Στη Βικέλειο Μορφωτική Εταιρεία έγινε μια συζήτηση για την ελληνική γλώσσα και παραθέτω την ομιλία του Νίκου Σαραντάκου με τίτλο "Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;" που την θεωρώ ενδιαφέρουσα. Είναι μεγαλούτσικο το κείμενο, ομιλία ήταν, αλλά για όποιον νοιάζεται για την γλώσσα περιέχει έξυπνες σκέψεις και πολλές πληροφορίες.
ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ;
Συχνά ακούμε να λένε ότι η ελληνική γλώσσα απειλείται, ότι διατρέχει κίνδυνο, ότι βρίσκεται σε παρακμή. Το ακούμε σε συζητήσεις στην τηλεόραση, το διαβάζουμε σε άρθρα στο Διαδίκτυο, σε αντιπαραθέσεις στα κοινωνικά μέσα, σε επιστολές στις εφημερίδες. Για να τεκμηριώσουν αυτή την άποψη, κάποιοι φέρνουν ως επιχείρημα την υποτιθέμενη λεξιπενία των νέων, άλλοι τα πολλά γλωσσικά λάθη που ακούγονται ιδίως από τους δημοσιογράφους στην τηλεόραση («η κακοποίηση της γλώσσας από τα ΜΜΕ»), άλλοι την αθρόα εισαγωγή ξένων λέξεων ή τις ξενόγλωσσες πινακίδες των καταστημάτων, άλλοι την αποκοπή από την αρχαία γλώσσα, για την οποία κάποιοι θεωρούν υπεύθυνη την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 ή την καθιέρωση του μονοτονικού το 1982. Κάποιοι θεωρούν ότι απειλή για τη γλώσσα αποτελεί η συνήθεια πολλών νέων να γράφουν τα ελληνικά με λατινικό αλφάβητο (τα λεγόμενα γκρίκλις) ή με πολλές συντμήσεις (τπτ αντί για τίποτα, κλμρ αντί για καλημέρα). Όχι σπάνια, ως τεκμήριο της παρακμής αναφέρεται κάποια ορθογραφική απλοποίηση (π.χ. γραφές όπως αβγό, τρένο, Σέξπιρ) ή κάποιος αποκλίνων τύπος (του διεθνή αερολιμένα, διαρρέω την είδηση).
Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που θεωρούν ότι η ελληνική γλώσσα δέχεται επίθεση από σκοτεινούς κύκλους και για να το τεκμηριώσουν επικαλούνται την περίφημη δήλωση Κίσινγκερ, όπου αναφέρεται ότι, επειδή ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος, πρέπει «να πλήξουμε τη γλώσσα του, τη θρησκεία του, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα». Φυσικά, η δήλωση Κίσινγκερ είναι ανύπαρκτη.
Μια και προηγουμένως αναφέρθηκαν λέξεις που γεννήθηκαν τον καιρό της πανδημίας, να θυμηθούμε -δεν έχουν δα περάσει και τόσο πολλά χρόνια, μόλις 4 ή 5- ότι και τότε είχε θεωρηθεί απειλή για τη γλώσσα η αθρόα εισροή νεολογισμών από τα αγγλικά. Ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης, ιδιαίτερα επιδραστικός, ξεκίνησε εκστρατεία από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εναντίον συγκεκριμένων ξένων όρων όπως lockdown, delivery, take-away, click away κτλ. Δεν προλαβαίνουμε να σχολιάσουμε αναλυτικά κάθε περίπτωση, αλλά να πούμε επιγραμματικά ότι το μεν ντελίβερι είχε ήδη ενταχθεί από χρόνια στη γλώσσα αφού έχει δώσει και το παράγωγο «ντελιβεράς», η δε ελληνογενής απόδοση του take-away υπήρχε ήδη και ήταν πακέτο. Μας κάνουν βέβαια πολλή εντύπωση οι εισαγομενοι νεολογισμοί, διότι ακριβώς είναι κάτι καινούργιο, αλλά δεν συνειδητοποιούμε εξίσου εύκολα πόσα ξένα δάνεια παύουν να λέγονται. Για να φέρω ένα παράδειγμα, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 είχαμε στο σπίτι μας λίβινγκ ρουμ (και σκετο «λιβινγκ), ασυμμόρφωτο δάνειο. Σήμερα ο όρος ακούγεται πολύ λιγότερο. Σήμερα έχουμε σαλόνι (δάνειο μεν αλλά πλήρως συμμορφωμένο) ή καθιστικό. Ούτε έχουν επιβιώσει όλοι οι γαλλισμοί και άλλοι ξενισμοί του μεσοπολέμου. Ξέρει κανείς τι είναι το «μπράιτζ φαντζ» του 1931; Έπειτα, οι κινδυνολογούντες για τα αθρόα δάνεια δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν σε τι ακριβώς συνίσταται ο κίνδυνος, δηλαδή τι θα πάθει ακριβώς η ελληνική γλώσσα αν δεχτεί άφθονα δάνεια.
Παραβλέπουν οι επικριτές των δανείων ότι ο γλωσσικός δανεισμός είναι φαινόμενο που γίνεται από τα αρχαιότατα χρόνια, όσο υπάρχει επαφή ανθρώπων, πολιτισμών και γλωσσών, και κυρίως ότι είναι ένα φυσικό φαινόμενο, ότι όλες οι γλώσσες αλλάζουν -και ότι η αγγλική γλώσσα έφτασε να έχει το πλουσιότερο λεξιλόγιο από τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες επειδή ακριβώς δανειζόταν ασύστολα, από το γαλλικό, το λατινικό, το ελληνικό ταμείο, αλλά και από τις γλώσσες των χωρών της βρετανικής αυτοκρατορίας (τανκ, μπανγκαλόου και σαμπουάν είναι λέξεις ινδικής προέλευσης). Παραβλέπουν ότι και η αρχαία ελληνική δανειζόταν (αγγαρεία, σινδόνη, χρυσός, χιτών, παρασάγγη, παράδεισος -και έγραψε κάποιος ειρωνικά στο Φέισμπουκ: μα κι αυτοί οι αρχαίοι, γιατί πήρανε το περσικό «τιάρα» αντί να πουν το ελληνικότατο «κυλινδροειδής και ελαφρώς ραβδωτός πέτασος»;
Το κακό με τη νεοελληνική γλώσσα, μάλιστα, είναι θα έλεγα ότι δανείζεται λίγο. Συγκεκριμένα, έχει χάσει την ικανότητα που είχε παλιότερα, να δανείζεται από το λατινικό ταμείο, ειδικότερα να κάνει λόγιο δανεισμό από το λατινικό ταμείο. Την ικανότητα αυτή την είχε στα βυζαντινά χρόνια, όταν ο Πορφυρογέννητος έλεγε π.χ. «τοὺς ἄρχοντας τοῦ τάγματος τῶν ἐξσκουβίτων, οἷον τοποτηρητὰς, σκρίβωνας, τὸν χαρτουλάριον, δρακοναρίους, σκευοφόρους, σιγνοφόρους, σενάτορας, πρωτομανδάτορας καὶ μανδάτορας», ή ακόμα και επί διαφωτισμού. Όμως σήμερα, σχεδόν μόνο λαϊκός δανεισμός υπάρχει, στη λόγια γλώσσα έχουμε πιο πολύ μεταφραστικά δάνεια. Και ακόμα κι όταν δανειστούμε μια λόγια λέξη, δυσκολευόμαστε να φτιάξουμε σύνθετα και παράγωγά της. Οι βυζαντινοί δεν είχαν πρόβλημα να πλάσουν το θαυμάσιο υβρίδιο «σιγνοφόρος» (λατινογενές το πρώτο συνθετικό, σίγνον η σημαία), έπλαθαν τη λέξη και πήγαιναν να διοικήσουν την αυτοκρατορία τους. Εμείς, αφού με χίλια ζόρια αποδεχτήκαμε την λ. κουλτούρα, ας πούμε, δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να φτιάξουμε το «κουλτουρικός» -αν και οι Έλληνες της ΕΣΣΔ τόλμησαν και το είπαν. Άλλωστε, υπήρξαν εποχές όπου η ελληνική γλώσσα είχε πολύ περισσότερα ξένα δάνεια ως ποσοστό στο λεξιλόγιό της και επιπλέον δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, κι όμως η γλώσσα δεν έπαθε κάποια ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο Μακρυγιάννης, ο Καραϊσκάκης και ο Κολοκοτρώνης χρησιμοποιούσαν λεξιλόγιο με πολλούς τουρκογενείς και ιταλογενείς όρους αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να ελευθερώσουν την Ελλάδα.
Θα πει κάποιος: ναι, αλλά ανάμεσα στον Μακρυγιάννη και στο σήμερα μεσολάβησε η καθαριστική προσπάθεια των λογίων του 19ου αιώνα που, με τη βοήθεια του κράτους, έφεραν τον υπουργό και την εφημερίδα αντί του μινίστρου και της γαζέτας. Ωστόσο, θα πω εγώ, το γεγονός αυτό ακριβώς αποδεικνύει ότι τίποτα το ανεπανόρθωτο δεν έπαθε η γλώσσα. Εξάλλου, σήμερα έχουμε εκπαίδευση, θεσμούς και μια ισχυρή ραχοκοκαλιά εγχώριας ορολογίας.
Για να το γενικεύσω, σε μεγάλο βαθμό, οι φόβοι για παρακμή της γλώσσας δεν είναι παρά η αμηχανία μπροστά στη γλωσσική αλλαγή, που εκφράζεται από ομιλητές κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενοχλούμαστε για γλωσσικές αλλαγές που βρίσκονται σε εξέλιξη. Μας ενοχλεί το «διέρρευσα την είδηση», όχι όμως ότι «το βιβλίο κυκλοφόρησε», διότι αυτή η αλλαγή έχει πλέον συντελεστεί. Ωστόσο, οι παππούδες μας έγραφαν «το βιβλίο κυκλοφορήθηκε» (ή μάλλον «εκυκλοφορήθη»). Όπως εμείς δεν ενοχλούμαστε από το «κυκλοφορεί», έτσι και τα παιδιά μας δεν θα ενοχλούνται από το «διέρρευσε την είδηση».
Πολλοί αναστατώνονται και ενοχλούνται με τις ορθογραφικές αλλαγές. Παράδειγμα, που κυκλοφορεί πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνοψίζει μερικές από τις αλλαγές αυτές. Κάποιος χρήστης παραθέτει ένα καλογραμμένο κείμενο στο οποίο εκφράζει την αγανάκτησή του επειδή κάποιες λέξεις τις είχε συνηθίσει αλλιώς και όχι όπως τις γράφει η σχολική ορθογραφία. Είναι γεγονός ότι κάποιες, πολύ λίγες πάντως, λέξεις διττογραφούνται ή έχουν αλλάξει όντως ορθογραφία. Αυτό κανονικά δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει, διότι η ορθογραφία είναι μια σύμβαση που δεν αγγίζει την ουσία της γλώσσας, οπότε δραματικοί αφορισμοί όπως «κατακρεουργείται η γλώσσα» (επειδή π.χ. η μπύρα «έγινε» μπίρα!) είναι εντελώς άτοποι. Ωστόσο, για κάποιον περίεργο λόγο, είναι γεγονός ότι η ορθογραφική αλλαγή μάς ενοχλεί και μας αναστατώνει. Όταν συνειδητοποιούμε ότι μια λέξη που τη μάθαμε με έναν ορισμένο τρόπο στο σχολείο (ή εκτός σχολείου αλλά στα παιδικά-νεανικά μας χρόνια, διότι τη λέξη μπίρα/μπύρα, βέβαια, δεν μας την έμαθαν τα σχολικά βιβλία) ξαφνικά έχει αλλάξει, παθαίνουμε έναν λιγάκι κωμικό ηθικό πανικό, νιώθουμε να ανατρέπεται εντός μας ο ρυθμός του κόσμου. Αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα μπορούμε να το θεραπεύσουμε αν συνειδητοποιήσουμε αν έγινε όντως αλλαγή, από πότε έγινε και γιατί έγινε. Βοηθάει επίσης το να συμβουλευόμαστε λεξικά και από αυτή την άποψη είναι πολύ χαρακτηριστική η αφοπλιστική ομολογία του ανώνυμου σχολιαστή, ότι αισθάνεται άσχημα όταν «αναγκάζεται» να ανοίξει λεξικό. Μα, νοείται να ενδιαφέρεται κάποιος για τη γλώσσα και να μη συμβουλεύεται λεξικό;
Ο σχολιαστής που είδαμε, και δεν είναι ο μόνος, αντιπαθεί την απλοποίηση της γλώσσας (εννοεί την ορθογραφική απλοποίηση) και τη θεωρεί ισοδύναμη με την κατακρεούργηση. Όμως γενικευμένη ορθογραφική απλοποίηση, δηλαδή φωνητική/φωνηματική ορθογραφία, δεν γίνεται και δεν υποστηρίζεται από (σχεδόν) κανέναν. Εξάλλου, και αυτό είναι το σημαντικότερο, η ορθογραφία αλλάζει (με βραδείς ρυθμούς) διαρκώς· δεν άρχισε να αλλάζει πρόπερσι. Απλούστατα, τις αλλαγές που είχαν ήδη συντελεστεί όταν μάθαμε γράμματα δεν τις έχουμε βιώσει και δεν μας ενοχλούν, τις αγνοούμε. Μόνο οι αλλαγές που συντελούνται μπροστά στα μάτια μας ενδέχεται να μας αναστατώσουν. Πράγματι, πριν από μερικές δεκαετίες, όπως ξέρουν όσοι σκαλίζουν παλιά κείμενα, συνηθίζονταν τύποι όπως ώμμορφη, ξαίρω, κυττάζω, δίκηο, αφίνω, φείδι, καλλίτερος, μαζύ, μεγαλείτερος, ταξείδι, καλωσύνη, παληός, έγεινε… Και οι άνθρωποι της εποχής αναστατώνονταν με τις αλλαγές της ορθογραφίας· λένε πως ο μεγάλος Παλαμάς είχε γράψει «Δεν ξαίρω το ξαίρω με έψιλον», μια και τον τύπο «ξαίρω» είχε συνηθίσει. Ωστόσο, οι σημερινοί δέχονται χωρίς να προβληματιστούν καθόλου τις γραφές ξέρω, αφήνω, συκώτι, καλύτερος, φίδι, κτλ., αλλά αναστατώνονται από το πιρούνι, την μπίρα ή το τρένο, όπως έχουν γράψει άλλοι. Πάω στοίχημα ότι σε 20 χρόνια τα παιδιά μας ή τα εγγόνια μας θα δέχονται χωρίς κανένα πρόβλημα το πιρούνι και το τρένο. Ίσως να τα ενοχλούν άλλες λέξεις, που θα έχει αλλάξει η ορθογραφία τους, αλλά δεν θα διακινδυνέψω να προφητέψω ποιες θα ’ναι αυτές. Φοβάμαι μόνο μήπως τα απασχολεί η χρεοκοπία, και όχι για την ορθογραφία της…
Όσοι έχουν εποπτεία της πνευματικής κίνησης σε άλλες χώρες ξέρουν ότι παρόμοιες δυσοίωνες απόψεις για παρακμή και φθορά της γλώσσας, για γλωσσική ένδεια των νέων κτλ., εκφράζονται και αλλού, σε ολόκληρο τον δυτικό τουλάχιστον κόσμο. Όπως νοσταλγούμε τα εφηβικά μας χρόνια, έτσι νοσταλγούμε και τη γλώσσα όπως με τον τρόπο που μιλιόταν τότε. Αυτό που διαφοροποιεί τα πράγματα σε εμάς είναι η συνεχής σύγκριση της νέας ελληνικής με την αρχαία, η οποία προβάλλεται ως ένα ανέφικτο ιδεώδες. Πολλά σχολικά βιβλία καλλιεργούν εμμέσως την άποψη ότι η σημερινή νεοελληνική δεν είναι παρά ωχρό είδωλο της αρχαίας, πράγμα που βέβαια αφενός δεν βοηθά τους μαθητές να εκτιμήσουν και να αγαπήσουν τη μητρική τους γλώσσα και αφετέρου αποτελεί εύφορο έδαφος όπου θάλλουν κάθε λογής απόψεις για γλωσσική παρακμή, ιδίως όταν αντιδιαστέλλεται η κυρίαρχη θέση της αρχαίας ελληνικής με τη θέση της σημερινής νεοελληνικής. Όπως εύστοχα σημειώνει η Άννα Φραγκουδάκη, «η προφητεία για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας, με όποιο επιχείρημα κι αν εμφανίζεται, ανάμεσα στις γραμμές το ίδιο πάντα εννοεί: φανταστείτε το εθνικό μεγαλείο που… “θα” είχαμε, αν μιλούσαμε αρχαία ελληνικά».
Προσωπικά δεν νομίζω ότι η γλώσσα αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκεται σε παρακμή, ότι απειλείται, ότι κινδυνεύει, ότι κοντεύει να εξαφανιστεί, ότι θα πάθει αφελληνισμό. Αντίθετα, θα έλεγα ότι αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε παραγωγή συγκροτημένου λόγου περισσότερη από οποιαδήποτε άλλη εποχή από τότε που μιλιέται η ελληνική γλώσσα. Αν δείτε, ας πούμε, πόσες εφημερίδες κυκλοφορούν σήμερα και πόσες το 1960, πόσοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεοπτικά κανάλια, ιστολόγια, θα συμπεράνουμε ότι η σημερινή ποσότητα λόγου είναι συντριπτικά μεγαλύτερη – και μιλάμε για συγκροτημένο λόγο. Αλλά βέβαια, όταν είναι πολλαπλάσια η παραγωγή λόγου, πολλαπλάσια θα είναι και τα «γλωσσικά λάθη» των ομιλητών, ιδίως στον προφορικό λόγο που κυριαρχεί σήμερα με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Άλλωστε, ούτε οι κραυγές αγανάκτησης για τα λάθη των μαθητών είναι αποκλειστικότητα της εποχής μας: οι λίγο παλιότεροι θα θυμούνται τον σάλο που είχε ξεσπάσει όταν κάποιοι υποψήφιοι στις πανελλήνιες εξετάσεις το 1985 αγνοούσαν τη σημασία των λέξεων «αρωγή» και «ευδοκίμηση». Ανάλογος θόρυβος είχε γίνει το 1958, όταν στις εισαγωγικές εξετάσεις του Πολυτεχνείου ζητήθηκε στο μάθημα της Έκθεσης από τους υποψηφίους να σχολιάσουν τα δύο τετράστιχα του εθνικού ύμνου και στα γραπτά τους βρέθηκαν πάμπολλες ανορθογραφίες και ασυνταξίες, ακόμα και άγνοια των στίχων του εθνικού ύμνου. Παρομοίως το 1948, άρθρο εκπαιδευτικού μέμφεται το δημοτικό σχολείο επειδή «Εις γραπτά δοκίμια μαθητών, μη διορθωθέντα, εύρομεν τας λέξεις: οι άνθρωπη, οι Ιταλή, ένεκα ο πόλεμος, ομολογώ εβάφτησεν, αντί ομολογώ εν βάπτισμα». Μπορούμε να πάμε και πιο πίσω: το 1928, οι ανορθογραφίες που βρέθηκαν σε γραπτά φοιτητών (π.χ. ίππσος αντί ύψος) πυροδότησαν δημόσια συζήτηση, που έδωσε στον Δημήτρη Γληνό το έναυσμα για τη σειρά άρθρων «Το κύμα της αγραμματοσύνης».
Ίσως η καλύτερη απάντηση στις απαισιόδοξες προφητείες είναι να διαβάσουμε μερικά παλαιότερα κινδυνολογικά βιβλία περί γλώσσας, όπως τα βιβλία του μακαρίτη Σαράντου Καργάκου, Αλεξία και Αλαλία, που γράφτηκαν στη δεκαετία του 1980 και είναι γεμάτα από καταδικαστικές διαπιστώσεις όπως (σταχυολογώ από την Αλαλία): «οι νέοι μας […] έχουν φτάσει στο σημείο να συνεννοούνται με γρυλισμούς και παντομίμες» (σ. 59-60), «κάποιοι νέοι χρησιμοποιούν την ελληνική σαν να κλωτσούν καρφιά» (σ. 63), «τον γλωσσικό χουλιγκανισμό που φέρνει τη γλώσσα μας στην εποχή των σπηλαίων […] οι νέοι μας ακρωτηριάζουν και βεβηλώνουν τη γλώσσα μας» (σ. 109), αλλά και δυσοίωνες προβλέψεις όπως «οι μαθητές του αύριο θα θεωρούν τη “μουσική” ως θηλυκό του “μουσακά” […] θα συγχέουν το έπος με το πέος» (σ. 68), «σε λίγο δεν θα μιλάμε για γλωσσικές προσμείξεις στην ελληνική αλλά για ελληνικές προσμείξεις στη νέα διάλεκτο!» (σ. 129).
Ευτυχώς, καμιά από τις προφητείες αυτές δεν έχει επαληθευτεί. Θα θυμίσω άλλωστε μια πιο πρόσφατη «θανάσιμη απειλή» για τη γλώσσα, που είχε προκαλέσει τεράστιο θόρυβο την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας -εννοώ τα greeklish, για τα οποία εξέδωσαν διακήρυξη 40 μέλη της Ακαδημίας το 2001, χαρακτηρίζοντας «ανόσια και ανόητη» τη χρήση λατινικού αλφαβήτου, και που επί 10-15 χρόνια θεωρούνταν μεγάλη απειλή για τη γλώσσα. Οι γλωσσολόγοι βέβαια επισήμαιναν ότι πρόκειται για «ένα σύστημα γραφής συμπληρωματικό, περιορισμένο σε ειδικές συνθήκες χρήσης από ειδικές κοινωνικές ομάδες». Και πράγματι, σήμερα στην επικοινωνία από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το Διαδίκτυο η χρήση των γκρίκλις έχει υποχωρήσει αισθητά, για να μην πω ότι έχει σχεδόν μηδενιστεί, επειδή πλέον υπάρχουν οι τεχνικές δυνατότητες για απρόσκοπτη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου.
Όσο για τη λεγόμενη λεξιπενία των νέων, θεωρώ ότι είναι μια κατηγορία που κάποιοι την επισείουν χωρίς ποτέ να έχουν κάνει τον κόπο να την τεκμηριώσουν. Υποτίθεται ότι λεξιπενία είναι «το φαινόμενο κατά το οποίο ένα πρόσωπο ή μια κοινωνική ομάδα χρησιμοποιεί στον καθημερινό του λόγο και γενικότερα στην επικοινωνία πολύ περιορισμένο αριθμό λέξεων και εκφραστικών μέσων, κυρίως λόγω άγνοιας» (ο ορισμός από το Λεξικό Μπαμπινιώτη). Δεδομένου όμως ότι κανείς απ’ όσους διατυπώνουν τέτοιες κατηγορίες δεν έχει μετρήσει το λεξιλόγιο του δήθεν λεξιπενικού ομιλητή (και πώς μπορεί τάχα να το μετρήσει;), στην πραγματικότητα η κατηγορία δεν τεκμηριώνεται με βάση τον αριθμό λέξεων που χρησιμοποιεί κάποιος αλλά με βάση τις λέξεις που συλλαμβάνεται να αγνοεί. Άλλωστε, ο ίδιος ο Γ. Μπαμπινιώτης, ίσως και με μια δόση αυτοκριτικής, αντέκρουσε πειστικά την άποψη για τις «500 λέξεις»: «Ο νέος που κατηγορούμε για τις 500 λέξεις δεν είναι ο ίδιος αυτός που γράφει μια κανονική έκθεση στο σχολείο, που συναγωνίζεται χιλιάδες άλλων νέων στις εισαγωγικές εξετάσεις ή που εξετάζεται προφορικά σε διάφορα αντικείμενα, χρησιμοποιώντας πολύ περισσότερες, μερικές χιλιάδες εναλλασσομένων λέξεων;».
Καταλήγοντας, η ελληνική γλώσσα δεν κινδυνεύει «να χαθεί». Θα κινδύνευε αν απειλούνταν με εξαφάνιση οι ομιλητές της, πράγμα που δεν συμβαίνει, ή αν υπήρχε το φαινόμενο της μετακίνησης ομιλητών της νέας ελληνικής, στην Ελλάδα, προς μια άλλη γλώσσα, ας πούμε την αγγλική. Σημειώνει ο Α.-Φ. Χριστίδης: Μια γλώσσα που γράφεται, που διδάσκεται στα σχολεία, που έχει δικό της κράτος, δική της λογοτεχνία, δεν κινδυνεύει να χάσει τους ομιλητές της. Οι γλώσσες που χάθηκαν στο παρελθόν, που έχασαν δηλαδή τους ομιλητές τους, οι οποίοι μετακινήθηκαν σε μια άλλη ισχυρή γλώσσα, αλλά και αυτές που κινδυνεύουν σήμερα ήταν (και είναι) γλώσσες με λίγους ομιλητές, χωρίς «μηχανισμούς» να τις στηρίζουν: σχολεία, λεξικά, γραμματικές, κράτος. Μάλιστα, στην ψηφιακή εποχή η τεχνολογία έχει προσφέρει μεγάλη βοήθεια στην ελληνική γλώσσα, καθώς έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πολλοί νέοι γλωσσικοί πόροι και να γίνουν κοινό κτήμα των πολλών. Πράγματι, η ελληνική, όπως και πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες ανάλογου αριθμού ομιλητών, έχουν πολλαπλάσιους γλωσσικούς πόρους από αφρικανικές ή ασιατικές γλώσσες που μιλιούνται από πολύ περισσότερους φυσικούς ομιλητές.
Όλα καλά λοιπόν; Όχι. Ενώ η κινδυνολογία δεν δικαιολογείται, ασφαλώς για την ελληνική γλώσσα -και για κάθε «μικρή» σε αριθμό ομιλητών γλώσσα- συνεχώς αναδύονται νέες προκλήσεις, ιδίως με την εμφάνιση της τεχνητής νοημοσύνης και των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων. Εδώ υπάρχει λαμπρόν πεδίον δόξας για να αναπτυχθούν καλύτερα και πληρέστερα ελληνόγλωσσα μοντέλα, που θα βοηθούν και στη γλωσσική διδασκαλία (συμπεριλαμβανομένης της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών) αλλά και στη διάδοση της ελληνομάθειας παγκοσμίως.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο μόνος τρόπος για να απειληθεί με εξαφάνιση η ελληνική γλώσσα είναι να πάψουν να υπάρχουν ομιλητές της· όσοι θέλουν να εξασφαλίσουν το μέλλον της γλώσσας, ας προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τις αιτίες που οδηγούν σε υπογεννητικότητα και σε μετανάστευση των νέων.