Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

40 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 40η

 Η δεύτερη ενότητα του τελευταίου κεφαλαίου. Τίτλος της ενότητας "Τίς πταίει;"

 *************************************


2.-

Τις πταίει;

Πάνω στο «Θεσσαλονίκη» ο Θεόφραστος δεν είχε όρεξη για κουβέντες με τον Φαληρέα ή τον Ολόστρατο. Δεν ήταν ίδια η θέση τους. Ο ένας είχε κυβερνήσει σαν τύραννος την Αθήνα και πλήρωνε για τα λάθη του κι ο άλλος ήταν άνθρωπος των όπλων. Αυτός ήταν ο διευθυντής του Λυκείου, της σχολής του Αριστοτέλη, του ξακουστού στα πέρατα της γης Περιπάτου. Γιατί να κρύβεται σε ένα μακεδονικό πλοίο και να φεύγει από το «κλεινόν άστυ», οδεύοντας προς εξορία στη Θήβα;

Ήξερε βέβαια ο δάσκαλος πως δεν τον έδιωχναν για τις ιδέες του, που ήταν απολύτως ελεύθερες σε μια δημοκρατία. Ούτε εποφθαλμιούσαν τη θέση του στη σχολή. Ο λόγος που τον είχαν άχτι, ήταν που τον θεωρούσαν σύμβουλο του επιμελητή, και ήταν! Όλα τα λάθη του Δημήτριου, τα φόρτωναν εξ ίσου και σε αυτόν. Είχε φτάσει τώρα να κινδυνεύει η Σχολή του να χάσει την άδεια της.

Πού ακούστηκε να δίνει ο δήμος την άδεια για να ανοίξει μια σχολή; Από πού κι ως πού σχολή που δεν είχε άδεια θα έπρεπε να κλείσει; Πώς γινόταν σε μια ελληνική πόλη, στην χώρα της ελευθερίας, να αποφασίζει ο δήμος για σχολές και για φιλοσοφίες; Ο καθένας ήταν ελεύθερος να πιστεύει, αλλά και να διδάσκει, ό,τι ήθελε, ακόμα κι αν ήταν βλακείες. Οι μαθητές αποφάσιζαν αν μια σχολή θα έκλεινε ή όχι. Αν κανείς δεν την ακολουθούσε, η σχολή έκλεινε, αν ο κόσμος την εμπιστεύονταν, την κρατούσε ζωντανή. Από τα πέρατα της γης έρχονταν για να μαθητεύσουν στον Περίπατο. Ήταν δυνατόν να την έκλεινε τώρα μια πρόταση του Σοφοκλή του Σουνιέα;

Έφτανε τώρα κι αυτός στα αδιέξοδα που είχαν φτάσει πιο πριν ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης. Ο Πλάτων βασανίστηκε στη Σικελία με τους τυράννους που έμπλεξε όταν πήγε να εφαρμόσει εκεί την Πολιτεία του. Ο Αριστοτέλης απογοητεύτηκε από τον Αλέξανδρο και την θεοποίησή του. Νά που, τώρα, κι εκείνος είχε βρει τον μπελά του με τον Φαληρέα. Ναι, του είχε πει να βάλει όριο εισοδηματικό τις δυο χιλιάδες δραχμές για να είναι κανείς πολίτης. Είχαν μειωθεί οι πολίτες στο ένα τρίτο κι η Πολιτεία θα έπρεπε να λειτουργεί καλύτερα. Ήταν σωστή η συμβουλή. Η εφαρμογή της ήταν που σκάλωσε. Ο Δημήτριος ήταν υπόδουλος των παθών του. Με τριακόσια αγάλματα και πίνακες του μέσα στην Αθήνα, φυσικό ήταν να τον μισήσουν. Έλεγε «λιτότητα» για όλους, αλλά, εκείνος ήθελε να αποτελεί εξαίρεση και ξόδευε σαν Κροίσος. Τι έφταιγε το φιλοσοφικό σύστημα εν προκειμένω;

Ήταν ένα μεγάλο ζήτημα ποιος έφταιξε για όλες τις αστοχίες των υπέροχων θεωριών. Γιατί απέτυχε η «Πολιτεία» του Πλάτωνα στις Συρακούσες; Γιατί απέτυχαν η ομηρικές διδαχές του Αριστοτέλη στον Αλέξανδρο και θέλησε να γίνει θεός, γιος του Άμμωνα Δία; Γιατί απέτυχε κατόπιν κι ο ίδιος με τον Φαληρέα; Τι έφταιγε που η φιλοσοφία δεν μπορούσε να δώσει στην πράξη την κοινωνική γαλήνη που υποσχόταν με την θεωρία;

«Τις πταίει λοιπόν;» ήταν το ερώτημα που τον βασάνιζε.

Στην πραγματικότητα το ερώτημά του δεν ήταν τίμιο. Ο Θεόφραστος αναρωτιόταν αν έφταιγαν οι θεωρίες των σοφών ή οι πολιτικοί που αναλάμβαναν την εφαρμογή τους. Όμως είχε ήδη δώσει και την απάντηση. Γιατί έβαζε ένα δίλημμα με τέτοιους όρους που η απάντηση δινόταν πριν καν τεθεί το ερώτημα. Έφταιγαν οι ιδέες, δημιουργήματα θεών, ή οι πράξεις που ήταν απλές σκιές των ιδεών, δημιουργήματα ανθρώπων; Έτσι αθώωνε τις ιδέες. Εκείνο που απέφευγε να σκεφτεί ο Θεόφραστος ήταν πως η θεωρία του είχε ένα βασικό λάθος. Δεν υπολόγιζε καθόλου την επιθυμία των ανθρώπων να είναι αυτεξούσιοι. Όσο δεν μετρούσε σωστά αυτόν τον παράγοντα έχτιζε πύργους στην άμμο.

Δεν συνυπολόγιζε την ελευθερία σαν βασικό κινητήριο μοχλό της ζωής των ανθρώπων, σαν ενστικτώδη επιθυμία. Αν το έκανε, τότε εύκολα θα καταλάβαινε πως, το λάθος ήταν στην θεωρία, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Περιφρονούσαν τη βασική αρχή της ισοκρατίας κι ισονομίας ότι όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι. Όσο ξεχώριζαν τους ηγέτες από το πλήθος τόσο θα απογοητεύονταν από τους τυράννους τους οποίους στήριζαν. Ο Διονύσιος των Συρακουσών, ο Αλέξανδρος του Φιλίππου κι ο Δημήτριος Φαληρέας αυτό δεν υπολόγισαν. Ήταν δύσκολο, όμως, για τον Θεόφραστο να δεχτεί το λάθος.

«Ποιος φταίει για τους κατατρεγμούς της μοίρας, τις ατυχίες και τις καταστροφές; Οι θεοί ή οι άνθρωποι;»

Καθώς το πλοίο ξεμάκραινε σιγά σιγά από το Φάληρο το ερώτημα όλο και πιο αναπάντητο έμοιαζε.

«Ποιος φταίει, τελικά, για τη δική μου μοίρα, αν όχι εγώ ο ίδιος;» σκεφτόταν.

..................................................

Ο Πανδίων καθόταν σε ένα ξύλινο πάγκο. Σε μια γωνιά κοντά στην πύλη του Πειραιώς, στον Κεραμικό,αναλογιζόταν τι έφταιγε κι είχε φτάσει σε αυτό το χάλι! Είχε παλέψει για χρόνια πολλά μέχρι να φτάσει στο σημείο να γίνει Μεγάλος Μύστης της οργάνωσης. Είχε ξεπεράσει πολλά εμπόδια για να φτάσει στο ανώτατο στάδιο. Είχε τυφλά όργανά του τον Ιεροφάντη, την Πανδότη κι ένα σωρό πιστούς οπαδούς και, τώρα ... τίποτε! Μήπως έφταιξε η απληστία του; Μα, δεν έκανε τίποτε για τον εαυτό του, για την οργάνωση τα έκανε όλα. Τι είχε φταίξει κι είχε περιέλθει σε τέτοια απελπισία;

«Τα έκανα όλα για την οργάνωση;» αναρωτήθηκε. Ίσως όχι μόνο γι αυτήν. Σαν αρχηγός και διαχειριστής καρπωνόταν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της.

«Λύσιε, φέρε μια κούπα με κρασί και καμιάν ελιά για να φάω και να πιω» ζήτησε από τον δούλο του.

«Μάλιστα, αφέντη» του απάντησε εκείνος με σεβασμό.

«Φώναξέ μου και τον Φερεθάνη» τον πρόσταξε.

«Μα ... ο Φερεθάνης έφυγε, κύριέ μου» είπε ο δούλος.

«Ο Ληθόνους; Έφυγε ηι αυτός;»

«Έφυγαν μαζί».

Δεν είπε τίποτα ο Παρμίων, αλλά, από μέσα του θύμωσε πολύ. Τι πα’ να πει «έφυγαν»; Με ποιο δικαίωμα έφευγε ένας Φερεθάνης ή ένας Ληθόνους χωρίς να τον ρωτήσουν. Η τάξη είχε διασαλευτεί κι έπρεπε να ληφθούν μέτρα. Δεν μπορούσε να φωνάξει την Πανδότη να τους μαζέψει. Η Πανδότη ήδη βρισκόταν στην άλλη ζωή. Ίσως ξαναγύριζε κοντά του σαν γάτα ή σαν μια δούλα από την Μικρασία ή την Αφρική. Κάπως έτσι μόνο θα μπορούσε να σβήσει την προδοσία της στην άλλη της ζωή. Κι ο Ιεροφάντης ... πού να ήταν άραγε αυτός; Είχε μείνει στου Φαληρέα ή είχε φύγει για να γλιτώσει τη ζωή του; Πρέπει να είχε καταλάβει τι τον περίμενε γι αυτό πετάχτηκε σαν λαγός απ' το δωμάτιο. Μα, πού θα πήγαινε; θα ξαναρχόταν εδώ αν ήθελε μέρος της περιουσίας της οργάνωσης. Δεν τον φοβόταν πως θα μαρτυρούσε το παραμικρό καθώς ήταν το ίδιο ένοχος κι αυτός για όλα.

«Φώναξε την Αγαθόκλεια» είπε στον δούλο.

Αγαθόκλεια ήταν η γυναίκα του. Έπρεπε να της δώσει οδηγίες αφού τα πράγματα είχαν αλλάξει. Εκείνη ήρθε, αλλά ήταν ανήσυχη κι αλαφιασμένη.

«Κάθισε» της είπε. «Τι έχεις;»

«Η Τιμαρέτη είπε ότι μαχαίρωσαν τον Λευκοπέα».

«Ποιον;» έκανε αιφνιδιασμένος «Πότε; Πού;»

«Τον βρήκαν, λένε, σε ένα σπίτι στο Φάληρο, κάπου κοντά στις εκβολές του Ιλισού»

«Πώς πέθανε; Τι θα πει τον μαχαίρωσαν;»

«Ένα σπαθί τον είχε σκοτώσει, με χτύπημα στην πλάτη, έτσι λένε» είπε η Αγαθόκλεια.

Λευκοπεύς ήταν ο γείτονάς τους που τον είχε χρίσει Μεγάλο Ιεροφάντη στην οργάνωση. Με βάση του νόμους, που ο Πανδίων είχε φτιάξει, ήταν δεύτερος ιεραρχικά κι οικονομικός του συνεργάτης.

«Ξέρουν ποιος τον σκότωσε;»

«Όχι βέβαια, πώς να ξέρουν; Όμως, τι δουλειά είχε ο Λευκοπεύς στο Φάληρο;» είπε η Τιμαρέτη.

«Μην ρωτάς τέτοια πράγματα εσύ» της είπε αυστηρά.

Κατά ένα τρόπο ένιωσε ανακούφιση. Θα ήθελε να τον έχει σκοτώσει εκείνος, αλλά, ο Ιεροφάντης του είχε ξεφύγει την τελευταία στιγμή. Αυτό τον είχε κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο, αλλά, νά που οι θεοί τον είχαν ευνοήσει. Κάποιος -άγνωστος- είχε καθαρίσει τον Λευκοπέα για λογαριασμό του. Δεν είχε παρά να δεχτεί με ευγνωμοσύνη αυτό το δώρο των θεών. Έτσι κι αλλιώς η οργάνωση είχε τελειώσει. Θα έδιωχνε προς το παρόν τον Ληθόνου και τον Φερεθάνη μακριά. Στο μέλλον θα φρόντιζε να τους καθαρίσει για να μην μιλήσουν ποτέ και σε κανέναν. Θα φρόντιζε να ξεμπλέξει πιο γρήγορα και πιο άμεσα από τον Υπάνορα που είχε δείξει ανυπακοή. Ως τότε θα λούφαζε και θα κρυβόταν μέσα στις οικογενειακές του ενασχολήσεις ώσπου να περάσει η μπόρα.

«Ίσως έφταιξα σε κάτι κι οι θεοί μου χαλάσαν όλα μου τα σχέδια» σκέφτηκε. Δεν ήξερε ο Παρμίων πως ο Υπάνωρ είχε κιόλας υπογράψει την καταγγελία του προς την Ηλιαία και τον Άρειο Πάγο. Είχε περιγράψει τα εγκλήματά του και του φόρτωνε όλα όσα είχε κάνει η οργάνωση. Δεν ήξερε πως το κώνειο θα ήταν το δικό του μέλλον και πολύ σύντομα μάλιστα. Πίστευε πως δεν είχε κάνει κανένα λάθος και πως στην επόμενη ζωή του θα ήταν ή ημίθεος ή βασιλιάς.

«Και μετά ρωτάνε “τις πταίει;”» σκέφτηκε. «Δεν φταίνε οι θεοί για τα λάθη μας! Όταν στη θνητή ζωή τα πληρώνουμε, εμείς είμαστε οι φταίχτες!» σκέφτηκε.

Δεν ήξερε πόσο πολύ για τον εαυτό του μιλούσε.

..............................................................

Η Ιππαρχία είχε φροντίσει για την Πανδότη παρ' όλο που την ήξερε για κομπογιαννίτισσα. Της άρεσε, όμως, που είχε αγέρωχη στάση απέναντι σε όλους στους άντρες και γι αυτό την εκτιμούσε. Λυπόταν μόνο πού ’χε μπλέξει με τούτο το άθλιο σινάφι των απατεώνων. Φρόντισε πρώτα για το νεκρό σώμα της. Κατάλαβε αμέσως πως είχε φύγει από δηλητήριο. Θα ήταν το ίδιο που είχε δοθεί στα τρία θύματα των Ορφικών. Κοίταξε το μαχαίρι που την είχε χαράξει και το μαντίλι με το οποίο είχε σκουπιστεί. Πρέπει να ήταν και τα δυο βουτηγμένα σ' αυτό το θανατηφόρο φαρμάκι.

Έκλεισε τα γουρλωμένα μάτια της νεκρής. Έπλυνε το ωχρό πρόσωπο, τακτοποίησε την εσθήτα της και την ξάπλωσε σε ένα πάγκο. Το ίδιο πήγε να κάνει και με τον άλλο νεκρό, τον Ιεροφάντη, αλλά, ήρθαν ο Φανοκράτης με ένα δούλο και πήραν το πτώμα. Το έβαλαν σ’ ένα καρότσι κι έφυγαν. Θα το αφήναν κάπου έξω για να φανεί ότι τον μαχαίρωσαν άγνωστοι και θα ειδοποιούσαν την οικογένειά του. Πριν τον πάρουν, η Ιππαρχία τον είχε αναγνωρίσει Ήταν γείτονας του Παρμίονα, εκείνου που ο Υπάνωρ τους είχε πει πως ήταν ο Μεγάλος Μύστης. Αφού τελείωσε με αυτά πήγε στο σπίτι της γιατί είχε περάσει η ώρα και πλησίαζε το βράδυ.

«Ετοίμασα μιαν επιστολή για την οικογένειά μου στη Θήβα» της είπε ο Κράτης μόλις την είδε που γύρισε. «Πες στο ζευγάρι που θέλεις ότι θα τους φιλοξενήσουν».

Ήταν φτωχό το σπίτι που έμεναν, σχεδόν μια σπηλιά. Ήταν πάντα ανοιχτό και δεχόταν οποιονδήποτε χωρίς διάκριση. Ξένος ή ντόπιος, φτωχός ή πλούσιος, ελεύθερος ή δούλος, άντρας ή γυναίκα, όποιος είχε ανάγκη ήταν ευπρόσδεκτος εδώ. Μπορούσε να μπει στο σπίτι, να κάτσει ή και να κοιμηθεί εδώ. Αν υπήρχε φαγητό το μοιράζονταν όλοι. Έφερναν πολλοί και φαγητά και κρασιά και γίνονταν εκεί θαυμάσια φαγοπότια κι εξαιρετικές συζητήσεις.

«Δεν θα χρειαστεί να φύγουν» είπε η Ιππαρχία,

«Πώς έτσι;»

«Άλλαξαν πολλά. Ο Υπάνωρ είχε σχετιστεί με ορφικούς που τον είχαν μπλέξει. Ευτυχώς, όμως, η οργάνωση διαλύθηκε και δεν έχει πια φόβο».

«Κι η γυναίκα;»

«Είναι κι αυτή καλά μαζί του. Νομίζω θα παντρευτούν, θέλουν να μείνουν μαζί».

«Στον γάμο θα φάμε και θα πιούμε» είπε ο Κράτης. «Θα ευχηθούμε σε όλους καλή τύχη! Από κυνηγημένοι γίνονται καλοί πολίτες και σύζυγοι!»

«Δεν ήταν μόνο τύχη αυτό που τους έφτιαξε τη ζωή» είπε η Ιππαρχία. «Ο νεαρός το πάλεψε πολύ»

«Συν Αθηνά και χείρα κίνει, λοιπόν!»

«Ναι, έτσι έγινε εδώ. Κίνησαν τα χέρια τους κι αυτοί» είπε η Ιππαρχία χαμογελώντας.

Ασχολήθηκαν λίγο με τα στρώματα, και τα μαξιλάρια τους. Τα τίναζαν κάθε απόγευμα γιατί το βράδυ δεν άναβαν κεριά ή λύχνους. Προτιμούσαν να κοιμούνται το απόβραδο και να ξυπνούν με τον πρωινό ήλιο. Το καλοκαίρι, μάλιστα, οι ώρες με σκοτάδι ήταν λίγες και δεν ήθελαν να τις χάσουν. Σε λίγο θα έπεφταν για ύπνο όπως κάθε βράδυ. Ήταν από τις ωραίες στιγμές της ζωής οι ώρες που ξάπλωναν αγκαλιά. Ήταν πολύ όμορφα είτε έκαναν έρωτα είτε αρκούνταν σε ένα ζεστό φιλί και σε πολλά χάδια.

«Οι φίλοι του Ερμόδωρου, είναι εντάξει τώρα;» ρώτησε ο Κράτης καθώς εκείνη ξάπλωσε κοντά του.

«Ναι ... έλυσαν όλοι τις απορίες τους, ...κινώντας κι αυτοί τα χέρια τους μαζί με την Αθηνά» του είπε.

«Ευτυχισμένοι λοιπόν!» είπε ο Κράτης.

«Ευτυχισμένοι που επιτέλους έχουν την ισοκρατία. Το περίμεναν τόσο καιρό!» είπε η Ιππαρχία. «Ο Ζείκρατος έστειλε μήνυμα στον Επίκουρο να επιστρέψει».

«Α ... μακάρι ... χαίρομαι γι αυτό» είπε ο Κράτης.

«Σου είπα πώς ελπίζουν σε καλύτερες μέρες».

«Όμως ο Ερμόδωρος άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο».

«Κι άλλοι πολλοί έκαναν το ίδιο αυτές τις μέρες» είπε η Ιππαρχία.

«Πάντα το ίδιο το τροπάρι, καλή μου» είπε ο Κράτης σκεπτικός. «Δεν θα βαρεθούν οι άνθρωποι να χαίρονται για τα μικρά και να διαψεύδονται συνεχώς; Δεν θα σκεφτούν πως τα ανθρώπινα κατασκευάσματα είναι μάταια και καταστροφικά; Δεν βλέπουν πως όλα αυτά μας απομακρύνουν από την ζωική μας φύση;»

«Ελπίζουν» του είπε.

«Ελπίζουν μέχρι την επόμενη διάψευση των ελπίδων τους. Κι όταν διαπιστώνουν πως ήταν όλα μάταια, ψάχνουν, αλλά, δεν βρίσκουν ποτέ τους τον φταίχτη».

«Μα πώς μπορούν να δεχτούν πως ο μόνος ή ο κύριος φταίχτης είναι ο εαυτός τους;»

«Ναι καλή μου» της είπε ο Κράτης. «Κι εγώ το ίδιο πιστεύω, αυτός είναι ο φταίχτης».

Για τους κυνικούς το ερώτημα «τις πταίει» ήταν λυμένο εδώ και αιώνες. Έφταιγε ο άνθρωπος που απομακρυνόταν από την φύση. Γι αυτό αδιαφορούσαν για τα ανθρώπινα και, μαζί με αυτά, για την ηθική, τις ανέσεις και τις εφευρέσεις. Γι αυτό απέρριπταν την ίδια την πολιτεία των ανθρώπων. Η απάντηση του Διογένη στον Φιλίππου Αλέξανδρο τα έλεγε όλα. Όταν τον ρώτησε -αυτός ο άρχοντας του κόσμου- τι θα επιθυμούσε να του προσφέρει πήρε την σωστή απάντηση. Ο Διογένης δεν ζήτησε παρά μόνο να πάψει το βασιλόπουλο να του στερεί τον ήλιο. Ποιος άλλος εκτός από έναν κυνικό θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο; Μόνο ένας άνθρωπος πεισμένος πως οι ευεργέτες είναι δυνάστες κι οι γενναιόδωροι κλέφτες μπορούσε να το κάνει.

«Ο άνθρωπος φταίει για τα δεινά του» είπε η Ιππαρχία κι αγκάλιασε τρυφερά τον Κράτη.

...............................................

*************************************

Αύριο Τρίτη 17/11 λόγω Πολυτεχνείου δεν θα έχουμε ανάρτηση για το βιβλίο. Την Τετάρτη 18/11 συνεχίζουμε με την 41η συνέχεια.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Μια συμβιβαστική πρόταση για τα δημοτικά τέλη 2021

*************************************************
Ο ΦΙΛΟΛΑΪΚΟΣ ή ΜΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
**************************************************
Ο Δήμαρχος απέρριψε την πρόταση που κάναμε προ μηνός και καταθέσαμε εμπεριστατωμένα στην οικονομική επιτροπή για μείωση των δημοτικών τελών των οικιών κατά 20% (από 1,61 ευρώ/τμ σε 1,30 ευρώ/τμ.)
 
Σημειωτέον ότι από πέρσι σημειώθηκε μια τεράστια αύξηση των δημοτικών τελών των μεγάλων επιχειρήσεων σαν συνέπεια ενός φιλικού προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση νόμου του Σύριζα του 2018. Υπάρχει λοιπόν το περιθώριο μείωσης των δημοτικών τελών των οικιών. Εξάλλου αυτό ήταν και το νόημα του νόμου του Σύριζα. Αυξάνουμε υπερβολικά τα τέλη των μεγάλων επιχειρήσεων και ελαφρύνουμε τα νοικοκυριά. Στην δήμο μας επωφεληθήκαμε της αύξησης χωρίς να προβούμε σε μείωση. Την χρωστάμε στους δημότες. 
 
Κατόπιν τούτου επανέρχομαι με μια πρόταση συμβιβαστική που προβλέπει μείωση κατά 16%. (μείωση σε 1,35 ευρώ/τμ.)
Ακολουθεί η σχετική επιστολή μου που συνοδεύει την νέα ολοκληρωμένη πρόταση για τα δημοτικά τέλη του 2021
...............................................................
«Κύριε Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι σύμβουλοι,
Κυρίες και κύριοι των αρμοδίων υπηρεσιών του Δήμου μας,
 
Προ μηνός, οι Δαβγιώτη Ελένη, Δατσέρη Βάνα, Καμάς Παντελής και Τσιρίδης Γιώργος καταθέσαμε πλήρη πρόταση στον δήμο με πρόβλεψη για μείωση των δημοτικών τελών των κατοικιών κατά 20% από 1,61 ευρώ/τ.μ. σε 1,30 ευρώ/τ.μ.
Είδαμε προ ημερών εισηγητικό της διοίκησης για την Οικονομική Επιτροπή που αγνοεί την πρότασή μας, την απορρίπτει και κρατά τα τέλη των οικιών στο 1,61 ευρώ/τ.μ. παρά τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν συμβεί σε βάρος των οικονομικών των κατοίκων της πόλης μας.
 
Κατόπιν τούτου επανέρχομαι με μία πρόταση συμβιβαστική.
Τώρα προβλέπεται μια μείωση των τελών των κατοικιών κατά 16% στο 1,35 ευρώ/τ.μ. για το 2021.
Η πρόταση είναι πλήρης, αλλά, καλό θα είναι να την δει η οικονομική υπηρεσία και να την επιβεβαιώσει ώστε να γίνει ευκολότερα αντικείμενο συζήτησης στην συνεδρίαση της οικονομικής επιτροπής.
Μην αγνοήσετε και πάλι τις προτάσεις μας.
Μην αποφύγετε να δώσετε τις προτάσεις μας (και των τεσσάρων συμβούλων και την συμβιβαστική δική μου και όποια άλλη έχει κατατεθεί) στην οικονομική υπηρεσία. Πρέπει να έρθουν και επισήμως ελεγμένες για συζήτηση στην οικονομική επιτροπή και το δημοτικό συμβούλιο.
 
Γιώργος Τσιρίδης
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ»

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

39 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 39η

Στην πρώτη ενότητα με τίτλο "κομμάτι του τελευταίου κεφαλαίου, με τίτλο "Μόνο έτσι κυβερνιέται ο κόσμος" βλέπουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουν το θέμα της εξουσίας, στη νέα εποχή, οι φίλοι Αθηναίοι, ο Δημήτριος Φαληρέας που φεύγει κι ο Δημήτριος Αντιγονίδης που έρχεται.

************************************ 


11η Ιουνίου Απόγευμα. 

"Μόνο έτσι κυβερνιέται ο κόσμος" (μέρος β')

................

Στην Αθήνα η τρέχουσα διοίκηση της πόλης γινόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από δούλους. Ήταν ικανοί άνθρωποι κι εργάζονταν κάτω από αυστηρό έλεγχο.

«Η διοίκηση της πόλης ορίζεται από τους κληρωτούς πολίτες. Οι στρατηγοί εκλέγονται απ’ όλους» συνέχισε ο Μύρων. «Έτσι η πόλη αξιοποιεί όλα τα ταλέντα της και τις ικανότητές των πολιτών της».

«Η αλήθεια είναι» παραδέχτηκε ο Καινέας «ότι με τον Φαληρέα μπερδεύτηκα. Την πολιτεία του Πλάτωνα την έκανε να μοιάζει με τυραννία».

«Ας πιούμε ένα ποτήρι ακόμα κι ας πούμε ένα εβίβα ακόμα» είπε ο Ζείκρατος.

«Εγώ σας αφήνω τώρα να φιλοσοφήσετε όσο θέλετε. Μπορείτε να παινέψετε το "ελεύθερο" πολίτευμά σας χωρίς τις δικές μου φιλοσοφικές ενοχλήσεις» είπε η Ιππαρχία. «Πάω να βρω τον Κράτη».

«Φεύγω κι εγώ» είπε ο Καινέας. «Ελπίζω, μόνο, να μη μετανιώσουμε πολύ σύντομα που ανεβάσαμε στον Όλυμπο αυτόν τον νεαρό γιο του Αντίγονου».

«Συμμερίζομαι τους φόβους σου, Καινέα. Η δημοκρατία αυτή τη φορά δεν είναι και τόσο σταθερή» είπε ο Μύρων.

«Συμφωνώ κι εγώ» είπε κι ο Ζείκρατος.

Όταν έφυγαν η Ιππαρχία κι ο Καινέας, ο Ζείκρατος γύρισε προς τον φίλο του.

«Γιατί δεν φωνάζεις την Κλεοτίμα; Ξέρω πως θα σου άρεσε να είναι στην παρέα μας».

«Αν φωνάξεις εσύ την Νικάτα, τότε, θα πω κι εγώ στην Κλεοτίμα!» του απάντησε ο Μύρων.

Πείραζαν ο ένας τον άλλον. Μετά το έντονο τριήμερο των εξελίξεων μπορούσαν να χαλαρώσουν. Ανησυχούσαν όμως για το μέλλον.

«Η αλήθεια είναι ότι ο Δημήτριος, μοιάζει πολύ με τον Αλέξανδρο σε όλα και, κυρίως, στην αλαζονεία» είπε ο Μύρων.

«Την ελευθερία οι Μακεδόνες την νιώθουν μόνο στα όπλα, μόνο μέσα από την δύναμη. Πολίτης είναι ο οπλίτης και μόνο ο στρατός παίρνει αποφάσεις».

«Γι αυτό δεν βρίσκουν διάδοχο βασιλέα. Δεν έχουν ένα τρόπο να συγκεντρωθούν στρατιώτες που είναι στις άκρες της γης, σε Βακτρία, Θράκη Αίγυπτο... Είναι, βλέπεις, σκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου! Κι όσο δεν αποφασίζουν, τρώγονται οι διάδοχοι με συνεχείς πολέμους».

«Δεν είναι πολύ διαφορετικό το δικό τους πολίτευμα απ’ την ολιγαρχία της Σπάρτης. Στους Λάκωνες, πολίτες είναι μόνο οι όμοιοι. Στους Μακεδόνες πολίτες είναι οι οπλίτες. Και σε εμάς έτσι ήταν παλιά. Μόνο που εμείς την ισοκρατία την κάναμε θεσμό. Κάναμε πολίτες τους ναυτικούς και τους θήτες. Έτσι φτιάξαμε το πολίτευμα που έχουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Όχι “έχουμε”. “Είχαμε” εννοείς, Ζείκρατε! Κι από όταν το χάσαμε παλεύουμε να το αποκτήσομε ξανά».

«Έχεις δίκιο, αφού ακόμα χρειαζόμαστε σωτήρες».

«Αξίζει τον κόπο να παλεύει κανείς» είπε ο Μύρων.

«Να άρχει και να άρχεται εξ ίσου ο καθένας! Πολίτης κι όχι υπήκοος! Μόνο έτσι αξίζει να κυβερνιέται ένας τόπος!»

«Συμφωνώ, Ζείκρατε, μόνο έτσι!»

...................................................

Ο Φαληρέας κι ο Θεόφραστος βρίσκονταν σ’ ένα πλοίο με το όνομα “Θεσσαλονίκη”. Ναύαρχος ήταν ο Ολόστρατος, ένας Μακεδόνας που είχε πολλά χρόνια στη θάλασσα. Δεν είχε έρθει μαζί τους ο Πολέμων. Έμεινε στην Ακαδημία για να ζητήσει άδεια λειτουργίας από την Εκκλησία του δήμου. Το επιχείρημα του Πολέμονα έναντι του Θεόφραστου ήταν πως θα επικαλείτο τον Πλάτωνα. Το όνομά του ήταν καλύτερο απ’ του Αριστοτέλη που είχε κατηγορηθεί ως προδότης.

Ο Ολόστρατος είχε ξεκινήσει από το απόγευμα για να πιάσει στο ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα(*1). Θα διανυκτέρευαν εκεί κι αύριο το πρωί θα ξεκινούσαν για την Αυλίδα. Δεν ήθελε να φύγουν το πρωί από τη Μουνιχία, μήπως αντιμετώπιζαν καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Καλύτερα να ήξεραν όλοι πως το πλοίο του είχε ήδη αναχωρήσει. Τη σκέψη του βέβαια δεν την είχε πει στον Θεόφραστο που ανησύχησε.

«Πού μας πάει ο Μακεδόνας; Σε λίγο νυχτώνει. Θέλει να μας ρίξει στα βράχια;»

«Ησύχασε» του είπε ο Δημήτριος. «Φεύγει από σήμερα από τη Μουνιχία αλλά θα διανυκτερεύσει εδώ κοντά».

«Πού πάμε; ... στο άγνωστο!» είπε ο Θεόφραστος.

«Δεν είναι τόσο άγνωστη η Θήβα, Θεόφραστε. Εκεί θα μας περιμένουν. Τα κανόνισε όλα η Ευρυδίκη».

«Θέλω να γυρίσω όσο πιο σύντομα μπορώ».

«Θα περιμένεις, δάσκαλε, ειδοποίηση του Αντιγονίδη» του είπε ο Θεόδωρος. «Αλλιώς, θα είναι επικίνδυνο».

«Θα ασχοληθεί μαζί μου ο σωτήρας και θεός;» έκανε εκείνος με διάθεση ειρωνείας.

«Θέλει να τον μάθεις φιλοσοφία! Υπάρχει Μακεδόνας που να μην λιγουρεύεται τον Περίπατο;» είπε ο Φαληρέας.

«Α, ειδικά όταν θέλει να περάσει για φιλοσοφημένος στρατηγός!» συμπλήρωσε ο Θεόδωρος.

«Ήταν αιχμή για μένα αυτό;» τον ρώτησε ο Φαληρέας.

«Όχι Δημήτριε!» είπε ο Θεόδωρος. «Εξάλλου εσύ ήσουν στ' αλήθεια φιλοσοφημένος, όχι όπως οι βάρβαροι».

«Η ανταλλαγή επιστολών με τον Πτολεμαίο αργεί. Μου είπε η Ευρυδίκη πως είναι καλύτερα να πάω στην Πέλλα μέχρι να πάρει απάντηση. Εξ άλλου θέλω να δω τον Κάσσανδρο και να προετοιμάσω το ταξίδι στην Αίγυπτο».

«Εγώ δεν πάω τόσο μακριά» είπε ο Θεόφραστος.

«Εγώ θα πάω» είπε ο Δημήτριος. «Θα έρθεις κι εσύ μαζί μου, Θεόδωρε;»

«Μα φυσικά. Εξάλλου, δούλος σου είμαι».

«Στο γράμμα που άφησα για το προσωπικό, σημειώνω πως είσαι πλέον ελεύθερος».

«Θέλεις να φύγω;»

«Λέω μόνο πως, αν θέλεις, μπορείς να φύγεις».

«Θα έρθω μαζί σου όπου πας. Αν φτάσουμε κάποτε στην Αλεξάνδρεια, ίσως κάνω ένα ταξίδι στη Ρόδο».

«Αλεξάνδρεια!» είπε ο Δημήτριος. Αφέθηκε να πλανηθεί στα μέρη της Αφρικής με τη φαντασία του. «Όλοι λένε πως εκεί φτιάχνεται μια καινούρια Ελλάδα».

«Όλα είναι καινούργια στις νέες πόλεις της Ανατολής. Νέες χώρες, τεράστιες εκτάσεις, πλούτος. Ένας καινούριος κόσμος φτιάχνεται εκεί».

«Νά πεδίο δόξης λαμπρό για να συμβάλεις κι εσύ!»

«Ίσως εκεί με ακούσουν» είπε σκεπτικός ο Δημήτριος.

«Ο Λαγίδης είναι άνθρωπος σοφός κι αποτελεσματικός. Ξέρει να ακούει και ξέρει να κρίνει» είπε ο Θεόδωρος. «Θέλει να κάνει την Αλεξάνδρεια πρώτη πόλη στον κόσμο κι αν τον βοηθήσεις θα στο αναγνωρίσει».

«Θα του δώσω την ιδέα και τα σχέδια για ένα τέμενος των Μουσών και μια παγκόσμια βιβλιοθήκη. Αυτός έχει χρήμα κι εργάτες και μια σπουδαία πόλη για να τα φτιάξει. Ελπίζω να με ακούσει για το δικό του το καλό».

«Αφού δεν σε άφησε η Αθήνα ..».

«Στην Αθήνα οι σοφοί όλου του κόσμου έρχονται μόνοι τους να την δουν κι οι συγγραφείς γράφουν βιβλία. Ίσως να μην είχε ανάγκη το Μουσείο η Αθήνα. Η Αλεξάνδρεια όμως, αν θέλει να την φτάσει ή να την ξεπεράσει, πρέπει να βρει τρόπο να τους προσελκύσει».

«Πώς το φαντάζεσαι το Μουσείο, Δημήτριε;»

«Έναν τεράστιο χώρο με καταλύματα για τους σοφούς που θα έρχονται. Πρυτανείο για την τροφή τους, γυμναστήρια, στάδια με εξέδρες για να μιλούν, κήπους για περιπάτους. Θα χρειάζονται κι εργαστήρια για να φτιάχνουν μηχανές».

«Κι η βιβλιοθήκη;»

«Θέλω να μαζευτεί όλη η σοφία του κόσμου σε ένα κτίριο, με χιλιάδες αντιγραφείς και αναγνωστήρια. Το Μουσείο κι η βιβλιοθήκη θα κάνουν την Αλεξάνδρεια το νέο κέντρο του κόσμου».

«Μακάρι να καταλάβουν τα όνειρά σου!»

«Δεν είναι όνειρα, είναι σχέδια» είπε ο Δημήτριος.

Ο Θεόδωρος δεν του μίλησε άλλο. Τον είδε που είχε βυθιστεί στο δικό του όραμα. Ήξερε πόσο φευγαλέα κι απατηλά ήταν, συχνά, τα όνειρα των ανθρώπων. Από την άλλη πάλι, γνώριζε πόσο άλλαζαν τον κόσμο και πόσο ακατανίκητα γίνονταν όταν η τύχη στεκόταν πλάι τους.

Τα οράματα του Ξέρξη και του Αλέξανδρου ήταν το ίδιο ισχυρά, Είχαν καταλήξει το ένα σε μια τραγωδία και το άλλο σε θρίαμβο. Έπλεαν έξω από τον φαληρικό όρμο. Ο ήλιος αυτό το απόγευμα ήταν πολύ μεγάλος, ζεστός και πορτοκαλής.

«Χωρίς οράματα ο άνθρωποι θα ζούσαν στις σπηλιές» είπε ο Δημήτριος, σπάζοντας την σιωπή. «Τα πολιτεύματα τούς βοηθούν να ζουν όλοι μαζί».

Ο Θεόδωρος κούνησε το κεφάλι.

«Για να κυβερνηθεί όμως η πολιτεία χρειάζεται ο νόμος κι αυτό σημαίνει στιβαρή κυβέρνηση. Θέλει βασιλιά σοφό και λαό ευπειθάρχητο» συνέχισε ο Δημήτριος. «Έχω τη γνώμη πως αυτό συμβαίνει στην Αίγυπτο».

«Λένε καλά λόγια για τον Πτολεμαίο» είπε ο Θεόδωρος.

«Έχει οράματα. Κάνει ό,τι έκανα κι εγώ, μόνο που έχει άφθονους πόρους και δικό του στρατό».

Ο Δημήτριος ξαναχώθηκε στις σκέψεις του. Μετά από λίγο είπε στον Θεόδωρο το απόφθεγμά του.

«Στιβαρή κυβέρνηση κι οράματα. Έτσι κυβερνιέται μια πολιτεία!»

«Μόνο έτσι» συμφώνησε σαν ηχώ κι ο Θεόδωρος.

..........................................................

Ο Αντιγονίδης ετοιμαζόταν για τα Μέγαρα. Μέσα του είχε ωριμάσει η απόφαση. Στην Αθήνα όλα πήγαιναν καλά. Γιατί να έμενε εδώ και να άρχιζε την πολιορκία της Μουνιχίας χάνοντας τον καιρό του; Έτσι κι αλλιώς η πολιτεία τού είχε παραδοθεί κι ο δήμος ήταν μαζί του ψυχή τε και σώματι. Οι Μακεδόνες του Κάσσανδρου, πολιορκημένοι, θα τον περίμεναν να έρθει και να τους πάρει με την ησυχία του. Στο μεταξύ θα έφθαναν κι άλλα πλοία του από το Αιγαίο, με μηχανικούς που ήξεραν να φτιάχνουν πολιορκητικές μηχανές. Ήθελε να δουν οι Αθηναίοι τις μηχανές του, να πάθουν την πλάκα τους. Ο Δημήτριος ο «ελευθερωτής» και «σωτήρ» θα λεγόταν από εδώ και στο εξής «πολιορκητής»! Ναι, αυτό ήταν μια καλή, σωστή προσφώνηση. Θα πήγαινε, λοιπόν, στα Μέγαρα. Θα έδιωχνε τη φρουρά του Κάσσανδρου και θα έδινε στην πόλη το πολίτευμά της, το ελεύθερο, το ελληνικό.

«Πώς κρίνεις την απόφασή μου να πάμε στα Μέγαρα;» ρώτησε τον Αριστόδημο.

«Σωστή απόφαση. Η Μουνιχία θα πέσει έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ανάγκη να βιαστούμε» είπε ο εταίρος του.

Σεβόταν τη γνώμη του Αριστόδημου. Ήταν τυχερός που τον είχε μαζί του.

«Έμαθες αν φεύγει αύριο το πλοίο από τη Μουνιχία;»

«Ξεκίνησε ήδη με ναύαρχο τον Ολόστρατο. Θα μείνει να διανυκτερεύσει κάπου κοντά. Και θα συνεχίσει για την Αυλίδα αύριο το πρωί. Φαίνεται ότι φοβάται» είπε γελώντας ο Αριστόδημος.

«Είναι ανόητος. Δεν του είπαν ότι έχει την άδεια μας;» είπε χαμογελώντας ο Δημήτριος. «Ξέρεις αν πήρε μαζί του τον Θεόφραστο και τον Πολέμονα;»

«Ο Θεόφραστος πήγε με τον Φαληρέα, ο Πολέμων όμως δεν θέλησε να φύγει».

«Να προσέχεις μην γίνει καμιά κίνηση εις βάρος του. Να έχεις στο νου σου την Ακαδημία του».

«Θα προσέχω» είπε ο Αριστόδημος.

«Ετοίμασες το πλοίο για την Έφεσο;»

«Ετοίμασα. Θα φύγει αύριο πρωί-πρωί και θα γυρίσει με τους καλύτερους μηχανικούς μας».

«Εντάξει, μπορείς να φύγεις».

Ο Δημήτριος σωτήρ, γιος του Αντιγόνου Μονόφθαλμου είχε τις φιλοδοξίες του. Θα ήταν σύντομα ο κατακτητής κι ο ελευθερωτής της Ελλάδας. Τα νησιά του Αιγαίου ήταν το πρώτο του βήμα, δεύτερο η Αττική, μετά η Πελοπόννησος, ανυπόμονη να εξεγερθεί κι αυτή. Μετά η Θεσσαλία, ίσως η Ήπειρος και στο τέλος ... η Μακεδονία! Αυτή την πορεία είχαν σχεδιάσει με τον πατέρα του, τον πιο ισχυρό άνδρα της οικουμένης. Έπρεπε να κάνουν γρήγορα, πριν συνασπιστούν εναντίον του οι άλλοι. Δεν ήταν λίγοι, ο Λυσίμαχος, ο Πτολεμαίος, ο Κάσσανδρος κι ο Σέλευκος. Ήταν βέβαιο πως δεν θα άντεχαν να μαζεύει όλη την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου μόνος του ο Αντίγονος. Θα ήθελαν να γίνουν εκείνοι κοσμοκράτορες ή να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Γι αυτό, έπρεπε να βιαστεί.

Αν φοβόταν κάτι ήταν ... τον εαυτό του! Φοβόταν τις ασωτίες στις οποίες ήταν επιρρεπής και τις διασκεδάσεις που τον τραβούσαν σαν μαγνήτης. Αναζητούσε τις απολαύσεις της σάρκας και του πνεύματος. Δεν μπορούσε να αποφεύγει τις ωραίες γυναίκες που, για χάρη τους, τα έδινε όλα. Ενέδιδε στο πιοτό συχνά. Τον χαρακτήριζε μια ανεμελιά και -το χειρότερο όλων- μια ριψοκινδύνευση με την οποία επέμενε να φλερτάρει. Λες και τον απωθούσε η σιγουριά ενώ τον έλκυε ο κίνδυνος. Ο πατέρας του γνώριζε τις αδυναμίες του, όμως, εξακολουθούσε πιστεύει σ' αυτόν. Κι εκείνος, τώρα, θα του αποδείκνυε ότι δεν είχε κάνει λάθος σε αυτή την πίστη. Θα του έδειχνε πως στις κρίσιμες στιγμές ήταν ο άξιος γιος του πατέρα του, ικανός για το καλύτερο.

Ο Αντίγονος ήταν ο στρατηγός-αυτοκράτωρ όλης της Ασίας. Είχε ανακηρυχθεί επίσημα Επιμελητής των διαδόχων του Αλέξανδρου. Ήταν δύο, ο νεαρός Αλέξανδρος Δ', γιος της Ρωξάνης, κι ο Φίλιππος Αρριδαίου, ο ετεροθαλής αδελφός του Αλέξανδρου. Σαν Επιμελητής ήταν ο νόμιμος διεκδικητής του αχανούς κράτους που είχε δημιουργηθεί. Είχε καθήκον να το ενώσει και πάλι για λογαριασμό των διαδόχων. Φυσικά, αν τα κατάφερνε, δεν επρόκειτο να παραδώσει το τεράστιο κράτος σε ανίκανους. Ούτε ο ανήλικος γιος της Ρωξάνης το άξιζε ούτε ο καθυστερημένος Αρριδαίος. Θα γινόταν κοσμοκράτορας ο ίδιος, με την έγκριση του μακεδονικού στρατού. Κατόπιν θα παρέδιδε την αχανή αυτοκρατορία στον γιο του.

Πραγματικά, ο Αντίγονος, στα εβδομήντα πέντε του, δεν εργαζόταν για τον εαυτό του αλλά για τον Δημήτριο. Οι δυο τους, όμως, έπρεπε να βρουν τρόπο να ενώσουν -με το σπαθί και την σάρισα- το τεράστιο κράτος. Σε αυτούς είχε πέσει ο κλήρος να συνεχίσουν το έργο του μεγάλου στρατηλάτη. Ο ξαφνικός θάνατός του είχε ματαιώσει την προγραμματισμένη εκστρατεία του στην Αραβία. Στη δύση υπήρχαν η Ρώμη κι η Καρχηδόνα για να κατακτηθούν. Ήταν βαριά και προκλητική αυτή η κληρονομιά που παραλάμβανε ο Δημήτριος από τους Μακεδόνες προγόνους του. Ένιωθε πως ήταν, αληθινά, ικανός να ανταποκριθεί.

Είχε δύναμη, πόρους, ικανότητα και διάθεση. Ήταν, στ’ αλήθεια, ο κατάλληλος άνθρωπος για να δώσει στον κόσμο ένα νέο είδος διακυβέρνησης. Ένα κόσμο ενωμένο από τη μια άκρη ως την άλλη, με μια γλώσσα, έναν ηγέτη, κι ένα σκοπό, την ευημερία των ανθρώπων.

«Μόνο έτσι μπορεί να κυβερνηθεί ο κόσμος» σκέφτηκε.

Αν γίνονταν όλα αυτά, θα ξεπερνούσε σε δόξα και τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Θα γινόταν κατακτητής ανατολής και δύσης και, δικαίως, θα αποθεωνόταν. Στο έργο αυτό είχε την αμέριστη βοήθεια του Αντιγόνου, γι αυτό και τον τιμούσε βαθιά. Τον άκουγε και του φερόταν όπως ίσως κανείς άλλος γιος για τον βασιλιά-πατέρα(*2) του.

Ένα ρίγος τον διαπέρασε με τις ίδιες του τις σκέψεις. «Θεοί, μπορεί άραγε να ξεπεραστεί ο Αλέξανδρος;» ήταν η ανίερη σκέψη. Μπορούσε η Μεσόγειος να γίνει ελληνική λεκάνη ειρήνης με τους Μακεδόνες κυρίαρχους του νέου κόσμου; Αν κάποιος μπορούσε να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο όνειρο, ποιος άλλος από τον ίδιο θα μπορούσε να είναι; Μόνο αυτός είχε τα νιάτα, την όρεξη και την δύναμη για να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα. Θα το έκανε!

«Μόνο έτσι αξίζει να κυβερνηθεί αυτός ο κόσμος! Ναι, μόνο έτσι!» σκέφτηκε.

................................................

Παραπομπές:

(*1) Ο ναός βρίσκεται στην Ακτή του Αστέρα Βουλιαγμένης (στο Astir beach) στο μεσαίο από τα τρία γλωσσίδια αμμουδιάς.

(*2) Υπήρχε μια παράδοση να κινδυνεύουν με πατροκτονία οι βασιλείς από τους διαδόχους τους. Ο Δημήτριος έσπασε αυτή την παράδοση κι ο Αντίγονος τον δεχόταν στη σκηνή του ακόμα και οπλισμένο, πράγμα που ως τότε ήταν ταμπού.

************************************

Την Δευτέρα η συνέχεια με την δεύτερη ενότητα του τελευταίου κεφαλαίου.