Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

29 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 29η

Η Πόλη έχει πέσει στους Φράγκους μετά την άτιμη φυγή του αυτοκράτορα Αλέξιου Ε' και την πορεία των μοναχών και ιερέων με την οποία ζητούσαν το έλεος των σταυροφόρων. Καμιά αντίσταση δεν ήταν πλέον δυνατή. Για τους Ρωμαίους άρχοντες, έμενε μόνο η φυγή, κι η Βιθυνία ήταν το πιο κοντινό μέρος για να βρουν καταφύγιο.
Η προσπάθεια των Λασκαραίων και των άλλων Ρωμιών αρχόντων να κερδίσουν την Προύσα και την Νίκαια σκοντάφτει στην δικαιολογημένη καχυποψία κι εχθρότητα του λαού και των τοπικών αρχόντων.
Στο Α' μέρος του 9ου κεφαλαίου, βλέπουμε πώς γίνεται τελικά αυτή η εγκατάσταση και αποδοχή. Έπρεπε "να βάλει το χέρι του ο Άγιος".
********************************
 παραπομπή (*)
[Από την Βικιπέδια]: Ο στυλίτης είναι τύπος Χριστιανού ασκητή που ζει σε πυλώνες και κάνει κήρυγμα, νηστεία και προσευχή. Οι Στυλίτες πιστεύουν ότι η εξολόθρευση του σώματός τους θα βοηθούσε στη διασφάλιση της σωτηρίας της ψυχής τους. Οι στυλίτες ήταν συνηθισμένοι στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Ο πρώτος γνωστός στυλίτης ήταν ο Άγιος Συμέων ο Στυλίτης ο Λέσβιος ο οποίος ανέβηκε σε στύλο στη Συρία το 423 και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του 37 χρόνια αργότερα. Ο Παλλαδίος της Γαλατίας μιλά για τον Επείδιο, ερημίτη στην Παλαιστίνη που κατοικούσε σε κορυφή σπηλαίου για είκοσι πέντε χρόνια μέχρι το θάνατό του. Στην Patrologia Graeca, 37, 1456, αναφέρεται ένας μοναχός που στέκεται όρθιος εδώ και πολλά χρόνια, απορροφάται με περισυλλογή, χωρίς ποτέ να ξαπλώνει. Ο Θεόδωρος ισχυρίστηκε ότι είδε έναν ερημίτη που είχε περάσει δέκα χρόνια σε μια μπανιέρα αναρτημένη σε πόλου; (Φιλοθεος κεφ. 28).
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο : ΣΤΗ ΒΙΘΥΝΙΑ


Α’ ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΙΑΣΩΝ

Ο ερημίτης Διογένης Ιάσων, ήταν ένας πασίγνωστος θεότρελος στην Προύσα. Είχε διαλέξει το όνομα «Διογένης» απ’ τον ξακουστό αρχαίο φιλόσοφο. Όλοι γνώριζαν πως είχε πει στον Μέγα Αλέξανδρο το περίφημο “μη μου κρύβεις τον ήλιο”. Αυτή ήταν η μόνη χάρη που είχε ζητήσει από τον στρατηλάτη. Το όνομα «Ιάσων» παρέπεμπε στον αρχαίο ήρωα που έψαχνε στην πατρίδα του Διογένη, στον Πόντο, το χρυσόμαλλο δέρας. Κάποτε είχε κανονικό όνομα κι επάγγελμα αλλά αυτά ήταν παλιές ιστορίες που δεν τις γνώριζε κανείς. Τις είχε ξεχάσει κι ο ίδιος. Ζούσε από τις ελεημοσύνες. Είχε εξασκηθεί στο να μην τρώει τίποτα ακόμα και για μέρες. Αναχωρούσε συχνά από την κοινωνία των ανθρώπων για κάποια κελιά όπου δόξαζε τον Κύριο, όπως έλεγε. Μέσα στο θρησκόληπτο κλίμα της εποχής, κάθε τέτοια ακραία, φανατική εκδήλωση λατρείας προκαλούσε σεβασμό και τον φόβο. Έτσι ο ερημίτης Διογένης έβρισκε πάντα “κατανόηση” από τους Προυσιανούς. Δεν ήταν από λύπη για την κατάντια του ή από θαυμασμό για την αγέρωχη στάση του. Ήταν από φόβο μην τους καταραστεί. Την κατάρα ενός τέτοιου ανθρώπου, όλοι ήταν σίγουροι ότι θα την άκουγε ο Θεός και θα την εκτελούσε αμέσως.
Ο Λάσκαρης δεν είχε ανάγκη από την συνηγορία ενός θεοπάλαβου ερημίτη για να εγκατασταθεί στην Προύσα. Θα το κατάφερνε και με την βία, αν χρειαζόταν. Όμως, ήταν βολικό που ο “τρελός του Θεού” είχε ανέβει σε ένα στύλο και ζητούσε ένα «δεσπότη» για να κατέβει. Εκείνον τον καιρό στην Προύσα, μόνος διαθέσιμος δεσπότης ήταν ο Θεόδωρος. Οι Λασκαραίοι είχαν σπουδαίους τίτλους για να επιδείξουν αν ήθελαν. Ήταν «αυτοκράτορας» των Ρωμαίων ο ένας και «συναυτοκράτορας» ο άλλος. Είχαν αποφασίσει, όμως, να μην τους επικαλεστούν μετά την ψυχρή κι ανάποδη υποδοχή που έτυχαν στη Νίκαια. Τους είχαν πει ότι αυτοί οι τίτλοι αμφισβητούσαν την εξουσία των δύο Αλέξιων, Γ’ και Ε’, που περιφέρονταν στην Ρωμανία. Περιφρονούσαν επίσης και τους Φράγκους που κατείχαν την Κωνσταντινούπολη κι είχαν δικό τους αυτοκράτορα. Αν τους δέχονταν ως αυτοκράτορες, καθιστούσαν την ίδια στιγμή την πόλη συνυπεύθυνη σε στάση. Τέτοιους μπελάδες κανείς δεν ήθελε να βάλει στο κεφάλι του. Έτσι λοιπόν εδώ στην Προύσα ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήρθε ως «Δεσπότης» μόνο. Ήταν ένας τίτλος που κατείχε αδιαμφισβήτητα σαν γαμπρός του Αλέξιου Γ’. Αν όχι αυτοκράτωρ, λοιπόν, Δεσπότης ήταν.
Ο Θεόδωρος πήγε έφιππος στο κέντρο της πόλης και ξεπέζεψε κάτω από τον στύλο όπου είχε θρονιαστεί ο Διογένης.
«Διογένη άγιε, θα κατέβεις από τον στύλο;» του είπε.
«Ποιος είσαι εσύ που με καλείς;» ρώτησε ο στυλίτης(*).
«Είμαι ο Δεσπότης Θεόδωρος Λάσκαρης.»
«Σε δέχονται όλοι για Δεσπότη;»
«Τον έχω τον τίτλο δίκαια και με τιμή» είπε ο Θεόδωρος κοιτώντας ψηλά στον στύλο. «Κατέβα κάτω να μου μιλήσεις. Η Προύσα χρειάζεται τις καλές σου ευχές.»
Του ζήτησε ευγενικά να κατέβει όπως του το ζητούσε επίμονα ο λαός. Οι Προυσιανοί και οι Προυσιανές φοβόντουσαν τον Θεό όσο και τον Διάβολο. Ήξεραν ότι από εκεί ψηλά, από τον στύλο, οι κατάρες του Διογένη ακούγονταν πιο εύκολα στον ουρανό. Είκοσι πέντε μέτρα ύψος, πάνω από την επιφάνεια της γης δεν ήταν αμελητέο. Οι δικές του κατάρες ακούγονταν στον Θεό πιο καθαρά από τις δικές τους προσευχές.
Αν ο Θεός τις άκουγε κι έπιαναν, θα έθεταν σε κίνδυνο την πόλη τους. Γι αυτό είχαν μαζευτεί κάτω από τον στύλο κι έκαναν δεήσεις. Ήθελαν να εισακουστεί ο Δεσπότης και να κατέβει ο ερημίτης κάτω. Παπάδες είχαν φέρει ευαγγέλια κι ιερά κειμήλια για να γίνει η δέηση πιο ισχυρή. Όταν είδαν τον ερημίτη να δέχεται την παράκληση και να κατεβαίνει αλαλαγμοί χαράς ξέσπασαν. Όλοι θεώρησαν ήρωα κι ευεργέτη τους τον Θεόδωρο Λάσκαρη.
Μετά από αυτό, οι άρχοντες τον δέχτηκαν σαν Δεσπότη. Τον προσκύνησαν στο όνομα του αυτοκράτορα των Ρωμαίων κι ας μην ήξεραν ποιος ακριβώς ήταν. Μήπως ήταν ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος-Κομνηνός που βρισκόταν κάπου στη Θράκη, πιθανώς στη Μοσυνούπολη; Μήπως ήταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας, ο Αλέξιος Ε’ Μούρτζουφλος, που κι αυτός βολόδερνε στη Θράκη; Μήπως ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης που ισχυριζόταν ότι φόρεσε το στέμμα την αποφράδα μέρα που έπεσε η Πόλη; Ή μήπως ήταν ο Βαλδουίνος των Φράγκων που, κατέχοντας την Κωνσταντίνου Πόλη, είχε απτό δικαίωμα στον θρόνο; Όποιος κι αν ήταν ο αυτοκράτορας, ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήταν ένας Δεσπότης. Έτσι τον αποδέχτηκαν επικεφαλής της Προύσας, οι άρχοντές της.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ήρωας των Ρωμαίων, που είχε αποδείξει ότι δεν φοβόταν τους Φράγκους, χαμογέλασε. Ήταν ο ένας από τα πέντε πρόσωπα που ήξεραν τι είχε συμβεί. Η γυναίκα του Θεόδωρου Άννα Αγγελίνα κι η κυρία επί των τιμών Μακρυπολίτη Ζωή γνώριζαν επίσης. Ακόμη το ήξεραν ο ναύαρχος Νικηφόρος κι ο νεαρός σκριβάνος του, Καλλίμαχος Κρωμναίος, που είχε την ιδέα. Ο Καλλίμαχος ήξερε πολύ καλά τον Διογένη μια και ήταν από τα μέρη του, τον Πόντο. Πρότεινε στον Κωνσταντίνο να χρησιμοποιήσουν τον ερημίτη έτσι ώστε να αποφύγουν οι Λασκαραίοι μια νέα ψυχρολουσία. Αρκετή απόρριψη είχαν εισπράξει στη Νίκαια. Του είχε εξηγήσει ποια βοήθεια μπορούσε να τους προσφέρει ο Διογένης. Για να τον πείσουν να συνεργαστεί, έπρεπε να του στείλουν μιαν όμορφη γυναίκα να του εξηγήσει τον ρόλο του. Αυτό ήταν και το μόνο αδύνατο σημείο του προφήτη.
«Δεν θα της κάνει τίποτε κακό, μην ανησυχείτε» είπε ο Καλλίμαχος στον Κωνσταντίνο.
«Και τότε, τι την θέλει;»
«Θα κολακευτεί που μια όμορφη κυρά θα του ζητάει μια χάρη. Θα πιστέψει ότι το θέλουμε πολύ.»
«Και θα βοηθήσει; Θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο;»
«Σίγουρα. Θα του αρέσει κιόλας. Θα είναι πρόθυμος. Μ’ αυτό που του ζητάμε θα μαζευτεί όλη την πόλη στην πλατεία. Ο λόγος του θα τρομάξει τους Χριστιανούς.»
Το σχέδιο του Καλλίμαχου που ενέκρινε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης έλεγε ότι ο Διογένης θα ανέβαινε σε έναν στύλο. Θα εξαπέλυε, από εκεί πάνω, μαύρους χρησμούς ενάντια στην πόλη της Προύσας. Αν γλίτωνε και δεν τον λιντσάριζαν από την πρώτη στιγμή, θα εξηγούσε με ποιον τρόπο που θα έπαυε τις κατάρες. Θα το έκανε αν το ζητούσε ένας δεσπότης. Κι αφού δεσπότης θρησκευτικός δεν υπήρχε στην Προύσα, μόνος έμενε ο Δεσπότης Θεόδωρος Λάσκαρης. Από αυτόν οι Προυσιανοί θα ζητούσαν να τους κάνει τη χάρη να σταματήσει τον Διογένη. Μετά από αυτό ο Θεόδωρος θα γινόταν δημοφιλής στον λαό. Τότε οι άρχοντες της Προύσας θα αναγκάζονταν να δεχτούν τον τίτλο του και να τον βάλουν επικεφαλής. Όχι αυτοκράτορα, βέβαια, αλλά, έστω, Δεσπότη.
Ο Κωνσταντίνος είπε το σχέδιο του Καλλίμαχου στην Άννα Αγγελίνα, εκείνη το είπε στον Νικηφόρο. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως γι αυτή τη δουλειά η Ζωή ήταν η κατάλληλη νεαρή, όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Συναντήθηκαν στη σκηνή του Κωνσταντίνου και συνεννοήθηκαν αμέσως. Ο Καλλίμαχος έφερε τον Διογένη έξω από τα τείχη της πόλης σε ένα ξέφωτο. Εκεί έφερε κι ο Νικηφόρος τη Ζωή, ντυμένη και στολισμένη με αραχνοΰφαντα φορέματα και πετράδια της Άννας-Αγγελίνας. Με τα μεθυστικά αρώματα στο κορμί της, τον συνάντησε σαν μια οπτασία ονειρική. Ο καημένος ο ερημίτης δεν είχε τύχει ποτέ στη ζωή του να δει ένα τέτοιο πλάσμα στη Γη. Όχι μόνο υπήρχε το πλάσμα, αλλά, του μίλησε κιόλας. Θα ήταν άγγελος Κυρίου. Τότε κατάλαβε ο Διογένης γιατί έλεγαν ότι οι άγγελοι ήταν τα πιο όμορφα πλάσματα του Θεού.
«Θα κάνεις ό,τι σου είπε ο Καλλίμαχος» ρώτησε η Ζωή.
«Ποια είσαι; Είσαι οπτασία; Είσαι άγγελος;»
«Θα σε παρακολουθώ. Να κάνεις αυτό που είπαμε.»
«Θα ανέβω στον στύλο και θα τους καταραστώ.»
«Και θα κατέβεις όταν στο ζητήσει ο Λάσκαρης.»
Ό,τι του ζήτησε η Ζωή να κάνει, το πήρε σαν μια άμεση εντολή του Πλάστη που έφτασε σε αυτόν με έναν άγγελο. Το πίστεψε τόσο πολύ που τίποτε από ό,τι έκανε στη συνέχεια δεν φαινόταν θεατρικό. Ανέβηκε στον στύλο φωνάζοντας κατάρες για την Προύσα με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Δήλωσε ότι θα πέθαινε με μεγάλη του ευχαρίστηση από την πείνα εκεί πάνω, σαν στυλίτης μοναχός. Μόνο αν ερχόταν ένας αληθινός δεσπότης να τον διατάξει, μόνο τότε θα κατέβαινε. Ο Νικηφόρος κι ο Καλλίμαχος κάτω από τον στύλο, εξηγούσαν στο πλήθος ότι δεν χρειαζόταν να τον πετροβολήσουν. Αρκούσε μόνο να έφερναν έναν “δεσπότη” για να τον κατεβάσει ειρηνικά. Τότε θα μετατρέπονταν οι κατάρες του σε ευλογία Θεού. Θύμιζαν κι ότι “δεσπότης” στην Προύσα ήταν ο Λάσκαρης.
Λίγο μετά, στο τρίκλινο κεντρικό δωμάτιο του στρατηγού διοικητή της Προύσας, συγκεντρώθηκαν άρχοντες κι ιερείς. Με τιμές αποδέχτηκαν τον Θεόδωρο Λάσκαρη σαν δεσπότη. Ήταν ο εκπρόσωπος του άγνωστου κι αμφισβητούμενου Βασιλέα των Ρωμαίων Του ζήτησαν να προστατέψει την πόλη και να μην βάλει συμφέρον του πάνω από το συμφέρον όλων και του λαού. Ο Θεόδωρος αποδέχτηκε την τιμή και τους έβγαλε ένα λόγο με δραματικούς τόνους. Τους είπε, με λίγα λόγια, ότι η λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν μια αμαρτωλή πράξη. Οι άνθρωποι που την έκαναν, είχαν ξεκινήσει με σκοπό να πολεμήσουν αλλόθρησκους. Όμως, σκότωσαν, βίασαν, έκλεψαν και λεηλάτησαν μόνο χριστιανικές πόλεις. Ξεκίνησαν από την Ζάρα και κατέληξαν στην Βασιλεύουσα. Υποσχέθηκε να είναι πιστός στον Χριστό Δεσπότης. Υποσχέθηκε να προστατεύει τους Ρωμαίους από τις απειλές των Τούρκων ή των Φράγκων. Θα το έκανε με διπλωματία κι ειρηνικά μέσα πριν τον πόλεμο. Ακόμη είπε ότι σκοπός του θα ήταν η επανάκτηση της Πόλης του Κωνσταντίνου από τους Ρωμαίους.
Οι Προυσιανοί άρχοντες δεν ξεχνούσαν τι είχαν πάθει η πόλη τους κι η γειτονική Νίκαια, πριν εκατόν είκοσι χρόνια. Είχαν καταληφθεί απ’ τους Τούρκους κι οι Σταυροφόροι ήταν εκείνοι που τις είχαν απελευθερώσει. Τις είχαν αποδώσει ξανά στον Ρωμαίο αυτοκράτορα τιμώντας τον λόγο τους. Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο κάθετα αντίθετοι με τους στρατιώτες του Χριστού. Κάποτε τους είχαν σώσει. Οπωσδήποτε, αυτή την φορά, είχαν θορυβηθεί από την πολύμηνη πολιορκία της Βασιλεύουσας. Είχαν τρομάξει με την τελική έκβαση, με την δήωσή της και με την σύληση των θησαυρών της. Τα λόγια του Θεόδωρου ότι θα τους προστατέψει με διπλωματία ηχούσαν στα αυτιά τους καθησυχαστικά. Ήθελαν την προστασία αλλά φοβούνταν την ισχύ των όπλων των δυτικών σιδηρόφρακτων σταυροφόρων. Θα προτιμούσαν να αποφύγουν να εμπλακούν σε έναν ανοιχτό πόλεμο εναντίον τους.
«Μήπως θα είναι καλύτερα να αναγνωρίσεις τον τίτλο του αυτοκράτορα στον Βαλδουίνο;» του είπαν κάποιοι.
«Αν το κάνω, ίσως κρατήσω το θέμα της Βιθυνίας, αλλά, θα πρέπει κι εσείς να προσκυνήσετε τον Πάπα. Εξάλλου δεν ξέρω αν θα μας αφήσει επιλογή. Θα ασκήσω διπλωματία, αλλά, δεν τους φοβάμαι» είπε ο Θεόδωρος.
«Όλα καλά» είπε η Άννα Αγγελίνα ανακουφισμένη μόλις τελείωσε η σύσκεψη των αρχόντων της Προύσας. «Με το ορμητήριό μας να είναι στην Προύσα θα γυρίσουμε εύκολα και στη Νίκαια.»
«Ήμασταν τυχεροί με αυτόν τον τρελό μοναχό που έφτιαξε το κλίμα υπέρ μας» είπε ο Θεόδωρος στον αδελφό του. «Πριν να εμφανιστεί αυτός, οι Προυσιανοί ήταν πιο ψυχροί κι από τους Νικαιώτες.»
«Ε, δεν φτάνει μόνο η τύχη αγάπη μου» είπε η Άννα Αγγελίνα στον άντρα της. «Οι αρχαίοι έλεγαν «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Κάτι ήξεραν.»
«Αν εννοείς ότι το χειριστήκαμε σωστά, εντάξει» είπε ο Θεόδωρος που δεν ήξερε το κόλπο με τον Διογένη. «Πάμε τώρα στο πατρικό μας σπίτι. Σήμερα γιορτάζουμε επιτέλους μετά από καιρό. Σήμερα θα φάμε όλοι μαζί!»
Η γιορτή ήταν για όλη την οικογένεια αλλά καλεσμένοι ήταν και φίλοι του Οίκου των Λασκαραίων. Μεταξύ αυτών των φίλων ξεχώριζε ο Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης. Ήταν ο νόμιμος σουλτάνος του Ικονίου που θα διεκδικούσε τον θρόνο του με τη βοήθεια του Θεόδωρου. Παρών ήταν ο ναύαρχος του “Δήλος”, ο Νικηφόρος, που σύντομα θα έφευγε για την πατρίδα του την Αθήνα. Ήταν ο Καλλίμαχος, ο πολυμήχανος νεαρός σκριβάνος του Κωνσταντίνου, που είχε την ιδέα με τον Διογένη.-Ιάσωνα. Παρούσες κι η κυρά Ευανθία Μακρυπολίτη με την κόρη της Ζωή. Ήταν κυρίες επί των τιμών αλλά και φίλες με την Άννα Αγγελίνα. Όλοι έφαγαν και ήπιαν ευχόμενοι δυο βασικές ευχές: «Με το καλό και στη Νίκαια!» και «Με το καλό ξανά και στην Πόλη!»
Όλοι ένιωθαν προσωρινοί εδώ. Είχαν αποφασίσει πως η Νίκαια θα ήταν, τελικά, πρωτεύουσα της εξόριστης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτό θα ίσχυε μέχρι την επάνοδο των Ρωμαίων στην Κωνσταντινούπολη. Εγκαταστάθηκαν όμως στην Προύσα μέχρι να πείσουν τους Νικαιώτες γι αυτό. Η κυρά Ευανθία με τη Ζωή εγκαταστάθηκαν σε μια πτέρυγα του αρχοντικού των Λασκαραίων. Έμεναν μαζί με την Άννα Αγγελίνα, τον Θεόδωρο και τις κόρες τους. Σε μιαν άλλη πτέρυγα έμεινε ο Κωνσταντίνος με την υπόλοιπη οικογένεια των Λασκαραίων. Ο Νικηφόρος έμεινε κι αυτός στο μεγάλο σπίτι για μερικές εβδομάδες πριν αναχωρήσει για την Αθήνα. 
********************************
Η συνέχεια την Δευτέρα 

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

28 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 28η

Φτάσαμε στο μέρος Δ' του 8ου κεφαλαίου. Τίτλος του "Η ΦΥΓΗ"
Η Πόλη έχει πέσει στους Φράγκους προδομένη εκ των έσω. Ανίκανος και προδότης ο Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος την εγκαταλείπει. Δειλοί και μοιραίοι οι ιερείς και μοναχοί εκλιπαρούν τους σταυροφόρους και τους βάζουν στην Πόλη. Καμιά αντίσταση δεν έχει νόημα πια. 
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης κι άλλοι Ρωμιοί άρχοντες περνούν στην Βιθυνία με σκοπό να οργανώσουν στην Νίκαια και την Προύσα ένα δικό τους Δεσποτάτο. Από εκεί θα επιχειρήσουν την ανακατάληψη της Πόλης.
Ο Νικηφόρος αφήνει την Ζωή στη Βιθυνία με τους Λασκαραίους και γυρίζει στην Αθήνα, στην οικογένειά του που βρίσκεται, πλέον, σε κίνδυνο.
****************************

Δ’   Η ΦΥΓΗ

Ο Νικηφόρος είχε δει στο Ζαντάρ τα λάβαρα με τους εσταυρωμένους στα τείχη να σκίζονται από τους στρατιώτες που φορούσαν τον ίδιο σταυρό στα στήθη. Ήξερε τι θα γίνει λοιπόν και εδώ με αυτούς τους αφελείς. Τα παρακάλια κι οι δεήσεις προκαλούσαν μόνο γέλιο ή μίσος στους στρατιώτες του Χριστού. Οι προσκυνητές κι επίδοξοι ελευθερωτές των Αγίων Τόπων τους αγνόησαν παντελώς ή τους έκαναν πέρα βίαια όταν χρειάστηκε.
«Κυρ Νικήτα, τι λες; θα έρθεις μαζί μας;» τον ρώτησε ο Νικηφόρος. «Φεύγουμε, δεν γίνεται τίποτε, χάθηκαν όλα!»
«Θα βρω την οικογένειά μου. Πρέπει οπωσδήποτε να τους φροντίσω.»
«Πάρτε τους κι ελάτε μαζί μας. Τι θα κάνετε εδώ; Αυτοί θα τα ισοπεδώσουν όλα. Θα μπουν στα σπίτια σας και δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο. Θα κλέψουν και θα βιάσουν τις γυναίκες σας. Όσους από εσάς δεν σας σκοτώσουν, θα σας πουλήσουν για σκλάβους. Ελάτε να φύγουμε με το πλοίο μου, είναι στο λιμάνι του Ιουλιανού.»
«Συνεννοήθηκα με κάποιους φίλους μου Γενουάτες. Ο Μπαρτολομέο Τιέπολο μου έχει υποσχεθεί πως ό,τι κι αν γίνει θα με προστατέψει.»
«Κι ο Λάσκαρης, οι Παλαιολόγοι; ο Πατριάρχης; Τι θα γίνουν όλοι αυτοί ρώτησε ανήσυχος ο Νικηφόρος. Σκεπτόταν ότι ίσως έπαιρνε κάποιους μαζί του.
«Μην ανησυχείς» του είπε ο Νικήτας. «Πηγαίνετε εσείς. Πάνω κάτω όλοι γνωρίζαμε τι επρόκειτο να συμβεί. Ξέραμε ότι η Βασιλεύουσα δεν είχε ελπίδες από τη στιγμή που πρόδωσε ο Μούρτζουφλος. Πριν έρθουν στην Αγιασοφιά, όλοι κανόνισαν την διαφυγή τους.»
«Φεύγουμε τότε κι εμείς. Θα τραβήξουμε για τις ακτές απέναντι, στην Προύσα και στη Νίκαια.»
«Φύγετε και καλό δρόμο. Ίσως μια μέρα συναντηθούμε ξανά» είπε ο Νικήτας κι έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση.
«Γεια σας φίλοι μου. Θα φύγω με τους Λασκαραίους» είπε ο Καϊχοσρόης που ανέβηκε κι αυτός στο άλογό του.
Έριξε μια ματιά στη Ζωή και της είπε ευγενικά.
«Χάρηκα που είχα την τύχη να γνωρίσω την ευγενική σας προσωπικότητα Κυρία μου.»
«Κι εγώ χάρηκα, Σουλτάνε Ιαθατίνη» του είπε εκείνη. «Ίσως, όμως, ξανασυναντηθούμε στην απέναντι ακτή.»
«Γεια σας άτυχοι φίλοι, Γιουνάνοι» είπε ο Καϊχοσρόης. «Χάνετε το πιο μεγάλο στολίδι του κόσμου. Θα έπρεπε κι ο τελευταίος από εσάς να έχει πέσει σε αυτά τα τείχη πριν παραδώσετε μια τέτοια πόλη στους βαρβάρους!»
«Μας αξίζει ό,τι παθαίνουμε» του είπε ο Νικηφόρος με σκυθρωπό ύφος κι ανέβηκε στο άλογο. «Ίσως συναντηθούμε στην Βιθυνία.»
Γύρισε προς τη Ζωή. Την είδε πάνω στο άλογο. Κοιτούσε προς την πομπή με τα λάβαρα και τους σταυρούς που σερνόταν ικετεύοντας για έλεος.
«Τι θλιβερό τέλος!» είπε εκείνη.
Την πλησίασε, της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο και της έσφιξε το μπράτσο δίνοντάς της κουράγιο.
«Πάμε να φύγουμε, Ζωή. Δεν είναι τόπος για κανέναν άνθρωπο εδώ. Επί τρεις μέρες εδώ μέσα θα είναι όλα ένα απέραντο σφαγείο!»
Έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου της. Το έστρεψε, μαζί με το δικό του, προς τον νοτιά για να φύγουν. Κάλπασαν κι οι δυο ελεύθερα προς το λιμάνι του Ιουλιανού. Θα αργούσαν να φτάσουν εκεί οι κατακτητές. Είχαν τόσα πολλά να λεηλατήσουν στον δρόμο τους που θα άφηναν αυτόν τον δρόμο ανοιχτό. Είχαν άνεση χρόνου για να φύγουν από μια πόλη βυθισμένη στην απελπισία, στο τέλος της. Ζούσε τον εξευτελισμό, μετά από εννιακόσια χρόνια θριάμβων, κι εκλιπαρούσε τους βιαστές της να την λυπηθούν.
Οι αρχηγοί των σταυροφόρων πήγαν, πρώτα, στα άδεια αρχοντικά σπίτια των Ρωμιών. Τα είχαν σταμπάρει από καιρό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, αφού πέταξαν στον δρόμο τις οικογένειες που ζούσαν μέσα. Για ένα πολύ μικρό διάστημα, στην αρχή της κατάληψης, ο λαός νόμισε ότι οι κατακτητές θα φερθούν σαν Χριστιανοί. Έλπισαν πως δεν θα τους πειράξουν, όμως, αυτό κράτησε λίγο, μέχρι που έπεσε το σύνθημα για την αρπαγή. Οι σταυροφόροι έπεσαν σαν ακρίδα σε ό,τι πολύτιμο υπήρχε. Εξαίρεση αποτέλεσαν μόνο οι Βενετοί που τους συγκράτησε ο Δάνδολος. Οι εισβολείς σκότωναν, βίαζαν και λεηλατούσαν την κατακτημένη πόλη για τρεις συνεχείς ημέρες.
Βγάζοντας τον χειρότερό τους εαυτό οι προσκυνητές Φράγκοι, έκαναν ό,τι χειρότερο μπορούσαν. Έριχναν τα χρυσά κύπελλα, τα μανουάλια και τις χρυσές επενδύσεις από τις κολώνες στο κέντρο των ναών. Τα μάζευαν και τους έβαζαν φωτιά. Τα έλιωναν ώστε να μπορούν να πάρουν καθαρό τον χρυσό. Κατέλυσαν τα πάντα, κατέστρεψαν ό,τι όμορφο υπήρχε. Μαζί με τις τρεις πυρκαγιές που είχαν ήδη κατακάψει την πόλη, διέλυσαν ένα δημιούργημα αιώνων. Και όταν κηρύχτηκε το τέλος της λεηλασίας, αυτό που είχε απομείνει ήταν ένα ρημάδι.
Η πιο όμορφη πόλη του κόσμου είχε γεμίσει νεκρούς κι ερείπια. Τα λάφυρα που αποκτήθηκαν εδώ ήταν περισσότερα από όλα τα λάφυρα που κατακτήθηκαν ποτέ. Όλες οι άλλες πόλεις μαζί δεν έφταναν να ισοφαρίσουν αυτό που έγινε στην Πόλη. Υπολόγισαν ότι πάνω από το μισό του πλούτου του γνωστού κόσμου βρισκόταν εδώ. Αυτός ο πλούτος λεηλατήθηκε από το πλήθος των σταυροφόρων και τις επίσημες ηγεσίες του. Οι στρατιώτες του Χριστού με πολύ “χριστιανικό” τρόπο εξαφάνισαν όλες τις αμαρτίες αυτής της πόλης εξαφανίζοντας και την ίδια την πόλη. Το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία είχε πραγματοποιηθεί. Μετά από αυτό, ο Ερρίκος Δάνδολος μπορούσε επιτέλους να μείνει ήσυχος ότι είχε πάρει πλήρως την εκδίκησή του. Τους τιμώρησε για όσα τράβηξε ο ίδιος σε αυτόν εδώ τον τόπο. Τότε, πριν από εικοσιδύο χρόνια, όταν είχε χάσει το φως του στην επίθεση του πλήθους κατά των Λατίνων.
Λίγες μέρες μετά θα ησύχαζε όλη αυτή η φασαρία. Όταν θα είχε συληθεί κάθε γωνιά της Πόλης, οι νικητές θα μοίραζαν την λεία. Η μοιρασιά θα γινόταν με βάση τη συμφωνία Partitio Romaniae που είχαν υπογράψει πριν από ένα μήνα περίπου. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος θα γινόταν αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι θα ήταν ο νέος Πατριάρχης Νέας Ρώμης. Αυτός θα έφερνε οριστικά τη σχισματική ελληνική ορθόδοξη εκκλησία κάτω από την σκέπη του Πάπα. Ύστερα θα ξεκινούσαν για να κατακτήσουν, ένα προς ένα, τα εδάφη που είχαν μοιράσει στα χαρτιά. Θα έπρεπε να τα υποτάξουν με το σπαθί τους. Υπήρχαν, λοιπόν, πολλά ακόμα για να κάνουν οι στρατιώτες του Χριστού. Οι Άγιοι Τόποι μπορούσαν να περιμένουν καμιάν άλλη σταυροφορία για να ελευθερωθούν.
«Χαίρομαι πολύ που φεύγουμε από εδώ» είπε στην Ζωή ο Νικηφόρος.
«Πού θα με πας;» τον ρώτησε καθώς ξεπέζευαν.
«Θα περάσουμε απέναντι στη Απάμεια για να βγούμε στα μέρη των Λασκαραίων. Υποθέτω ότι θα εκεί θα πηγαίνουν τώρα και εκείνοι.»
«Πρέπει να πάω στη Νίκαια. Η μητέρα μου θα έχει μάθει, σίγουρα, τα νέα και θα ανησυχεί πολύ για μένα. Λείπω σχεδόν δυο μήνες.»
«Θα πάμε μαζί» της είπε αποφασισμένος. «Τώρα πρέπει να φύγουμε από εδώ.»
Το πλήρωμα ήταν όλο εκεί. Είχαν μάθει τα νέα κι είχαν ακούσει την οχλοβοή. Ήξεραν τι είχε αρχίσει να παίζεται κι ήταν έτοιμοι για αναχώρηση. Ο Ιγνάτιος θα ξεκινούσε και με ένα μόνο νόημα του Νικηφόρου. Χαιρέτησε τη Ζωή και ζήτησε διαταγές.
«Σε περιμέναμε ναύαρχε. Φοβηθήκαμε όταν μάθαμε ότι η πόλη έπεσε χτες βράδυ κι ότι οι Φράγκοι μπήκαν μέσα.»
«Δεν έπεσε χτες βράδυ η Πόλη. Είχε δυνάμεις να διώξει τους Φράγκους, αλλά δεν είχε κουράγιο. Σήμερα το πρωί έπεσε η Κωνσταντινούπολη. Την έριξαν ο φόβος των κατοίκων της κι η δειλία κι η ανοησία των αρχόντων της.»
«Και τώρα, τι θα γίνει εδώ; Θα τους ισοπεδώσουν όπως κάνανε στη Ζάρα;»
«Αλίμονο στους δύστυχους Ρωμιούς. Όχι μόνο εδώ, σε όλη τη Ρωμανία το ίδιο θα γίνει» είπε ο Νικηφόρος. «Εσείς όμως, μην καθυστερείτε. Θα πάρουμε και τα άλογα μαζί μας. Βοηθήστε να τα ανεβάσουμε στο πλοίο.»
Η σακτούρα ήταν γρήγορο πλοίο, σαν δρόμωνας. Έφυγε βιαστικά από το λιμάνι του Ιουλιανού προς τον νότο, προς τις απέναντι ακτές της Προποντίδας. Δεν ήταν το μόνο πλοίο που εγκατέλειπε την Βασιλεύουσα εκείνο το πρωινό της Τρίτης και δεκατρείς Απριλίου του 1204. Οι φωτιές τώρα είχαν δυναμώσει στον βορά ενώ πριν μια ώρα είχαν ατονήσει κι έδειχναν ότι θα έσβηναν. Οι σπαρακτικές κραυγές των γυναικών που βιάζονταν και σφάζονταν έφταναν ως εδώ. Η πιο φοβερή μέρα στην ιστορία των Ρωμαίων είχε ξεκινήσει. Και το τέλος είχε γραφτεί με τον πιο άθλιο τρόπο.
Μετά τις τρεις μέρες, οι αρχηγοί των σταυροφόρων διέταξαν οριστική παύση της λεηλασίας. Άρχιζε πια η επίσημη μοιρασιά. Όσοι έπαιρναν μεγαλύτερη λεία από αυτήν που τους αναλογούσε, θεωρούνταν κλέφτες. Έκλεβαν τους επίσημους αρχηγούς επομένως έπρεπε να τιμωρηθούν. Τους επιβάλλονταν σκληρές τιμωρίες, ακόμα και αγχόνη, για να συνετιστούν κι οι υπόλοιποι. Μαζεύτηκε έτσι η λεία από το πλιάτσικο που θα πήγαινε στους αρχηγούς. Μετά θα άρχιζε η κατάκτηση των χωρών που είχαν κληρονομήσει οι Βενετοί και οι Φράγκοι. Η γη της αυτοκρατορίας, με βάση της συμφωνία, είχε διαμοιραστεί. Οι περιοχές της Ρωμανίας, είτε στα ευρωπαϊκά εδάφη είτε στη Μικρασία, θα περνούσαν στα χέρια των κατακτητών. Έπρεπε, όμως, να κερδηθούν και στρατιωτικά από τους ηγεμόνες που τις διοικούσαν ως σήμερα. Κάποιες απ’ αυτές θα παραδίνονταν προσκυνώντας τον Λατίνο αυτοκράτορα. Θα υπήρχαν όμως κι άλλες που θα αντιστέκονταν αναγνωρίζοντας μόνο το παλιό καθεστώς. Αυτές θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν στρατιωτικά και να κερδηθούν από τους νέους νόμιμους ιδιοκτήτες.
«Ξεκινάει μια περίοδος χάους» της είπε ο Νικηφόρος. «Έρχονται πολύ επικίνδυνοι καιροί!»
«Πήγαινέ με στην Απάμεια ή στην Νίκαια και φύγε για την Αθήνα» του είπε.
«Δεν θέλω να σε αφήσω μόνη.»
«Έχεις οικογένεια κι αγρόκτημα. Από εσένα περιμένουν προστασία. Δεν μπορείς να τα εγκαταλείψεις. Εμείς θα μείνουμε δίπλα στον Λάσκαρη, θα είμαστε ασφαλείς εδώ.»
«Ο Λάσκαρης θα παλέψει πολύ για να μείνει κύριος των εδαφών του. Δεν θα τον αφήσουν ήσυχο οι Λατίνοι. Θα έρθουν να πάρουν αυτό που νομίζουν πως τους ανήκει.»
«Θα μείνω εδώ, είναι καλύτερα, κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει» του είπε σταθερά.
«Δεν βιάζομαι να γυρίσω στην Αθήνα. Έχω καιρό» της είπε κι εκείνος.
Δεν μίλησαν άλλο. Ήταν φανερό ότι θα χώριζαν πάλι οι δρόμοι τους, ίσως και για πάντα. Ο Νικηφόρος θα ήθελε να την αγκαλιάσει και να σκουπίσει το δάκρυ που είδε να κυλάει από τα μάτια της. Συγκρατήθηκε κι έμεινε ακίνητος. Δεν ήθελε, δεν έπρεπε να τον δει το πλήρωμα να κάνει χειρονομίες άσεμνες πάνω της. Στο τέλος του ταξιδιού, μαζί με όλους αυτούς, θα έφτανε στην Αθήνα. Εκεί είχε μια γυναίκα και μια οικογένεια να τον περιμένουν.
Την άφησε μόνη στην πρύμνη να κοιτά την Πόλη που ξεμάκραινε τυλιγμένη στις φλόγες. Πήγε προς την κουπαστή για να δώσει οδηγίες στους ναύτες. Καθώς γύρισε προς τα πίσω, είδε και πάλι το περίγραμμα του κορμιού της. Ήταν και τώρα τυλιγμένο από τα αραχνοΰφαντα μακριά φορέματά της που τα φυσούσε ο αέρας,. Στεκόταν στην πρύμνη του «Δήλος” σαν θεϊκή οπτασία. Στεκόταν στο ίδιο σημείο όπως όταν την πρωτοείδε βγαίνοντας από το λιμάνι του Πειραιά. Ήταν το ίδιο υπέροχη όπως κι εκείνο το πρωινό, μόνο που τότε ήταν ένα ανέγγιχτο όνειρο. Τώρα, μετά από όλα όσα είχαν περάσει, ήταν δική του. Το λυγερό κορμί της, με φόντο τις δυνατές φωτιές της πόλης, γινόταν κατακόκκινο. Τα μαύρα της μαλλιά, καθώς ο ήλιος ανέβαινε ακόμα από πίσω της στον ορίζοντα, έπαιρναν περίεργες αποχρώσεις. Είχαν ντυθεί με χρώματα της θλίψης, άμεσα στο σκούρο βαθύ μπλε και το σκούρο μοβ.
Θυμήθηκε την φράση της στην καλύβα στον Ακρίτα. «Δεν θα με πείραζε αν πέθαινα τώρα!» του είχε ψιθυρίσει. Αυτό ακριβώς ένιωθε κι εκείνος τότε. Τώρα όμως ένιωθε πως η ζωή του είχε και αποκτήσει πάλι ένα διαφορετικό προορισμό. Εκεί στον Ακρίτα, δεν ήταν πως δεν ήθελε τη ζωή του, απλά τότε ένιωθε αθάνατος! Τώρα όμως μύριζε τον θάνατο γύρω του και είχε να προστατεύσει πολλούς. Την Ζωή, κρύβοντάς την στη Νίκαια κοντά στον Λάσκαρη και την οικογένειά του στην Αθήνα. Ήταν βέβαιος πως η Αττική δεν θα αργούσε να υποστεί κι αυτή τις συνέπειες της πτώσης της Βασιλεύουσας.
“Πρώην Βασιλεύουσα” σκέφτηκε. “Όλα πια στη ζωή μας είναι πρώην”. Ακόμα κι η ευτυχία που είχε νιώσει στον Ακρίτα, έμοιαζε να είναι πρώην. Γύρισε να δει την μορφή της που ακίνητη πάνω στην πρύμνη έβλεπε τις φωτιές της Πόλης. Την αγαπούσε και την ήθελε βασανιστικά, ήξερε όμως ότι σε λίγο θα την άφηνε και πάλι.

******************************
Η συνέχεια αύριο με το πρώτο μέρος του 9ου κεφαλαίου.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

27 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 27η

Είμαστε στο το τρίτο μέρος του 8ου κεφαλαίο.
Το 8ο κεφάλαιο τιτλοφορείται "Η ΑΛΩΣΗ" και το Γ' μέρος του τιτλοφορείται "ΤΡΙΤΗ και ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ"
Τρίτη και Δεκατρείς (Απριλίου του 1204 μΧ) έπεσε η Πόλη στους Φράγκους. Μετά από αυτή την πτώση δεν συνήλθε ποτέ. Κι όταν ακόμη ανακτήθηκε, και στα διακόσια ακόμη χρόνια που έζησε, δεν στάθηκε ποτέ στο ύψος που βρισκόταν ως την πτώση της στους σταυροφόρους.
Το Ρωμαϊκό όνειρο της οικουμενικότητας ξεθωριάζει και χάνεται. Από εδώ και πέρα, στην ουσία, ξεκινάει ο νέος ελληνισμός, η ελληνική ρωμιοσύνη. Τα πρώτα σπέρματα εδώ φυτεύονται και θα ανθίσουν αργότερα.
Στο κεφάλαιο αυτό παρακολουθούμε την πτώση της Πόλης. Προδόθηκε και παραδόθηκε. Οι γενναίοι έφυγαν για να πολεμήσουν για την επανακατάκτησή της.
************************************************
παραπομπές: 
(*1)
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης και ο Αλέξιος Παλαιολόγος είχαν παντρευτεί την ίδια μέρα και ώρα σε διπλό γάμο τις δυο αδελφές, κόρες του τότε αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, ο Θεόδωρος την Άννα Αγγελίνα και ο Αλέξιος την Ειρήνη. Και οι δυο τους ήταν γυναικάδελφοι του αυτοκράτορα που διέφυγε, του Αλέξιου Ε’ Μούρτζουφλου που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Αλέξιου Γ΄, την Ευδοκία
(*2)
Στο “σκυθικό” υπηρετούσαν κυρίως Κουμάνοι, εκχριστιανισμένοι Τούρκοι, Βούλγαροι και Σλάβοι, στο “λατινικό” ή “ιταλικό” δυτικοί Φράγκοι, Άγγλοι και Γερμανοί και στο “ρωμαϊκό” υπηρετούσαν οι Ρωμαίοι.

Γ’ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ

Την Παρασκευή στις 9 Απριλίου έγινε η πρώτη μεγάλη γενική επίθεση των σταυροφόρων κατά της Πόλης. Απ’ τα τείχη της στεριάς και του Κεράτιου όρμησαν λυσσασμένα, έχοντας στο νου τα λάφυρα αν νικούσαν. Όλες αυτές τις μέρες είχαν μπει στην πόλη κι είχαν δει ότι υπήρχε πλούτος αμύθητος. Παρά τα βέλη, τις πέτρες και το καυτό λάδι, οι προσκυνητές έριχναν σκαλωσιές για να ανεβούν στα τείχη. Χτυπούσαν με τα τόξα τους στις πολεμίστρες τους αμυνόμενους. Οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, κυρίως οι Βαράγγοι και οι Άγγλοι, απέκρουσαν την επίθεση. Το βόρειο τμήμα του τείχους κοντά στο ανάκτορο των Βλαχερνών κράτησε. Ο Νικηφόρος ανέβηκε πάνω στα τείχη. Λασκαραίοι, Παλαιολόγοι, Δούκες, Βρανάδες, Κομνηνοί κι όλες οι μεγάλες οικογένειες μάχονταν. Όσοι είχαν μείνει στην Βασιλεύουσα στέκονταν ατρόμητοι στις πολεμίστρες. Φώναζαν κι ενθάρρυναν τους Ρωμαίους για άμυνα μέχρις εσχάτων και καταδίωξη του εχθρού. Η νίκη έστεψε τα ρωμαϊκά όπλα όταν οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν το απόγευμα να υποχωρήσουν. Ήταν μια στιγμή μεγάλης ανακούφισης. Οι ιαχές θριάμβου ανέβασαν το ηθικό κι έδωσαν κουράγιο για τη συνέχεια.
Το Σαββατοκύριακο επικράτησε νηνεμία. Ετοιμάστηκαν όλοι για τη νέα επίθεση που θα εκδηλωνόταν τη Δευτέρα. Οι Βενετοί έδεναν τα πλοία τους δυο-δυο και τα ανέβαζαν στο στενό σχετικά κομμάτι στεριάς του Κεράτιου, Έφτιαξαν έτσι πρόχειρους πολιορκητικούς πύργους για να εισβάλουν στην Πόλη. Στο σημείο αυτό ήξεραν ότι υπήρχε αδυναμία. Οι Φράγκοι κατέστρωναν σχέδια για μια σφοδρή επίθεση κατά των τειχών. Οι αμυνόμενοι επισκεύαζαν και ενίσχυαν τμήματα του τείχους όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Όλοι ετοιμάζονταν για την επόμενη σκληρή επίθεση της Δευτέρας.
Δυο βράδια ο Νικηφόρος κι η Ζωή κοιμήθηκαν αγκαλιά. Εξαντλήθηκαν στα φιλιά σαν να ήταν η τελευταία μέρα της ζωής τους. Αυτή τη φορά θα μπορούσε πραγματικά να είναι η τελευταία, καθώς κανείς δεν γνώριζε την κατάληξη της μάχης. Αν οι σταυροφόροι έμπαιναν, θα γινόταν σφαγή. Ο Νικήτας πέρασε τις δυο μέρες γράφοντας πυρετωδώς.
Την Δευτέρα έγινε η ακόμα πιο μεγάλη γενική επίθεση κατά της Πόλης. Οι γαλέρες των Βενετών, δεμένες δυο-δυο, έπεφταν πάνω στις πολεμίστρες με σκοπό να βρουν πάτημα. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να κερδίσουν τους Πύργους που δέσποζαν στα τείχη. Ο ρωμαϊκός στρατός κρατούσε μακριά τους σταυροφόρους στα χερσαία τείχη και στην Πύλη των Βλαχερνών. Στην πλευρά του Κεράτιου, όμως, γινόταν μεγάλη σφαγή. Το απόγευμα οι Βενετοί κατάφεραν να εισχωρήσουν και να κερδίσουν δύο πύργους των τειχών. Δεν ήταν αυτό το τέλος της Πόλης βέβαια. Πριν ένα χρόνο, όταν είχαν επιτεθεί επί Αλεξίου Γ’, οι Βενετοί είχαν αποσπάσει όχι μόνο δύο αλλά εικοσιπέντε πύργους. Παρ’ όλα αυτά η άμυνα της Πόλης δεν έσπασε. Τότε μάλιστα δέχτηκαν αντεπίθεση. Οι Ρωμαίοι είχαν ορμήσει για να τους παγιδεύσουν και να τους εξοντώσουν. Με μεγάλη δυσκολία, βάζοντας πυρκαγιά στα σπίτια, κατάφεραν να σωθούν. Δεν ήταν, λοιπόν, μεγάλο κέρδος οι δυο πύργοι, ήταν όμως κάτι χειροπιαστό.
Η μέρα εκείνη πλησίαζε προς το τέλος της. Οι Βενετοί είχαν στρογγυλοκαθήσει στους δυο Πύργους κι από εκεί θα εξαπέλυσαν επίθεση. Την άλλη μέρα, θα έβαζαν στην Πόλη όσο πιο πολύ στρατό μπορούσαν. Έριξαν κι ένα μέρος του τείχους για να περάσουν βενετικά αλλά και φράγκικα στρατεύματα. Με το που θα ξημέρωνε η Τρίτη, θα εξαπέλυαν γενική επίθεση από καλύτερες θέσεις. Βέβαια όλα ήταν ανοιχτά. Η κατοχή των δυο πύργων μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για παγίδευσή τους και καταστροφή όπως πριν ένα χρόνο. Θα κινδύνευαν να δεχτούν και πάλι μιαν αντεπίθεση και να εκδιωχθούν ή να παγιδευτούν και να χάσουν τις ζωές τους. Όλοι γνώριζαν πόσο κρίσιμη θα ήταν η μάχη. Αύριο οι Ρωμαίοι κι οι σταυροφόροι θα ξεκαθάριζαν για τα καλά την σχέση τους.
Ήταν μια ισορροπία του τρόμου εκείνο το βράδυ της 12ης προς 13η Απριλίου του 1204. Οι σταυροφόροι είχαν μπει μέσα από το τείχος στο βόρειο τμήμα του. Δεν ήταν σίγουροι για τίποτε και περίμεναν την αυγή. Άναψαν μάλιστα μια νέα μεγάλη πυρκαγιά που άρχισε να επεκτείνεται στο εσωτερικό της Πόλης. Ήθελαν να προστατευτούν από μια ενδεχόμενη ξαφνική αντεπίθεση. Αυτή ήταν η τρίτη μεγάλη πυρκαγιά που κατάκαιγε την Βασιλεύουσα και την έβαζαν πάλι οι Λατίνοι. Η νύχτα έγινε μέρα. Όπως η φωτιά πέρσι είχε τρομάξει τον Αλέξιο Γ’ και τον έκανε να τραπεί σε φυγή, τώρα τρόμαξε τον άλλο Αλέξιο, τον Ε’. Σαν μια τραγική επανάληψη της ίδιας ιστορίας, τράπηκε σε φυγή κι ο Μούρτζουφλος. Δεν ήταν, απλά, τραγικό, ήταν εγκληματικό και παιδαριώδες, αλλά συνέβη.
Ο αυτοκράτορας είχε δει πως το κλίμα ήταν βαρύ γι αυτόν. Ακόμα κι οι Βαράγγοι δυσανασχετούσαν απαιτώντας την πληρωμή τους εδώ και τώρα προκειμένου να πολεμήσουν. Κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα αν έμενε μέσα στα τείχη της Βασιλεύουσας. Είτε νικούσε η αυτοκρατορία, είτε έχανε, αυτός θα την πλήρωνε όπως οι προκάτοχοί του. Ανάξιος και δειλός, όπως οι προκατοχοί του, τα μάζεψε κι έφυγε. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του Ευδοκία και την πεθερά του Ευφροσύνη, που ήταν γυναίκα του Αλέξιου Γ΄. Έφυγε κρυφά αφήνοντας την Πόλη στο έλεος του εχθρού.
«Ο Βασιλιάς φεύγει και μαζί του φεύγουν και πολλοί άρχοντες» ήταν το νέο που έσκασε σαν κεραυνός.
Στο σπίτι του Νικήτα έμαθαν το μαντάτο.
«Φεύγει κι αυτός ο άτιμος;» είπε ο Θεόδωρος Λάσκαρης.
«Τι ανεύθυνος! Δεν έπρεπε να τον αφήσουμε στιγμή στον θρόνο!» φώναξε ο Παλαιολόγος.
Ο Θεόδωρος είχε έρθει στο σπίτι του Νικήτα για λίγη ξεκούραση. Τον είχαν αφήσει ήσυχο σ’ ένα δωμάτιο, όταν όμως έμαθαν το νέο αναγκάστηκαν να τον ξυπνήσουν. Μαζί του ήταν ο γυναικάδελφός του Αλέξιος Παλαιολόγος(*1) όπως και ο Καϊχοσρόης. Ο Τούρκος είχε μείνει εδώ, φιλοξενούμενος του Πατριάρχη Καματηρού, μαζί με τους Ρωμαίους άρχοντες. Όλοι είχαν περιέλθει τώρα σε κατάσταση απελπισίας.
«Πώς έφυγαν; Πώς δεν καταλάβαμε τίποτε;» φώναξε εκνευρισμένος ο Παλαιολόγος,
«Έφυγαν από τη θάλασσα, Έχουν σκοπό να πάνε προς τη Θράκη κι αυτοί, όπως ο Αλέξιος Γ’. Ο Μούρτζουφλος κάνει ακριβώς το ίδιο! Εγκαταλείπει την Πόλη στο έλεος του Θεού!» φώναζε ο Νικήτας.
«Χάθηκαν όλα, ε;» ρώτησε η Ζωή πιάνοντας ανήσυχη το χέρι του Νικηφόρου
«Δεν μπορεί να γίνει τίποτε;» αναρωτήθηκε ο Αλέξιος Παλαιολόγος.
«Πρέπει να υποσχεθείτε αμέσως στους Βαράγγους ότι θα πληρωθούν. Αν δεν το κάνετε, δεν θα πολεμήσουν, θα σας φύγουν κι αυτοί» είπε ο Καϊχοσρόης.
«Χωρίς έναν αυτοκράτορα η Πόλη θα παραδοθεί» είπε ο Νικήτας. «Ποιος θα σαλπίσει την υπεράσπισή της; Ποιος θα σταματήσει Βενετούς και Φράγκους που θα μπαίνουν μέσα; Και, κυρίως, ποιος θα εγγυηθεί στους μισθοφόρους στρατιώτες μας ότι θα πληρωθούν κανονικά αν προστατέψουν την Πόλη; Γιατί θα διακινδυνεύσουν την ίδια τους τη ζωή; Για ποιον θα συνεχίσουν να πολεμούν; Θα παραδοθούν για να γλιτώσουν τις ζωές τους. Αύριο θα γίνουν κι αυτοί σταυροφόροι!»
«Μπορούμε να ανακηρύξουμε νέο αυτοκράτορα και να συνεχίσουμε τον αγώνα» είπε ο Λάσκαρης. «Είναι πλέον χρέος μας να το κάνουμε.»
«Ποιον έχεις στο νου σου;» τον ρώτησε ο Παλαιολόγος.
«Τον αδελφό μου Κωνσταντίνο» είπε ο Θεόδωρος. «Θα συνηγορήσω εγώ υπέρ του!»
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε πολεμήσει γενναία κατά των Λατίνων. Πέρσι, στην πρώτη τους επίθεση, τους είχε καταδιώξει. Έσπρωξε τους Βουργουνδούς μακριά από τα τείχη κι είχε αιχμαλωτιστεί γιατί έμεινε έξω όταν οι Πύλες έκλεισαν. Ο γνωστός ενθουσιασμός του τον είχε οδηγήσει βαθιά μέσα στις γραμμές του εχθρού. Βρέθηκε μόνος απέναντι σε δεκάδες αντιπάλους και τον συνέλαβαν αν κι είχε παλέψει γενναία. Ελευθερώθηκε στη συνέχεια με καταβολή λύτρων κι ο λαός τον θεωρούσε ήρωα.
«Ποια κατάσταση επικρατεί έξω στην πόλη;» ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Ο λαός, ανάστατος, συγκεντρώνεται στην Αγία Σοφία.»
«Η αυτοκρατορική φρουρά, που βρίσκεται;»
«Και οι Βαράγγοι μαζεύονται εκεί, στην Αγία Σοφία.»
«Πάμε κι εμείς. Φωνάξτε όσους ευγενείς έχουν μείνει στην Πόλη.»
Επικράτησε αναταραχή κι όλοι ανέβαιναν στα άλογα και τις άμαξες για να κατευθυνθούν προς την Αγιασοφιά. Ο Καματηρός τράβηξε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο τον Καϊχοσρόη και τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη. Βεβαιώθηκε πρώτα ότι κανείς δεν τους είχε δει ούτε μπορούσε να ακούσει τι θα τους έλεγε και, τότε, τους μίλησε.
«Ακούστε καλά εσείς οι δυο. Οι δυο ανάξιοι Αλέξιοι έφυγαν σαν τα ποντίκια κι ο άλλος σκοτώθηκε. Σε λίγο θα εκλεγεί ένας νέος αυτοκράτορας των Ρωμαίων στην Αγιασοφιά. Αυτός θα είσαι εσύ Κωνσταντίνε! Πρέπει όμως να ξέρεις κάτι. Ο νέος αυτοκράτορας, ο βασιλιάς της Ρώμης, θα έχει κάποια καθήκοντα. Δεν είναι τώρα ώρα να τα πούμε γιατί δεν έχουμε καθόλου χρόνο.»
Τον άκουγαν κι οι δυο σιωπηλοί. Ο Καϊχοσρόης έδειχνε να καταλαβαίνει πολύ καλά τι συνέβαινε ενώ ο Κωνσταντίνος κοιτούσε γεμάτος απορίες. Ο Πατριάρχης γύρισε προς τον μέρος του, έβγαλε ένα τυλιγμένο πανί κάτω από τα άμφιά του και του το έδωσε. Του είπε να το κρύψει. Ήταν ένα λάβαρο πορφυρό με ένα χρυσοκεντημένο δικέφαλο αετό πάνω του.
«Αυτό θα είναι το δικό σου λάβαρο από εδώ και πέρα. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω, παιδί μου, τι είναι το Θεϊκό Βασίλειο, που κυνηγούν οι Βασιλιάδες των Ρωμαίων. Εσύ, όμως, κι ο Καϊχοσρόης είστε πλέον οι δυο εκλεκτοί. Θα ψάξετε να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη για να γίνετε οι διάδοχοί του στο Βασίλειο του Θεού. Θα σου πω λεπτομέρειες και θα σε μυήσω, γιε μου Κωνσταντίνε, αργότερα. Τώρα, όμως, πρέπει να ξέρεις ότι ο Γιγιαθαντίν είναι φίλος σου και σύντροφός σου. Κι εσύ θα είσαι παντοτινός αδελφός του και σύμμαχος. Θα μάθεις τα υπόλοιπα αργότερα, εντάξει;»
«Εντάξει, αλλά …» έκανε αιφνιδιασμένος και εντελώς κατάπληκτος ο Κωνσταντίνος.
«Πάμε τώρα» είπε ο Καματηρός. «Όπως σου είπα, θα τα μάθεις όλα αργότερα!»
Έτρεξαν στην Αγιασοφιά. Ο ναός ήταν φωτισμένος με κεριά, δάδες και φωτιές που είχαν ανάψει για να κάνουν τη νύχτα μέρα. Σε λίγο θα έφεγγε κι οι Λατίνοι θα έβλεπαν ότι δεν υπήρχε καμιά αντίσταση. Ήταν μια συγκινητική στιγμή. Όσοι Ρωμιοί δεν το είχαν σκάσει είχαν έρθει εδώ να αποφασίσουν, όλοι μαζί, για το κοινό μέλλον τους. Ο Πατριάρχης Ιωάννης Καματηρός μίλησε πρώτος.
«Ο Αυτοκράτορας μας εγκατέλειψε» είπε. «Δεν υπάρχει αυτοκράτορας!»
Ένα βουητό και κάποιες φωνές «ανάξιος» ακούστηκαν από όλους. Σώπασαν πάλι.
«Έχουμε ανάγκη να εκλέξουμε νέο αυτοκράτορα για να υπερασπίσει την πόλη. Θα τον εκλέξουμε τώρα εδώ.»
Όλοι αναθάρρησαν κάπως. Μετά το σοκ, ευτυχώς που κάποιος είχε την ψυχραιμία να σκεφτεί.
«Είναι εδώ ο στρατός;» ρώτησε ο Καματηρός.
Ο αρχηγός των Βαράγγων έκρουσε την ασπίδα του.
«Είναι εδώ ο λαός;» ρώτησε τώρα ο Καματηρός.
«Θέλουμε νέο αυτοκράτορα» ακούστηκαν φωνές από το πλήθος.
«Είναι εδώ η σύγκλητος;» συνέχισε ο Πατριάρχης.
«Εδώ είμαστε, Πανιερώτατε» είπαν κάποιοι ευγενείς.
«Η εκκλησία είναι εδώ» είπε ο Πατριάρχης Καματηρός. «Ποιοι είναι υποψήφιοι;»
Βγήκε μπροστά ο Θεόδωρος Λάσκαρης.
«Ο αδελφός μου Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήρωας των Ρωμαίων κι ανιψιός του Αλέξιου Γ’» είπε με δυνατή φωνή. «Είναι από αυτοκρατορική γενιά.»
Βγήκε μπροστά ο Ιωάννης Άγγελος Δούκας, εξάδελφος του Αλέξιου Γ’ και του Ισαάκιου.
«Ο γιος μου Κωνσταντίνος Δούκας. Είναι κι αυτός από αυτοκρατορική γενιά» είπε.
«Υπάρχουν άλλοι;» ρώτησε ο Πατριάρχης.
Δεν ακούστηκε άλλη υποψηφιότητα κι ο Πατριάρχης κάλεσε τους συνηγόρους των υποψηφίων να μιλήσουν. Πρώτος ο Ιωάννης Δούκας έπλεξε το εγκώμιο του γιου του και τόνισε την καταγωγή του. Μετά ο Θεόδωρος πήρε τον λόγο. Θύμισε ότι ο αδελφός του καταδίωξε τους Βουργουνδούς Φράγκους κι είπε ότι η Ρωμανία χρειάζεται έναν ήρωα.
Οι δυο υποψήφιοι ήταν νέοι με βασιλικό αίμα κι είχαν στρατιωτικές ικανότητες. Η ζυγαριά δεν έκλινε προς το μέρος κανενός. Μόνο κριτήριο επιλογής ήταν, επομένως, η τύχη. Τότε ο Πατριάρχης τους φώναξε κοντά και πέταξε ένα νόμισμα στον αέρα. Δεν είδε κανείς το νόμισμα, όλοι, όμως, άκουσαν τον Καματηρό να λέει ότι κέρδισε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Δεν υπήρχε χρόνος για αμφιβολίες κι αμφισβητήσεις. Ο Πατριάρχης τον ευλόγησε αμέσως.
«Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης προτείνεται να ονομαστεί Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Θα είναι ο γενναίος και άξιος υπερασπιστής της Κωνσταντίνου Πόλης! Συμφωνούν η Σύγκλητος, ο Λαός και ο Στρατός;»
Ένα βουητό από “ναι” και “άξιος” ακούστηκε από το πλήθος. Οι Βαράγγοι έδειξαν ότι συμφωνούσε κι η φρουρά. Το ίδιο έκαναν και κάποιοι Ρωμαίοι πρωτοσπαθάριοι και δούκες. Οι ευγενείς κι οι άρχοντες που δεν είχαν φύγει και ήταν στην Αγία Σοφία, έδειξαν ότι συμφωνούν. Αντιπροσώπευαν εκείνη τη στιγμή τη Σύγκλητο. Υπήρχε πια συμφωνία λαού, στρατού, συγκλήτου κι Εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης αμέσως στέφθηκε αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Δεν δέχτηκε να φορέσει τον πορφυρό χιτώνα. Δεν ήθελε εκείνη την ώρα τις τιμές και προτιμούσε να αναλάβει αμέσως δράση.
«Σήμερα, δεν ξέρουμε ποιος ζει και ποιος παθαίνει» είπε ο νέος βασιλιάς. «Ζητάω να ανακηρυχθεί συναυτοκράτορας ο αδελφός μου Θεόδωρος.»
«Ο Θεόδωρος, αδελφός του σεβαστού μας αυτοκράτορα, προτείνεται από τον βασιλέα μας να ανέβει στον θρόνο. Θα είναι συναυτοκράτορας» φώναξε ο Πατριάρχης Καματηρός. «Συμφωνούν ο λαός, ο στρατός και η Σύγκλητος;»
Ποιος είχε την όρεξη να πει όχι; Και ποιος νοιαζόταν, πραγματικά, ποιος θα ήταν βασιλέας ή συμβασιλέας εκείνη τη στιγμή; Ο Πατριάρχης δεν περίμενε ούτε καν το βουητό από τα «άξιος», ούτε τα νεύματα των Βαράγγων ή των ευγενών.
«Επομένως, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ανακηρύσσεται ως ο Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς. Είναι ο συναυτοκράτωρ των Ρωμαίων κι υπερασπιστής της αγίας Πόλης του Χριστού!»
Σε λίγο ξημέρωνε κι οι Σταυροφόροι θα έβλεπαν την άδεια από στρατό Πόλη, έτοιμη να τους παραδοθεί. Ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει τώρα! Ο Θεόδωρος κι ο Κωνσταντίνος έπρεπε να μαζέψουν τον στρατό και να τον βάλουν αντιμέτωπο με τους εισβολείς. Έπρεπε να ενημερώσουν τον λαό ότι υπήρχε αυτοκράτορας που θα έδινε τη μάχη.
«Επιτέλους υπάρχει μια ελπίδα τώρα!» αναφώνησε ανακουφισμένος ο Νικήτας.
«Είναι πολύ αισιόδοξος ο Χωνιάτης» είπε η Ζωή που δεν έφευγε από το πλάι του Νικηφόρου με τίποτα. «Μόνο εμείς εδώ το ξέρουμε ότι υπάρχει αυτοκράτορας.»
«Δεν τους έμεινε και τίποτε άλλο εκτός από μια μικρή ελπίδα. Μην ξεχνάς ότι οι Λατίνοι είναι ήδη μέσα στην Πόλη. Όσο δεν έχουν μάθει ακόμα ότι ο αυτοκράτορας έφυγε δεν θα μπουν για να την καταλάβουν ανοιχτά. Θα φοβούνται μη τυχόν κι είναι παγίδα. Θα περιμένουν το πρωί.»
«Δεν αργεί, ξημερώνει όπου να’ ναι αγάπη μου» έκανε ανήσυχη η Ζωή.
Ο Καματηρός πήρε πάλι τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη και τον Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη παράμερα. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών, επέμενε στον Ιερέα που τον θεωρούσε κλειδί στην υπόθεση του «Βασιλείου του Θεού».
«Αν καταφέρουμε να διώξουμε τους βαρβάρους, θα συνεννοηθούμε καλύτερα. Αν συμβεί το δυσάρεστο, θα έρθετε οι δυο σας να με βρείτε όπου κι αν βρίσκομαι κι όσος χρόνος κι αν περάσει. Αν εγώ χαθώ, θα αναζητήσετε τον προκάτοχό μου και θα μιλήσετε σε αυτόν. Εσύ, Καϊχοσρόη, θα ενημερώσεις τον Λάσκαρη για όσα ξέρεις. Να είστε κι οι δυο σας έτοιμοι για να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη.»
«Ποιος είναι ο Ιερέας Ιωάννης Μακαριότατε;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
«Είσαι Βασιλέας των Ρωμαίων!» του είπε ο Πατριάρχης. «Θα έρθεις να με βρεις όπου κι αν καταλήξουμε μετά από αυτό το ξημέρωμα. Όχι όμως τώρα, δεν έχουμε καιρό.»
Λίγα λεπτά μετά απ’ αυτή τη συζήτηση ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε ήδη ανεβεί σε έναν ολόχρυσο άμβωνα. Πήρε το βασιλικό σκήπτρο και μίλησε στο πλήθος των συγκεντρωμένων έξω από την Αγία Σοφία. Ζήτησε από όλους να αντισταθούν στον εισβολέα. Βρήκε την αντίδρασή τους γεμάτη δισταγμούς καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν τη μάχη χωρίς τον στρατό. Συνέχισε την ομιλία ο Θεόδωρος. Φοβόντουσαν όλοι αλλά δεν ήξεραν και τι να κάνουν.
Ο νέος αυτοκράτορας γύρισε και άρχισε να μιλά με τους Βαράγγους και τους Άγγλους. Προσπάθησε να τους φέρει στο φιλότιμο μιλώντας για την τιμή και τη δόξα. Όταν είδε ότι αυτό δεν έπιανε, τους μίλησε για μια σημαντική αύξηση του μισθού τους. Κατάφερε να τους πείσει να αντισταθούν για να διώξουν τους Φράγκους και τους Βενετούς με το ξημέρωμα. Ξεκίνησαν για τα σημεία όπου είχε μαζευτεί ο στρατός και περίμενε. Οι σταυροφόροι ήταν τριάντα χιλιάδες. Έπρεπε, επομένως, να συγκεντρώσουν μια δύναμη πενήντα χιλιάδων στρατιωτών και λαού για να έχουν υπεροπλία. Το σκυθικό σώμα και το λατινικό αποτελείτο από μισθοφόρους που περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Ο φόβος ήταν μήπως είχε κιόλας διαδοθεί το νέο για την φυγή του Αλέξιου. Υπήρχε κίνδυνος να αρχίσει να διαλύεται το ρωμαϊκό(*2) σώμα του στρατού.
«Θα δώσουμε την μάχη» φώναξε ο νέος αυτοκράτορας.
«Η Παναγία θα σώσει και πάλι την Κωνσταντίνου Πόλη» φώναξαν κάποιοι άλλοι.
Άλλοι έψελναν το “υπερμάχω” κι άλλοι ακόνιζαν τα σπαθιά τους. Ακόμη κι ο Καϊχοσρόης που ήταν αλλόφυλος, κι η Ζωή που ήταν γυναίκα, έδειχναν πρόθυμοι να πολεμήσουν. Οι πιο πολλοί, όμως, έφευγαν. Ήταν απογοητευμένοι. Έβλεπαν ότι τους είχαν οριστικά πια εγκαταλείψει, όχι μόνο ο ληστής του θρόνου, αλλά, κι ο ίδιος ο Θεός.
Δυστυχώς τα πράγματα έγιναν όπως τα περίμεναν οι απαισιόδοξοι. Ίσως, μάλιστα, ξεπέρασαν ακόμα και τους πιο μεγάλους φόβους. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Πριν κυκλοφορήσει, λοιπόν, η καλή είδηση έκανε τον γύρο της η κακή. Πριν μαθευτεί ότι υπάρχει ένας εστεμμένος αυτοκράτορας για να υπερασπιστεί την Πόλη, κυκλοφόρησε το νέο της φυγής. Ο Αλέξιος Μούρτζουφλος είχε εγκαταλείψει την Πόλη σαν κυνηγημένος. Ο λαός βγήκε στους δρόμους με το ξημέρωμα κι έβριζε τον “ληστή και σφετεριστή” φορτώνοντάς τον με κατάρες.
«Μέχρι χτες τον δόξαζαν γιατί στραγγάλισε τον ανιψιό του» σχολίασε ο Νικήτας. «Τώρα τον λένε ληστή, σφετεριστή του θρόνου του στραγγαλισμένου!»
«Αυτός ο πανικός δεν θα μας φέρει τίποτε καλό» είπε ο Νικηφόρος.
«Κοιτάξτε» είπε η Ζωή και τους έδειξε πίσω τους, μια λιτανεία που ξεχυνόταν σαν πλυμμήρα.
Βάδιζαν στον κεντρικό δρόμο της Πόλης που πήγαινε προς τα τείχη του Κεράτιου και την Πύλη των Βλαχερνών. Είχε συγκεντρωθεί μια μεγάλη πομπή που μεγάλωνε καθώς όλο και περισσότεροι έμπαιναν στις γραμμές της. Μπροστά πήγαιναν ιερείς με τα άμφιά και τα λάβαρα των αγίων. Ακολουθούσε ένα πλήθος μοναχών και λαού. Ο Πατριάρχης είχε σαλπίσει στην Αγιασοφιά την αντίσταση εις μάτην. Λίγες μόνο ώρες μετά, οι υφιστάμενοί του ιερείς, ο κλήρος, καθοδηγούσαν την παράδοση. Παπάδες με τα ράσα τους και μοναχοί με τα κουρέλια τους κι ο πιστός ορθόδοξος λαός έσπευδαν να παραδοθούν ψάλλοντας. Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια κι έψελναν ένα μονότονο “έλεος, έλεος, έλεος!”. Κρατούσαν κειμήλια, ιερά αντικείμενα, εικόνες, μανουάλια και σταυρούς και προχωρούσαν κλαψουρίζοντας. Ήλπιζαν πως με την ευσέβειά τους θα έπειθαν τους εισβολείς για να τους λυπηθούν.
«Είναι γελοίο αυτό που συμβαίνει» είπε ο Νικηφόρος. «Είδα το έλεος αυτών των σταυροφόρων στο Ζαντάρ! Πάμε να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε!»
«Θεέ μου, θα τους λιανίσουν!» είπε η Ζωή.
«Τι δειλοί! Τι σιχαμένοι!» είπε ο Καϊχοσρόης. «Ανάξιοι για ελευθερία. Τους αξίζει μονάχα ένα σπαθί για να κόψει αυτά τα προσκυνημένα κεφάλια.»
«Δεν μας άξιζε αυτό το τέλος!» μουρμούρισε ο Νικήτας που έκλαιγε βλέποντας το θέαμα.
«Να φύγουμε» επέμεινε ο Νικηφόρος.
Ο Θεόδωρος και ο Κωνσταντίνος έπαψαν να μιλούν με τους μισθοφόρους. Δεν είχε νόημα καμιά αντίσταση. Ο λαός της Βασιλεύουσας έσπευδε να ζητήσει έλεος από τον εχθρό του αντί να αντισταθεί μέχρι της τελικής πτώσης.
«Αδελφέ μου, αυτό είναι το τέλος» είπε ο Θεόδωρος θλιμμένος κοιτάζοντας τον Κωνσταντίνο που είχε χλομιάσει.
«Οι δικοί μου δεν θα παραδώσουν τα όπλα» είπε σχεδόν ψιθυριστά μέσα από τα σφιγμένα του χείλη.
«Δεν αξίζει ούτε και να το σκεφτείς, Κωνσταντίνε, ότι θα τους πολεμήσεις μόνος σου.»
Το πλήθος μαζευόταν στους δρόμους και σήκωνε τα χέρια κάνοντας το σημείο του σταυρού. Οι σταυροφόροι δεν χρειάζονταν καμιά παράδοση για να λεηλατήσουν τα πάντα. Θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Όλοι αυτοί οι μαυροφόροι ιερείς κι οι μοναχοί, απλά, τους εμπόδιζαν να κάνουν πιο γρήγορα τη δουλειά τους.

*************************************************
Η συνέχεια αύριο.