LIFE IN ATHENS άρθρο της Athens Voice της έκδοσης που κυκλοφορεί (25-31/1/24)
Άρθρο του Τάκη Σκριβάνου
*********
Η Δραπετσώνα και τα προσφυγικά της στο σήμερα και στο χθες
*********
Στεκόμασταν στην παλιά, σκουριασμένη γέφυρα του Αγίου Διονυσίου. Κάποτε ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε πει ότι όποιος περνούσε από τη γέφυρα, θα πρέπει να ήταν πολύ μάγκας – φαίνεται θα ήταν πολύ ζόρικη η απέναντι περιοχή. Ακριβώς από κάτω οι εγκαταλειμμένες γραμμές του τρένου του σταθμού Λαρίσης. Από εδώ, από τη Δραπετσώνα, όπου έφταναν κατά χιλιάδες οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ακόμα περισσότεροι έφευγαν μετανάστες με το τρένο για τη Γερμανία ή με το υπερωκεάνειο, απέναντι, από τις σημερινές Πύλες του λιμανιού Ε και ΣΤ, για την Αμερική.
Ο Γιώργος Τσιρίδης, συνταξιούχος μαθηματικός αλλά καθόλου αυστηρός, ξέρει τη Δραπετσώνα σαν την παλάμη του. Εδώ γεννήθηκε, ασχολείται με τα κοινά πάνω από 30 χρόνια και μαζί με τον Γιώργο Χατζόπουλο έχουν γράψει τον τόμο «Από τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά εδώ στη Δραπετσώνα» (εκδ. Ινφογνώμων, σε επιμέλεια Χριστίνας Χαφουσίδου). Έτσι ωραία όπως τα λέει θα μπορούσε να ήταν ένας σπουδαίος παραμυθάς, αλλά οι ιστορίες που θα μας διηγηθεί για τα προσφυγικά της Δραπετσώνας, στο σήμερα και στο χθες, είναι αληθινές.
Η Δραπετσώνα πριν από τους πρόσφυγες και τα κρατικά πορνεία στα Βούρλα
Πολλά χρόνια πριν από την έλευση των προσφύγων στη Δραπετσώνα, η δημοτική αρχή του Πειραιά αποφάσισε να ανεγείρει νέους οίκους ανοχής, κρατικούς, σε απομακρυσμένο σημείο της πόλης. Ήταν το 1867 και η περιοχή που επελέγη ήταν τα Βούρλα – έτσι ονομάζονται και σήμερα, η πλατεία Βούρλων στη Δραπετσώνα βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα μακριά από τη γέφυρα του Αγίου Διονυσίου. Τελικώς, το «έργο» ολοκληρώθηκε το 1876 και, όπως γράφει ο Βασίλης Πισιμίσης στο βιβλίο του «Βούρλα-Τρούμπα» (εκδ. Τσαμαντάκη), στις 66 χαμηλοτάβανες κάμαρες των τριών σειρών στεγάζονταν περίπου 70 ιερόδουλες.
Ο χώρος, λέει ο Γ. Τσιρίδης, ήταν περιφραγμένος, υπήρχε κάτι σαν κυλικείο καθώς και αστυνομικός σταθμός. Ο Μ. Βαμβακάρης αναφέρει στην αυτοβιογραφία του: «Εκεί έκανα και γω τον κουτσαβάκη. Ήμουνα κι αγαπητικός. Ό,τι έβλεπα από τους άλλους έκανα κι εγώ. Σιγά σιγά, σκαλί σκαλί πήρα τον κατήφορο. Ήμουν ένας σωστός μάγκας κι ένας φίνος χασικλής και δεν είχα ταίρι». Ήταν η ίδια περίοδος (1880) που δημιουργήθηκαν τα Σφαγεία, ενώ περίπου 30 χρόνια μετά ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, μαζί με τον λεγόμενο «κύκλο της Ζυρίχης», που είχαν αναλάβει να βιομηχανοποιήσουν την Ελλάδα, έφτιαξαν τα Λιπάσματα, το μεγαλύτερο εργοστάσιο χημικών στα Βαλκάνια. Τεκέδες, παράγκες, βουστάσια, δεξαμενές έδιναν την εικόνα της περιοχής. Τα κρατικά πορνεία των Βούρλων έκλεισαν τελικά περίπου το 1935. Στην Κατοχή οι Γερμανοί τα μετέτρεψαν σε φυλακές και παρέμειναν έτσι και μετά το τέλος του πολέμου. Από αυτές τις φυλακές στις 17 Ιουλίου 1955 δραπέτευσαν 27 πολιτικοί κρατούμενοι, σκάβοντας μια υπόγεια σήραγγα περίπου 50 μέτρων, ξεκίνησαν από εκεί που βρίσκεται σήμερα η καφετέρια Bounty, εξευτελίζοντας τις αρχές. Πολλούς από αυτούς τους δραπέτες βοήθησαν οι κάτοικοι της Δραπετσώνας.
Ζώντας σε σπίτια από πέτρες και πισσόχαρτο
Τον Βαμβακάρη τον συναντάμε και μετά την έλευση των προσφύγων στη Δραπετσώνα. Μέλος της Ξακουστής Τετράς του Πειραιά, με Μπάτη, Παγιουμτζή και Δελιά, έπαιζαν στην ταβέρνα του Σαραντόπουλου. «Οι πρόσφυγες άλλαξαν και το ρεμπέτικο», λέει ο Γ. Τσιρίδης. «Πριν από αυτούς ήταν μάγκικο, οι πρόσφυγες το εξέλιξαν, έβαλαν βιολιά και σαντούρια, και το έκαναν το ρεμπέτικο που σήμερα γνωρίζουμε».
Σήμερα στη Δραπετσώνα κατοικούν περίπου 12.000 άνθρωποι. Ο πληθυσμός της περιοχής το 1928, σύμφωνα με την απογραφή, ήταν 17.000 και ήταν σχεδόν αμιγώς προσφυγικός, με εξαίρεση κάποιους λίγους νησιώτες από τη Σύμη και τις Σπέτσες. «Σε μια παράγκα γεννήθηκα κι εγώ, το 1953», λέει ο Γ. Τσιρίδης. «Την είχε χτίσει ο παππούς μου, όταν ήρθε από την Πόλη το 1923. Πλίνθινη, με πισσόχαρτα στο ταβάνι κι όποτε έβρεχε και έσταζε νερά, βάζαμε λεκάνες. Κάθε καλοκαίρι ο παππούς ανέβαινε στη στέγη για μικροεπισκευές, για επιπλέον πισσόχαρτα δηλαδή. Νερό δεν υπήρχε, αγοράζαμε από κάποιο άλλο σπίτι που είχε. Ούτε, βέβαια, και αποχέτευση. Σκάβανε όλοι βόθρους μέσα στα σπίτια τους». Οι παράγκες αυτές είχαν απόσταση ένα μέτρο η μία από την άλλη, ο «δρόμος» δηλαδή ανάμεσα σε αντικριστές παράγκες ήταν ένα μέτρο το πολύ. Ένας αληθινός λαβύρινθος. Κι όλοι οι δρόμοι χωματόδρομοι, γεμάτοι λάσπες κάθε που έβρεχε. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ασφαλτόστρωσε την περιοχή ο εμβληματικός δήμαρχος Μαρίνος Κοσκινάς (1919-2004). Πρόσφυγας και ο ίδιος, εκλεγόταν ανελλιπώς δήμαρχος από το 1954 έως το 1967, αγωνιστής της αριστεράς, με εξορία μετά τον Εμφύλιο και φυλακίσεις στη διάρκεια της δικτατορίας.
Η μάχη της παράγκας
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήθελε να γκρεμίσει τις παράγκες και στη θέση τους να ανεγείρει πολυκατοικίες. Οι πρόσφυγες αντιδρούσαν, ήθελαν αυτοστέγαση – δηλαδή αντί για πολυώροφα κτίρια, δίπατες το πολύ κατοικίες για να στεγάζεται μια οικογένεια μόνο σε κάθε κτίριο. Το ξημέρωμα της 14ης Νοεμβρίου 1960 περισσότεροι από 1.000 αστυνομικοί με μπουλντόζες απέκλεισαν τον συνοικισμό. Καθώς οι περισσότεροι άντρες βρίσκονταν στις δουλειές τους, οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι βγήκαν στον δρόμο και συγκρούστηκαν με τους αστυνομικούς. Μόλις τέσσερα παραπήγματα πρόλαβαν να κατεδαφιστούν και η επιχείρηση ανεστάλη. Οι κάτοικοι νίκησαν. Έναν χρόνο μετά, το 1961, έγινε η πρώτη ηχογράφηση του ζεϊμπέκικου «Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή», σε μουσική Μίκυ Θεοδωράκη, στίχους Τάσου Λειβαδίτη και ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, με τον Mανώλη Χιώτη στο μπουζούκι.
Τελικά, οι παράγκες γκρεμίστηκαν από τη Χούντα το 1967. Οι πρόσφυγες-κάτοικοι για ένα, δύο ή τρία χρόνια λάμβαναν μια επιδότηση ενοικίου και στη θέση των παραγκών ανεγέρθηκαν τριών ειδών κατοικίες: δίπατες, τετραώροφες (χωρίς ασανσέρ) και οχταώροφες, με ασανσέρ αλλά χωρίς κεντρική θέρμανση, στα πρότυπα ιταλικών προπολεμικών πολυκατοικιών. Αποτελούνταν από «τριάρια» των 55 τ.μ. και από «τεσσάρια» των 70 τ.μ. Το 1970, κατόπιν κλήρωσης, μπήκαν στα σπίτια αυτά. Ήταν θέμα κλήρωσης αν κάποιος θα ζούσε σε ένα δίπατο σπίτι, στο ισόγειο ή στον τελευταίο όροφο μιας τεράστιας πολυκατοικίας.
Οι κατοικίες αυτές υπάρχουν και σήμερα και αποτελούν το 50% της έκτασης της Δραπετσώνας. Κάποια από τα δίπατα σπίτια, με μικρούς πεζόδρομους μπροστά τους, είναι πολύ περιποιημένα με τις μικρές τους αυλές και τα λουλούδια τους. Κάποια άλλα είναι παρατημένα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ψηλές πολυκατοικίες. «Οι περισσότεροι που ζουν σήμερα στα προσφυγικά είναι ηλικιωμένοι. Φανταστείτε τους μεγάλους ανθρώπους να ζουν στον τρίτο ή στον τέταρτο όροφο χωρίς να έχουν ασανσέρ. Αρκετοί τα νοικιάζουν σε μετανάστες και οι ίδιοι μένουν αλλού. Οι νεότεροι θέλουν να φύγουν, αν μπορούν, να πάνε κάπου καλύτερα, γιατί εδώ είναι η άκρη της Γης» λέει ο Γ. Τσιρίδης.
Η Δραπετσώνα σήμερα
Καστράκι, Άγιος Διονύσιος, Άγιος Παντελεήμονας, Άγιος Φανούριος, Ανάληψη, Ταμπάκικο είναι οι μεγαλύτερες συνοικίες της Δραπετσώνας. Στις γειτονιές εκτός των προσφυγικών, στους ίδιους δρόμους εναλλάσσονται μονοκατοικίες με σύγχρονες πολυκατοικίες με πυλωτές. Κόσμος καθημερινός, μαμάδες με καροτσάκια κ.λπ. Κάποια σπουδαία αγορά δεν υπάρχει, γιατί ο Πειραιάς είναι πολύ κοντά και οι περισσότεροι πηγαίνουν εκεί. Ούτε κάποιου είδους νυχτερινή διασκέδαση.
Οι πιο νεαρές ηλικίες θα πάνε για καφέ στο Απρόοπτο, που δεν το λένε έτσι αλλά όλοι το ξέρουν έτσι, στη La Luna με θέα το λιμάνι. Όμως ακόμα και σήμερα σχηματίζονται ουρές για τον ξακουστό χαλβά του Κοσμίδη, ενώ από παντού έρχονται στη φημισμένη ταβέρνα του Κατσόγιαννη, με σπεσιαλιτέ τα γλυκάδια, στον Άγιο Παντελεήμονα. Φεύγοντας ξανά από τη γέφυρα του Αγίου Διονυσίου σκέφτηκα ότι και σήμερα είναι «μάγκες» όσοι την περνούν –και είναι εκατοντάδες καθημερινά– έτσι παμπάλαια που είναι. Προσπάθησα να φανταστώ πώς θα ήμουν, αν ζούσα εδώ, στο πέρασμα των προηγούμενων δεκαετιών. Θα μ’ άρεσε να ήμουν τεκετζής αλλά, ποιος ξέρει, μπορεί να ήμουν κι ένα απλό χαμίνι. Σίγουρα όμως κι εγώ, όπως κι όλοι, θα είχα καμάρι για την καταγωγή μου από αυτήν εδώ τη γειτονιά του Πειραιά.