Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

36 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 36η

Το Δ' μέρος του κεφαλαίου 10 σήμερα, περιέχει τον τρόπο που ο Νικηφόρος και η οικογένειά του έζησαν σε αυτά τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
Ο Νικηφόρος είναι ιππότης, υποτελής του Όθωνα Ντε Λα Ρος που είναι υποτελής του Βονιφάτιου του Μομφερά που είναι με τη σειρά του υποτελής του Βαλδουίνου της Φλάνδρας, αρχικά, και του Ερρίκου της Φλάνδρας στη συνέχεια. Ωστόσο ο Νικηφόρος παραμένει ορθόδοξος με ειδική απαλλαγή, από τον κύρη του, να μην πολεμήσει σε περίπτωση εμπλοκής του Ντε Λα Ρος με ρωμαϊκά στρατεύματα.
Στην Αθήνα έρχεται ο Ακομινάτος, που μένει μόνιμα πια στην Τζιά. Θέλει να μεταβεί στην Νίκαια όπου ο Λάσκαρης θα στεφθεί αυτοκράτορας. Μαζί του θα πάει κι ο Νικηφόρος που έχει λόγο να βρεθεί και πάλι στην Βιθυνία.
****************************************


Δ’ ΙΠΠΟΤΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

Ο Νικηφόρος έγινε φίλος με τους κατακτητές, αφού κι ο ίδιος ήταν χρισμένος ιππότης. Μεσολαβούσε μεταξύ Αθηναίων και Φράγκων για διαφορές που ανέκυπτα, Προωθούσε μικρά ή μεγάλα αιτήματα από τον λαό προς την φραγκική εξουσία. Οι Αθηναίοι, αρχικά, τον έβλεπαν καχύποπτα για τις σχέσεις του με τους κατακτητές, όμως, τελικά το συνήθισαν. Του άρεσε να βοηθά. Εξαντλούσε κάθε περιθώριο για την, έστω και μικρή, βελτίωση της ζωής των συμπολιτών του.
Η επιτυχία, όμως, κι η καλοπέραση, όσο κι αν διαρκούν, δεν βγάζουν απ’ το μυαλό τις βαθύτερες επιθυμίες. Μπορεί να ξεχνούσε για λίγο, να νόμιζε πως είχε απαλλαγεί, όμως, η σκέψη της επίμονα επανέρχονταν. Το γεγονός ότι την επιθυμούσε ακόμα, σκίαζε όποια ευτυχία είχε αποκτηθεί στα κλεφτά. Ο Νικηφόρος είχε ξαναφτιάξει το σπίτι του κι είχε ευτυχισμένη οικογένεια. Είχε πραγματοποιήσει το όνειρο του πατέρα του να γίνει αγρότης και στεριανός. Είχε καταφέρει να αναγνωριστεί από Γραικούς και Φράγκους σαν χρήσιμος ιππότης του Κύρη των Αθηνών. Ευτυχία, όμως, δεν είχε βρει.
Μέσα σε όλα αυτά δεν έμενε χώρος για τη Ζωή. Αν τον ρωτούσες όταν αγωνιζόταν να επιβιώσει, θα έλεγε ότι τα έχει επί τέλους καταφέρει. Τότε, την σκεφτόταν ελάχιστα. Είχε να ξαναχτίσει τα καμένα, να δει τι θα γίνει με τους Φράγκους που κατέβαιναν σαν κατακτητές. Αντιμετώπιζε τα πιο επείγοντα προβλήματα και προσπαθούσε να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον. Λίγες φορές η σκέψη της καρφωνόταν στο μυαλό του αλλά, και τότε, κατάφερνε σύντομα να την βγάζει από εκεί. Άφηνε την καθημερινότητα να τον παρασέρνει. Και όταν ξεκουραζόταν, είχε τα παιδιά και την Αγνή να τριγυρνούν γύρω του. Το μυαλό του δεν πήγαινε στα παλιά και σε αυτά που είχε αφήσει λειψά ανολοκλήρωτα. Όταν, όμως, έφυγαν τα πολλά προβλήματα, τότε άρχισε να την φέρνει στο νου του όλο και πιο συχνά,.
«Πες μου, Νικηφόρε, είσαι ευτυχισμένος;» τον ρωτούσε συχνά η Αγνή κουρνιάζοντας στην αγκαλιά του.
«Είσαι πολύ όμορφη σύζυγος και καλή μητέρα. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω από την ζωή;» της απαντούσε εκείνος χωρίς να υποκρίνεται.
«Δεν θέλω να μας νιώθεις σαν βάρος.»
«Εσείς είστε η ζωή μου, η ανάσα μου» την διαβεβαίωνε.
Η Αγνή ήταν καλή μητέρα και σύζυγος. Τον βοηθούσε όσο εκείνος την ήθελε και με τον τρόπο που εκείνος ήθελε. Δεν του γινόταν ποτέ βάρος και δεν τον πίεζε προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ήταν όμορφη και την ποθούσε κάθε βράδυ που ξάπλωνε μαζί της κι αφηνόταν στα χάδια της. Θα ήθελε να μην την είχε προδώσει ποτέ, αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Η προδοσία του ήταν παρελθόν και το παρελθόν δεν γινόταν να αλλάξει. Επιπλέον, όμως, αισθανόταν βαθιά μέσα του πως η επανάληψη ή μη του λάθους κρεμόταν από μια κλωστή. Ήταν μόνον η απόσταση κι ο χρόνος που τον εμπόδιζαν να το ξανακάνει. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη Ζωή και τον έρωτα που είχε νιώσει γι αυτήν. Ήταν πανίσχυρο το συναίσθημα που τους είχε ενώσει. Μπορούσε, μόνο, να τα βάζει όλα αυτά στην άκρη και να τα κρύβει κάτω από το χαλί για να μην τα βλέπει. Αυτό κατάφερνε να κάνει με επιτυχία μέχρι στιγμής.
«Δεν στέλνεις γράμματα στη Βιθυνία» είχε παρατηρήσει ο Βαρδάνης. Ήταν κάποια μέρα που είχαν κάτσει στο κτήμα μαζί και του μίλησε πριν φύγει.
«Δεν θέλω να ξύσω τις πληγές» του είχε απαντήσει. «Προτιμώ να τις αφήσω να γιάνουν με τον χρόνο.»
Είχε βέβαια μια τρελή περιέργεια και δίψα να μάθει για εκείνην, έστω και το παραμικρό, όμως, δεν το επεδίωκε. Ήξερε πως το σκέπασμα με το οποίο είχε καλύψει την ιστορία θα ξέφτιζε. Θα ξεδιπλωνόταν εντελώς, θα χανόταν, αν ξηλωνόταν έστω και σε ένα μόνο σημείο του. Διατηρούσε αλληλογραφία με τον Μιχαήλ στη Κέα, αλλά, με κανέναν από όσους βρίσκονταν στη Νίκαια. Μόνο όταν μάθαινε για τις επιτυχίες ή τις ατυχίες του Θεόδωρου Λάσκαρη, μόνο τότε, έκανε κάποιες σκέψεις για εκείνη. Όλα αυτά τα γεγονότα τού την έφερναν στο μυαλό και τότε ανησυχούσε ή την νοσταλγούσε.
Όταν μάθαινε ότι ο Λάσκαρης έχανε, αναρωτιόταν αν η Ζωή είχε πιαστεί αιχμάλωτη. Όταν μάθαινε πως ο Λάσκαρης νικούσε σκεφτόταν μήπως και άλλαζε κάτι στη θέση της. Ήταν σκέψεις ανόητες, βέβαια, και το γνώριζε αυτό καλά, όμως δεν μπορούσε να τις αποφεύγει. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε τίποτε γι αυτήν, ούτε καν αν ζούσε ή αν είχε πεθάνει. Τόσο βαθιά ήταν η άγνοιά του για οτιδήποτε τής συνέβαινε και για οτιδήποτε ήταν η ζωή της.
Όταν έμαθε για τον χαμό του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, κατάλαβε ότι και η υπόθεση της διακήρυξης δυσκόλευε πολύ. Ίσως να έμενε σαν μια προσπάθεια ημιτελής, χαμένη γιατί δεν βρήκε έδαφος για να τραφεί και να καρπίσει. Ο ίδιος, βέβαια, είχε μεταφέρει τις περγαμηνές και τα λάβαρα στον Ακομινάτο και τον Βαρδάνη. Τα είχε δώσει και σε κάποιους παραλήπτες στη Σικελία και την Μικρασία. Δεν γνώριζε, όμως, να έχει γίνει κάτι άλλο γύρω από αυτή την υπόθεση.
Έβλεπε να ανεμίζει ο χρυσός δικέφαλος αετός με φόντο το ρωμαϊκό πορφυρό. Το δυικό έμβλημα με την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη ζωοδότες φάρους του αρχαίου και του νέου ελληνισμού. Είχαν γίνει έμβλημα του “Σερφιώτικου” αλλά αυτό ήταν πολύ λίγο. Η τρελή επιδίωξη να χτιστεί από την αρχή, πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια μια νέα ελληνική αυτοκρατορία έφθινε. Χωρίς τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη τα όνειρα θα έμεναν απραγματοποίητα. Για τον Νικηφόρο οι ευγενικοί κι ανώτεροι σκοποί ήταν απόλυτα συναρτημένοι με κάποια πρόσωπα. Ήταν οι άνθρωποι που τα είχαν εμπνευστεί που θα τα υλοποιούσαν. Δυσκολευόταν να δει κάποια συνέχεια στο εγχείρημα χωρίς τα φυσικά πρόσωπα που τα οραματιστήκαν. Δεν κατανοούσε την συγγραφή της διακήρυξης χωρίς τον συγγραφέα της. Έβλεπε τον δικέφαλο αετό μαζί με αυτήν που τον ζωγράφισε κι εκείνες που τον είχαν κεντήσει. Έβλεπε την νέα ρωμαϊκή κι ελληνική αυτοκρατορία μαζί με τον αυτοκράτορά της.
Έφτασε ο Ιανουάριος του 1208 μ.Χ. Για τον Νικηφόρο, ο νέος ελληνισμός έσβηνε αφού είχε χαθεί ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Είχε χάσει τους μέντορές της, τον Νικήτα Χωνιάτη και τον Μιχαήλ Ακομινάτο. Ο πρώτος, ταλαιπωρημένος μετά την απώλεια της βασιλεύουσας, είχε πεθάνει. Ο άλλος είχε χαθεί οικειοθελώς σε ένα νησί του Αιγαίου.
Ο δικός του ομφάλιος λώρος με την νέα αυτοκρατορία ήταν η Ζωή. Η παντελής απουσία της εξασθένιζε κάθε όραμα που εκείνος είχε συνδέσει μαζί της. Ο Καλλίμαχος Κρωμναίος ήταν ελάχιστα γνωστός του. Από τον ερημίτη, δεν μπορούσε να περιμένει έτσι κι αλλιώς τίποτε. Η γυναίκα του Θεόδωρου, η Άννα-Αγγελίνα ήταν η μόνη, ίσως, ελπίδα πως το όνειρο θα ζούσε. Το όραμα της αναγέννησης ίσως να μεταβιβαζόταν από αυτήν, ατόφιο, στον άντρα της
Είχαν περάσει κιόλας τέσσερα χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η ανακατάληψή της έμοιαζε αυτά τα χρόνια όνειρο μακρινό. Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων είχαν φύγει πια από το προσκήνιο. Ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος Α’ και ο Ρήγας της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος είχαν σκοτωθεί από τους Βουλγάρους. Ο δαιμόνιος Ερρίκος Δάνδολος είχε πεθάνει στα ενενήντα τρία του χρόνια και είχε θαφτεί στην Αγιασοφιά. Ο Πατριάρχης Καματηρός είχε πεθάνει σε βουλγαρικά χώματα. Ο Νικήτας Χωνιάτης είχε πεθάνει στη Νίκαια, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε εξαφανιστεί. Μόνο ο Λέων Σγουρός παρέμενε για χρόνια ολόκληρα κλεισμένος στα τείχη του Ακροκορίνθου. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραδοθεί. Όλους και όλα τα είχε αλλάξει ο θάνατος.
Ήταν αρχές Φεβρουαρίου του 1208. Ο Νικηφόρος έλαβε ένα γράμμα του Μιχαήλ Ακομινάτου που διέμενε στην Κέα. Ο πρώην Μητροπολίτης Αθηνών του ζητούσε να τον φιλοξενήσει μερικές μέρες στο “Σερφιώτικο”. Ήθελε να βρει και να μπει σε ένα πλοίο με προορισμό την Προποντίδα και συγκεκριμένα την Νίκαια. Αυτό το Πάσχα, στην πρωτεύουσα του δεσποτάτου, θα γινόταν μια τελετή που δεν ήθελε να την χάσει. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης θα ανακηρυσσόταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Τον είχε καλέσει να παραβρεθεί στη στέψη.
Ο Νικηφόρος κανόνισε να τους πάει στην Προποντίδα ο κουνιάδος του, Λέων, που ήταν πια πλοίαρχος του “Δήλος”. Το πλοίο είχε επισκευαστεί πρόσφατα κι ήταν αξιόπλοο. Ένα ταξίδι στην Προποντίδα αυτόν τον καιρό θα είχε και εμπορικό ενδιαφέρον. Θα ήταν χρήσιμο επομένως να πάει κι αυτός. Ο Λέων του είπε ότι θα ήταν έτοιμος στα τέλη του Φεβρουαρίου. Μπορούσε να τους μεταφέρει και τους δυο στην Απάμεια ώστε να παραβρεθούν στην αυτοκρατορική στέψη.
Χρειαζόταν βέβαια άδεια για απόπλου, αλλά, θα το ξεπερνούσαν. Η έκπληξη του Νικηφόρου ήταν μεγάλη όταν είδε τον Γεώργιο Βαρδάνη να εμφανίζεται σπίτι του κι αυτός. Του ζήτησε να τον φιλοξενήσει μερικές μέρες, ώσπου να βρεθεί πλοίο για την Προποντίδα.
«Κι εσύ Γεώργιε;» είπε με πλατύ χαμόγελο ο Νικηφόρος ανοίγοντας την αγκαλιά του για να τον δεχτεί. «Περιμένουμε και τον Μιχαήλ. Θα πάμε και οι τρεις στη στέψη!»
«Θέλω να δω αυτή τη μεγάλη στιγμή της Ρωμιοσύνης. Με την ευκαιρία θα μάθω, με καθυστέρηση τεσσάρων χρόνων, το μυστικό σου!» είπε εκείνος.
«Μακάρι! Έτσι θα μάθω κι εγώ τι έχει απογίνει άραγε αυτό το μυστικό!» είπε ο Νικηφόρος με αυτοσαρκασμό.
Ο Βαρδάνης εγκαταστάθηκε σε ξενώνα στο αγρόκτημα. Ετοίμασαν κι ένα δωμάτιο για τον Μιχαήλ που ήρθε ύστερα από δυο μέρες. Η υποδοχή ήταν όχι μόνο βασιλική αλλά και συγκινητική. Ο Μιχαήλ δεν ήταν ένας απλός Μητροπολίτης, ήταν ο αρχηγός της πόλης των Αθηνών για τριάντα περίπου χρόνια. Ήταν ένας δίκαιος άρχοντας που φρόντιζε για την πόλη όσο κανείς άλλος. Το έκανε χωρίς προσωπικό όφελος, μόνο από θαυμασμό στην ιστορία και στο δυστυχισμένο παρόν αυτού του τόπου. Όλοι, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, είχαν νιώσει την αγάπη και τη φροντίδα του Ακομινάτου. Από τα Προπύλαια, από τον ναό της κυρά-Παναγιάς Αθηνιώτισσας, έβλεπε την πόλη όπως οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Όλοι οι Αθηναίοι πέρασαν για να του μιλήσουν, να τον χαιρετίσουν, να τον ευχαριστήσουν και να του ευχηθούν. Φυσικά του ζητούσαν να επανέλθει αλλά εκείνος δεν συζήτησε καν αυτό το ενδεχόμενο. Ήρθε κι ο Λατίνος επίσκοπος, ο Βεράρδος, να υποβάλλει τα σέβη του. Του ομολόγησε πόσο μόνος ένιωθε στον ιερό βράχο και πόσο τον καταλάβαινε. Ήταν ξεχωριστή τιμή να ζει κανείς σ’ αυτόν τον ένδοξο τόπο. Είχε μάθει πολλά για την δράση του. Του είπε πως τον ζήλευε για την αγάπη που είχε εμπνεύσει στο ποίμνιό του.
Ξανάσμιξαν μετά από χρόνια ο Μιχαήλ, ο Νικηφόρος και ο Βαρδάνης. Ήταν ευτυχείς. Μίλησαν για όλα, για την ζωή, την πολιτική και τους πολέμους. Μίλησαν για την θρησκεία και τον ρόλο της στην καθημερινότητα του ανθρώπου.
Οι δυο ιερωμένοι μακάρισαν τον Νικηφόρο γιατί είχε φτιάξει μια σωστή οικογένεια. Είχε τέσσερα γερά παιδιά και μια σύζυγο όμορφη άξια και πιστή. Τα έλεγαν σαν να ήταν χτες μόλις που είχαν φύγει κι οι τρεις από τον Ιερό Βράχο. Όταν η συζήτηση ήρθε στην διακήρυξη για τον νέο ελληνισμό σχεδόν απογοητεύτηκαν. Τα χρόνια είχαν περάσει, αλλά, πρόοδος δεν είχε προκύψει. Στη Νίκαια θα μάθαιναν αν αυτή η ιστορία είχε συνεχιστεί ή αν είχε τελειώσει.
«Ένα τέτοιο όραμα θέλει χρόνο για να εφαρμοστεί» είπε ο Μιχαήλ.
«Πρέπει όμως κάποτε να αρχίσει, και νά που ξεκίνησε» είπε αισιόδοξος ο Βαρδάνης.
Ο Νικηφόρος σε κάποια στιγμή ζήτησε από τον Μιχαήλ και τον Βαρδάνη τη γνώμη τους για τα δικά του. Ο Ντε λα Ρος τον είχε χρίσει ιππότη, κυρίως, για τη βοήθειά του προς τους ντ’ Επινάκ στη Ζάρα. Μέτρησε κι η μεταφορά των Βουργουνδών από τον Εύριπο στην Κωνσταντινούπολη σε δύσκολες συνθήκες. Ήταν σωστό ή λάθος που δέχτηκε το χρίσμα του ιππότη;
«Φίλε μου, καμιά διάκριση δεν είναι δυσάρεστη ή προς όνειδος. Μόνο μην έρθεις αντιμέτωπος με ανθρώπους δικούς σου» του είπε ο Μιχαήλ.
«Σε μια τέτοια περίπτωση θα έχεις ένα μεγάλο δίλημμα νομιμοφροσύνης» είπε ο Βαρδάνης.
«Η υπόσχεση του Όθωνα ήταν ότι δεν θα με βάλει ποτέ αντιμέτωπο με Ρωμαίους!»
«Μακάρι να τηρήσει την υπόσχεση» είπε ο Βαρδάνης.
«Ελπίζω πως δεν θα αντιμετωπίσεις ποτέ τέτοιο ηθικό πρόβλημα» είπε ο Ακομινάτος.
«Ο Εστάς ντε Βιτώ είναι σενεσάλος του Όθωνα. Αυτός με διαβεβαίωσε για το σχετικό κατάστιχο. Το ίδιο που έδωσε ο Ερρίκος της Φλάνδρας στον Βρανά. Έχω δικαίωμα να ζητήσω από τον Κύρη εξαίρεση σε πόλεμο εναντίον Ρωμαίων.»
«Κι ο Όθων το δέχτηκε;»
«Ναι. Δέχτηκε να γραφτεί ότι ο Μεγακύρης Αθηνών θα με απαλλάσσει» είπε ο Νικηφόρος. «Ο Εστάς ντε Βιτώ μου είπε ότι αυτό με εξασφαλίζει.»
«Καλά τα γραπτά» είπε ο Βαρδάνης. «Ποτέ δεν ξέρεις, όμως, πώς και πότε θα θέσει ένα τέτοιο δίλημμα η ζωή.»
«Ας κρατήσουμε το θετικό. Ας δώσουμε συγχαρητήρια στον ιππότη Ντ’ Ατέν Νικηφόρο Σερφιώτη» είπε ο Ακομινάτος. Γέλασαν όλοι, ήπιαν στην υγειά του και συνέχισαν την κουβέντα τους.
«Να σας πω εμπειρίες μου με τους Φράγκους» είπε ο Νικηφόρος. «Ξέρετε … δεν είναι και τόσο κακοί.»
«Έχουν κατακτήσει τις χώρες των άλλων και κάθονται βολεμένοι πάνω στη γη και τις περιουσίες που έκλεψαν. Μετά από αυτό είναι ήρεμοι και καλοί» είπε ο Βαρδάνης. «Όταν, όμως, μυριστούν καινούρια λεία, γίνονται πάλι άγρια θεριά.»
«Δεν φημίζονται ούτε και για το κοφτερό τους μυαλό» είπε ο Ακομινάτος.
«Κάποιοι είναι βλάκες και κάποιοι πολύ έξυπνοι» είπε ο Νικηφόρος. «Σχεδόν όλοι τους είναι κλέφτες, όχι από κακία, αλλά, από συνήθεια. Έτσι μεγάλωσαν κι αυτό νομίζουν πως είναι το καθήκον του γενναίου. Πιστεύουν πως πρέπει κανείς να κερδίζει τα πάντα με το σπαθί του! Είναι όμως καθαροί και έχουν την τιμή τους πάνω από όλα.»
«Την κατάκτηση την λένε τιμή και την λεία την λένε θεία ανταμοιβή» είπε ο Ακομινάτος. «Δεν είναι πολιτισμένη συμπεριφορά αυτό. Οι Βενετοί είναι πιο προσεκτικοί σε αυτά τα ζητήματα.»
«Έτσι μεγαλώνουν. Το θεωρούν ηρωισμό να πέσουν σε ξένη γη και να την κατακτήσουν» συμπλήρωσε ο Βαρδάνης.
«Συμφωνώ ότι το θεωρούν ηρωισμό. Είναι, όμως, έντιμοι και γενναίοι, αυτό πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε» είπε ο Νικηφόρος. «Όσο για τη θρησκεία, είναι ένα απλό πρόσχημα. Δεν καταλαβαίνουν γρι από φιλιόκβε κι άζυμα. Όλα αυτά που στη δική μας θεολογία θεωρούνται σπουδαία, γι αυτούς είναι ανύπαρκτα!»
«Ξέρω γι αυτούς κι εγώ αρκετά. Σε γενικές γραμμές κι η δική μου άποψη είναι θετική!» είπε ο Μιχαήλ. «Αν δεν ήταν ο Πάπας να μας χωρίζει και να τους φανατίζει θα ήταν αλλιώς η σχέση μας μαζί τους.»
«Ο Πάπας τους αφόρισε στην Ζάρα» είπε ο Νικηφόρος.
«Ήταν υποκριτικός ο αφορισμός. Τους προώθησε για πλιάτσικο στην Πόλη για να υποτάξει την ανατολική εκκλησία.»
«Βλέπω, Πάτερ, ότι τους συμπαθείτε» είπε ο Νικηφόρος.
«Αν δεν ήταν ο Πάπας, θα μπορούσαμε να τα πάμε καλά μαζί τους» είπε ο Ακομινάτος. «Όπως λες κι εσύ, είναι έντιμοι και γενναίοι. Τους έχω ζήσει στην αυτοκρατορική φρουρά, είδα τους Άγγλους, τους Δανούς και τους Βαράγγους. Δεν έχουν καμιά σχέση με τους έμπορους που δεν έβλεπαν παρά μόνο πώς θα μας κοροϊδέψουν. Ούτε με τους Τούρκους, που ζουν απ’ τον κόπο των άλλων, έχουν σχέση. Με αυτούς θα μπορούσαμε να τα βρούμε.»
«Αυτό το “να τα βρούμε” πώς το εννοείς Μιχαήλ;» τον ρώτησε ο Βαρδάνης.
«Θα μπορούσαμε εμείς να τους μάθουμε τον πολιτισμό μας κι εκείνοι να μας μπολιάσουν με αθωότητα. Θα είχαμε έναν πολύ καλό συνδυασμό γενναιότητας κι εξυπνάδας! Τους είχαμε ανάγκη και μας είχαν ανάγκη και αυτοί! Όμως η τυφλή πίστη τους στον Πάπα τους κάνει αγρίμια.»
«Επομένως δεν το βρίσκεις κακό που μ’ έχρισαν ιππότη;» ρώτησε ανακουφισμένος ο Νικηφόρος,
«Μια χαρά το βρίσκω. Νομίζω πως σου άξιζε η τιμή» είπε ο Μιχαήλ γελώντας.
Πριν φύγουν για την Βιθυνία, το έριξαν στο φαγοπότι. Η χρονιά που πέρασε ήταν πολύ καλή για την παραγωγή. Είχαν αποθηκευτεί τροφές για τον χειμώνα. Είχαν σύγκλινα, καπνιστά και παστά που τα έφτιαχναν με τον Σερφιώτικο τρόπο. Είχαν τυρί όμορφο και ψωμί φρεσκοψημένο και, φυσικά, μυρωδάτο κι υπέροχο κρασί. Ελιές, κρεμμύδια, και λαχανικά, αλλά, και σύκα και ξηροί καρποί συμπλήρωναν το πλούσιο τραπέζι. Όλα τέθηκαν στη διάθεση των φιλοξενούμενων. Ήταν μια ευκαιρία για ένα γλέντι απ’ τα λίγα στο Σερφιώτικο. Οι Καρτεράνοι ήταν όλοι εκεί. Οι Φράγκοι φίλοι του Νικηφόρου ήταν επίσης εκεί. Ο Εστάς είχε επισημοποιήσει τη σχέση του με την Ευδοκία και ήταν περίπου άνθρωπος του σπιτιού. Ο Ρομπέρ έφερε μαζί του τη νέα του αρραβωνιαστικιά, την Ασπασία. Ο Φιλίπ είχε έρθει μόνος, αλλά, ο Γκι είχε έρθει με την γυναίκα του, την Ματθίλδη, που την είχε φέρει στην Αθήνα.
«Εις υγείαν Ρωμαίων και Φράγκων στην Αθήνα» είπε, κάνοντας πρόποση, ο Λέων ο γηραιότερος
«Εις υγείαν Ρωμιών, Γραικών και Φράγκων» διόρθωσε την προσφώνηση ο Ακομινάτος.
«Καλό μας ταξίδι. Εις υγείαν του Κύρη μας Όθωνα, του αυτοκράτορά μας Ερρίκου και του Δεσπότη μας Λάσκαρη» είπε ο Νικηφόρος.
Είχε ξεπεράσει τα πλαίσια της νομιμότητας. Ο όρκος του στον Όθωνα σήμαινε ότι έπρεπε να αναγνωρίζει μόνο τον Ερρίκο σαν κύρη κι ανώτερό του. Μόνο στην υγειά του έπρεπε να πίνει, κι όχι να αναφέρει τον Λάσκαρη. Φρόντισε ωστόσο να αποκαλέσει τον Θεόδωρο “δεσπότη” κι όχι αυτοκράτορα. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα αναχωρούσε για να τον δει να στέφεται με τα βασιλικά διαδήματα. Μετά από αυτήν την στέψη θα γινόταν κι επίσημα ανταγωνιστής του Ερρίκου.
«Εις υγείαν όλων των Γραικών κι όλων των Φράγκων» είπε ο Εστάς κλείνοντας το θέμα.
Παρ’ όλο που ήταν Φεβρουάριος, η μέρα ήταν καλή και το βραδινό μαλακό. Στο μεγάλο τρίκλινο του “Σερφιώτικου” είχαν πάψει οι συζητήσεις, και το κρασί είχε κουράσει όλα τα βλέφαρα. Ακούγονταν πια απαλά οι γλυκές ελληνικές μελωδίες με το φλάουτο και το σαντούρι. Ανακατεύονταν με τα φράγκικα ρομαντικά τραγούδια των τροβαδούρων με τη συνοδεία της βιόλας.
Ο νους του Νικηφόρου ταξίδευε στη Νίκαια. Σε λίγες μέρες θα ήταν εκεί. Θα την έβρισκε όπως την φανταζόταν; Και τι θα έκανε τότε; Θα πετούσε την ευτυχία και την ηρεμία των τελευταίων χρόνων για μια στιγμή τρέλας και πάλι; Ερωτήματα που δεν σήκωναν απάντηση.

****************************************
Η συνέχεια αύριο Τετάρτη

Γεωπολιτικά Ελλάδας-Τουρκίας

Τελευταία η Τουρκία δίνει συνεχώς αφορμές για συζήτηση επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και γεωπολιτικής στρατηγικής.
Επειδή εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές, θα παραθέσω παρακάτω την περίληψη ενός άρθρου που νομίζω πως βοηθάει στην κατανόηση της ελληνικής θέσης.  Είναι του Παναγιώτη Κανδύλη και περιέχεται στο βιβλίο του "Θεωρία Πολέμου" εκδόσεις Θεμέλιο, 1997. Το άρθρο είναι μεγάλο, πιάνει 36 πυκνογραμμένες σελίδες. Εδώ δημοσιεύουμε την περίληψη που έγινε από τον ίδιο τον συγγραφέα.

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ
ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Α/ Ιστορική αναδρομή
Μέχρι το 1920 περίπου το ελληνικό έθνος ήταν κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος: απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις παρακαυκάσιες χώρες ως τις ακμαίες παροικίες των Βαλκανίων και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση: Αφανισμός του ελληνισμού της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945), εκδίωξη Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (1955) και της βόρειας Κύπρου (1974), μαζική φυγή του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου σήμερα. Και οι καταστροφές αυτές δεν επιδέχονται αναπλήρωση: Οι σημερινές ελληνικές παροικίες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίας βρίσκονται τόσο μακριά και μέσα σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, ώστε μάλλον χρειάζονται την ενίσχυση του ελληνικού κράτους παρά είναι οι ίδιες σε θέση να του δώσουν ουσιαστική υλική ενίσχυση ή πνευματική ώθηση. Η θλιβερότερη ίσως διαπίστωση: Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. Απεναντίας μάλιστα, το 1974 την καταστροφή την προκάλεσε το πραξικόπημα που προήλθε από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Και αν αυτά τα έκαμαν οι δικτάτορες, οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις σίγουρα δεν έχουν λόγους να είναι υπερήφανες για τη χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίδρασή τους απέναντι στον ξεριζωμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου. Το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του.

Ενώ το ελληνικό έθνος συρρικνωνόταν ακατάπαυστα, η Τουρκία διήνυσε τον αντίθετο ακριβώς δρόμο: Χάρη στη μεγάλη προσωπικότητα του Κεμάλ, η μετάβαση από το οθωμανικό στο τουρκικό κράτος συνδέθηκε μ’ ένα μεταρρυθμιστικό έργο, μ’ ένα νέο αίσθημα ανάτασης και με μια νέα συλλογική μυθολογία, απ’ όπου η Τουρκία μπορεί ν’ αντλεί άμεσα ακόμα και σήμερα. Παρέμειναν βέβαια ενεργά ζωτικά κατάλοιπα οθωμανισμού, μουσουλμανικού λαϊκισμού, προβλήματα μειονοτήτων, ανισομέρειες περιφερειακές και αγκυλώσεις κοινωνικές. Οι εσωτερικές αυτές αντιφάσεις όμως δεν έχουν αναγκαστικά αρνητική επίδραση στο γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας. Σύμφωνα με το Μακιαβέλι, οι εσωτερικές τριβές μεταβάλλονται ενίοτε σε ιδεώδες μίγμα για την άσκηση επιθετικής εξωτερικής πολιτικής. Μάζες μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες, αν καθοδηγηθούν από μακροπρόθεσμα και ψυχρά σκεπτόμενες ελίτ, αποτελούν όργανο επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση αυτής της πλαδαρότητας.

Αυτή ακριβώς είναι η κρίσιμη ιστορική διαφορά ανάμεσα στη σημερινή Ελλάδα και στη σημερινή Τουρκία. Η πρώτη, αφότου το έθνος συνέπεσε ουσιαστικά με το κράτος, δεν έχει ζωτικούς ιστορικούς και πολιτικούς στόχους έξω από τα σύνορά της, της λείπει δηλαδή ακριβώς ό,τι κρατά ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο σε εγρήγορση υποχρεώνοντάς το να υπερβαίνει αδιάκοπα τον εαυτό του (όπως π.χ. έγινε στους Βαλκανικούς Πολέμους). Τέτοιοι στόχοι δεν είναι ούτε οι μάχες οπισθοφυλακής για το Κυπριακό, όπου συχνότατα η ανάγκη μετατρέπεται σε φιλοτιμία, ούτε η ευρωπαϊκή ένταξη, η οποία στην ουσία της δεν είναι παρά η μεταμφιεσμένη επιθυμία άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάνε τα σύνορά μας. Ακριβέστερα: αυτά όλα θα μπορούσαν ν’ αποτελούν επί μέρους εθνικές επιδιώξεις υπό την προϋπόθεση ενός σφύζοντος γεωπολιτικού δυναμικού· υπό τις συνθήκες της γεωπολιτικής συρρίκνωσης είναι απλά υποκατάστατα και σκιαμαχίες.

Και ενώ οι ελληνικοί εθνικοί στόχοι έχουν de facto περιορισθεί σε μια παθητική αυτοσυντήρηση, όπου διάφορες ρητορικές εξάρσεις εκπληρώνουν την ψυχολογική λειτουργία της υπεραναπλήρωσης, η Τουρκία – ανισομερής, αντιφατική, αλλά με ακμαίες πηγές στοιχειακής γεωπολιτικής ενέργειας – κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορά της μέσα σε ευρύτατους χώρους, προς τους οποίους την ωθούν πολύ νωπές και ενεργές ηγεμονικές μνήμες καθώς και ζωντανές ακόμα φυλετικές, γλωσσικές και ιστορικές συγγένειες.

Β/ Διεθνείς συμμαχίες
Οι ευρύτεροι χώροι, μέσα στους οποίους εκδιπλώνει ένα έθνος την πρωτογενή του ενέργεια με ποικίλους (οικονομικούς, πολιτισμικούς, στρατιωτικούς κ.τ.λ.) τρόπους, αλλά πάντα σε συνάφεια με υπέρτερους πολιτικούς σκοπούς, συνιστούν το γεωπολιτικό του δυναμικό. Οι χώροι αυτοί προφανώς δεν επιλέγονται αυθαίρετα, αλλά συναρτώνται με την πρωτογενή ενέργεια του έθνους, με τη γεωγραφία και με τα ιστορικά προηγούμενα. Συναρτώνται επίσης με τις κινήσεις πλανητικών Δυνάμεων οι οποίες αναζητούν περιφερειακούς δορυφόρους, τοποτηρητές ή εταίρους. Από την άποψη αυτή η Τουρκία διαθέτει αξιολογότατα πλεονεκτήματα απέναντι στην Ελλάδα. Η πρόσφατη προσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ υπό αμερικανική αιγίδα δείχνει σε πόσο μακροπρόθεσμα πλαίσια εντάσσουν οι Αμερικανοί τη στρατηγική αξιοποίηση της Τουρκίας.

Σε καμία περίπτωση βέβαια η Τουρκία δεν συμπορεύεται με τις ΗΠΑ ως άβουλος εντολοδόχος τους, αλλά για να προωθήσει δικές της θέσεις και δικά της συμφέροντα, για να έχει πρόσβαση στην υπερσύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία και για να βρίσκεται κοντά σε κέντρα λήψεως κρίσιμων αποφάσεων. Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ζητούσε να συνταχθεί η Ελλάδα με κάθε θυσία στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων, το έκανε γιατί διέβλεπε ότι η χώρα μόνον ως τοποτηρητής τους μετά τη νίκη τους θα ήταν σε θέση να πραγματώσει τα μείζονα εθνικά της όνειρα. Τέτοιες αποφάσεις δεν τις υπαγόρευε η εθελοδουλεία, αλλά το ένστικτο του μεγάλου παίκτη στο μεγάλο παιγνίδι της πολιτικής.  Ο μεγαλύτερος μελλοντικός κίνδυνος για την Τουρκία έγκειται στο ενδεχόμενο της ανάδυσης δυνάμεων ικανών να συναγωνισθούν την αμερικανο-τουρκική επιρροή τόσο στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία όσο και στα Βαλκάνια (Ρωσία, Ιράν). 

Η Ελλάδα ελπίζει ότι η Τουρκία θα τιθασευθεί αν ενταχθεί στην «Ευρώπη» και, άρα, αποδεχτεί τις. ευρωπαϊκές αξίες.  Στην πράξη όμως ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των «αξιών» τις μεταχειρίζονται πολύ επιλεκτικά και τις προσπερνούν με άνεση οπότε το κρίνουν συμφέρον άρα η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» δεν φαίνεται να βελτιώνει καθ’ εαυτήν τα ήθη. Εξάλλου η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. 

Γ/ Γεωγραφικό μειονέκτημα της Ελλάδας
Το 1922 η ελληνική πλευρά κατά τη μικρασιατική εκστρατεία ενεπλάκη στο εξής δίλημμα: για να κρατηθεί η Σμύρνη έπρεπε να καταληφθεί η Άγκυρα. Ομως το  βάθος του χώρου κατάπιε τον ελληνικό στρατό. Από τότε τα πράγματα δεν άλλαξαν απόλυτα. Αφενός η έκταση της τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την ελληνική, αφετέρου συνιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου χώρο συμπαγή, ενώ ο ελληνικός χώρος αποτελείται από κατεσπαρμένα εδάφη (νησιά) ή στενές λωρίδες. Το στρατηγικό πλεονέκτημα για την Τουρκία είναι προφανές. Ο κατακερματισμένος ελληνικός χώρος μπορεί να καταληφθεί και να κρατηθεί κατά τμήματα, ακόμα και πολύ μικρά. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα (με ελάχιστες παρήγορες εξαιρέσεις) να αποσπάσει από τον μεγάλο και συμπαγή τουρκικό γεωγραφικό όγκο ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι χωρίς να εμπλακεί, στο τραγικό δίλημμα του 1922. Η κατάληψη τουρκικών εδαφών από ελληνικής πλευράς προσκρούει στο βάθος του χώρου, όχι όμως και η κατάληψη ελληνικών εδαφών από τουρκικής πλευράς.

Δ/Πώς εξουδετερώνεται το γεωγραφικό μειονέκτημα σε περίπτωση πολέμου;
1. Η ελληνική πλευρά θα έκανε πολύ άσχημα να περιορισθεί στην υπεράσπιση των προσβαλλόμενων εδαφών της. Θα πρέπει να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη, είτε ως αντιστάθμισμα για μόνιμες δικές της απώλειες είτε ως πιθανό αντάλλαγμα σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Και μόνο στη Θράκη η ελληνική πλευρά έχει την – έστω και περιορισμένη – δυνατότητα αξιόλογης κατάκτησης εδαφών.

2. Με τη συγκέντρωση των δυνάμεων. Ο γεωγραφικός κατακερματισμός του ελληνικού χώρου γεννά εύκολα τον πειρασμό αντίστοιχου κατακερματισμού των ενόπλων δυνάμεων. Ο (ουτοπικός) πειρασμός αυτός μπορεί να αποβεί θανάσιμος,

3. Η ελληνική πλευρά πρέπει να καλύπτει με ικανή δύναμη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας και όχι απλώς τα θέατρα του πολέμου: διότι το μικρό βάθος του ελληνικού χώρου δίνει στην τουρκική πλευρά τη δυνατότητα να πλήξει ολόκληρη την επιφάνειά του και, αντίστροφα, το μεγάλο βάθος του τουρκικού χώρου επιτρέπει να αποσυρθούν στο εσωτερικό του, δηλαδή πέρα από την εμβέλεια της ελληνικής δύναμης πυρός, όπλα μεγαλυτέρου βεληνεκούς. (Τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλούστερα, αν η Ελλάδα και η Κύπρος δεν ήσαν κράτη με de facto μειωμένα κυριαρχικά δικαιώματα. Στην περίπτωση αυτή, η κυρίαρχη κυπριακή κυβέρνηση θα καλούσε την κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση να εγκαταστήσει αεροπορικές δυνάμεις στο έδαφός της, οι οποίες θα μπορούσαν να πλήξουν άμεσα την καρδιά και το υπογάστριο της τουρκικής επικράτειας.)

4. Με δεδομένη την τουρκική υπεροπλία και τη γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπεροχή ένα (μαζικό) πρώτο πλήγμα εξ ανατολών θα παρέλυε τεχνικά, αλλά και ψυχολογικά την ελληνική πλευρά. Η Ελλάδα συνεπώς (εφόσον μάλιστα ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την ολοένα και πιο δυνατή Τουρκία) θα έπρεπε να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό.

Ε/ Υπερτερεί σε άλλους τομείς η Ελλάδα;
Αφού το τουρκικό γεωπολιτικό δυναμικό είναι υπέρτερο του ελληνικού, ερωτάται επίσης κατά πόσον η ελληνική πλευρά ισοφαρίζει τα οργανικά της μειονεκτήματα με την ανωτερότητά της στον οικονομικό και στον εξοπλιστικό τομέα. Η απάντηση είναι αρνητική και στους δύο τομείς. Στο μεν τομέα του εξοπλισμού η αναλογία ισχύος διογκώνεται συνεχώς υπέρ της Τουρκίας. Οσον αφορά δε την (μη ακμαία) ελληνική οικονομία η περικοπή του επιζήμιου παρασιτικού καταναλωτισμού προσκρούει στο ανυπέρβλητο εμπόδιο της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος σε πελατειακή βάση.

ΣΤ/ Οι «αντιεθνικιστές»
Οι πολέμιοι των εθνικιστικών ιδεολογημάτων δεν αντιλαμβάνονται πως τα όσα αντιπαραθέτουν οι ίδιοι στον εθνικισμό ή μάλλον στις καρικατούρες του είναι κι αυτά ανιστορικά  ιδεολογήματα, και μάλιστα το κυρίαρχο σήμερα ιδεολογικό σύμφυρμα οικουμενισμού και οικονομισμού, όπου ο κοσμοπολιτισμός των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων»  συμπλέκεται με τον ατομικισμό του καπιταλιστικού homo economicus και με την παλαιά φιλελεύθερη ουτοπία ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο. Όμως βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα οι εθνικιστές που πιστεύουν ότι η αντίθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι αγεφύρωτη παρά όσοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε και να τελειώσει με την «ευρωπαϊκή» και οικονομιστική λύση – έστω κι αν οι πρώτοι οδηγούνται στη διάγνωσή τους από ψευδείς προϋποθέσεις: Πράγματι, τόσο οι εθνικιστές όσο και οι «ευρωπαϊστές» ή οικονομιστές συμφωνούν ως προς το ότι ο τουρκικός  επεκτατισμός οφείλεται στο «οθωμανικό» και «ασιατικό» παρελθόν, στην «αντιδημοκρατική» ή «φασιστική» υφή του στρατιωτικού κράτους κ.τ.λ., με τη διαφορά ότι οι πρώτοι θεωρούν τα γνωρίσματα αυτά μόνιμα και ανυπέρβλητα, ενώ οι δεύτεροι τα βλέπουν ως μεταβλητά χαρακτηριστικά μιας ιστορικής φάσης ήδη παρωχημένης· δεν μας λένε βέβαια πότε θα μεταβληθούν: γιατί αν αυτό γίνει σε έναν ή δύο αιώνες, τότε η διαμάχη δεν έχει πρακτικό αντικείμενο.

Η ιδεολογική πίστη ότι η οικονομική συνεργασία ή διαπλοκή οδηγεί αναγκαία σε άμβλυνση γεωπολιτικών και πολιτικών αντιθέσεων δεν έχει κανένα ιστορικό στήριγμα. Παράδειγμα: ανάμεσα στα 1900 και στα 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137%, ενώ περισσότερα από τα μισά διεθνή καρτέλ ήταν κοινή γερμανοβρεταννική ιδιοκτησία (ένα απ’ αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες). τίποτα από αυτά δεν εμπόδισε τις παραπάνω χώρες να εμπλακούν σε έναν φονικότατο πόλεμο.

Η φιλελεύθερη και οικονομιστική λογική ισχυρίζεται: η ανάπτυξη μιας οικονομίας γεννά μια τάξη φιλελεύθερων επιχειρηματιών, αυτοί προωθούν τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό, οπότε η χώρα γίνεται φιλειρηνική, γιατί επεκτατικές είναι μόνον οι μη δημοκρατικές χώρες. Λάθος:  Τα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας τους τα χαιρετίζουν και οι επιχειρηματίες αλλά και οι εργάτες, όταν συνδέονται με επενδύσεις, απασχόληση και κρατικές παραγγελίες.

Η «αριστερή» παραλλαγή του οικουμενισμού και του οικονομισμού, η οποία διατείνεται ότι ο τουρκικός επεκτατισμός αποτελεί κατά βάση προσπάθεια της άρχουσας τάξης να αποσπάσει την προσοχή των μαζών από τα άλυτα  εσωτερικά προβλήματα· θα υποχωρήσει όταν τα προβλήματα αυτά λυθούν γιατί οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε. Η επιχειρηματολογία αυτή χωλαίνει· δεν εξηγεί γιατί η περίσπαση του λαού μέσω του εθνικισμού και του επεκτατισμού έχει συνήθως τόσο καλά αποτελέσματα. Το 1882 ο Engels έγραφε από το Λονδίνο: «Με ρωτάτε τι νομίζουν οι Άγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική ; … το ίδιο ό,τι και οι αστοί… οι εργάτες τρώνε κι αυτοί πρόσχαρα από το μονοπώλιο της Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά και στις αποικίες».


Ζ/ Ψυχολογική υπεραναπλήρωση και μελλοντικές προοπτικές
Όπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρωτιέται τί θα κάμει σε δέκα χρόνια, αλλά αν θα βγάλει τη νύχτα, έτσι ο ιστορικά ανίσχυρος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα λόγω μιας κοντόθωρης ευδαιμονιστικής επιδίωξης. Η τάση άρνησης ή απώθησης των μακροπρόθεσμων παραγόντων και εξελίξεων, δηλαδή των δεδομένων της πολιτικής δυναμώνει όταν τα δεδομένα αυτά θίγουν νευραλγικά ψυχολογικά σημεία, με άλλα λόγια τις εθνικές αυταρέσκειες και ψευδαισθήσεις. Υπό την επήρειά τους συνήθως υπερτιμάται η σημασία των τομέων, στους οποίους υπερέχει πραγματικά ή φανταστικά η Ελλάδα (π .χ. θεωρείται ουσιώδες πολιτικό και ιστορικό πλεονέκτημα ότι η Ελλάδα είναι χώρα «ευρωπαϊκή» και «δημοκρατική», ενώ η Τουρκία «οθωμανική», «βάρβαρη», «φασιστική» κ.τ.λ.), και ταυτόχρονα η ισχύς ή οι επιτυχίες της άλλης πλευράς αποδίδονται κατά σύστημα στην εύνοια των Μεγάλων, στον ανθελληνισμό της Δύσης κ.ο.κ. Τέτοια φαινόμενα είναι από πολλές απόψεις φυσιολογικά και δεν θα ήσαν ούτε καν επικίνδυνα, αν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι η πολιτική ηγεσία του τόπου, στο σύνολο και στη διαχρονική της συνέχεια, σκεφτόταν και ενεργούσε εντελώς διαφορετικά. Όμως αυτό δεν συμβαίνει, επαρκώς τουλάχιστον.
Θα πρέπει να θυμάται πάντοτε ότι ο καθένας είναι τόσο σοβαρός ο ίδιος, όσο σοβαρό θεωρεί τον εχθρό του και όσο σοβαρά τον αντιμετωπίζει. Οι ηθικολογίες είναι ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο εχθρός αξιοπεριφρόνητος. Γι’ αυτό και δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο πέρα από την πολιτική ελαφρότητα εκείνου που τις χρησιμοποιεί.

Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Ετσι, ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον όποιο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια.

Οι μετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης. Ουσιαστικά βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον ορό να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον ορό να τεχνουργηθούν  ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαϊστικές», αδιάφορο).

Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Οπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται.

ΠΗΓΕΣ:
Το άρθρο αποτελεί το επίμετρο του βιβλίου Θεωρία του πολέμου, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1997