Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

36 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 36η

Ο Δημήτριος Φαληρέας καταφέρνει τελικά να κάνει έρωτα, αλλά διαπιστώνει πως έκανε μια τρύπα στο νερό. Όχι μόνο δεν είναι ο πρώτος άντρας στη ζωή της αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τους φίλους της που εισβάλλουν σπίτι του και την αναζητούν.

*******************************


Μεσημέρι 11 Ιουνίου 307 π.Χ. (γ' μέρος)

..............................

Ο Φαληρέας ήξερε πως είχε αργήσει άσκοπα με τις ανόητες αμφιβολίες του κι ότι έπρεπε να βιαστεί. Η εισβολή του Ιάσονα του έδωσε να καταλάβει πως δεν υπήρχε χρόνος για συναισθηματισμούς. Αυτή τη φορά που η Δάφνη τον κάλεσε σαν «Ιάσονα» ανταποκρίθηκε. Έτσι κι αλλιώς την ήθελε. Της μίλησε τρυφερά και την πλησίασε απαλά για να μην την τρομάξει. Εκείνη ήθελε να ζήσει τον έρωτα κι εκείνος μπορούσε να της δώσει ό,τι ζητούσε. Πονούσε το σώμα του από τα χτυπήματα του Ιάσονα, βούιζε το κεφάλι του, όμως είχε ανακάμψει. Είχε καθαρίσει τα αίματα από τις πληγές και τις γρατζουνιές κι είχε συνέλθει από το άγριο ξύλο που είχε φάει.

Η νεαρή κοπέλα, χαμένη στον κόσμο των ουσιών, ήθελε ανδρικό χάδι κι εκείνος της το έδωσε απλόχερα. Της έκανε έρωτα προσφέροντάς της τον εαυτό του όπως είχε χρόνια να κάνει. Ένιωσε απ’ την πλευρά της την ίδια απόλυτη παράδοση. Για τον Φαληρέα, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη ό,τι έζησε μαζί της. Πονούσε κι έτσουζε όταν τα χέρια της άγγιζαν το σώμα του εκεί που είχε ματώσει, όμως του άρεσε ακόμα κι ο πόνος. Απόλαυσε το κορμί της κι είχε την εντύπωση -ή έστω την ψευδαίσθηση- ότι κι εκείνη απόλαυσε το δικό του. Αισθάνθηκε έντονη χαρά και μιαν άγρια επιβεβαίωση όταν τα αισθάνθηκε όλα αυτά. Παρά την ηλικία του και την ταλαιπωρία που είχε υποστεί, μπορούσε ακόμα να προσφέρει απόλαυση.

Όσο κι αν βασιζόταν στο ψέμα, ήταν πρωτόγνωρο και για τους δυο αυτό που τούς συνέβη. Ο Δημήτριος αισθανόταν ικανοποίηση καθώς κατακτούσε το αντικείμενο του πόθου του. Η Δάφνη ένιωθε -κι ας μην τον έβλεπε αφού είχε κλειστά τα μάτια- πως κατακτιόταν από τον Ιάσονα. Αν δεν ήταν εκείνος, τότε ήταν οι θεοί με τους οποίους βρισκόταν σε συνεχή επαφή. Έστω κι έτσι όμως -στον κόσμο του ο καθένας- έζησαν πολύ έντονα το πάθος. Ολοκλήρωσαν κι έπεσαν κουρασμένοι και ξεθεωμένοι στο στρώμα.

«Θα με παντρευτείς;» την ρώτησε ο Δημήτριος.

«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε με τη σειρά της εκείνη.

«Είσαι μαζί μου, αγάπη μου» της είπε τρυφερά.

Δεν μπόρεσε να αποφύγει να κοιτάξει τα σεντόνια πάνω στα οποία είχαν κάνει έρωτα. Ήταν άσπρα και κόκκινα σεντόνια. Δεν μπορούσε να διακρίνει το αίμα, όμως, έπρεπε να υπάρχει κάπου κι αυτό. «Πού είναι το αίμα;» σκέφτηκε. Δεν γίνεται να μην υπάρξει αίμα όταν μια γυναίκα σμίξει με τον άντρα για πρώτη της φορά. «Ίσως να μην φαίνεται καθαρά γιατί τα πανωσέντονα είναι κόκκινα. Τι τα ήθελα τα κόκκινα τέτοια ώρα;» σκέφτηκε εκνευρισμένος. Όσο κι αν έψαχνε, όμως, το σεντόνι το στρωμένο στο κρεβάτι, το κατωσέντονο, παρέμενε κάτασπρο. Δεν ήταν φυσικό αυτό, αλλά, όλα ήταν δυνατά. «Ίσως το κόκκινο σεντόνι να έχει μαζέψει αυτό όλο το αίμα της παρθενιάς της» σκέφτηκε.

Παράτησε για λίγο το ψάξιμο καθώς ήταν κουρασμένος. Έκλεισε τα μάτια του, αλλά, δεν τα κατάφερε να ξεκουραστεί και σκεφτόταν το κατωσέντονο που ήταν κάτασπρο και καθαρό. Η Δάφνη κοιμόταν εκείνος, όμως, δεν ησύχαζε. Έπρεπε να δει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τράβηξε το κόκκινο σεντόνι. Ό,τι απέμενε στο κρεβάτι δεν είχε ούτε μια κηλίδα κόκκινου πάνω του, ούτε υπήρχε αίμα στο ροδαλό σώμα της. Έριξε πάνω της τον μανδύα του. Εξακολουθούσε να είναι όμορφη και ποθητή κι ας μην ήταν πια παιδί, αλλά, γυναίκα. Όμως ποιος την είχε κάνει γυναίκα; Ήταν αυτός ο αίτιος, όπως είχε σχεδιάσει; Κι αν ήταν έτσι, τότε, πού ήταν τα αίματα; Πήγε το μπαλκόνι, στο φως του ήλιου, να δει καλύτερα. Κοίταξε το σεντόνι σπιθαμή προς σπιθαμή. Το ακούμπησε παντού να δει αν ήταν, και πού, υγρό. Όραση, αφή, οσμή, όλες οι αισθήσεις του επικεντρώθηκαν για να βρουν σημάδια. Πρόσεξε καλύτερα μη και του ξέφευγε κάτι, μήπως κάπου ήταν λίγο πιο σκούρο. Καμιά ένδειξη πουθενά. Τα γεγονότα επέμεναν, τα σεντόνια ήταν καθαρά. Τι άλλο του έμενε να κάνει;

Πονούσε όλο του το σώμα απ’ τα χτυπήματα του Ιάσονα. Πήγε στην Δάφνη, την γύρισε προς το μέρος του και τράβηξε από πάνω της τον μανδύα. Για μια ακόμη φορά διαπίστωσε πως δεν είχε πάνω της κανένα σημάδι. Τίποτε δεν έδειχνε αυτό που ποθούσε, πως ήταν η πρώτη φορά που γινόταν γυναίκα. Την χτύπησε απαλά στο πρόσωπο για να την ξυπνήσει.

«Αγάπη μου, κουράστηκες;» την ρώτησε.

Εκείνη κούνησε το χέρι αφηρημένα, αλλά δεν μίλησε.

«Γιατί δεν «λερώθηκες» καθόλου; Πώς έγινε αυτό

«Ω, Ιάσων, Ιάσων!» του είπε αυτή.

Ο Δημήτριος ήταν δυνατός άντρας, μεστωμένος από τις διεγέρσεις που φιλοσοφία κι εξουσία χαρίζουν στον άνθρωπο Ήταν ικανός να αντιμετωπίζει ψύχραιμα όλες τις καταστάσεις, όμως εδώ, έφριξε από το κακό του. Προς τι, λοιπόν, όλα αυτά που είχαν γίνει ως τώρα αν η Δάφνη δεν ήταν παρθένα; Όλο το σχέδιο, πρώτα να την «καταστρέψει» και κατόπιν να την «αποκαταστήσει» ήταν μάταιο. Δεν γινόταν να παρακάμψει τις αντιρρήσεις της και να την δέσει μ’ αυτόν τον τρόπο.

Τζάμπα οι απαγωγές, οι ορφικοί, οι διαπραγματεύσεις! Τζάμπα κι άδικα το μεγαλοφυές σχέδιο που είχε καταστρώσει. Ήταν κενό περιεχομένου και μάταιος κόπος γιατί η μικρή δεν ήταν ούτε κάν παρθένα. Ίσως γι αυτό επέμενε τόσο πολύ με τον Ιάσονα! Φαίνεται πως αυτός την είχε καταστρέψει πρώτος. Την είχε δική του χωρίς βία, ούτε μαντζούνια ή πατρική συναίνεση, χωρίς σχέδια, χωρίς κόπο.

«Μου την έφερε λοιπόν ο νεαρός!» σκέφτηκε.

Την κοίταξε με ένα βλέμμα στο οποίο συνυπήρχαν την ίδια στιγμή αρκετά συναισθήματα. Υπήρχε οργή, αλλά όχι γι αυτήν. Περισσότερο τον εαυτό του οίκτιρε. Ένα ακόμη σχέδιό του πήγαινε στράφι. Όλα του τα σχέδια έτσι πήγαιναν, έμεναν στο τέλος χωρίς νόημα, χωρίς υλοποίηση, χωρίς ψυχή. Υπήρχε απογοήτευση γιατί το τελευταίο πολύτιμο κόσμημα της Αθήνας είχε αποδειχθεί σκάρτο. Είχε ακόμη έναν αδιόρατο φόβο στην ψυχή του για όλα όσα θα έρχονταν από εδώ και πέρα στην υπόλοιπη ζωή του. Φοβόταν πως θα ήταν όλα το ίδιο σκάρτα κι απογοητευτικά όπως ετούτη εδώ η στιγμή. Δεν ήταν η Δάφνη που τον θύμωνε, ήταν ο εαυτός του. Εξ άλλου εκείνη ήταν τόσο όμορφη και τόσο αγνή που δεν μπορούσε τίποτε κακό να της καταλογίσει.

«Αγάπη μου, μού την φέρατε εσύ κι ο Ιάσων σου!» της ψιθύρισε δίπλα στο αυτί της.

«Ω, Ιάσων, ω, θεοί!» είπε αυτή μέσα στη ζάλη της.

Την φίλησε απαλά στο μέτωπο, χάιδεψε το μάγουλό της και την σκέπασε πάλι με τον μανδύα.

«Μ' αγαπάς;» την ρώτησε.

«Ω, Ιάσων αγάπη μου, σε αγαπώ» του είπε εκείνη με τη φωνή της γεμάτη τρυφερότητα.

Έκλεβε πάλι, τώρα, αγάπη όπως πιο πριν έρωτα, αλλά δεν τον ένοιαζε πια καθόλου. Τού την είχαν φέρει, ε, ας τους έκλεβε λίγο κι αυτός. Ωραίος κόσμος!

«Με θέλεις;» τη ρώτησε απαλά στο αυτί.

«Ναι!» του είπε εκείνη.

«Πόσο με θέλεις αγάπη μου;»

«Πολύ!»

Ο Δημήτριος σκέφτηκε: «καλό είναι αυτό, έτσι την θέλω κι εγώ, να με θέλει!». Τα φίλτρα είχαν κάνει τη δουλειά τους, άδικα είχε κατηγορήσει τον Μύστη και την Πανδότη. Μπορεί να είχε βυθιστεί σε κώμα χτες, σήμερα όμως όλα είχαν γίνει σωστά. Κι αν τον περνούσε για «Ιάσονα» δεν έβλαπτε και τόσο. Εξάλλου σύντομα κι εκείνη θα κατανοούσε ποιος ακριβώς τής είχε χαρίσει ηδονή κι απόλαυση.

Όπως κι αν είχαν φτάσει προηγουμένως στην ερωτική πάλη, ήταν γεγονός ότι είχαν απολαύσει ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε λόγος να μην σκέφτεται ότι, παρά την ατυχία του, είχε απολαύσει ένα θεσπέσιο πλάσμα. Μπορεί να είχαν αποτύχει τα σχέδιά του, όμως, κάτι είχε κερδίσει όμως κι αυτός. Δεν είχαν πάει τζάμπα όσα είχε πληρώσει στους ορφικούς ούτε το ξύλο που είχε φάει από τον Ιάσονα. Πονούσε, αλλά, τουλάχιστον την είχε δίπλα του πρόθυμη και διαθέσιμη. Θα συνέχιζε μαζί της αν δεν άκουγε την οχλοβοή και την φασαρία στην είσοδο της αυλής. Κοντοστάθηκε ανάμεσα στην επιθυμία να τα αγνοήσει όλα για χάρη της και στην έγνοια του να μάθει τι συνέβαινε. Βγήκε στο μπαλκόνι. Καμιά δεκαριά πολίτες μάλωναν με τους Σκύθες φύλακες της πύλης. Προφανώς κάποιοι ήθελαν να μπουν μέσα. «Ποιοι είναι αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες;» αναρωτήθηκε.

Δεν φορούσαν στολές, άρα δεν ήταν οι Μακεδόνες του Διονυσίου ούτε του Αντιγονίδη. Περιπατητικοί του Θεόφραστου δεν ήταν, θα τους καταλάβαινε από μακριά, ούτε ορφικοί ήταν. Ίσως να ήταν Αθηναίοι που είχαν έρθει μέχρις εδώ για κάποια τελευταία αιτήματα. Όποιοι κι αν ήταν βαριόταν να ασχοληθεί μαζί τους. Δεν είχε χρόνο ούτε διάθεση. Στην πύλη της αυλής είχαν αρχίσει να συμπλέκονται οι νεοφερμένοι με τους φύλακες. Τα σπρωξίματα κι οι φωνές έδειχναν πως οι ανεπιθύμητοι επισκέπτες ήταν επίμονοι. Θα θα έβγαζαν πέρα μαζί τους οι Σκύθες. Τότε ξεχώρισε ένας από όλους. Ξέφυγε και μπήκε στην αυλή. Δυο Σκύθες έτρεξαν να τον πιάσουν αλλά τους απέφυγε. Επικράτησε σύγχυση στην πύλη κι οι άλλοι πίεσαν περισσότερο του φύλακες. Στο τέλος κατάφεραν να μπουν κι αυτοί. Τότε ο Φαληρέας αναγνώρισε κάποιους.

Ήταν φίλοι του Ερμόδωρου, του Καινέα και του Ιάσωνα του αντίζηλού του. Διέκρινε και τον Ανθέστη, τον πατέρα της Δάφνης να περνά την πύλη. Ώστε είχαν καταλάβει τι έτρεχε κι είχαν έρθει μέχρι εδώ όλοι! Κοίταξε τη Δάφνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σχεδόν γυμνή και βυθισμένη σε λήθαργο. Ήταν πάλι πρόθυμη να του δοθεί με ηδονική διάθεση. Την ήθελε κι εκείνος, αλλά, με τόσο κόσμο γύρω τους τι μπορούσε να γίνει; Κάτω στο υπόγειο βρισκόταν ο Ιάσων και στην αυλή είχε μαζευτεί τώρα όλη η παρέα της. Δεν ήταν συνθήκες αυτές για να απολαύσουν δυο άνθρωποι τον έρωτά τους! Όσο γι αυτόν, αν ήθελε αληθινά να γλιτώσει ένα καινούριο χέρι ξύλο και να διαφύγει απ’ την Αθήνα, έπρεπε να βιαστεί.

«Σκύθες! ελάτε πάνω» τους φώναξε.

Άκουγε τα βήματα τους να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια προς τον γυναικωνίτη κι έριξε μια ματιά από το μπαλκόνι.

«Νά' τος, εκεί είναι» ακούστηκε μια φωνή.

Κάποιος τον είχε δει. Αυτό μείωνε πολύ τον χρόνο που υπολόγιζε ότι είχε για να αντιδράσει. Τότε όμως του ήρθε η ιδέα. Στο κρεβάτι δεν υπήρχαν ίχνη από αίματα κι ο Ιάσων ήταν απών. Η Δάφνη, βυθισμένη σε λήθαργο με όνειρα μεθυσμένα, δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν την είχε πειράξει. Έτσι, δεν θα τον έλεγαν βιαστή και δεν θα αντιμετώπιζε τον θυμό τους. Της φόρεσε ένα ιμάτιο, έριξε πάνω της ένα μανδύα και την σκέπασε με σεντόνια. Της χάιδεψε το μέτωπο, κι όπως ησύχασε, την άφησε να κοιμηθεί. Βγήκε από τον γυναικωνίτη, κατέβηκε κάτω και περίμενε τους ανεπιθύμητους επισκέπτες του.

«Δεν θέλω φασαρίες» είπε στους τέσσερις Σκύθες που ήρθαν κοντά του. «Θέλω να συζητήσω ήρεμα μαζί τους. Μόνο αν τους δείτε επιθετικούς, επεμβαίνετε».

«Ήρθαν έτοιμοι για φασαρίες Επιμελητή» του είπαν.

«Εγώ θέλω να κάνω ήρεμη συζήτηση».

Ένας Σκύθης βγήκε κι είπε στους νεοφερμένους ότι ο Επιμελητής τους καλούσε να περάσουν. Μπήκαν πρώτοι ο Ανθέστης κι ο Καινέας. Ακολούθησαν ο Ζείκρατος, ο Μύρων, η Ιππαρχία κι η Κλεοτίμα. Έμειναν έξω η Εριφύλη, η Νικάτα, ο Υπάνωρ κι ο Φανοκράτης.

«Δημήτριε, ήρθαμε για να μας δώσεις εξηγήσεις» του είπε ο Ζείκρατος με το που τους άνοιξε την πόρτα. «Μα ... πώς είσαι έτσι; Με ποιον μάλωσες;»

«Δεν μάλωσα, έπεσα κάτω και χτύπησα» είπε εκείνος. «Πείτε μου, όμως, τι ζητάτε;»

«Θέλουμε να μας πεις πού βρίσκονται ο Ιάσων, γιος του Λέοντα κι η Δάφνη του Ανθέστη» είπε ο Μύρων. «Ακόμη πρέπει να μας λύσεις κάποιες απορίες για μερικές αντιδόσεις που λένε πως έχεις υπογράψει».

«Δεν υπέγραψα καμιάν αντίδοση».

«Κι ορφικοί τι ήθελαν από εσένα;»

«Ό,τι κι αν ήθελαν, δεν το πήραν».

«Ήταν δολοφόνοι, κι εσύ συνεργάτης τους!»

«Τι θα πει "δολοφόνοι"; δεν άκουσα καμιά δολοφονία. Απατεώνες, μπορεί να ήταν ..., δεν ξέρω ... δολοφόνοι όμως είναι άλλο πράγμα!»

«Δολοφόνοι ήταν κι εσύ ήσουν συνεργός!» του φώναξε ο Καινέας. «Για τις αντιδόσεις σκότωναν ανθρώπους κι εσύ τους χάριζες την περιουσία τους!»

Ο Φαληρέας έδειξε να τα χάνει. Άρχισε να φοβάται για τις συνέπειες αν όσα έλεγε ο Καινέας ήταν αλήθεια. Όπως τους άκουγε ένιωθε πως έλεγαν αλήθεια κι ότι η εμπλοκή του με τον Μύστη ήταν πιο σοβαρή από όσο πίστευε. Αν τον κατηγορούσαν για όλα αυτά στον Άρειο Πάγο κινδύνευε η ζωή του. Δεν θα ήταν λόγοι πολιτικοί, αλλά, πολύ ατιμωτικοί.

«Δεν υπέγραψα αντίδοση ούτε συνεργάστηκα μαζί τους. Ήταν απατεώνες, τους έδιωξα» είπε τρέμοντας.

«Αν είναι αλήθεια, είναι καλό νέο» είπε ο Καινέας.

«Μάλλον χάλασε η δουλειά» είπε ο Μύρων.

«Στο σπίτι σου υπάρχουν κάποια πτώματα. Το ξέρεις αυτό;» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πτώματα; ... τι είναι αυτά που λέτε;» έκανε έντρομος.

«Έχεις δει τον Ιεροφάντη ή την Πανδότη; Το ξέρεις ότι δολοφονήθηκαν μέσα στο σπίτι σου; Τα πτώματά τους είναι εκεί που μένει η οικογένειά σου. Στείλε τους Σκύθες σου να το διαπιστώσουν» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πρέπει να βρεις πειστικές απαντήσεις» είπε ο Μύρων.

Ο Δημήτριος ένιωσε πολύ άσχημα. Τον κατηγορούσαν ακόμα και για πράγματα που δεν είχε κάνει. Ποιος θα δεχόταν να τον υπερασπιστεί, σε ποιο δικαστήριο, τώρα που είχαν όλα αγριέψει εις βάρος του; Άρχισε να φοβάται!

«Πέρα από αυτά τα ρεζιλίκια σου ... πες μας, τώρα, για τον Ιάσονα και τη Δάφνη» του είπε η Κλεοτίμα.

«Ο Ιάσων μου επιτέθηκε χωρίς λόγο. Μπορούσα να τον πάω σε δίκη, αλλά ... δεν το έκανα» είπε ο Φαληρέας

«Δεν είχες τίποτε να του καταλογίσεις, τύραννε» είπε με θυμό ο Ζείκρατος.

«Πού τους έχεις; Τι έκανες στη Δάφνη;» τον ρώτησαν.

«Η Δάφνη, είναι αρραβωνιαστικιά μου, την ζήτησα από τον πατέρα της. Νά τος, ρωτήστε τον! Μίλα Ανθέστη!»

«Εσύ την ζήτησες αλλά εγώ δεν σου είπα το "ναι" ποτέ» είπε ο Ανθέστης.

«Μπορεί να έγινε παρεξήγηση» είπε ο Φαληρέας.

«Την έχεις στο γυναικωνίτη. Αν την πείραξες άτιμε θα σου βγάλω τα μάτια με τα ίδια μου τα χέρια» τον απείλησε ο Ανθέστης.

«Πηγαίνετε και μόνοι σας πάνω να δείτε, ούτε που την ακούμπησα». Σκέφτηκε ότι θα την έβρισκαν παρθένα.

********************************

Η συνέχεια (το δ' μέρος του Μεσημεριού της 11ης Ιουνίου) αύριο Τετάρτη.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

35 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 35η

 Ο Δημήτριος ο Φαληρέας έχει στο κρεβάτι του την Δάφνη, ναρκωμένη και χαμένη στις παραισθήσεις, κι όμως δεν την έχει κάνει δική του. Μια τον διακόπτουν, μια τον ξυλοφορτώνει ο Ιάσων, μια τον σταματά η αξιοπρέπειά του, ζει ένα δικό του δράμα, ενώ γύρω του εκτυλίσσονται όλα πολύ γρήγορα. Ευτυχώς που ο πιστός ου Θεόδωρος φροντίζει γι αυτόν.

*******************************


(Μεσημέρι της 11ης Ιουνίου (γ' μέρος)

.........

Ο Αγακάτης ήταν πολύ θυμωμένος με τον Φαληρέα που του είχε μιλήσει με τρόπο απαράδεκτο νωρίτερα. Τον άφηνε ακάλυπτο για τις δυο απαγωγές. Πήγαινε πολύ να φορτωθεί ο Αγακάτης τέτοιες κατηγορίες που θα του στερούσαν την θέση του αρχηγού των Σκυθών. Ήταν πιθανό να τον εξόριζαν κι από την Αθήνα. Το φευγιό του, σαν κυνηγημένος στη Θήβα, δεν ήταν λύση ούτε και μια επιστροφή του, σαν εξόριστος πια, στη Λαμία. Ο Δημήτριος θα πλήρωνε, αλλά, αυτός ήταν Επιμελητής και τύραννος. Τι είχε κάνει ο Αγακάστης για να πληρώσει το ίδιο; Ήθελε να μείνει εδώ και θα υπηρετούσε τον δήμο μια χαρά όπως το είχε κάνει τόσα χρόνια. Στο κάτω κάτω για τον δήμο είχε πολεμήσει τον Αντίπατρο. Εξαιτίας των δημοκρατικών του πεποιθήσεων είχε γίνει αιχμάλωτος και κατόπιν δούλος.

Ο Φαληρέας τον είχε βάλει στην κεφαλή των Σκυθών και του το αναγνώριζε, αλλά, μέχρις εκεί. Ποτέ δεν του άρεσαν οι αυταρχικοί τρόποι του Επιμελητή. Έδειχνε πολύ ψηλομύτης αριστοκράτης έστω κι αν ήταν κατά βάθος καλός άνθρωπος με αγαθή ψυχή. Δεν είχε αντίρρηση να τον υπηρετεί. Δεν ήταν άδικος κι έδειχνε λογικός άνθρωπος. Δεν είχε πρόβλημα να τού είναι πιστός και υπάκουος, όμως, πριν λίγο είχε ξεπεράσει τα όρια. Ο Αγακάτης έπρεπε να σκεφτεί το συμφέρον του, αλλιώς θα γινόταν, κι αυτός, θύμα του Επιμελητή.

Μάζεψε όσους από τους Σκύθες βρίσκονταν στο πατρικό του Φαληρέα. Πήγαν κάτω από ένα υπόστεγο στην αυλή, έτσι ώστε να προστατεύονται από τον ήλιο. Εκεί δεν θα τους έβλεπε κανείς από τον επάνω όροφο.

«Γιατί μας μάζεψες εδώ, Αγακάτη;» τον ρώτησαν.

«Ατρόμητοι Θράκες» τους είπε «πρέπει να πάρουμε όλοι μαζί μερικές αποφάσεις».

«Σε ποιο θέμα;»

«Πρέπει να αποφασίσουμε με ποιον είμαστε από εδώ και πέρα. Θεωρούμαστε δημόσιοι δούλοι άρα δεν ανήκουμε στον Δημήτριο. Μας χρησιμοποιούσε αποκλειστικά σαν προσωπικό του στρατό όσο ήταν Επιμελητής. Τώρα χάνει την εξουσία και θα κυβερνά πάλι ο δήμος. Αν θέλουμε να μείνουμε στις θέσεις μας, να μην έχουμε την δική του τύχη, πρέπει να ξεχωρίσουμε. Πρέπει να πάρουμε θέση υπέρ της δημοκρατίας και να είμαστε πιστοί στο πατρώο πολίτευμα των Ελλήνων».

«Όμως, τόσα χρόνια δεθήκαμε με τον Επιμελητή. Μας φέρθηκε πολύ καλά» είπαν κάποιοι.

«Συμφωνώ, αλλά ο Δημήτριος δεν είναι Επιμελητής και σε λίγο φεύγει από την πόλη. Εμείς θα έχουμε να κάνουμε με κάποιους άλλους που ακόμα δεν τους γνωρίζουμε, όποιους βγάλει η κλήρωση».

«Εγώ δεν προδίδω τον Φαληρέα» είπε κάποιος.

«Όσο είναι ακόμα εδώ δεν μπορώ να πάω εναντίον του. Μας φέρθηκε πολύ καλά!» είπε ένας άλλος.

«Θα δηλώσουμε νομοταγείς σε όποιον έρθει αλλά μέχρι τότε θα ακούμε τον Φαληρέα» είπε κάποιος άλλος.

«Εντάξει, λοιπόν» είπε ο Αγακάτης. «Μείνετε πιστοί μέχρι να έρθει η νέα εξουσία. Εγώ όμως φεύγω από τώρα, δεν θα τον υπακούω άλλο πια»

«Καλύτερα να γίνει έτσι» είπαν κάποιοι. «Θα μπορείς να μεσιτεύσεις για εμάς όταν έρθει η στιγμή»

«Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας κι εσύ κοίτα να κάνεις τη δουλειά σου» είπαν άλλοι.

«Ωραία, λοιπόν, τα συμφωνήσαμε» είπε ο Αγακάτης «σκορπιστείτε τώρα».

Ο Αγακάτης ένιωθε ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με τους φίλους του Σκύθες. Πήγε στο υπόγειο όπου είχαν αφήσει κρατούμενο τον Ιάσονα. Κοιμόταν ακόμα, αλλά, ξυπνούσε σιγά-σιγά απ’ τον λήθαργο. Με το χέρι του τον σκούντηξε κι όταν είδε ότι δεν ήταν αρκετό, τού έριξε ένα κουβά νερό στο πρόσωπο. Ο Ιάσων με το που δέχτηκε το νερό άνοιξε τα μάτια του, αλλά, και πάλι έγειρε και κόντεψε να βυθιστεί ξανά στον ύπνο. Ένας ακόμη κουβάς με νερό τον έκανε να τρανταχτεί και να ξυπνήσει περισσότερο.

«Ξύπνα, Ιάσων, αν θέλεις να γλιτώσεις τη Δάφνη» του είπε ο Αγακάτης.

Αυτό ισοδυναμούσε με άλλους δυο τρεις κουβάδες νερό. Αν και ζαλισμένος ο Ιάσων, σηκώθηκε.

«Πού είναι η Δάφνη;» ρώτησε.

«Στον γυναικωνίτη. Είναι μόνη της με τον Φαληρέα που ετοιμάζεται να της ριχτεί».

Δεν ήταν καλά ο Ιάσων, αυτό έδειχνε το πρόσωπό του. Τα γλαρωμένα μάτια κι οι κινήσεις του τον έκαναν να μοιάζει με μεθυσμένο. Όταν τον ξύπνησε ο Αγακάτης, ο Ιάσων νόμιζε πως τον καλούσαν οι θεοί. Όταν λούστηκε με το νερό νόμισε ότι ήταν κεραυνός του Δία που τον χτύπησε. Ο δεύτερος κουβάς ήταν του Ποσειδώνα. Θεοί κι άνθρωποι είχαν βαλθεί να τον ξυπνήσουν από τον λήθαργο. Ο Αγακάτης έπιασε τους ώμους του και τον ταρακούνησε δυνατά.

«Άκουσέ με πρώτα. Θυμάσαι ότι εγώ σε έφερα εδώ για να μην σε φάνε οι αγριόγατες στο Τείχος; Θα θυμάσαι ότι τώρα είμαι εγώ που σε ελευθερώνω;»

«Ναι, εσύ ... αλλά ... γιατί μου τα λες αυτά;»

«Γιατί θα σε χρειαστώ να τα θυμηθείς πολύ σύντομα».

«Τα θυμάμαι ... πες μου, όμως, πού είναι η Δάφνη;»

Είχε τον σκοπό του ο αρχι-αστυνόμος. Εξασφάλιζε τον πιο καλό μάρτυρα, αν τον κατηγορούσαν για απαγωγή. Από την άλλη, έστελνε τον Ιάσονα να καθαρίσει με τον Δημήτριο. Δεν χρειαζόταν να φανεί αχάριστος ο ίδιος απέναντι στο μέχρι τώρα αφεντικό του. Ας έβρισκε την άκρη ο Ιάσων, που είχε και προσωπικούς λόγους.

«Θα σε πάω εκεί που την έχει» του είπε ο Σκύθης.

Βγήκαν από το υπόγειο και προχώρησαν προς τα πάνω. Σε μια στιγμή ο Αγακάτης τράβηξε τον Ιάσονα πίσω από μια κολόνα και του έκλεισε το στόμα για να μην τους ακούσουν. Ο Θεόδωρος είχε μόλις τελειώσει την κουβέντα με τον Φαληρέα κι έβγαινε από το δωμάτιο του γυναικωνίτη. Κρατήθηκαν ώσπου να φύγει και πλησίασαν στην πόρτα. Ο Αγακάτης του έδειξε ότι εδώ μέσα ήταν η Δάφνη με τον Δημήτριο. Ο Ιάσων πήρε στα χέρια του σαν όπλο ένα αγαλματίδιο και έσπρωξε την πόρτα δυνατά για να μπει. Ο Αγακάτης είχε ήδη εξαφανιστεί γυρνώντας στο υπόγειο. Δεν ήταν δική του δουλειά η συνέχεια. Αν ο Φαληρέας την είχε άσχημα, ήταν δικό του το φταίξιμο και δική του η πληρωμή.

Ο Ιάσων μπήκε με φόρα και ... χάθηκε. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σ’ αυτό το δωμάτιο και δεν ήξερε προς τα πού να κοιτάξει για να την δει. Το δυνατό φως που έμπαινε από το μπαλκόνι τον τύφλωνε. Με δυσκολία κατάφερε να διακρίνει το κρεβάτι με τα κατακόκκινα σεντόνια. Είδε τον Δημήτριο πάνω από την Δάφνη. Όρμησε αμέσως, χωρίς την παραμικρή σκέψη, κραδαίνοντας το αγαλματίδιο.

Ο αιφνιδιασμός του Φαληρέα ήταν απόλυτος. Κάποιος τον έκοβε για δεύτερη φορά πάνω στο καλύτερο. Εκεί που είχε έρθει, επιτέλους, η ποθητή στιγμή, χωρίς να έχει πια τύψεις ή δισταγμούς, τον σταματούσαν. Τούτη τη φορά ήταν ο Ιάσων, το φάντασμα που προσπαθούσε να ξορκίσει. Ο Δημήτριος, σχεδόν γυμνός, ένιωσε ανυπεράσπιστος. Δεν είχε δίπλα του ούτε ξίφος ούτε κάποιο αντικείμενο για να το χρησιμοποιήσει για άμυνα. Μαστουρωμένος κι έξαλλος, ο Ιάσων ήταν μαινόμενος ταύρος. Έπεσε πάνω του και τον χτύπησε πρώτα με το αγαλματίδιο, μετά με τις γροθιές, μετά με το κεφάλι. Χτυπούσε με ό,τι έβρισκε πρόσφορο. Ο Φαληρέας του ξέφυγε. Έτρεξε στο μπαλκόνι κι έβαλε μια φωνή για τους φρουρούς του. Ο Ιάσων τον πρόλαβε και τον τράβηξε μέσα στο δωμάτιο. Του επιτέθηκε ξανά και τον σάπισε στο ξύλο. Θα τον σκότωνε -για δεύτερη φορά μετά την χτεσινή απόπειρα- αν δεν άκουγαν τις φωνές του οι Σκύθες και δεν επενέβαιναν.

«Βοήθεια, είναι τρελός» φώναζε ο Δημήτριος.

«Θα σε σκοτώσω τύραννε, παλιάνθρωπε» τού φώναζε ο Ιάσων.

«Σταμάτα!» του φώναζαν οι Σκύθες.

Τον κατάφεραν σχετικά εύκολα. Με ένα χτύπημα στο κεφάλι τον ζάλισαν ακόμα περισσότερο. Τον έστειλαν ξανά μεσ’ στον βαθύ ύπνο από τον οποίο, ξαφνικά, είχε βγει. Η Δάφνη, με το κεφάλι σφηνωμένο κάτω απ’ το μαξιλάρι για να μην ακούει θορύβους, έμενε ακίνητη κι αμίλητη. Ακόμη δεν είχε συνέλθει. Ο ονειρικός κόσμος της για πολύ λίγο μόνο είχε χαθεί από το προσκήνιο. Στο διάστημα της φασαρίας και του καυγά είχε και πάλι αποκοιμηθεί, τυλιγμένη από τα ζεστά ερωτικά της όνειρα. Στο δωμάτιο επικρατούσε μια σιγή παράξενη μετά από τόση φασαρία.

«Τι θα κάνουμε με αυτόν τον παλαβό που σου ρίχνεται, Επιμελητή;» ρώτησαν οι Σκύθες τον Δμήτριο.

«Κρατήστε τον κάπου μερικές ώρες. Και μην σας φύγει πάλι, είναι επικίνδυνος» τους είπε εκείνος.

Ο Δημήτριος κοίταξε τους μώλωπες που του είχε κάνει με τα χτυπήματά του ο Ιάσων.

«Να φωνάξουμε έναν γιατρό, Επιμελητή;» τον ρώτησαν.

«Όχι, δεν χρειάζεται» τους είπε.

«Ξάπλωσε λίγο, τουλάχιστον να ξεκουραστείς».

«Πηγαίνετε, είμαι καλά» είπε και τους απομάκρυνε.

Πονούσε κι ένιωθε πως τού χρειαζόταν να ξαπλώσει. Δεν ήθελε όμως να έρθει γιατρός, δεν ήθελε κανέναν. Μόνος του θα συνερχόταν. Κοίταξε την Δάφνη που κοιμόταν ξανά. Ήταν ελαφρύς αυτός ο ύπνος της, δεν είχε πέσει σε κώμα. Θα την ξυπνούσε εύκολα όταν θα ήταν κι αυτός έτοιμος, μόνο που χρειαζόταν λίγο χρόνο για να συνέλθει.

«Άραγε, θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο;» σκέφτηκε.

Ξεκουράστηκε για λίγο δίπλα της. Ήταν τόσο βυθισμένη στον κόσμο της που ελάχιστα πράγματα είχε καταλάβει απ’ την πάλη που είχε προηγηθεί. Ήταν όμορφη και ποθητή έτσι που την έβλεπε μισόγυμνη και παραδομένη στις επιθυμίες της. Την ήθελε όλο και πιο πολύ.

«Πρέπει να μαζευτώ και να συνέλθω» σκέφτηκε. Η ώρα περνούσε κι η ζέστη ήταν έντονη. Έπρεπε να τακτοποιήσει τον χώρο, να φροντίσει τα τραύματά του κι η υπέροχη κόρη ήταν δική του. Θα έπαιρνε ό,τι πιο πολύτιμο είχε, την παρθενία της και θα της πρότεινε να ζήσουν μαζί τον υπόλοιπο βίο τους.

Πλύθηκε, καθάρισε τα αίματα, έβαλε αρώματα, πούδρες και προσπάθησε να ανασυνταχθεί. Είχε μια δουλειά να κάνει. Από ευχάριστη κι ηδονική είχε καταντήσει σισύφειο μαρτύριο, έτσι που άρχιζε συνέχεια απ’ την αρχή. Ήταν αποφασισμένος. Τίποτε δεν θα τον σταματούσε, ούτε ο εαυτός του με τις ανόητες τύψεις ούτε κανείς άλλος. Πονούσε όλο του το σώμα. Έκανε κουράγιο και την πλησίασε. Ήταν πανέμορφη κι ανέγγιχτη από την βία και την ταραχή που επικρατούσε. Την ράντισε με μύρα για να μυρίζει όμορφα.

«Πώς νιώθεις, αγάπη μου;» τη ρώτησε.

Με κλειστά πάντα τα μάτια της αλλά με τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν του ψιθύρισε σαγηνευτικά.

«Νιώθω τόσο όμορφα, πάρε με στην αγκαλιά σου».

«Ναι, κορίτσι μου γλυκό, ό,τι θέλεις εσύ!» της είπε και την αγκάλιασε τρυφερά.

«Ω Ιάσων, πόσο σε θέλω!» του ψιθύρισε.

...................................................

Ο Θεόδωρος ένιωθε και πάλι τη δύναμη του Αντιγονίδη. Δεν αισθανόταν μυρμήγκι μπροστά σε ελέφαντα αλλά ούτε και ίσος προς ίσον. Όχι μόνο γιατί ήταν δούλος αυτός κι άρχοντας ο άλλος, αλλά γιατί ο Δημήτριος ήταν ξεχωριστός. Απέπνεε ένα μεγαλείο και μιαν ανεμελιά που μόνο ο Φιλίππου Αλέξανδρος, είχε επιδείξει ως τώρα. Κατά βάθος τού άρεσε του Θεόδωρου κι ας ήταν ο εχθρός που τους έσπρωχνε στην εξορία.

Ο Ελευθερωτής δεν είχε λόγο να συζητά με τον Έλληνα, που είχε σταθεί με στους Πέρσες κόντρα στους Μακεδόνες. Απ’ τη σημερινή του θέση, του δούλου, κι από το παρελθόν του, ήταν άξιος περιφρόνησης. Παρ' όλα αυτά, όταν άκουσε πως είχε έρθει στη σκηνή του, είπε να τον περάσουν μέσα.

«Χαίρε γιε του Αντιγόνου, κύριε κατακτητή της Ασίας» είπε ο Θεόδωρος όταν μπήκε.

«Θα μού απευθύνεσαι με τον τίτλο μου, σαν αυτό που είμαι δούλε. "Ελευθερωτή" θα με λες!»

«Χαίρε Ελευθερωτή των Αθηνών και της Ελλάδας».

«Την Ελλάδα δεν την ελευθέρωσα ακόμη».

«Είμαι βέβαιος πως θα το κάνεις» είπε ο Θεόδωρος.

«Τι θέλει ο κύριός σου;»

«Ο ίδιος δεν ζητά άλλο από ό,τι του υποσχέθηκες».

«Και γιατί σε έστειλε; Ποια χάρη θα μού ζητήσεις;»

«Ο Επιμελητής έχει έρθει στο πατρικό του. Σκοπεύει να φύγει από το λιμάνι του Φαλήρου με ένα μακεδονικό πλοίο που θα τον μεταφέρει στην Αυλίδα. Ο φόβος του είναι μήπως του στήσουν παγίδα».

«Του έχω εγγυηθεί την ασφαλή διαφυγή».

«Δεν το γνωρίζουν όλοι. Ίσως κάποιοι το αγνοήσουν επίτηδες» είπε ο Θεόδωρος.

«Δίκιο έχεις. Θα στείλω ένα απόσπασμα από δικούς μου οπλίτες στο σπίτι του Φαληρέα. Θα τον συνοδεύσουν στο λιμάνι. Πες του να είναι ήσυχος».

«Θα το πω, άρχοντά μου, κι εκείνος θα σε ευγνωμονεί» είπε ο Θεόδωρος κι έκανε να φύγει.

Οπισθοχώρησε προς την έξοδο κρατώντας τους τύπους με σεβασμό. Πριν βγει τον σταμάτησε η φωνή του Δημήτριου.

«Για πες μου κάτι, δούλε, πριν φύγεις» ρώτησε. «Δεν νιώθει καμιά ντροπή ένας Έλληνας που στάθηκε στο πλευρό των Περσών ενάντια στον Αλέξανδρο;»

«Είναι λίγο περίπλοκα τα πράγματα άρχοντά μου».

«Δυσκολεύεσαι να μου εξηγήσεις; Φοβάσαι μήπως και δεν καταλάβω; Ρωτώ: ντρέπεται ο Ρόδιος που πολέμησε με τους Πέρσες ενάντια στους Έλληνες ή όχι;»

Ο Θεόδωρος ούτε ντρεπόταν ούτε φοβόταν ή δίσταζε, απλά δεν το έβρισκε σωστό να σκαλίζει παλιές πληγές.

«Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από ό,τι οι Αθηναίοι».

«Αθηναίοι πολεμούσαν στο πλευρό του Αλέξανδρου».

«Στις μάχες του με τους Πέρσες, οι Αθηναίοι ζητούσαν απ’ τους θεούς να νικήσει ο Μεγάλος Βασιλιάς. Ήλπιζαν έτσι να απαλλαγούν από αυτόν» είπε ο Θεόδωρος.

«Οι πολλοί, όμως, ήταν μαζί του» είπε ο Δημήτριος.

«Όταν πέθανε στήσανε πανηγύρια» είπε ο Θεόδωρος.

Στον Δημήτριο δεν άρεσε καθόλου η συζήτηση αυτή.

«Εσένα όμως σε έχουν για ελευθερωτή. Δεν σε έχουν το ίδιο ούτε με τον Αλέξανδρο ούτε με τον πατέρα του» είπε ο Θεόδωρος.

«Μου προφήτεψες ότι θα με μισήσουν».

«Λόγια ενός δούλου, άρχοντά μου» είπε εκείνος. «Το είπα γιατί ξέρω πόσο εύκολα αλλάζουν γνώμες».

«Πότε δεν θα αλλάξουν γνώμη; Τι θέλουν από μένα;»

«Θέλουν κάτι που δεν μπορείς ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος, να τούς δώσει. Θέλουν την χαμένη περηφάνια και την αλλοτινή τους δόξα. Θέλουν δημοκρατία αλλά δεν μπορούν να την στηρίξουν με τις ασπίδες τους. Την ζητάνε πότε από σένα και πότε από τον Πολυπέρχοντα».

«Φύγε» είπε ο Δημήτριος. «Θα σου δώσω κι οπλίτες μου για να προστατέψουν τον Φαληρέα».

Γύρισε προς τον υπασπιστή του.

«Επέστρεψε ο Αρίστιππος;» ρώτησε.

«Μόλις γύρισε».

«Πες του να πάρει μαζί του δέκα οπλίτες κι αυτόν εδώ και να πάει στο Φάληρο. Αποστολή του είναι να φτάσει σώος ο Επιμελητής σε ένα μακεδονικό πλοίο που θα τον περιμένει στο λιμάνι».

*******************************

Αύριο Τρίτη η συνέχεια (3ο μέρος του Μεσημεριού της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Όχι εργοστάσιο σκουπιδιών στο Σχιστό!

ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΜΗΧΑΝΕΥΟΝΤΑΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΗΝ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ

Η κυβέρνηση αποφάσισε χτες να φτιάξει μονάδα επεξεργασίας αποβλήτων στο Σχιστό.

Το κάνουν εν κρυπτώ σαν τους κλέφτες.

Χωρίς διαβούλευση και σε εποχή πανδημίας, για να μην υπάρξει αντίδραση.

Πτωχευτικό, εργασιακά, αντιδημοκρατικά μέτρα, όλα λαμβάνονται με την ευκαιρία της υγειονομικής κρίσης και με τον φόβο και τον πανικό που έχουν σκορπίσει παντού.

Θα αντιδράσουμε. 

Ο δήμος θα κλείσει (έτσι διάβασα σε ανακοίνωση του Χρήστου Βρεττάκου) το Σχιστό σαν πρώτη αντίδραση. Κι εγώ και όλοι οι επικεφαλής τον έχουμε εξουσιοδοτήσει να κλιμακώσει τις αντιδράσεις. Στο δημοτικό συμβούλιο εκφράστηκε αυτή η διάθεση. Ξέρουμε τις δυσκολίες αλλά δεν θα το βάλουμε κάτω.

Ο λαός της πόλης δεν θα αποδεχθεί να γίνει εργοστάσιο στο Σχιστό για να έρχονται εδώ (και στην Φυλή) τα σκουπίδια όλης της Αττικής.