Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

38 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 38η

Στο Β' μέρος του 11ου κεφαλαίου, είμαστε στην Βιθυνία, στο κράτος του Θεόδωρου Λάσκαρη. Βλέπουμε μαζί με τους ήρωες, πραγματικούς και μυθιστορηματικούς, την κατάσταση στο νεαρό κράτος που φιλοδοξεί να κρατήσει το ρωμαϊκό όνειρο ζωντανό. Πριν ακόμα από την στέψη, ο Νικηφόρος ξεκινά να βρει την Ζωή.
***************************************

Β’   Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

Το μεσημέρι μαζεύτηκαν όλοι στο τρίκλινο κι έγινε η επίσημη υποδοχή. Προσκύνησαν όλοι τον Λάσκαρη κι εκείνος έπιασε ξεχωριστά τον καθένα από τους ώμους και τον σήκωσε μπροστά του. Είχε για τον καθένα κάποιον καλό λόγο. Σε όλους έκανε εντύπωση το ότι ο Δεσπότης έδειχνε να τους γνωρίζει και να ξέρει γι αυτούς κάποια πράγματα. Τον Ακομινάτο δεν τον άφησε καν να σκύψει. Τον αγκάλιασε σαν φίλος. Τον κοίταξε στα μάτια κι είδε σε αυτά την ακατάβλητη, ακόμα, θέλησή του. Την γνώριζε από τότε που είχε αρνηθεί την θέση του Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη για να γίνει μητροπολίτης στην Αθήνα. Φίλησε στα χέρια τους μητροπολίτες της Κορίνθου και της Ακροναυπλίας. Έμειναν για τρία ολόκληρα χρόνια μαζί με τον γενναίο κύρη τους Λέοντα Σγουρό πολιορκημένοι Τους είπε πόσο εκτιμούσε τον Λέοντα. Χαιρέτισε τον Δωρόθεο και τον μακάρισε για την κόρη και τα εγγόνια του. Χαιρέτισε τον νεαρό Πλατώνιο κι ευχήθηκε να γίνει ανδρείος κι έξυπνος σαν τον πατέρα και τον γαμπρό του. Στον Γεώργιο Βαρδάνη έδειξε μιαν ιδιαίτερη εκτίμηση καθώς οι συστάσεις του Νικηφόρου ήταν ενθουσιώδεις. Τού ζήτησε να συζητήσουν αργότερα οι δυο τους ιδιαιτέρως.
Μετά την υποδοχή κάθισαν στα τραπέζια. Στην κεφαλή ήταν ο Δεσπότης κι η γυναίκα του και το γεύμα ήταν πλούσιο. Γεύτηκαν τα φαγητά που είχαν ετοιμαστεί, πίνοντας κρασί από τα αμπέλια της Βιθυνίας. Ήταν κι η Ευανθία Μακρυπολίτη, η μητέρα της Ζωής, χαρούμενη που συνάντησε ανθρώπους από τα μέρη της. Χαιρέτισε ιδιαίτερα τον Νικηφόρο και τον Ακομινάτο. Όλοι έκαναν προπόσεις που περιστρέφονταν γύρω από το θέμα της επικείμενης στέψης. Μίλησαν για εκλιπόντες, κυρίως για τον Κωνσταντίνο και τον Νικήτα. Όταν έφτασε το θέμα στους πολεμικούς αγώνες με τους Φράγκους ο Λάσκαρης ήταν αποκαλυπτικός. Ειλικρινής κι απλός, όπως πάντα.
«Δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να τους κερδίσουμε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, ως τώρα χάνουμε όπου τους συναντάμε! Όμως μαθαίνουμε. Φτιάχνουμε σιγά-σιγά στράτευμα αξιόμαχο. Σύντομα θα μπορέσουμε να τους αντιμετωπίσουμε και να τους νικήσουμε.»
«Μπορούμε ακόμη και τώρα Μεγαλειότατε» πετάχτηκε ο Κωνσταντίνος Τουρσέντης. Ήταν ένας νέος πρωτοσπαθάριος, αλλά, πολύ ενθουσιώδης και γενναίος.
«Πρέπει να αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες μας» είπε ο Λάσκαρης. «Τώρα κάνουμε πόλεμο κρυφτούλι, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι. Αρχικά φεύγουμε και, μόλις εκείνοι αποχωρούν, εμείς καταλαμβάνουμε ό,τι κι αν μας έχουν πάρει. Τους έχουμε εξαντλήσει. Μας βλέπουν σαν φαντάσματα. Δεν τους νικάμε, όμως, δεν μας νικούν ούτε κι εκείνοι. Ανακτούμε τα εδάφη μας ακόμα κι όταν, προσωρινά, τα κατακτούν.»
«Έξυπνη τακτική για την ώρα» είπε ο Στενημαχηνός παρεμβαίνοντας. «Όμως έχει τα όριά της. Κάποτε θα πρέπει να επιτεθούμε κι εμείς!»
«Και βέβαια Αντώνιε» είπε ο Λάσκαρης χαμογελώντας. «Δεν μπορούμε να πάρουμε την Πόλη υποχωρώντας! Κάποτε θα πρέπει να πάμε και μπροστά! Αυτό, όμως, θα γίνει όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή. Θα δυναμώσουμε. Ο χρόνος δουλεύει για εμάς.»
Μετά τις κουβέντες άρχισαν τα τραγούδια και οι χοροί. Σηκώθηκαν από τα καθίσματά τους και μίλησαν πιο ελεύθερα. Ο Νικηφόρος κατάφερε να ξεμοναχιάσει και να μιλήσει μόνος με την Άννα Αγγελίνα.
«Έμαθα, Ευσεβέστατη, πως η Ζωή έφυγε για την Μονή της Αγίας Παρασκευής.»
«Είναι δύσκολη η ζωή για μια γυναίκα μόνη» του είπε εκείνη. «Προσπάθησε να σε ξεχάσει αλλά της ήταν αδύνατο. Έτσι κατέληξε σε αυτό!»
«Θα πάω να την βρω» είπε εκείνος αποφασισμένος.
«Μα πώς; Εδώ είναι ο πεθερός σου, ο αδελφός της και τόσοι άλλοι. Πώς θα φύγεις απαρατήρητος; Κι εκεί. τι θα πεις, τι θα κάνεις; Δεν θα σε αφήσουν να την δεις!»
«Θα πάω. Θα βρω τρόπο» επέμεινε ο Νικηφόρος. «Πείτε μου όμως, τι έγινε με την διακήρυξη;»
«Διαπιστώσαμε, δυστυχώς, ότι οι αρχικές προσδοκίες μας ήταν μεγάλες. Η ρωμιοσύνη είναι μια ιδιότητα πολύ δεμένη με τον λαό και τους άρχοντες. Δε μπορούν να κατανοήσουν γιατί θα πρέπει να λέγονται “Γραικοί”. Ενοχλούνται όταν τους φωνάζουν “Γκριέ” οι Φράγκοι, πόσο μάλλον να λέγονται έτσι από μόνοι τους! Το όνομα “Έλλην” σημαίνει γι αυτούς αίρεση κι απιστία. Γι αυτούς είναι κάτι κακό.»
«Μα δεν βλέπουν ότι μιλούν ελληνικά; Ότι ζουν εδώ; Ότι είναι πράγματι Έλληνες από καταγωγή; Οι Φράγκοι δεν τους λένε τυχαία Γκριέ. Βλέπουν την διαφορά που υπάρχει, κι όχι μόνο στο δόγμα.»
«Είναι Ρωμιοί, κι από μακρινή καταγωγή απόγονοι των μιαρών Ελλήνων. Δεν δέχονται κάτι λιγότερο από αυτό!» είπε η Άννα Αγγελίνα.
«Ο Καλλίμαχος είπε ότι ο ευσεβέστατος σύζυγός σας δεν δέχεται να μπει επικεφαλής. Έτσι είναι;»
«Ναι. Θεωρεί χρέος του να επανακτήσει την Πόλη και μάλιστα σαν Ρωμαίος, όχι Γραικός αυτοκράτορας. Διαφωνούσε με τον αδελφό του τον Κωνσταντίνο σε αυτό το θέμα. Λέει ότι είναι πρόωρο! Ακόμα κι η αναφορά μας στην Αθήνα ήταν, λέει, υπερβολική. Είναι μικρή πόλη σήμερα η Αθήνα, πώς μπορεί να μπαίνει ισοδύναμη με την Βασιλεύουσα; Θεωρείται ακόμη πόλη των ειδωλολατρών. Στέλνουμε λέει το σωστό μήνυμα σε λάθος κι υπερβολικές δόσεις. »
«Μα, η πτώση της Πόλης έφερε στην επιφάνεια αυτή την ανάγκη να αναγεννηθούμε. Πρέπει να βρει το γένος μας ένα δυνατό στήριγμα στις ρίζες μας.»
«Δεν είναι τα πράγματα εύκολα. Ο κόσμος δεν αλλάζει τόσο γρήγορα και τόσο απλοϊκά. Χρειάζονται γενιές και γενιές για να καρπίσουν οι ιδέες μας.»
Ο Νικηφόρος αναρωτήθηκε εκείνη τη στιγμή τι να έγινε ο έβδομος της συνάντησης της Προύσας πριν τέσσερα χρόνια. Ο Κωνσταντίνος είχε χαθεί, ο Νικήτας είχε πεθάνει, η Ζωή είχε αποσυρθεί κι η Άννα-Αγγελίνα ήταν εδώ. Αυτοί ήταν τέσσερις. Ο Καλλίμαχος κι ο ίδιος έκαναν έξι. Έβδομος ήταν ο Διογένης! Αυτός ο περίεργος τύπος που τόσο πολύ είχε βοηθήσει στην Προύσα. Τι έγινε, άραγε, ο ερημίτης; σκέφτηκε και ρώτησε την Άννα-Αγγελίνα γεμάτος περιέργεια.
«Ο Διογένης βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη» του απάντησε η Άννα-Αγγελίνα. «Γυρνά σε πλατείες και δρόμους και προφητεύει με διφορούμενα λόγια. Λέει στους Ρωμιούς ότι θα ελευθερωθούν όταν αλλάξουν όνομα. Τους αφήνει με την περιέργεια. Λέει πως το όνομα τους ήταν πάντα δικό τους κι ας ψάξουν μέσα τους να το βρουν.. Τους μιλάει ακατανόητα, αλλά, τα λόγια του καρφώνονται βαθιά στις συνειδήσεις τους. Θα καρπίσουν όταν εμείς θα τους κάνουμε το κήρυγμά μας για τον νέο ελληνισμό.»
«Πρέπει, όμως, να βρεθούμε στην Πόλη σύντομα για να γίνει κάτι τέτοιο.»
«Ο Θεόδωρος πιστεύει ότι η στιγμή αυτή αργεί μεν, αλλά, όχι πολύ. Μέσα στη δική του βασιλεία πιστεύει πως θα το έχει καταφέρει.»
«Μπορώ να ζητήσω μια χάρη από την Ευσέβειά σας» είπε ο Νικηφόρος με κάποιο δισταγμό. «Για τη Ζωή πρόκειται.»
«Τι χάρη είναι αυτή;»
«Μπορείτε να της στείλετε ένα μήνυμα να με περιμένει; Θα πάω να την βρω, αλλά πρέπει να το ξέρει για να μπορέσω να την δω. Φοβάμαι μη τυχόν και μου την κρύψουν.»
«Θα στείλω μήνυμα. Θα της πω ότι ήρθες κι ότι θα πας για να την δεις. Να ξέρεις, Νικηφόρε, με είχε συγκινήσει αυτός ο έρωτάς σας, όμως, ήταν αδιέξοδος!»
«Σας ευχαριστώ πολύ, Ευσεβεστάτη.»
Ο Νικηφόρος μίλησε και με την κυρά-Ευανθία που ήταν διστακτική απέναντί του. Είχε ακούσει πως, ίσως, εκείνος ήταν η αιτία που μαράζωνε η κόρη της. Φυσικά δεν την προκάλεσε με ερωτήσεις για τη Ζωή.
«Αν θέλετε να στείλετε κάποια μηνύματα στην Αθήνα, ευχαρίστως θα τα μεταφέρω» της είπε.
Κατέστρωσε σχέδιο για να πάει στη Μονή, αμέσως μετά την εκλογή του νέου Πατριάρχη. Η Σύνοδος των ορθόδοξων αρχιεπισκόπων και μητροπολιτών, συζήτησε όλα τα θέματα της ανατολικής εκκλησίας. Διατράνωσε και πάλι την ανεξαρτησία της από τον Πάπα και τις διαφωνίες της με το καθολικό δόγμα. Μετά την παραίτηση και τον θάνατο του Ιωάννη Καματηρού, εξέλεξε τον διάδοχό του. Νέος Πατριάρχης της Νέας Ρώμης εκλέχτηκε ο Μιχαήλ Αυτωρειανός.
Έδρα του νέου Πατριάρχη θα ήταν προσωρινά η Νίκαια μέχρι να επανέλθει η ρωμαϊκή ισχύς στην βασιλεύουσα. Επειδή ακολουθούσε σαρακοστή, η εκλογή του νέου αυτοκράτορα των Ρωμαίων θα γινόταν σε σαράντα περίπου μέρες. Ορίστηκε για την Κυριακή του Πάσχα. Αυτό το κενό διάστημα αναμονής εκμεταλλεύτηκε ο Νικηφόρος. Είχε τη βοήθεια του Γεωργίου Βαρδάνη, του Καλλίμαχου Κρωμναίου και της Άννας-Αγγελίνας. Κατάφερε να βρει τον χρόνο και την ευκαιρία για να τρέξει ξανά προς την Ζωή. Γι αυτόν τον λόγο, κυρίως, είχε έρθει στην Βιθυνία.
Ο Καλλίμαχος ενημέρωσε ότι ο Νικηφόρος κι ο Βαρδάνης θα έφευγαν για την Πόλη. Το είπε, κυρίως, για να το ακούσουν ο Δωρόθεος κι ο Πλατώνιος. Θα επέστρεφαν πριν το Πάσχα για τη στέψη. Ο Καλλίμαχος τους είπε ότι η υπόθεση αφορούσε στη συνωμοσία της Νίκαιας. Ο Νικηφόρος τους είχε ήδη μιλήσει γι αυτό, κι επίσης ήταν θέμα γνωστό στον Ακομινάτο και τον Βαρδάνη. Φάνηκε φυσιολογικό να πρέπει να εκτελεστεί μια αποστολή και δεν υπήρχε λόγος να ξέρουν λεπτομέρειες. Με κάποια ευκαιρία, η Άννα-Αγγελίνα έδειξε πως γνώριζε για το ταξίδι αυτό κι ότι το είχε υπό την σκέπη της. Έτσι η κάλυψη που χρειαζόταν ο Νικηφόρος για να φύγει ήταν αρκετή. Κανείς δεν θα αναρωτιόταν πού βρισκόταν ο Νικηφόρος τον ενάμιση μήνα μέχρι την στέψη.
Ο Βαρδάνης χάρηκε με την εξέλιξη. Ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια την Κωνσταντίνου Πόλη για την οποία είχε ακούσει τόσα πολλά στη ζωή του. Έστω, κατακτημένη απ’ τους Λατίνους, έστω, λεηλατημένη και καμένη από τις πυρκαγιές, και πάλι ήθελε να την δει. Δεν θα μπορούσε ο Πόλη να κρύψει από αυτόν το μεγαλείο της. Θα το ανακάλυπτε είτε ψάχνοντας είτε με την φαντασία του. Χάρηκε λοιπόν που θα έκανε αυτό το ταξίδι και ξεκίνησε δυο μέρες μετά τη Σύνοδο μαζί με τον Νικηφόρο. Μόλις βγήκαν έξω από τη Νίκαια, όμως, τον περίμενε μια έκπληξη. Σταμάτησαν σε ένα χάνι για να φάνε κάτι, να πιουν και να ξεκουραστούν. Εκεί ο Νικηφόρος του έσκασε το μυστικό.
«Λοιπόν, φίλε μου, πάντοτε ήθελες να μάθεις ποιο ήταν το μυστικό μου που κρυβόταν εδώ στη Βιθυνία. Φαντάζομαι ότι ακόμα δεν θα το έχεις ανακαλύψει.»
«Η αλήθεια είναι πως δεν έχω καταλάβει ποιο ήταν το πρόσωπο. Ούτε κατάλαβα το νόημα να στέλνεις επιστολές, αλλά, ποτέ να μην παίρνεις απάντηση. Δεν ήταν η διακήρυξη αιτία, γιατί αυτή είναι μεταγενέστερη.»
«Λοιπόν, θα στο πω τώρα που χωρίζουν οι δρόμοι μας.»
«Τι εννοείς; Πώς χωρίζουν;» απόρησε ο Βαρδάνης.
«Εσύ συνεχίζεις για την Κωνσταντινούπολη. Ο δρόμος είναι εύκολος, σε τρεις μέρες θα φτάσεις. Στο αρχοντικό του Θεόδωρου Βρανά, θα σε περιμένουν. Δεν θα σε πειράξει κανείς Λατίνος, χάρη σε αυτά τα έγγραφα. Θα δεις ό,τι θέλεις από την Βασιλεύουσα, όμως, την Κυριακή των Βαΐων θα επιστρέψεις στην Απάμεια. Εκεί θα συναντηθούμε. Θα έρθεις με πλοίο και χρειάζεσαι δυο μέρες ταξίδι για την επιστροφή.»
Καθώς μιλούσε ο Νικηφόρος, του έδωσε μια περγαμηνή με τη σφραγίδα και την υπογραφή του Θεόδωρου Βρανά. Του έδωσε κι άλλη μια προερχόμενη από την Άννα, την γυναίκα του Βρανά, πρώην αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων. Η σφραγίδα της έγραφε “Αγνή, αδελφή του Φιλίππου της Γαλλίας”.
«Με αυτά τα έγγραφα και τις σφραγίδες θα σε δεχτούν με τιμές στην Πόλη» του είπε ο Νικηφόρος.
«Κι εσύ; Δεν θα έρθεις στην Κωνσταντινούπολη;»
«Εδώ θα μάθεις το μυστικό μου! Θα πάω ανατολικά, στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Είναι ανάμεσα στην Πέργαμο και στο Αδραμύτιο. Εκεί μένει η Ζωή. Είναι η κόρη του Ζήσιμου Μακρυπολίτη και της Ευανθίας, που συναντήσαμε στη Νίκαια. Σ’ αυτή τη γυναίκα, τη Ζωή, έστελνα τα γράμματα που θυμάσαι. Πήγαιναν, τότε, στην αυτοκρατόρισσα κι από εκείνην στη Ζωή. Αυτήν πηγαίνω για να συναντήσω τώρα.»
«Ο Καλλίμαχος κι η Άννα-Αγγελίνα; Τα ξέρουν όλα; Και σε καλύπτουν;»
«Ήταν ένας μεγάλος έρωτας, τότε. Κι όπως βλέπεις, τον σέβονται ακόμα.»
«Ήταν; Δηλαδή έχει τελειώσει;» ρώτησε ο Βαρδάνης.
«Έτσι νόμιζα. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που την είδα για τελευταία φορά. Τόσο καιρό, εγώ στην Αθήνα κι εκείνη εδώ, πίστευα πως την είχα ξεπεράσει. Όμως, τώρα που είμαι εδώ, έχω τρελαθεί. Αν δεν την βρω δεν θέλω τη ζωή μου» είπε ο Νικηφόρος με ένα ξέσπασμα.
Ήπιαν κρασί, όχι πολύ για να μη ζαλιστούν, ίσα-ίσα για να πάρουν δυνάμεις. Ο ένας για να κρατήσει την ψυχραιμία του κι ο άλλος για να χωνέψει αυτά που άκουγε. Ο Νικηφόρος τού έκανε μια περιγραφή της σχέσης του με τη Ζωή. Ήταν σαν να ξανάβγαζε από τη μνήμη του τα κομμάτια των στιγμών που είχε ζήσει. Τα τοποθετούσε το ένα δίπλα στο άλλο σαν να τα έγραφε σε μια ανεξίτηλη περγαμηνή. Τα είχε σκεφτεί μόνος του άπειρες φορές, όμως τότε ήταν μόνο φευγαλέες εικόνες. Τώρα, καθώς μετέτρεπε τις εικόνες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα σε λέξεις, η ιστορία ξαναγραφόταν με νέο τρόπο. Έπαιρνε πια ένα συγκεκριμένο σχήμα.
Από την απεραντοσύνη των γεγονότων ξεχώριζε μιαν αφήγηση. Κυλούσε πατώντας σε μερικά μόνο από αυτά, κάποια φαινομενικά ασήμαντα κι άλλα που έμοιαζαν πιο σημαντικά. Στεκόταν σε μιαν επιλογή γεγονότων από όσα είχαν γίνει. Ήταν σαν να ζωγράφιζε την πραγματικότητα δίνοντας μερικά μόνο χρώματα απ’ όσα φώτιζαν τα μάτια του. Ήταν σαν να συνέθετε μουσική ανασύροντας λίγες μόνο μελωδίες από μια πανσπερμία ήχων και μουσικών. Όπως, από ένα τεράστιο ταξίδι, κρατούσε κανείς μόνο κάποιες ακτές και λίγα τσαλακωμένα πρόσωπα ναυτικών. Όπως όταν άκουγε μουσικές να τον μαγεύουν, μύριζε χρώματα μεθυστικά κι έβλεπε χρώματα εκπληκτικά, φωτεινά. Δεν μπορούσε να τα θυμάται όλα. Κρατούσε στο μυαλό του μια ιστορία από ένα ταξίδι φανταστικό που μόνο θραύσματά του είχε διαφυλάξει. Όπως όταν ρωτούσαν τον ταξιδευτή τι είχε δει κι εκείνος δίσταζε. «Όχι, δεν ήταν μόνο αυτά που είδα στον δρόμο μου. Είδα κι άλλα πολλά, αλλά, αυτά μόνο αξίζανε για να σας τα περιγράψω».
Έτσι κι εκείνος, τώρα, για πρώτη του φορά έλεγε σε έναν άλλο την ιστορία του με τη Ζωή. Περιέγραφε τόπους, χρόνους, αισθήματα, ελπίδες κι απογοητεύσεις. Καταλάβαινε ότι αυτή η διήγηση, ο μύθος, γινόταν στέρεος, αντικαθιστούσε την ίδια την πραγματική ζωή. Τελικά, ήταν αυτό που θα θυμόταν κι ο ίδιος από εδώ και πέρα όταν θα τα ξαναέφερνε στο νου του. Η ασχημάτιστη θάλασσα των γεγονότων, άπειρη τη στιγμή της πράξης, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, έπαιρνε σχήμα. Γινόταν τώρα ένα ποτάμι με κοίτη κι ακτές και θα έμενε στη μνήμη του για πάντα με το σχήμα αυτό.
«Αυτά ήταν όλα» του είπε όταν τελείωσε νιώθοντας σαν να είχε αδειάσει. «Φεύγω τώρα και να προσέξεις. Την Κυριακή των Βαΐων να είσαι στην Απάμεια. Θα συναντηθούμε στο ίδιο σημείο που μας άφησε το “Δήλος” όταν ήρθαμε. Θα γυρίσουμε μαζί στη Νίκαια.»
Ο Βαρδάνης είχε μείνει άφωνος από όλη την αφήγηση. Συμφώνησε, ωστόσο, αμέσως με προθυμία να διευκολύνει τον φίλο του στην περιπέτειά του. Χώρισαν παίρνοντας ο καθένας τον δρόμο του. Ο Βαρδάνης πήγε στη Νικομήδεια, απ’ όπου θα προχωρούσε μέχρι την βασιλεύουσα. Ο Νικηφόρος έφυγε προς το Αδραμύτιο. Είχαν μπροστά τους είκοσι μέρες καιρό μέχρι την Κυριακή της 14ης Απριλίου που ήταν η Κυριακή των Βαΐων. Μαζί θα επέστρεφαν στη Νίκαια.
Ο Βαρδάνης έφτασε χωρίς περιπέτειες στην Πόλη του Κωνσταντίνου κι απ’ το Σκούταρι πέρασε στον Γαλατά. Μπήκε στην Πόλη. Ήταν όλα εντυπωσιακά. Παρά τις καταστροφές, μπορούσε να ανακαλύπτει, κι από τα ελάχιστα ακόμη ίχνη, τα μεγαλεία της . Τα είχαν περιγράψει ο Νικηφόρος κι ο Μιχαήλ. Ο Μιχαήλ είχε προτιμήσει τα σπασμένα μάρμαρα των Αθηνών και την Ακρόπολη αντί της Αγιασοφιάς. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να βλέπει και να περιγράφει στον Βαρδάνη τα αριστουργήματα που υπήρχαν εκεί. Η Βασιλεύουσα ήταν η κορωνίδα όλων των πόλεων του κόσμου.
Στου Βρανά τον υποδέχτηκαν σαν δικό τους άνθρωπο. Ο Θεόδωρος είχε προσκυνήσει τον Λατίνο αυτοκράτορα για να μείνει στην Κωνσταντινούπολη. Το έκανε για την αγαπημένη του πρώην ερωμένη και νυν σύζυγο Άννα που ήταν πια σχεδόν σαραντάρα. Είχε έρθει απ’ τη Γαλλία, παιδούλα ασχημάτιστη, για να παντρευτεί τον τότε αυτοκράτορα Αλέξιο Β’ Κομνηνό. Ήταν κι εκείνος ακόμη ένα παιδί. Είχε αλλάξει το όνομά της από Αγνή σε Άννα. Ήταν κόρη του Λουδοβίκου, βασιλιά των Γάλλων και θάμπωσε τους πάντες με την απαράμιλλη ομορφιά της. Μετά τον Αλέξιο Κομνηνό, αυτοκράτορας έγινε ο θείος του Ανδρόνικος Κομνηνός. Την πήρε γυναίκα του αν κι ήταν ήδη εξήντα ετών. Ήταν όμως γοητευτικός, συναρπαστικός άντρας και κοντά του η Άννα έμαθε πολλά. Τον θαύμαζε και, μάλιστα, τον αγάπησε όπως μπορούσε μια νεαρή γυναίκα να αγαπήσει έναν σχεδόν παππού της.
Τον Ανδρόνικο όμως τον ξέσκισε το πλήθος. Η Άννα βρήκε προστασία κι έρωτα στο πρόσωπο του γενναίου Ιωάννη Βρανά, αρχηγού της φρουράς της Πόλης. Την ερωτεύτηκε όμως ταυτόχρονα, με έναν αδιέξοδο έρωτα, κι ο νεαρός γιος του, ο Θεόδωρος Βρανάς. Όταν ο πατέρας Βρανάς έπεσε στη μάχη, ο Θεόδωρος μπόρεσε να την προσεγγίσει. Εκείνη ανταποκρίθηκε. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, που ήταν συμπατριώτες της, οι δυο τους είχαν επιτέλους παντρευτεί. Ο Θεόδωρος είχε “φραγκέψει” για χάρη της. Αυτό βέβαια είχε συμβεί στους τύπους και μόνο. Μέσα στην γενναία ψυχή του παρέμενε πάντα αθεράπευτα Ρωμαίος.
Τα έγγραφα που είχε στα χέρια του ο Βαρδάνης ήταν διαβατήριο για να έχει βασιλική παραμονή στην Πόλη. Είχε το ελεύθερο να πηγαίνει οπουδήποτε. Οι Φράγκοι τον σέβονταν και τον αντιμετώπιζαν σαν δικό τους με τα χαρτιά που είχε πάνω του. Οι Ρωμιοί, επίσης, τον αναγνώριζαν σαν δικό τους αφού εξ άλλου ήταν ορθόδοξος και μιλούσε τα ρωμαίικα. Ήταν, μάλιστα, διάκονος, σπουδαίος θεολόγος κι άνθρωπος των γραμμάτων. Όπου πήγε είχε πολλά για να μάθει και να πει. Όπως εξήγησε αργότερα στον Νικηφόρο και τον Μιχαήλ, όπου κι αν βρέθηκε διδασκόταν και δίδασκε. Έφτασε, όμως, η μέρα που έπρεπε να βρίσκεται στην Απάμεια. Ευχαρίστησε όλους όσοι τον στήριξαν και τον φιλοξένησαν τόσο θερμά στην Πόλη και τους αποχαιρέτισε.

***************************************
Η συνέχεια αύριο, Παρασκευή.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

37 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 37η

Σήμερα ξεκινά το 11ο κεφάλαιο. Τίτλος του "Η ΣΤΕΨΗ" (1208μ.Χ.)
Πρόκειται για την στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη ως του αληθινού και μόνου αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που βρίσκεται εξόριστη στη Νίκαια.
Από την Αθήνα ξεκινούν ο Νικηφόρος με τον Ακομινάτο και τους μητροπολίτες Κορινθίας και Άργους, που έδιωξαν οι Φράγκοι και προστατεύει ο Λέων Σγουρός, για να παραβρεθούν στην μεγάλη τελετή. 
Το Α' μέρος με τίτλο "ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ" περιγράφει αυτή την μετάβαση κι αυτά που βρήκαν στην Βιθυνία. Ο Νικηφόρος, βέβαια, έχει πρώτη του προτεραιότητα να βρει την Ζωή.
******************************************


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο : Η ΣΤΕΨΗ  1208 μ.Χ.

Α’ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Αρχές Μάρτη του 1208 μ.Χ. έφυγε το “Δήλος” από τον Πειραιά. Θα ταξίδευε σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή πού ‘χε συνηθίσει να κάνει τα τελευταία χρόνια. Στα δρομολόγια από τον Πειραιά για Μασσαλία είχε μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα, κεραμικά και λάδι. Τώρα μαζί με τα ίδια προϊόντα, είχε και κάποιους επιβάτες για την Προποντίδα. Επτά άνδρες περίμεναν στην ακτή. Κάθονταν στο μοναδικό καπηλειό του λιμανιού και περίμεναν σήμα για να επιβιβαστούν στο “Δήλος”. Ήταν όλοι γνωστοί από παλιά. Ο Νικηφόρος που ήταν ακόμη ιδιοκτήτης του πλοίου, αλλά, δεν ταξίδευε πια σαν ναύαρχος, παρά σαν ταξιδιώτης. Ο Μιχαήλ ήδη εξήντα επτά ετών, ήξερε πως το ταξίδι θα τον ταλαιπωρούσε, αλλά, ήθελε οπωσδήποτε να το κάνει. Ο Γεώργιος Βαρδάνης που έμενε στο μοναστήρι του Υμηττού είχε έρθει κι αυτός. Ήταν κι ο ηλικιωμένος, αλλά, δυνατός Δωρόθεος Καρτεράνος με τον δεκαεννιάχρονο γιο του Πλατώνιο. Μαζί τους ταξίδευαν και δυο γέροι με γενειάδες και κάτασπρα μαλλιά. Ήταν οι μητροπολίτες Κορίνθου και Θηβών πόυ είχαν εκδιωχθεί από τις μητροπόλεις τους. Τις θέσεις τους τις είχαν πάρει Λατίνοι επίσκοποι κι έτσι αυτοί διέμεναν στον Ακροκόρινθο και στην Ακροναυπλία. Μαζί τους ήταν, φυσικά, κι ο Λέων Καρτεράνος, ο νεαρός που είχε αναλάβει πλοίαρχος του “Δήλος” εδώ και καιρό.
Οι επτά θα έκαναν το ταξίδι στη Νίκαια για να είναι παρόντες στη στέψη. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης θα χριζόταν ως αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, έστω και εν εξορία.
«Θα αποβιβαστούμε στην Απάμεια. Το λιμάνι είναι σε ρωμαϊκά χέρια» είπε ο Λέων.
«Είδα ότι οι Φράγκοι ζήτησαν να τους δώσεις πολλές λεπτομέρειες. Πες μας, Λέοντα, τι ακριβώς ήθελαν να μάθουν;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Πήραν πλήρη περιγραφή του φορτίου και ρώτησαν για τους επιβάτες. Δεν θα μας άφηναν να φύγουμε αλλιώς» είπε ο Λέων. «Τους είπα ότι έχω πέντε επιβάτες.»
«Πέντε, ε; … καλά έκανες» είπε ο Νικηφόρος.
Δεν μπορούσε να πει κουβέντα για τους δυο γέροντες μητροπολίτες. Θα τους απαγόρευαν την μετακίνηση κι ίσως να τους έκλειναν στη φυλακή. Ήταν προστατευόμενοι του Λέοντα Σγουρού, του μόνου γραικού που ακόμα τους πολεμούσε, άρα ήταν παράνομοι. Ο Νικηφόρος είχε αποδεχτεί την παράκληση του Μιχαήλ να τους πάρουν μαζί τους και είχε διακινδυνέψει. Ευτυχώς, ο Λέων τα είχε καταφέρει.
«Δεν θά ‘ναι ευτυχείς οι φίλοι σου μ’ αυτό που κάνουμε, αλλά, δεν γίνεται αλλιώς» είπε ο Ακομινάτος στον Νικηφόρο. «Ας μην αργήσουμε να επιβιβαστούμε.»
Η στέψη Ρωμαίου αυτοκράτορα, έστω και στη Νίκαια, αμφισβητούσε έμπρακτα την λατινική εξουσία. Ο αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης αποκτούσε επίσημοι ανταγωνιστή κι ο θρόνος γινόταν διεκδικούμενος. Έμπρακτα, η ανακήρυξη ήταν μια πράξη αντίστασης κι επανάστασης κατά της εξουσίας των Λατίνων. Το ότι πήγαιναν σε αυτή την στέψη δεν θα άρεσε καθόλου στον Ντε Λα Ρος και στους Φράγκους του Ερρίκου. Δεν μπορούσαν, όμως, να μην τους δώσουν την άδεια, όσο δεν ήταν βέβαιοι για τον τελικό προορισμό των επιβατών. Έτσι, δεν εμπόδισαν την αναχώρηση του πλοίου ούτε και το έψαξαν εξονυχιστικά. Η παρουσία ενός Ιππότη των Αθηνών ήταν λόγος αρκετός για να μην εμποδιστεί ο απόπλους.
«Τι σε προβληματίζει, Νικηφόρε;» τον ρώτησε ο Λέων.
«Αναρωτιέμαι πώς ήξεραν οι Φράγκοι ότι θα έχεις μαζί σου στο “Δήλος” κι επιβάτες. Κανονικά μόνο το φορτίο σου θα έπρεπε να γνωρίζουν» είπε ο Νικηφόρος.
«Εγώ τους το είπα, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με ρώτησαν μόλις έμαθαν ότι θα πάω στην Κωνσταντινούπολη. Όταν τους είπα ότι θα μεταφέρω επιβάτες με κοίταζαν ύποπτα. Μου είπαν να φέρω άδεια από τον Φρούραρχου των Αθηνών,»
«Κι εσύ τι έκανες;»
«Ζήτησα από τους φίλους σου να μεσολαβήσουν.»
«Γιατί δεν το έλεγες σε εμένα να τους μιλήσω εγώ;» του είπε ο Νικηφόρος.
«Δεν χρειάστηκε. Το είπα στον Ρομπέρ. Εκείνος μίλησε στον Εστάς ντε Βιτώ κι αμέσως μου έδωσαν την άδεια να σας πάρω σαν επιβάτες.»
«Δεν πιστεύω να έμαθαν κάτι για τους γέροντες, ε;»
«Όχι, πιστεύουν ότι πάτε μόνο οι τρεις της οικογένειας κι ο πατήρ Ακομινάτος με τον Βαρδάνη. Για τους Κορίνθου και Θηβών δεν έχουν ιδέα. Ξέρω ότι τους έχουν άχτι κι ότι αν το μάθαιναν θα τους συνελάμβαναν στη στιγμή.»
«Ας είμαστε προσεκτικοί» του είπε ο Νικηφόρος.
Επιβιβάστηκαν στο πλοίο και τακτοποιήθηκαν. Έμεναν σε προστατευμένους χώρους κάτω από το κατάστρωμα. Δεν ήταν μικρό το πλοίο αλλά είχε πλήρωμα και κωπηλάτες και αμπάρια για φορτίο. Δεν είχε διευκολύνσεις για επιβάτες. Το ταξίδι ήταν δύσκολο και ταλαιπώρησε πολύ τους ηλικιωμένους. Το Αιγαίο τον Φεβρουάριο είχε άστατο καιρό, αλλά, δεν είχε, τουλάχιστον, βοριάδες. Αυτός ο καιρός δεν εμπόδιζε το “Δήλος” να ανοίξει τα πανιά του.
Κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους στα μέσα του Μάρτη του 1208. Ο Λέων τους άφησε στην Απάμεια, αφού, φρόντισε να τους βρει άμαξα και άλογα. Από εκεί θα συνέχιζαν μέσω αμαξιτών δρόμων μέχρι τη Νίκαια. Ξεκουράστηκαν ένα βράδυ και ξεζαλίστηκαν από το κούνημα του πλοίου. Την άλλη μέρα, από τα χαράματα κιόλας, ξεκίνησαν. Είχαν μιάμιση μέρα δρόμο. Στην Πύλη του κάστρου της είπαν ποιοι ήταν και για ποιον λόγο είχαν έρθει. Ζήτησαν να ενημερωθεί ο Δεσπότης Θεόδωρος. Ήρθαν αμέσως να τους υποδεχτούν ο Καλλίμαχος κι ο Κωνσταντίνος Τουρσέντης, πρωτοσπαθάριος του Λάσκαρη. Ήρθε ο Αντώνιος Στενημαχηνός, υπασπιστής του Κωνσταντίνου Λάσκαρη που είχε χαθεί στο Αδραμύττιο. Ήταν μια τιμητική κι ενθουσιώδης υποδοχή.
Ο Τουρσέντης τους μετέφερε τα καλωσορίσματα από μέρους του Λάσκαρη κι ο Καλλίμαχος απ’ την Άννα-Αγγελίνα. Ο Στενημαχηνός τους οδήγησε σε ένα μεγάλο αρχοντικό στην καλή συνοικία της Νίκαιας κοντά στο νέο παλάτι. Τους έδωσαν δωμάτια και τους περιποιήθηκαν σχολαστικά.
«Θα σας δουν αύριο το μεσημέρι ο αυτοκράτορας με την σύζυγό του» τους ενημέρωσαν. «Εσείς να ξεκουραστείτε κι ετοιμαστείτε για την ακρόαση.»
Σε λίγες μέρες, την Κυριακή στις 19 του μηνός, ημέρα της Σαρακοστής, θα ξεκινούσε εδώ στη Νίκαια μια Σύνοδος. Οι ορθόδοξοι επίσκοποι, μεταξύ των άλλων, θα εξέλεγαν τον νέο Πατριάρχη ”Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης”. Θα ήταν “εν εξορία”, δηλαδή, εγκατεστημένος εδώ στη μητρόπολη της Νίκαιας. Αυτός ο Πατριάρχης θα μπορούσε στη συνέχεια να στέψει με επισημότητα και νομιμότητα τον νέο αυτοκράτορα. Θα ήταν ο “Πιστός τω Χριστώ τω Θεώ Βασιλεύς, Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων”. Η εκλογή Πατριάρχη ήταν η μόνη εκκρεμότητα. Μετά από αυτήν μπορούσε να γίνει η στέψη σύμφωνα με το μεγαλοπρεπές τυπικό των Ρωμαίων. Είχαν προσδιοριστεί οι ημερομηνίες, έρχονταν κι οι τελευταίοι επίσκοποι για την Σύνοδο. Ο Νικηφόρος, βέβαια, δεν αναρωτιόταν καθόλου ούτε αγωνιούσε για το τελετουργικό. Εκείνο που τον ένοιαζε ήταν να μάθει που βρισκόταν η Ζωή. Προτίμησε να ξεμοναχιάσει τον Καλλίμαχο και να τον ρωτήσει.
«Εδώ κι έξι μήνες πήρε την απόφαση να κλειστεί σ’ ένα μοναστήρι» του είπε εκείνος. «Απέρριψε πολλές προτάσεις για γάμο και δεν προσαρμόστηκε στη ζωή εδώ. Έτσι αποχώρησε για τη Μονή της Αγίας Παρασκευής.»
«Που είναι αυτή η Μονή; Είναι εδώ κοντά;»
«Είναι μακριά. Βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην Πέργαμο και στγο Αδραμύτιο.»
«Θα έρθει για τη στέψη;»
«Δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο στις Μονές. Εξάλλου δεν θα το ξέρει καν ότι πρόκειται να γίνει η στέψη του Θεόδωρου. Υποθέτω πως όταν το μάθει θα είναι αργά.»
«Η διακήρυξη του ρωμαίικου ελληνισμού τι έγινε;»
«Στάσιμη! Χάθηκε ο Κωνσταντίνος στο Αδραμύτιο κι ο Θεόδωρος Λάσκαρης δεν θέλει να μπει επί κεφαλής.»
«Πώς σκοτώθηκε ο Κωνσταντίνος; Δεν μάθαμε στην Αθήνα τίποτε. Μόνο ότι χάθηκε στο Αδραμύτιο.»
«Δεν ξέρουμε σίγουρα αν σκοτώθηκε, δεν βρήκανε το σώμα ή το κεφάλι του κι ας ψάξαμε πολύ. Απλά, εξαφανίστηκε εντελώς, χάθηκε από προσώπου γης, στη διάρκεια της μάχης με τους Φράγκους.»
«Πες μου γι αυτήν την μάχη» είπε ο Νικηφόρος.
«Χάσαμε πολλούς Ρωμιούς και μισθοφόρους, ήταν μια καταστροφή. Ήταν εκεί ο Τουρσέντης κι ο Στενημαχηνός, αν θες, ρώτα τους. Ο Κωνσταντίνος δεν βρέθηκε πουθενά. Ούτε αιχμάλωτος πιάστηκε, ούτε νεκρό τον βρήκαμε πουθενά. Μετά από τόσο καιρό, όλοι λέμε πια ότι σκοτώθηκε.»
«Τι κρίμα να χαθεί ένας τόσο γενναίος άντρας!»
«Όχι μόνο γενναίος» πρόσθεσε ο Καλλίμαχος. «Ήταν πρόθυμος να ηγηθεί της αναγέννησης των Γραικών. Ήθελε να δουλέψει για το όραμά μας.»
«Δυστυχώς, έτσι είναι» συμφώνησε ο Νικηφόρος. «Λες να ζει ακόμα;»
«Και πού έχει εξαφανιστεί. Γιατί να το κάνει;»
«Σωστά. Πότε θα γίνει η Στέψη;» ρώτησε ο Νικηφόρος
«Το Πάσχα. Σαράντα μέρες μετά τη Σύνοδο που θα εκλέξει τον νόμιμο Πατριάρχη. Πρέπει να υπάρχει ένας νόμιμος Πατριάρχης να δώσει το στέμμα.»
«Γιατί δεν έκανε τη στέψη τόσο καιρό ο Καματηρός;»
«Αρχικά έλεγε ότι δεν μπορούσε να μετακινηθεί απ’ την Θράκη κι έστειλε εδώ την παραίτησή του. Μετά όμως πέθανε στην Αδριανούπολη κι ο θρόνος χήρεψε.»
«Κι άνοιξε ο δρόμος για να συγκληθεί αυτή η Σύνοδος, ε; Καλό είναι αυτό. Σύνοδος εν εξορία, αυτοκράτωρ εν εξορία. Τουλάχιστον, το γένος των Ρωμαίων θα έχει μια κεφαλή για να παλεύει για την επανάκτηση της Πόλης.»
«Ας ελπίσουμε πως έτσι θα γίνουν τα πράγματα» είπε ο Καλλίμαχος. «Όμως, για πες μου, εσύ τι θα κάνεις; Σκοπεύεις να πας στην Αγία Παρασκευή;»
«Ναι, αυτό θα κάνω» είπε ο Νικηφόρος χωρίς καν να χρειαστεί να το σκεφτεί. «Μετά τη σύνοδο κι ως τη στέψη, θα πάω. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγω χωρίς να το καταλάβουν αυτοί που ήρθαν μαζί μου από την Αθήνα.»
«Θα σε βοηθήσω αν με χρειαστείς» είπε ο Καλλίμαχος.
«Νομίζω πως θα σε χρειαστώ. Θα σου πω όταν δω πως είναι εδώ η κατάσταση.»
Η επίσημη υποδοχή των ταξιδιωτών από την Αθήνα έγινε στο τρίκλινο του θρόνου. Ήταν η αίθουσα του παλατιού των Λασκαραίων στην Νίκαια. Προηγουμένως ο Θεόδωρος είχε δει κατ’ ιδίαν, μαζί με την Άννα-Αγγελίνα, τον Νικηφόρο. Αντάλλαξαν λίγες κουβέντες και, μετά, τον ρώτησαν να τους πει για εκείνους που είχαν έρθει από την Αθήνα. Τον Μιχαήλ βέβαια τον γνώριζαν. Η γνωριμία είχε γίνει πριν από τριάντα χρόνια στην Πόλη όπου ζούσε ο Ακομινάτος πριν έρθει στην Αθήνα. Μίλησαν για τον θάνατο του Νικήτα Χωνιάτη, που ήταν αγαπητός σε όλους, και για τον χαμό του Κωνσταντίνου. Ο Νικηφόρος τους είπε ότι μαζί του είχαν έρθει ο πεθερός του κι ένας κουνιάδος του. Ακόμη ήταν ο πρώην γραμματικός του Ακομινάτου και δυο μητροπολίτες. Αυτούς τους είχε υπό την προστασία του ο Σγουρός.
«Στη Θήβα και την Κόρινθο έχουν τοποθετηθεί Λατίνοι μητροπολίτες. Ο Σγουρός πήρε μαζί του στα κάστρα του τους ορθόδοξους γέροντες. Αυτοί έκαναν το ταξίδι μέχρι εδώ για να προσκυνήσουν εσένα, τον ελευθερωτή των Ρωμαίων, όπως σε ονομάζουν.»
«Θα τιμήσω τους γέροντες» είπε ο Λάσκαρης. «Θέλω να βοηθήσω τον Σγουρό! Μου φαίνεται πως μόνο αυτός, εκτός από εμάς, θέλει πραγματικά να σώσει την τιμή των Ρωμαίων. Όλοι οι άλλοι δίνουν όρκους υποτέλειας στον Ερρίκο.»
«Παλεύει τέσσερα χρόνια τώρα στα τρία κάστρα του κι αντέχει. Είναι, όμως, πολύ μόνος» είπε ο Νικηφόρος.
«Θα πρέπει να κάνουμε κάτι γι αυτό» είπε ο Λάσκαρης.

 
******************************************
Η συνέχεια αύριο, Πέμπτη.