρόσωπο και τον ξάπλωσαν γιατί δεν ήταν σωστό να στέκεται όρθιος στην κατάστασή του. Του άνοιξαν τα μάτια που είχαν πρηστεί από τις γροθιές. Είδε τότε τον Ιάσονα να συγκρατείται όχι από τους Σκύθες αλλά απ’ τους φίλους του Ζείκρατο και Μύρωνα. Είδε και τους άλλους απρόσκλητους επισκέπτες που είχαν εισβάλει στο σπίτι του να γελούν μαζί του. Μιλούσαν με τον Αγακάτη και τους Σκύθες σαν καλοί φίλοι. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν και πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα.

«Αγακάτη τι συμβαίνει; Τους γνώριζες κι από χτες όλους αυτούς;» ρώτησε με φωνή που μόλις έβγαινε.

«Σε έσωσαν οι Σκύθες, Επιμελητή, δεν το αναγνωρίζεις; Αν δεν ήμασταν εμείς θα σε είχε στείλει στον Άδη ο Ιάσων».

«Ωραία, λοιπόν, και τώρα συλλάβετε τους εισβολείς!» τους παρότρυνε ο Δημήτριος.

Έβλεπε τους Σκύθες ψυχρούς να στέκουν απέναντί του κι ανησυχούσε. Ο Φανοκράτης ανέλαβε να του εξηγήσει.

«Δημήτριε, οι Σκύθες είναι νομοταγείς στη δημοκρατία. Χτες η εκκλησία των Πειραιωτών αποφάσισε να συλληφθείς. Είναι θέμα χρόνου να μπει το θέμα σου στην Ηλιαία και να παραπεμφθείς σε δίκη για ό,τι έκανες στην τυραννία σου. Οι Σκύθες δεν ακούν πια εσένα αλλά τον δήμο. Καιρός είναι να το καταλάβεις καλά!»

«Αυτό είναι επανάσταση» είπε ο Φαληρέας.

«Ακριβώς» είπε ο Φανοκράτης. «Έγινε επανάσταση».

«Κι η επανάσταση όπως κι η νέα αρχή σε καθαίρεσαν» συμπλήρωσε ο Ζείκρατος.

«Ο Πειραιάς δεν φτάνει για να φύγει ένας Επιμελητής».

«Θα το κάνει σύντομα η εκκλησία του δήμου, Φαληρέα, μην έχεις καμιά αμφιβολία» είπε ο Καινέας.

Οι Σκύθες παρέμεναν σιωπηλοί στη διάρκεια αυτής της κουβέντας. Ο Αγακάτης μόνο του είπε πως λυπούνταν που από άρχοντας κατάντησε κρατούμενος. Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι ενάντια στη θέληση του δήμου.

«Γι αυτό θα μείνουμε νομοταγείς» του τόνισε.

«Είσαι τυχερός που σε έσωσαν. Θα σε έσκιζα με τα ίδια μου τα χέρια βιαστή» του φώναξε ο Ιάσων.

«Σιχαμένος είναι αλλά όχι βιαστής» του είπε η Κλεοτίμα. «Έλα να σε πάω στη Δάφνη»

«Πού είναι; είναι καλά;» ρώτησε ο Ιάσων που στη μανία του να εκδικηθεί είχε αφήσει την Δάφνη να τον περιμένει.

«Έλα, πάμε επάνω»

Ο Ιάσων έφυγε για τον γυναικωνίτη. Ο Δημήτριος έβαζε ξανά νερό στις πληγές του κι άπλωνε κάποια βότανα που του έδωσαν για να απαλύνει τον πόνο. Είχε ξυλοκοπηθεί άγρια για δεύτερη φορά από τον Ιάσονα. Τα μάτια του ήταν πρησμένα ενώ μώλωπες υπήρχαν σε όλο του το σώμα και τον έτσουζαν. Η κατάστασή του ήταν για λύπηση.

«Μόλις τον καθαρίσετε να του δέσετε τα χέρια» είπε στους Σκύθες ο Φανοκράτης.

Είχε κληρωθεί σαν «ευθύνος». Ευθύνοι ονομάζονταν οι αρμόδιοι να παραλαμβάνουν καταγγελίες κατά των αρχόντων και να τις στέλνουν για δίκη. Ήταν, λοιπόν, ο αρμόδιος για να συλλάβει τον Δημήτριο. Ο λόγος του ήταν διαταγή για τους Σκύθες κάτι που ως τώρα ίσχυε για τον λόγο του Φαληρέα. Τι ειρωνεία! Ο Δημήτριος κατάλαβε πως τα πράγματα είχαν γίνει σκούρα. Χτυπημένος κι ανήμπορος να δραπετεύσει, οδηγείτο σε μια δίκη από την οποία δεν είχε πιθανότητα να γλιτώσει. «Αυτό θα είναι το τέλος μου!» σκέφτηκε. Πλησίασαν κοντά του ο Ζείκρατος ο Μύρων κι η Ιππαρχία.

«Δημήτριε, αν δικαστείς μόνο για την πολιτική σου θα έχεις ελπίδες να πείσεις πολλούς που ευεργετήθηκαν. Το πολύ να εξοριστείς για δέκα χρόνια. Αν, όμως, δικαστείς για φόνους κι απάτες δεν θα έχεις την παραμικρή ελπίδα. Και το κυριότερο, το όνομά σου θα αμαυρωθεί. Θα γίνεις το μίασμα του οίκου σου» του είπε η Ιππαρχία.

«Και τι μ' αυτό;» ρώτησε ο Δημήτριος χαμογελώντας σαν να μην τον ένοιαζε τίποτε πια.

«Μπορείς να γλιτώσεις από τις πιο βαριές κατηγορίες, που θα αμαυρώσουν την τιμή σου» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πώς;»

«Δώσε μας μια έγγραφη κατάθεση για τους απατεώνες. Γράψε τι ζητούσαν κι ότι ήταν δολοφόνοι» είπε ο Μύρων.

«Να εξηγήσεις τον ρόλο του Μύστη» είπε ο Ζείκρατος. «Έτσι θα εξιλεωθείς κι εσύ που τούς εμπιστεύτηκες».

«Μην λυπάσαι τον Μύστη. Αυτός ευθύνεται για τους φόνους αθώων πολιτών. Για τον Ερμόδωρο, τον Σπεύσιππο και τον Χρηστία» είπε ο Μύρων.

«Και της Πανδότης» συμπλήρωσε ο Υπάνωρ.

«Και του Ιεροφάντη» είπε η Ιππαρχία. «Ευθύνεται για όλα έστω κι αν έβαζε άλλους να το κάνουν. Πρέπει, Δημήτριε, να καταδείξεις τον ένοχο»

Ο Δημήτριος το σκεφτόταν. Φυσικά θα υπέγραφε αλλά έπρεπε να δει τι θα κέρδιζε.

«Και ... θα με αφήσετε να φύγω;»

«Αυτό δεν γίνεται» είπε ο Ζείκρατος. «Θα δικαστείς αλλά μόνο για τα πιο απλά αδικήματά σου».

«Θα ζητήσουμε από το δικαστήριο επιείκεια. Το πολύ να εξοριστείς» είπε η Ιππαρχία. «Δεν νομίζω να σε βλάψει αυτό».

«Φέρ' τε μου να υπογράψω» είπε ο Δημήτριος.

Κάθισαν σε ένα τραπέζι με καρέκλες γύρω. Ο Δημήτριος πήρε το μελάνι και παπύρους κι άρχισε να γράφει. Το κείμενο αυτό με την σφραγίδα-υπογραφή του ήταν καταδικαστικό για τον Παρμίονα. Τον έλεγαν και Μεγάλο Μύστη αλλά ο κόσμος τον έλεγε κι «αρπακτικό». Άφησε έξω από κάθε ευθύνη τον Υπάνορα, τον Φερεθάνη και τον Ληθόνου.

«Πάρ' τε το» είπε μόλις τελείωσε.

«Ήταν μια σωστή πράξη αυτή» του είπε η Ιππαρχία.

«Στη δίκη σου θα σε βοηθήσουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Ευχαριστώ, δεν θα χρειαστώ βοήθεια. Η καταδίκη μου είναι βέβαιη» είπε εκείνος πικρόχολα. «Υπάρχουν πολλοί που θα με θέλουν νεκρό».

Οχλοβοή ακούστηκε από την αυλή. Ένα σώμα ιππέων μπήκε φουριόζικα και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.

«Είναι Μακεδόνες» είπε ο Υπάνωρ.

«Μακεδόνες του Αντιγονίδη» είπε ο Μύρων.

«Χμ... με διεκδικούν πολλοί» είπε πικρά ο Δημήτριος.

Πρώτος στο δωμάτιο μπήκε ο Θεόδωρος, ο δούλος του. Δίπλα του ήταν ο λοχαγός Αρίστιππος. Ο Δημήτριος κοίταξε τον Θεόδωρο με ευγνωμοσύνη.

«Δημήτριε Φαληρέα, ο Δημήτριος Ελευθερωτής θέλει να σου μιλήσει» είπε ο Αρίστιππος απευθυνόμενος στον Φαληρέα. Γύρισε προς τον Αγακάτη. «Εσείς οι Σκύθες πρέπει να μας τον παραδώσετε!»

«Θα δικαστεί. Ο Επιμελητής ανήκει στον δήμο και θα λογοδοτήσει» πετάχτηκε ο Φανοκράτης.

«Αυτές είναι οι διαταγές που έχω» είπε ο Αρίστιππος.

Έλυσαν τον Δημήτριο και τον ανέβασαν σε ένα άλογο. Έφυγαν βιαστικά, όπως είχαν έρθει, αφήνοντας πίσω τους ένα σύννεφο σκόνης.

********************************

Από αύριο Πέμπτη το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.

Είμαστε στο απόγευμα της 11ης Ιουνίου. Ώρα για σκέψεις και απολογισμούς.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Οι δημοτικοί σύμβουλοι αποκλείουν το Σχιστό

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΙΣΤΟ

ΟΧΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ 

Μέσα στην πανδημία πιστεύοντας ότι δεν θα αντιδράσουμε, επιχειρείται από Κυβέρνηση και Περιφέρεια η επίσπευση των διαδικασιών για να φορτωθεί στην πόλη μας και για τα επόμενα 30 χρόνια ένα μεγάλο μέρος των απορριμμάτων της Αττικής.

Την Πέμπτη 10 η ώρα, τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου αποκλείουν τον Σταθμό Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων στο Σχιστό.

Στέλνουμε το μήνυμα ότι δεν θα μείνουμε απαθείς αποδεχόμενοι ότι η πόλη μας θα συνεχίσει να είναι η πίσω αυλή της Αττικής.

Μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, μαζί με μας θα είναι και ο λαός της πόλης.

36 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 36η

Ο Δημήτριος Φαληρέας καταφέρνει τελικά να κάνει έρωτα, αλλά διαπιστώνει πως έκανε μια τρύπα στο νερό. Όχι μόνο δεν είναι ο πρώτος άντρας στη ζωή της αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τους φίλους της που εισβάλλουν σπίτι του και την αναζητούν.

*******************************


Μεσημέρι 11 Ιουνίου 307 π.Χ. (γ' μέρος)

..............................

Ο Φαληρέας ήξερε πως είχε αργήσει άσκοπα με τις ανόητες αμφιβολίες του κι ότι έπρεπε να βιαστεί. Η εισβολή του Ιάσονα του έδωσε να καταλάβει πως δεν υπήρχε χρόνος για συναισθηματισμούς. Αυτή τη φορά που η Δάφνη τον κάλεσε σαν «Ιάσονα» ανταποκρίθηκε. Έτσι κι αλλιώς την ήθελε. Της μίλησε τρυφερά και την πλησίασε απαλά για να μην την τρομάξει. Εκείνη ήθελε να ζήσει τον έρωτα κι εκείνος μπορούσε να της δώσει ό,τι ζητούσε. Πονούσε το σώμα του από τα χτυπήματα του Ιάσονα, βούιζε το κεφάλι του, όμως είχε ανακάμψει. Είχε καθαρίσει τα αίματα από τις πληγές και τις γρατζουνιές κι είχε συνέλθει από το άγριο ξύλο που είχε φάει.

Η νεαρή κοπέλα, χαμένη στον κόσμο των ουσιών, ήθελε ανδρικό χάδι κι εκείνος της το έδωσε απλόχερα. Της έκανε έρωτα προσφέροντάς της τον εαυτό του όπως είχε χρόνια να κάνει. Ένιωσε απ’ την πλευρά της την ίδια απόλυτη παράδοση. Για τον Φαληρέα, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη ό,τι έζησε μαζί της. Πονούσε κι έτσουζε όταν τα χέρια της άγγιζαν το σώμα του εκεί που είχε ματώσει, όμως του άρεσε ακόμα κι ο πόνος. Απόλαυσε το κορμί της κι είχε την εντύπωση -ή έστω την ψευδαίσθηση- ότι κι εκείνη απόλαυσε το δικό του. Αισθάνθηκε έντονη χαρά και μιαν άγρια επιβεβαίωση όταν τα αισθάνθηκε όλα αυτά. Παρά την ηλικία του και την ταλαιπωρία που είχε υποστεί, μπορούσε ακόμα να προσφέρει απόλαυση.

Όσο κι αν βασιζόταν στο ψέμα, ήταν πρωτόγνωρο και για τους δυο αυτό που τούς συνέβη. Ο Δημήτριος αισθανόταν ικανοποίηση καθώς κατακτούσε το αντικείμενο του πόθου του. Η Δάφνη ένιωθε -κι ας μην τον έβλεπε αφού είχε κλειστά τα μάτια- πως κατακτιόταν από τον Ιάσονα. Αν δεν ήταν εκείνος, τότε ήταν οι θεοί με τους οποίους βρισκόταν σε συνεχή επαφή. Έστω κι έτσι όμως -στον κόσμο του ο καθένας- έζησαν πολύ έντονα το πάθος. Ολοκλήρωσαν κι έπεσαν κουρασμένοι και ξεθεωμένοι στο στρώμα.

«Θα με παντρευτείς;» την ρώτησε ο Δημήτριος.

«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε με τη σειρά της εκείνη.

«Είσαι μαζί μου, αγάπη μου» της είπε τρυφερά.

Δεν μπόρεσε να αποφύγει να κοιτάξει τα σεντόνια πάνω στα οποία είχαν κάνει έρωτα. Ήταν άσπρα και κόκκινα σεντόνια. Δεν μπορούσε να διακρίνει το αίμα, όμως, έπρεπε να υπάρχει κάπου κι αυτό. «Πού είναι το αίμα;» σκέφτηκε. Δεν γίνεται να μην υπάρξει αίμα όταν μια γυναίκα σμίξει με τον άντρα για πρώτη της φορά. «Ίσως να μην φαίνεται καθαρά γιατί τα πανωσέντονα είναι κόκκινα. Τι τα ήθελα τα κόκκινα τέτοια ώρα;» σκέφτηκε εκνευρισμένος. Όσο κι αν έψαχνε, όμως, το σεντόνι το στρωμένο στο κρεβάτι, το κατωσέντονο, παρέμενε κάτασπρο. Δεν ήταν φυσικό αυτό, αλλά, όλα ήταν δυνατά. «Ίσως το κόκκινο σεντόνι να έχει μαζέψει αυτό όλο το αίμα της παρθενιάς της» σκέφτηκε.

Παράτησε για λίγο το ψάξιμο καθώς ήταν κουρασμένος. Έκλεισε τα μάτια του, αλλά, δεν τα κατάφερε να ξεκουραστεί και σκεφτόταν το κατωσέντονο που ήταν κάτασπρο και καθαρό. Η Δάφνη κοιμόταν εκείνος, όμως, δεν ησύχαζε. Έπρεπε να δει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τράβηξε το κόκκινο σεντόνι. Ό,τι απέμενε στο κρεβάτι δεν είχε ούτε μια κηλίδα κόκκινου πάνω του, ούτε υπήρχε αίμα στο ροδαλό σώμα της. Έριξε πάνω της τον μανδύα του. Εξακολουθούσε να είναι όμορφη και ποθητή κι ας μην ήταν πια παιδί, αλλά, γυναίκα. Όμως ποιος την είχε κάνει γυναίκα; Ήταν αυτός ο αίτιος, όπως είχε σχεδιάσει; Κι αν ήταν έτσι, τότε, πού ήταν τα αίματα; Πήγε το μπαλκόνι, στο φως του ήλιου, να δει καλύτερα. Κοίταξε το σεντόνι σπιθαμή προς σπιθαμή. Το ακούμπησε παντού να δει αν ήταν, και πού, υγρό. Όραση, αφή, οσμή, όλες οι αισθήσεις του επικεντρώθηκαν για να βρουν σημάδια. Πρόσεξε καλύτερα μη και του ξέφευγε κάτι, μήπως κάπου ήταν λίγο πιο σκούρο. Καμιά ένδειξη πουθενά. Τα γεγονότα επέμεναν, τα σεντόνια ήταν καθαρά. Τι άλλο του έμενε να κάνει;

Πονούσε όλο του το σώμα απ’ τα χτυπήματα του Ιάσονα. Πήγε στην Δάφνη, την γύρισε προς το μέρος του και τράβηξε από πάνω της τον μανδύα. Για μια ακόμη φορά διαπίστωσε πως δεν είχε πάνω της κανένα σημάδι. Τίποτε δεν έδειχνε αυτό που ποθούσε, πως ήταν η πρώτη φορά που γινόταν γυναίκα. Την χτύπησε απαλά στο πρόσωπο για να την ξυπνήσει.

«Αγάπη μου, κουράστηκες;» την ρώτησε.

Εκείνη κούνησε το χέρι αφηρημένα, αλλά δεν μίλησε.

«Γιατί δεν «λερώθηκες» καθόλου; Πώς έγινε αυτό

«Ω, Ιάσων, Ιάσων!» του είπε αυτή.

Ο Δημήτριος ήταν δυνατός άντρας, μεστωμένος από τις διεγέρσεις που φιλοσοφία κι εξουσία χαρίζουν στον άνθρωπο Ήταν ικανός να αντιμετωπίζει ψύχραιμα όλες τις καταστάσεις, όμως εδώ, έφριξε από το κακό του. Προς τι, λοιπόν, όλα αυτά που είχαν γίνει ως τώρα αν η Δάφνη δεν ήταν παρθένα; Όλο το σχέδιο, πρώτα να την «καταστρέψει» και κατόπιν να την «αποκαταστήσει» ήταν μάταιο. Δεν γινόταν να παρακάμψει τις αντιρρήσεις της και να την δέσει μ’ αυτόν τον τρόπο.

Τζάμπα οι απαγωγές, οι ορφικοί, οι διαπραγματεύσεις! Τζάμπα κι άδικα το μεγαλοφυές σχέδιο που είχε καταστρώσει. Ήταν κενό περιεχομένου και μάταιος κόπος γιατί η μικρή δεν ήταν ούτε κάν παρθένα. Ίσως γι αυτό επέμενε τόσο πολύ με τον Ιάσονα! Φαίνεται πως αυτός την είχε καταστρέψει πρώτος. Την είχε δική του χωρίς βία, ούτε μαντζούνια ή πατρική συναίνεση, χωρίς σχέδια, χωρίς κόπο.

«Μου την έφερε λοιπόν ο νεαρός!» σκέφτηκε.

Την κοίταξε με ένα βλέμμα στο οποίο συνυπήρχαν την ίδια στιγμή αρκετά συναισθήματα. Υπήρχε οργή, αλλά όχι γι αυτήν. Περισσότερο τον εαυτό του οίκτιρε. Ένα ακόμη σχέδιό του πήγαινε στράφι. Όλα του τα σχέδια έτσι πήγαιναν, έμεναν στο τέλος χωρίς νόημα, χωρίς υλοποίηση, χωρίς ψυχή. Υπήρχε απογοήτευση γιατί το τελευταίο πολύτιμο κόσμημα της Αθήνας είχε αποδειχθεί σκάρτο. Είχε ακόμη έναν αδιόρατο φόβο στην ψυχή του για όλα όσα θα έρχονταν από εδώ και πέρα στην υπόλοιπη ζωή του. Φοβόταν πως θα ήταν όλα το ίδιο σκάρτα κι απογοητευτικά όπως ετούτη εδώ η στιγμή. Δεν ήταν η Δάφνη που τον θύμωνε, ήταν ο εαυτός του. Εξ άλλου εκείνη ήταν τόσο όμορφη και τόσο αγνή που δεν μπορούσε τίποτε κακό να της καταλογίσει.

«Αγάπη μου, μού την φέρατε εσύ κι ο Ιάσων σου!» της ψιθύρισε δίπλα στο αυτί της.

«Ω, Ιάσων, ω, θεοί!» είπε αυτή μέσα στη ζάλη της.

Την φίλησε απαλά στο μέτωπο, χάιδεψε το μάγουλό της και την σκέπασε πάλι με τον μανδύα.

«Μ' αγαπάς;» την ρώτησε.

«Ω, Ιάσων αγάπη μου, σε αγαπώ» του είπε εκείνη με τη φωνή της γεμάτη τρυφερότητα.

Έκλεβε πάλι, τώρα, αγάπη όπως πιο πριν έρωτα, αλλά δεν τον ένοιαζε πια καθόλου. Τού την είχαν φέρει, ε, ας τους έκλεβε λίγο κι αυτός. Ωραίος κόσμος!

«Με θέλεις;» τη ρώτησε απαλά στο αυτί.

«Ναι!» του είπε εκείνη.

«Πόσο με θέλεις αγάπη μου;»

«Πολύ!»

Ο Δημήτριος σκέφτηκε: «καλό είναι αυτό, έτσι την θέλω κι εγώ, να με θέλει!». Τα φίλτρα είχαν κάνει τη δουλειά τους, άδικα είχε κατηγορήσει τον Μύστη και την Πανδότη. Μπορεί να είχε βυθιστεί σε κώμα χτες, σήμερα όμως όλα είχαν γίνει σωστά. Κι αν τον περνούσε για «Ιάσονα» δεν έβλαπτε και τόσο. Εξάλλου σύντομα κι εκείνη θα κατανοούσε ποιος ακριβώς τής είχε χαρίσει ηδονή κι απόλαυση.

Όπως κι αν είχαν φτάσει προηγουμένως στην ερωτική πάλη, ήταν γεγονός ότι είχαν απολαύσει ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε λόγος να μην σκέφτεται ότι, παρά την ατυχία του, είχε απολαύσει ένα θεσπέσιο πλάσμα. Μπορεί να είχαν αποτύχει τα σχέδιά του, όμως, κάτι είχε κερδίσει όμως κι αυτός. Δεν είχαν πάει τζάμπα όσα είχε πληρώσει στους ορφικούς ούτε το ξύλο που είχε φάει από τον Ιάσονα. Πονούσε, αλλά, τουλάχιστον την είχε δίπλα του πρόθυμη και διαθέσιμη. Θα συνέχιζε μαζί της αν δεν άκουγε την οχλοβοή και την φασαρία στην είσοδο της αυλής. Κοντοστάθηκε ανάμεσα στην επιθυμία να τα αγνοήσει όλα για χάρη της και στην έγνοια του να μάθει τι συνέβαινε. Βγήκε στο μπαλκόνι. Καμιά δεκαριά πολίτες μάλωναν με τους Σκύθες φύλακες της πύλης. Προφανώς κάποιοι ήθελαν να μπουν μέσα. «Ποιοι είναι αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες;» αναρωτήθηκε.

Δεν φορούσαν στολές, άρα δεν ήταν οι Μακεδόνες του Διονυσίου ούτε του Αντιγονίδη. Περιπατητικοί του Θεόφραστου δεν ήταν, θα τους καταλάβαινε από μακριά, ούτε ορφικοί ήταν. Ίσως να ήταν Αθηναίοι που είχαν έρθει μέχρις εδώ για κάποια τελευταία αιτήματα. Όποιοι κι αν ήταν βαριόταν να ασχοληθεί μαζί τους. Δεν είχε χρόνο ούτε διάθεση. Στην πύλη της αυλής είχαν αρχίσει να συμπλέκονται οι νεοφερμένοι με τους φύλακες. Τα σπρωξίματα κι οι φωνές έδειχναν πως οι ανεπιθύμητοι επισκέπτες ήταν επίμονοι. Θα θα έβγαζαν πέρα μαζί τους οι Σκύθες. Τότε ξεχώρισε ένας από όλους. Ξέφυγε και μπήκε στην αυλή. Δυο Σκύθες έτρεξαν να τον πιάσουν αλλά τους απέφυγε. Επικράτησε σύγχυση στην πύλη κι οι άλλοι πίεσαν περισσότερο του φύλακες. Στο τέλος κατάφεραν να μπουν κι αυτοί. Τότε ο Φαληρέας αναγνώρισε κάποιους.

Ήταν φίλοι του Ερμόδωρου, του Καινέα και του Ιάσωνα του αντίζηλού του. Διέκρινε και τον Ανθέστη, τον πατέρα της Δάφνης να περνά την πύλη. Ώστε είχαν καταλάβει τι έτρεχε κι είχαν έρθει μέχρι εδώ όλοι! Κοίταξε τη Δάφνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σχεδόν γυμνή και βυθισμένη σε λήθαργο. Ήταν πάλι πρόθυμη να του δοθεί με ηδονική διάθεση. Την ήθελε κι εκείνος, αλλά, με τόσο κόσμο γύρω τους τι μπορούσε να γίνει; Κάτω στο υπόγειο βρισκόταν ο Ιάσων και στην αυλή είχε μαζευτεί τώρα όλη η παρέα της. Δεν ήταν συνθήκες αυτές για να απολαύσουν δυο άνθρωποι τον έρωτά τους! Όσο γι αυτόν, αν ήθελε αληθινά να γλιτώσει ένα καινούριο χέρι ξύλο και να διαφύγει απ’ την Αθήνα, έπρεπε να βιαστεί.

«Σκύθες! ελάτε πάνω» τους φώναξε.

Άκουγε τα βήματα τους να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια προς τον γυναικωνίτη κι έριξε μια ματιά από το μπαλκόνι.

«Νά' τος, εκεί είναι» ακούστηκε μια φωνή.

Κάποιος τον είχε δει. Αυτό μείωνε πολύ τον χρόνο που υπολόγιζε ότι είχε για να αντιδράσει. Τότε όμως του ήρθε η ιδέα. Στο κρεβάτι δεν υπήρχαν ίχνη από αίματα κι ο Ιάσων ήταν απών. Η Δάφνη, βυθισμένη σε λήθαργο με όνειρα μεθυσμένα, δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν την είχε πειράξει. Έτσι, δεν θα τον έλεγαν βιαστή και δεν θα αντιμετώπιζε τον θυμό τους. Της φόρεσε ένα ιμάτιο, έριξε πάνω της ένα μανδύα και την σκέπασε με σεντόνια. Της χάιδεψε το μέτωπο, κι όπως ησύχασε, την άφησε να κοιμηθεί. Βγήκε από τον γυναικωνίτη, κατέβηκε κάτω και περίμενε τους ανεπιθύμητους επισκέπτες του.

«Δεν θέλω φασαρίες» είπε στους τέσσερις Σκύθες που ήρθαν κοντά του. «Θέλω να συζητήσω ήρεμα μαζί τους. Μόνο αν τους δείτε επιθετικούς, επεμβαίνετε».

«Ήρθαν έτοιμοι για φασαρίες Επιμελητή» του είπαν.

«Εγώ θέλω να κάνω ήρεμη συζήτηση».

Ένας Σκύθης βγήκε κι είπε στους νεοφερμένους ότι ο Επιμελητής τους καλούσε να περάσουν. Μπήκαν πρώτοι ο Ανθέστης κι ο Καινέας. Ακολούθησαν ο Ζείκρατος, ο Μύρων, η Ιππαρχία κι η Κλεοτίμα. Έμειναν έξω η Εριφύλη, η Νικάτα, ο Υπάνωρ κι ο Φανοκράτης.

«Δημήτριε, ήρθαμε για να μας δώσεις εξηγήσεις» του είπε ο Ζείκρατος με το που τους άνοιξε την πόρτα. «Μα ... πώς είσαι έτσι; Με ποιον μάλωσες;»

«Δεν μάλωσα, έπεσα κάτω και χτύπησα» είπε εκείνος. «Πείτε μου, όμως, τι ζητάτε;»

«Θέλουμε να μας πεις πού βρίσκονται ο Ιάσων, γιος του Λέοντα κι η Δάφνη του Ανθέστη» είπε ο Μύρων. «Ακόμη πρέπει να μας λύσεις κάποιες απορίες για μερικές αντιδόσεις που λένε πως έχεις υπογράψει».

«Δεν υπέγραψα καμιάν αντίδοση».

«Κι ορφικοί τι ήθελαν από εσένα;»

«Ό,τι κι αν ήθελαν, δεν το πήραν».

«Ήταν δολοφόνοι, κι εσύ συνεργάτης τους!»

«Τι θα πει "δολοφόνοι"; δεν άκουσα καμιά δολοφονία. Απατεώνες, μπορεί να ήταν ..., δεν ξέρω ... δολοφόνοι όμως είναι άλλο πράγμα!»

«Δολοφόνοι ήταν κι εσύ ήσουν συνεργός!» του φώναξε ο Καινέας. «Για τις αντιδόσεις σκότωναν ανθρώπους κι εσύ τους χάριζες την περιουσία τους!»

Ο Φαληρέας έδειξε να τα χάνει. Άρχισε να φοβάται για τις συνέπειες αν όσα έλεγε ο Καινέας ήταν αλήθεια. Όπως τους άκουγε ένιωθε πως έλεγαν αλήθεια κι ότι η εμπλοκή του με τον Μύστη ήταν πιο σοβαρή από όσο πίστευε. Αν τον κατηγορούσαν για όλα αυτά στον Άρειο Πάγο κινδύνευε η ζωή του. Δεν θα ήταν λόγοι πολιτικοί, αλλά, πολύ ατιμωτικοί.

«Δεν υπέγραψα αντίδοση ούτε συνεργάστηκα μαζί τους. Ήταν απατεώνες, τους έδιωξα» είπε τρέμοντας.

«Αν είναι αλήθεια, είναι καλό νέο» είπε ο Καινέας.

«Μάλλον χάλασε η δουλειά» είπε ο Μύρων.

«Στο σπίτι σου υπάρχουν κάποια πτώματα. Το ξέρεις αυτό;» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πτώματα; ... τι είναι αυτά που λέτε;» έκανε έντρομος.

«Έχεις δει τον Ιεροφάντη ή την Πανδότη; Το ξέρεις ότι δολοφονήθηκαν μέσα στο σπίτι σου; Τα πτώματά τους είναι εκεί που μένει η οικογένειά σου. Στείλε τους Σκύθες σου να το διαπιστώσουν» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πρέπει να βρεις πειστικές απαντήσεις» είπε ο Μύρων.

Ο Δημήτριος ένιωσε πολύ άσχημα. Τον κατηγορούσαν ακόμα και για πράγματα που δεν είχε κάνει. Ποιος θα δεχόταν να τον υπερασπιστεί, σε ποιο δικαστήριο, τώρα που είχαν όλα αγριέψει εις βάρος του; Άρχισε να φοβάται!

«Πέρα από αυτά τα ρεζιλίκια σου ... πες μας, τώρα, για τον Ιάσονα και τη Δάφνη» του είπε η Κλεοτίμα.

«Ο Ιάσων μου επιτέθηκε χωρίς λόγο. Μπορούσα να τον πάω σε δίκη, αλλά ... δεν το έκανα» είπε ο Φαληρέας

«Δεν είχες τίποτε να του καταλογίσεις, τύραννε» είπε με θυμό ο Ζείκρατος.

«Πού τους έχεις; Τι έκανες στη Δάφνη;» τον ρώτησαν.

«Η Δάφνη, είναι αρραβωνιαστικιά μου, την ζήτησα από τον πατέρα της. Νά τος, ρωτήστε τον! Μίλα Ανθέστη!»

«Εσύ την ζήτησες αλλά εγώ δεν σου είπα το "ναι" ποτέ» είπε ο Ανθέστης.

«Μπορεί να έγινε παρεξήγηση» είπε ο Φαληρέας.

«Την έχεις στο γυναικωνίτη. Αν την πείραξες άτιμε θα σου βγάλω τα μάτια με τα ίδια μου τα χέρια» τον απείλησε ο Ανθέστης.

«Πηγαίνετε και μόνοι σας πάνω να δείτε, ούτε που την ακούμπησα». Σκέφτηκε ότι θα την έβρισκαν παρθένα.

********************************

Η συνέχεια (το δ' μέρος του Μεσημεριού της 11ης Ιουνίου) αύριο Τετάρτη.