Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

In memoriam Edgar Allan Poe. NEVERMORE!


Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε πέθανε σαν αύριο 7 Οκτώβρη, σε ηλικία μόλις 40 ετών πριν από πολλά (165) χρόνια. Από σήμερα λοιπόν είπα να αναρτήσω μια σχετική αναφορά μια και ο Πόε μου άρεσε πάντα ιδιαίτερα.
Θεωρείται ο δημιουργός, του αστυνομικού μυθιστορήματος, της λογοτεχνίας τρόμου αλλά και των ιστοριών φαντασίας. Στην Αμερική όπου όλα εξογκώνονται γνώρισε μια τρομερή και ξαφνική επιτυχία με τη δημοσίευση του ποιήματος το Κοράκι το 1845. Μέσα σε λίγες μέρες ή εβδομάδες κυκλοφορούσε παντού και προκάλεσε πάταγο και τρομερές κριτικές υπέρ του Πόε που ζούσε ως τότε αγνοημένος από τον πολύ κόσμο και με πολλά προβλήματα. Ο αργός θάνατος της γυναίκας του (και πρώτης ξαδέλφης του) Βιργινίας, που την παντρεύτηκε όταν ήταν 13 ετών και πέθανε στα 25 της, τον παρακίνησε να γράψει κείμενα που έδειχναν όλη την σαπίλα και τη ματαιότητα της κοινωνίας των ανθρώπων. Το έριξε και στο αλκοόλ το οποίο τελικά τον σκότωσε. Κατακρίθηκε πολύ ακόμα και μετά θάνατό του από τους αξιοπρεπείς Αμερικανούς. Αναγνωρίστηκε πολύ αργότερα και τοποθετήθηκε στη θέση που του αξίζει. Ακόμη και οι βιογραφίες του ήταν για δεκαετίες εχθρικές απέναντί του και αργότερα διορθώθηκαν με αποκαλύψεις στοιχείων για τη ζωή και τον χαρακτήρα του.
Ταλαιπωρημένος αλλά μεγάλος ο Πόε όπως και πολλοί όμοιοί του προχώρησε στον δρόμο της μοναχικότητας και του περιθώριου. Πέθανε στα 40 του από τις ταλαιπωρίες και το αλκοόλ που ήταν το αντίδοτο στην ψυχική φθορά και το αίτιο της φυσικής φθοράς του.
Στα ελληνικά το Κοράκι μετέφρασε ο Κώστας Ουράνης. Εγώ έχω και μια μετάφραση του Νίκου Προσθετόπουλου, καλή κι αυτή. Κι άλλοι το μετάφρασαν (Ηλίας Πολυχρονάκης, Γιώργος Μπλάνας, Αρσένης Γεροντικός κλπ). Οι μεταφράσεις είναι αρκετά ελεύθερες στην απόδοσή τους. Του Ουράνη είναι η πιο διαδεδομένη. Θα το δώσω το ποίημα ολόκληρο για όποιον θελήσει να το διαβάσει.

Μιλά για την Λεονώρα του που έχει πεθάνει πρόσφατα αλλά αυτός ελπίζει να την διατηρήσει στη μνήμη του σαν ζωντανή και ψάχνει να την αναγνωρίσει σε αντικείμενα ή και στην φαντασία του ακόμα. Το μαύρο κοράκι όμως μπαίνει μέσα στο δωμάτιό του και του θυμίζει με κάθε τρόπο ότι “ποτέ πια” δεν θα την ξαναδεί. Αυτό το “nevermore” το “ποτέ πια”, την οριστικότητα του θανάτου, το τέλος που έρχεται για όλα τα ανθρώπινα και τα εγκόσμια, έμβια ή και άβια, τονίζει το ποίημα.



Για το ποίημα αυτό όμως έχει μιλήσει ο Σεφέρης με ένα δικό του ποίημα (που το έγραψε στην Κορυτσά το 1937) εμπνευσμένο από αυτό το “Κοράκι” και τον Ε.Α. Πόε. Είναι το RAVEN (in memoriam E.A.P.). Μερικοί στίχοι από αυτό το ποίημα λένε (για το Κοράκι):
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ' αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Πολύ περισσότερα είπε ο Γιώργος Σεφέρης με τους στίχους του αυτούς από κάθε πεζή λογοτεχνική ανάλυση. Το ποίημα τώρα του Έντγκαρ Άλαν Πόε σε μετάφραση Αρσένη Γεροντικού (που μου φάνηκε καλύτερη από τις άλλες)

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ 

1
Κάποια βαρειά μεσάνυχτα όλο θλίψη,
όταν με ανία και κούραση είχα σκύψει
σε βιβλίο επάνω, γεμάτο αλλόκοτη σοφία παληά.
ενώ έγερνα την κεφαλή σαν ναρκωμένος,
ακούστη ξάφνου κάποιος ήχος μουδιασμένος,
σαν κάποιος να χτυπά δειλά. στη θύρα να χτυπά.
Θε νάναι βέβαια, κάποιος ξένος, είπα, που στη θύρα μου χτυπά.
Μονάχα αυτό. Σαν τι άλλο πια!

2
Α! καθαρά στη μνήμη τώρα ξαναφέρνω,
πως αυτό κάποιο Δεκέμβρη ήταν παγωμένο.
Το κάθε αθράκι σβηώντας, έγραφε στο πάτωμα τη δική του σκιά.
Πρόθυμα την αυγή αποζητούσε η σκέψη
γιατί του κάκου στα βιβλία είχα γυρέψει
Μια αναστολή στον πόνο για τη Λενώρα που έφυγε μακρυά.
Την σπάνια κόρη που την λέει Λενώρα Αγγέλων ή λαλιά
μα δίχως όνομα εδώ πια.

3
Και κάθε θρόισμα, αχνό, μεταξωτό, θλιμμένο,
που έφτανε απ` τον μπερντέ τον πορφυροβαμμένο,
Με αντάριαζε, γεμίζοντάς με με πρωτόφαντη αγωνία βαθιά.
Έτσι που, για να σβήσει της καρδιάς ο χτύπος,
στεκόμουν, και κάθε στιγμή σκεφτόμουν μήπως
κάποιος ξένος στην κάμαρη να μπει ζητά.
Κάποιος πάρωρος ξένος, που `δω μέσα να φανεί ζητά.
Μονάχα αυτό. Όχι άλλο πια.

4
Τώρα σαν να `νιωσε η ψυχή καινούργιο θάρρος.
και κάθε δισταγμού αποδιώχνοντας το βάρος,
Κύριε, είπα, είτε Κυρία, ας με σχωρέσει η αγαθή σας η καρδιά.
Ο ύπνος με είχε αληθινά ναρκώσει,
και με αβρότητα χτυπήσατε σεις τόση,
στου δωματίου τη θύρα. τόσο κρούσατε αλαφριά,
που δίσταζα. ύστερα άνοιξα την πόρτα μου πλατιά.
Μα είδα τη νύχτα όχι άλλο πια!

5
Έτσι, της σκοτεινιάς αφεύοντας το βάθος,
Με αμφιβολία στεκόμουν, δισταγμό και πάθος.
Βλέποντας όνειρα που άλλη ψυχή να ιδεί δεν τόλμησε καμιά.
Μα την σιωπή μιλιά δεν τάραξε καμία,
και η μόνη λέξη στην αθρόιστη ηρεμία
ήταν εκείνη που είπα εγώ: Λ ε ν ώ ρ α, λέξη μια.
Αυτήν ψιθύρισα. και είπε η ηχώ: Λενώρα. μεσ` στην σιγαλιά.
Αυτό ήταν όλο. όχι άλλο πια.

6
Ξάφνου, σαν γύρισα στην κάμαρή μου πίσω,
χωρίς την φλόγα πώκαιε την ψυχή να σβήσω.
Μου εικάστηκε πως κρούουν ξανά κάπως πιο θαρρετά.
Αχ! σίγουρα, είπα, κάτι κρύβεται εκεί πίσω,
κάτι που εις του παραθυριού στέκει το γείσο.
Ας δούμε, σκέφτηκα, τι κρύβουν τα μυστήρια αυτά.
Ας βρει μια λύση, αφού ησυχάσει λίγο, αυτή η καρδιά.
Ο αγέρας θα είναι. όχι άλλο πια.

7
Διάπλατα του παραθυριού τα φύλλα ανοίγω.
Τότε με θόρυβο και θράσος όχι λίγο,
Κοράκι μπαίνει, καθώς στις άγιες παληές μέρες, με αρχοντιά.
Ούτε με χαιρετάει, ούτε με κοιτάζει.
μα δείχνει πως καθόλου δεν διστάζει.
Στης κάμαρης τη θύρα με αξιοπρέπεια στέκεται παληά.
στης Αθηνάς το μπούστο, από τη θύρα λίγο πιο ψηλά.
Στέκει. καθίζει. όχι άλλο πια.

8
Μα το πουλί, όπoυ του εβένου έχει το χρώμα,
σε χαμόγελο βιάζει το πικρό μου στόμα,
με την επίσημη αξιοπρέπεια της στάσης που κρατά.
Κι αν έχει ο χρόνος, είπα, το κεφάλι σου μαδήσει,
αλήθεια να σε πει δειλό κανείς πώς θα τολμήσει;
Σαν τι σε φέρνει, αρχαίο πουλί, τη νύχτα απ` το γιαλό μακρυά;
Ποιο τ` όνομά σου στην πλουτώνεια, νύχτια ακρογιαλιά;
Κι αυτό αποκρίθη: Ποτέ πια.

 9
Μπροστά στ` άχαρο τ` όρνιο αλήθεια είχα σαστίσει,
σαν τ` άκουσα έτσι σοβαρά να μου μιλήσει.
Αν και τα λόγια του λίγο είχαν νόημα, ουσία σχεδόν καμιά.
Τι δεν μπορεί κανείς να μην κάμει τη σκέψη,
Πως ανθρώπινο πλάσμα δεν είχε αγναντέψει.
Ποτέ τέτοιο πουλί στητό στης κάμαρής του τη μπασιά.
ζώο ή πουλί, στητό στο μπούστο, στην πόρτα του μπροστά,
με όνομα τέτοιο: Ποτέ πια!

 10
Μα το Κοράκι, που γαλήνια είχε καθίσει
στον ακίνητο μπούστο, μόνη είχε μιλήσει
αυτή τη λέξη, σαν να ξεχύνει την ψυχή στη λέξη αυτή την μια.
Άλλο δεν είπε λόγο πια σε μένα.
ούτε φτερό δεν σάλεψε κανένα,
Και σκέφτηκα: πριν απ` αυτό άλλοι φίλοι φύγανε μακριά.
Σαν τις ελπίδες, αύριο πετάει και αυτό μακριά.
Το Κοράκι είπε: Ποτέ πια.


11
Ταραγμένος, σαν είδα τη σιωπή κομμένη
με μιαν απόκριση έτσι καλοζυγιασμένη,
σίγουρα, σκέφτηκα, δεν ξέρει τ` όρνιο λέξη άλλη καμιά.
Από κάποιον του κύριο, την έχει αυτό κρατήσει,
που η δυστυχία τον έχει αλύπητα χτυπήσει,
έτσι που ο θρήνος χώνεψε, σαν σε επωδό, σε λέξη μια.
έτσι, που απόμεινε, σαν της ελπίδας μοιρολόι λέξη μια.
ετούτη η λέξη: Ποτέ πια!

12
Μα ως το πουλί, με την αλλόκοτή του στάση
έβιασε το πικρό μου στόμα να χαμογελάσει
Έσπρωξα κάθισμα απέναντι σ` αυτό, τη θύρα και τη θεά,
Και καθώς κάθισα η φαντασία μου, ερεθισμένη,
όνειρο με όνειρο άρχισε ευθύς να δένει,
κι έλεγα τι, το μοιραίο όρνιο, που χρόνια μου `στειλαν παληά,
τι θέλει το σημαδιακό αυστηρό πουλί, που στέλνει η λησμονιά
να πει με αυτό το: Ποτέ πια;

13
Στο νόημα τούτο πάσκιζα να μπω ολοένα,
κοιτάζοντας, χωρίς να πω λόγο κανένα,
τ` όρνιο, που μου φλογίζαν τα πυρά του μάτια την καρδιά.
Με τριβέλιζε η σκέψη αυτή, μα και κάποια άλλη,
ενώ έγερνα ήσυχα στο μαξιλάρι το κεφάλι.
στο μαξιλάρι το λουσμένο από της λάμπας την φεγγοβολιά,
στο βιολετί βελούδο, όπου στης  λάμπας την φεγγοβολιά,
εκείνη δεν θα γύρει ποτέ πια.

14
Σαν να φούντωσε τότε μ` ευωδιές το αγέρι
θυμιατού όπου αόρατο κρατούσε χέρι
αγγέλου, που απ` το πόδι του θρόιζαν μόλις τα χαλιά.
Άμοιρε, φώναξα, ο Θεός σ` ευφραίνει τώρα,
στέλνοντάς σου με κάποιο Σεραφείμ, σαν δώρα,
ανάπαψη και νηπενθή για την Λενώρα, την κόρη την γλυκειά.
Αχ! πιες, χάρου το βάλσαμο, που σού χαρίζει η λησμονιά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.

15
Προφήτη είπα, πλάσμα εσύ δαιμόνιο.
Προφήτη, ναι, είτε είσαι σατανάς είτε όρνιο,
είτε σε στέλνει ο Πονηρός, είτε `δω πέρα τ` αγριοκαίρι σε ξερνά,
πάντοτε αδάμαστο, αν και απελπισμένο,
επάνω στο έρμο χώμα αυτό το στοιχειωμένο,
πες, σού προσπέφτω, για το σπίτι αυτό της φρίκης βρίσκεται γιατριά;
Βρίσκεται, πες μου, στη Γαλαάδ φάρμακο για τούτη την καρδιά;
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.

16
Κι είπα: Προφήτη εσύ, με διάστροφη την γνώμη,
σατανά ή όρνιο, μα προφήτη ακόμη,
για τον Θεό που προσκυνάμε. για του κοίλου ουρανού την απλωσιά,
πες στην ψυχήν αυτή, που η πίκρα την ποτίζει
αν στην Εδέμ την μακρυνή μπορεί να ελπίζει,
πως θε να σφίξει την σεμνή την αγνή κόρη μεσ` στην αγκαλιά,
αυτήν που τώρα Λενώρα την φωνάζει Αγγέλων η λαλιά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.

17
Σκώθηκα κι είπα: ας γένη η λέξη αυτή σημάδι
του χωρισμού μας. Αχ! πουλί ή πλάσμα του Άδη
Γύρνα στη θύελλα. στην πλουτώνεια, νύχτια ακρογιαλιά.
Μη μείνει εδώ μαύρο φτερό που να θυμίσει
την ψευτιά, που η φωνή σου έχει εδώ μιλήσει.
Πέτα απ` το μπούστο, άσε με στην μαύρη μου ερημιά.
Απ` την καρδιά μου ανάσυρε το νύχι σου. πέταξε μακριά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.

18

Και το Κοράκι καθώς να `ταν πετρωμένο
στέκεται πάντα εκεί ψηλά στημένο
στ` ωχρό της θεάς κορμί, στης κάμαρης επάνω την μπασιά.
Και το μάτι του λάμπει πάντα σαν το μάτι
πονηρού δαίμονα, που μαγγανεύει κάτι.
Και της λάμπας το φως στο πάτωμα του γράφει τη σκιά.
Μα κι η ψυχή μου πέρα από τον κύκλο, που γράφει αυτή η σκιά,
δεν θα πετάξει ποτέ πια.

Μια τελευταία σημείωση:
Ίσως θα παρατηρήσατε τις αναφορές στο ελληνικό παρελθόν (Αθηνά, Πλούτων) και στο εβραϊκό (Γαδαάδ, Έδεμ) που είναι ισοβαρείς. Ο Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη, την πιο πολιτισμένη πόλη της Αμερικής (ιδιαίτερα στον 19ο αι.) όπου η Ελλάδα θαυμαζόταν σαν λίκνο του πολιτισμού (της λογικής) και η Ιουδαία σαν λίκνο της θρησκείας (της ψυχής).


Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Όταν χαράζει



Κυριακή πρωί, πάνω που χαράζει,
ακούγοντας και τον ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 
[που τραγουδάει απόψε στο φεστιβάλ του Σύριζα 
και μιλούσε στην εκπομπή του Ελληνιάδη στο Κόκκινο]
είπα να αναρτήσω ένα βιντεάκι που έφτιαξα πιο παλιά
με το (εκπληκτικό για μένα) "ΟΤΑΝ ΧΑΡΑΖΕΙ" 
που ακούγεται με την φωνή του ΓΙΑΝΝΗ ΑΓΓΕΛΑΚΑ

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

ΨΙΘΥΡΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ


Ο Ολάντ είναι άχαρος και έχει απογοητεύσει τους πάντες, Γάλλους και Ευρωπαίους γενικώς, όμως η Γαλλία είναι μια περήφανη χώρα για να δεχτεί άκριτα ό,τι η Μέρκελ νομίζει για το μέλλον της. Έτσι, η γαλλική κυβέρνηση έφτιαξε μεν ένα πρόγραμμα περικοπών για τα προσεχή χρόνια ώστε να ισοσκελίσει τα δημοσιονομικά της, διαμήνυσε όμως στο Βερολίνο ότι ο ρυθμός εφαρμογής είναι δική της υπόθεση. Ό,τι κι αν επιθυμεί η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σόϊμπλε, οι Γάλλοι δήλωσαν ότι δεν σκοπεύουν να διακινδυνεύσουν την εύθραυστη οικονομία τους.

Συμπαρατάσσεται με την Γαλλία και η Ιταλία με δηλώσεις του πρωθυπουργού της που είπε επί πλέον ότι στις χώρες δεν μπορείς να φέρεσαι σαν μαθητούδια.
Η Γαλλία και η Ιταλία είναι στις χώρες που επιτηρούνται από την Γερμανία αλλά θέλουν αυτό να γίνεται στα πλαίσια της λογικής. Δεν αμφισβητούν τις νεοφιλελεύθερες συνταγές, τις οποίες εφαρμόζουν, αμφισβητούν απλά την καλβινικής έμπνευσης ιερή πειθαρχία που θέλουν να επιβάλουν οι Γερμανοί αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην γενική οικονομία και στο επίπεδο ζωής των ανθρώπων. Κι έτσι σηκώνουν –έστω- μια φωνή διαμαρτυρίας ή και σχετικής ανεξαρτησίας.
Η Ελλάδα αυτό δεν μπόρεσε να το κάνει σε καμιά φάση της κρίσης. Ήταν πάντα το υπάκουο παιδί επαιτώντας την πολιτική στήριξη της Γερμανίας με όποιο κόστος για τον ελληνικό λαό. Το δικό μας πολιτικό σύστημα, δεμένο με ομηρίες (Χριστοφοράκος, Υποβρύχια, Εξοπλιστικά κλπ.) και εξαρτώμενο από τους Γερμανούς για να εκβιάζει τον λαό στις εκλογές ώστε να παίρνει παρατάσεις ζωής, δεν δίστασε να ξεπουλήσει όλα τα “ασημικά” της χώρας. Και δεν εννοώ βέβαια μόνο την δημόσια περιουσία και το ΤΑΙΠΕΔ αλλά και την καταβαράθρωση του εισοδήματος των πολιτών, την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, την υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού, τον αυταρχισμό, την κατακρήμνιση του κοινωνικού κράτους κλπ.

Δεν υπερεκτιμώ τα ψιθυριστά “όχι” των Γάλλων και των Ιταλών, απλά παρατηρώ ότι ούτε γι αυτά δεν σταθήκαμε ικανοί όλα αυτά τα χρόνια με τις ηγεσίες των ΓΑΠ, Βενιζέλου και Σαμαρά. Η σιωπή της Ελλάδας εις απάντηση των εντολών Μέρκελ είχε σαν αποτέλεσμα να βυθιστούμε στην ύφεση του 25-30% την τελευταία πενταετία, να μετατρέψουμε το χρέος σε ομόλογα αγγλικού δικαίου αυξάνοντάς το από το 120 στο 180% και να δεσμευτούμε διεθνώς με υποχρεώσεις που υπονομεύουν το μέλλον της χώρας για πολλές δεκαετίες. Δεν γνωρίζω αν τα “όχι” που ετοιμαζόμαστε να πούμε προσεχώς σαν λαός θα δώσουν μια διέξοδο, όμως οφείλουμε να το κάνουμε έστω και με τον τρόπο που ο τζογαδόρος ετοιμάζεται να παίξει την τελευταία του μπλόφα ή το τελευταίο καλό του χαρτί.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημό …




Με την ευκαιρία του κυριακάτικου ιστορικού περιπάτου στη Δραπετσώνα για τον οποίο έγραψα χτες ΕΔΩ και πριν δέκα μέρες περίπου ΕΔΩ, είπα να αναφέρω μια ιστορία από την πρόσφατη ιστορία της Δραπετσώνας, εκείνη που της προσέφερε και ένα αφήγημα που την συνοδεύει από τότε και ένα τραγούδι που έγινε ο “εθνικός” της ύμνος.
Είναι η ιστορία της “Μάχης της Παράγκας”, της μάχης που δόθηκε ανάμεσα στους κατοίκους και την Πολιτεία γύρω από το θέμα της στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων και παραπηγματούχων. Η Πολιτεία ήθελε την οργανωμένη δόμηση, οι κάτοικοι την αυτοστέγαση.
Την ιστορία εξάγουμε από το υπό έκδοση από την Ένωση Ποντίων βιβλίο των Γ.Χατζόπουλου και Γ.Τσιρίδη με τίτλο “Από τον Πόντο και τη Μικρασία, εδώ στον Πειραιά … στη Δραπετσώνα”. Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Γιώργου Χατζόπουλου


ΑΥΤΟΣΤΕΓΑΣΗ ή ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΔΟΜΗΣΗ; 

Η μάχη της παράγκας είναι ένα ζήτημα που ανέδειξε και κατέγραψε τη Δραπετσώνα με ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό τρόπο στις συνειδήσεις των Ελλήνων μέσα από τους στίχους του Λειβαδίτη και τη μουσική του Θεοδωράκη «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί...». Ωστόσο, ακόμα και μέχρι σήμερα δεν έχει ξεκαθαρίσει που ήταν το δίκιο, που η υπερβολή, που η προδοσία και που το άδικο. Η χούντα ήρθε και σκέπασε τα πάντα με ένα πέπλο που ακόμα και σήμερα μένει ανέγγιχτο.
Είχαν δίκιο να ζητούν αυτοστέγαση και τι εννοούσαν με αυτό τον όρο οι Δραπετσωνίτες που έδωσαν αγώνες με την αστυνομία για να σώσουν τα κτισμένα με ιδρώτα και αίμα σπίτια τους, κι ας ήταν παράγκες; Η οργανωμένη δόμηση μπορούσε να δώσει λύση, αν ετίθετο υπό τον έλεγχο της δημοκρατικά εκλεγμένης δημοτικής αρχής όπως έγινε αργότερα στην Ανάληψη, το Ταμπάκικο, με τους σεισμόπληκτους  κλπ.; Αν το κίνημα ήταν πιο διαλλακτικό θα υπήρχε μια καλύτερη ποιότητα κτισμάτων στον χώρο της οργανωμένης δόμησης; Ποια αυτοστέγαση και με ποιους συντελεστές δόμησης θα μπορούσε να γίνει στον στενό χώρο όπου ήταν στοιβαγμένες οι παράγκες;
Ερωτήματα σαν αυτά δεν μπορούν να απαντηθούν πλέον σήμερα. Ο καθένας μπορεί να δώσει την απάντηση που τον δικαιώνει. Η πραγματικότητα όμως έγραψε ότι κτίστηκαν πολυκατοικίες κακής ποιότητας αλλά τουλάχιστον η πόλη απέκτησε πράσινο.
Τα γεγονότα καταγράφτηκαν περισσότερο στις μνήμες παρά στο χαρτί και όταν παρουσιάστηκαν κάποια στιγμή έντυπα στο ημερολόγια του πολιτιστικού συλλόγου «Θυμοίτης» το 2002 στην περιγραφή  της μάχη της παράγκας η θέση του συλλόγου ήταν καθαρά υπέρ της αυτοστέγασης.
Αντίλογος δεν υπάρχει. Οι ενάντιοι στις απόψεις που εκφράζει το ημερολόγιο και που τις διακονούσαν οι τότε μαζικοί φορείς, ο σύλλογος προσφύγων, η δημοτική αρχή κλπ., δεν χρειάστηκε να πείσουν κανένα για την ορθότητα των δικών τους προτάσεων.
Με το όπλο παραπόδα και τα κρατητήρια σαν απειλητική σπάθα πάνω από τα κεφάλια των διαφωνούντων, γκρέμισαν τις παράγκες, γκρέμισαν «τα σπιτάκια που κι αυτά είχαν ψυχή» και έχτισαν την οργανωμένη δόμηση όπως αυτοί την εννοούσαν, χωρίς ασανσέρ για τετραώροφα κτήρια, χωρίς κεντρικές θερμάνσεις, με ελλείψεις και προβλήματα αλλά πάντως έκτισαν μια νέα πόλη. Αυτή η νέα πόλη είναι κατά 35-40% περίπου η σημερινή Δραπετσώνα.
Η μάχη της παράγκας καταγράφτηκε όμως συναισθηματικά σαν μια πράξη αντίστασης, έστω και τυφλής, απέναντι σε μια εξουσία που εθεωρείτο εξ αρχής αντιλαϊκή και εχθρική για ανθρώπους που η Πολιτεία τους είχε κατατάξει από καιρό και με πλήθος πράξεων και παραλείψεών της στην β’ κατηγορία


 Η μάχη για την Αυτοστέγαση

  Τον Φεβρουάριο του 1960 η Κυβέρνηση Καραμανλή εξάγγειλε τη διάθεση 260 εκατομμυρίων δρχ. για την πραγματοποίηση ρηξικέλευθου προγράμματος στεγαστικής αποκατάστασης προσφύγων και γηγενών. Επρόκειτο για την κατασκευή με εργολαβία 3.500 διαμερισμάτων, τετραώροφων και οκταώροφων, εκ των οποίων 1.200 προορίζονταν για τη Δραπετσώνα (οι 1.100 για Αθήνα και οι 1.200 για Θεσσαλονίκη).
Η θέση της Δραπετσώνας υπήρξε κάθετα αρνητική. Ο Δήμος με επικεφαλής τον δήμαρχο Μαρίνο Κοσκινά συγκρότησε Επιτροπή ενώ δραστηριοποιήθηκε ο σύλλογος προσφύγων που είχε Πρόεδρο τον Αβραάμ Κοντόπουλο. Καταγγέλθηκαν οι προθέσεις της κυβέρνησης που ήθελε εργολαβία αφού πρώτα γκρεμιστούν τα υπάρχοντα σπίτια και κριτήρια «κοινωνικά» που μπορεί να έκρυβαν διακρίσεις στον καθορισμό των δικαιούχων.
Προβλήθηκε το αίτημα της αυτοστέγασης, δηλαδή αντί να γκρεμίσουν όλες οι παράγκες και να κτιστεί ο νέος συνοικισμός στη θέση του παλιού εξ αρχής, πρότειναν την «επί τόπου αυτοστέγαση» για όλους.  Ήταν ένα αίτημα πιο πολύ πολιτιστικό και αμυντικό παρά μια πραγματική πολεοδομική εναλλακτική πρόταση. Ακόμη και η τοπική ΕΡΕ αντέδρασε μέσα στο γενικό κλίμα που επικρατούσε.
Για την αυτοστέγαση ακούγονταν πολλές γνώμες (διώροφα με δύο ιδιοκτήτες ανά κατοικία κλπ.) αλλά δεν υπήρχε σαφές σχέδιο ακόμα.
Αντέδρασαν και οι επαγγελματίες καθώς φοβήθηκαν ότι στη σχετική υπουργική απόφαση δεν θα προβλεπόταν τίποτα γι αυτούς. Φοβούνταν ότι, απλά, θα έχαναν και τα μαγαζιά και τη πελατεία και τον τρόπο ζωής τους που με κόπους είχαν κτίσει.
Οργανώθηκε στις 11 Αυγούστου 1960 μια απεργία των καταστηματαρχών που είχε καθολική επιτυχία και συμπαράσταση και από τους κατοίκους και τους επαγγελματίες των Ποντιακών και της Κανελλοπούλου. Να μη ξεχνάμε ότι η Δραπετσώνα ήταν ακόμα περιορισμένη μέχρι την Κανελλοπούλου που ήταν το όριό της με το γειτονικό Κερατσίνι. Η Κυβέρνηση σε απάντηση έστειλε τα πρώτα 499 ονόματα των υπό κατεδάφιση οικογενειών του Αγίου Φανουρίου, με εντολή να έχουν γκρεμίσει μέχρι 15 Σεπτεμβρίου.
Οι Δραπετσωνίτες απάντησαν με μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Ολύμπια στις 21/8/60. Χιλιάδες κόσμου έξω από το σινεμά και ομιλητές ήταν όλοι οι μαζικοί φορείς και οι παράγοντες της περιοχής της Δραπετσώνας. Το αίτημα για αυτοστέγαση ήταν το ενοποιητικό στοιχείο των συμμετεχόντων
Πρόεδρος της συγκέντρωσης εκλέχτηκε ο κ. Αθ. Ασιατίδης, και γραμματέας ο Κ. Κυριακίδης. Μίλησαν ο Αβραάμ Κοντόπουλος ως γενικός εισηγητής, ο δήμαρχος Μαρίνος Κοσκινάς,ο Γιώργος Καρασάββας ως πρόεδρος των βομβοπλήκτων, ο Χαρ. Δημητριάδης ως πρόεδρος των επαγγελματοβιοτεχνών, ο Δ.Μισαηλίδης ως δήμαρχος Κερατσινίου αλλά και Δραπετσωνίτης πρώτος δήμαρχος και βουλευτές της ΕΔΑ, της Δημοκρατικής Ένωσης, των Φιλελευθέρων κλπ.
Η συγκέντρωση ήταν καθολική και μεγαλειώδης και καθόρισε τις εξελίξεις. Διαμόρφωσε κλίμα αγωνιστικό με αίτημα την αυτοστέγαση.

  Τα πράγματα αγριεύουν, η μάχη της παράγκας
 Ήδη λοιπόν από τον Αύγουστο του 1960 όλοι οι φορείς τάχτηκαν υπέρ της αυτοστέγασης και της ανάκλησης της υπουργικής απόφασης της κυβέρνησης Καραμανλή. Ακόμα και ο Καρασάββας, που στη συγκέντρωση στο Ολύμπια ξεκίνησε να μιλήσει υπέρ των πολυκατοικιών, συντάχτηκε τελικά με την επιθετική πλειοψηφία που είχε σταθερή άποψη. Ο Γιάννης Τουλουμτζής που μετείχε ενεργά στο κίνημα της αυτοστέγασης περιέγραφε αργότερα πως στο κλίμα που επικρατούσε δεν μπορούσε να ακουστεί άλλη φωνή.
Ο Βενιζέλος πήρε θέση υπέρ των απόψεων των προσφύγων και του Δήμου και κατά της κυβέρνησης και επισκέφτηκε τη Δραπετσώνα στις 7 Σεπτέμβρη 1960. Έγινε χαμός. Κόσμος πολύς, αστυνομία, αντεγκλήσεις και στο τέλος ξύλο πολύ.
Τραυματίστηκαν η Μαρία Κουροπούλου, ετών 56, ο Αλ. Γάκας, η Κορνηλία Χαράτση, συνελήφθη ο Α. Μαυρουδής, ενώ ιδιαιτέρως διακρίθηκε σε τρομοκρατικές πράξεις κατά των προσφύγων ο αξιωματικός ασφάλειας Βρεττάκος (από την Αθηναϊκή 8/9/60)
Από τους 500 που είχαν οριστεί να γκρεμίσουν υπάκουσαν μόνο 138 όταν έληξε η προθεσμία της κυβέρνησης. Ήταν φανερό ότι τα πράγματα είχαν χειροτερέψει πολύ και το φρόνημα των παραπηγματούχων έμενε υψηλό. Η κυβέρνηση απαγόρευσε τις διαδηλώσεις αλλά εις μάτην.
Το πρωί της 14 Νοεμβρίου 1960 έγινε μεγάλη έφοδος της αστυνομίας και συνεργείων κατεδαφίσεως και τότε δόθηκε μια ομηρική μάχη. Σκηνές απίστευτες εκτυλίχτηκαν με τους κατοίκους να υπερασπίζονται τα σπίτια τους, την αστυνομία να κτυπά και τα συνεργεία να προσπαθούν να κατεδαφίσουν. Έγινε ντόρος, ήρθαν βουλευτές της αντιπολίτευσης, κινητοποιήθηκαν δικαστικοί μηχανισμοί και βγήκε μια αναστολή εκτέλεσης των κατεδαφίσεων.
Όταν βγήκε η αναστολή εξώσεων, δόθηκε η άδεια να επισκευαστούν οι γκρεμισμένες παράγκες. Αυτό έγινε με παλλαϊκή συμμετοχή και έδειχνε την ακλόνητη θέληση και το πείσμα των ανθρώπων να συνεχίσουν έναν αγώνα που τον θεωρούσαν αγώνα ζωής.
Τρία σπίτια από εκείνα που δέχτηκαν τις επιθέσεις των κατεδαφιστών ανοικοδομήθηκαν. Ήταν τα παραπήγματα της Κορνηλίας Μωυσιάδου, της Μπέμπας Τσαρόγλου και της Χριστίνας Λόκου

Μια καταγραφή των τραυματιών της μάχης της 14ης Νοέμβρη 1960 (από το ημερολόγιο του πολιτιστικού συλλόγου “Θυμοίτης”):
Κορνηλία Μωϋσιάδου (έπαθε εγκεφαλική διάσειση), Δέσποινα Σικαλή, Σοφία Μπογίτση, Αγγελική Περμαντάλογλου, Ιουλία Κουτρούλη, Μαρίνα Παλαμίδου, Κωνσταντίνα Διονυσίου.
Επίσης κακοποιήθηκαν: Γαρουφαλλιά Πασχαλίδου, Ζαφειρία Ιωακειμίδου, Ερμιόνη Αντωνιάδου, Αιμιλία Ταγκατίδου, Σοφία Μπογιατζή, Χρυσούλα Μανικά, Γεσθημανή Κυρτάκου, Κούλα Μπουντούρογλου κλπ.
Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί τραυματίες και κακοποιημένοι είναι γυναίκες οφείλεται στο ότι οι γυναίκες πρωτοστάτησαν στη μάχη που δόθηκε στις 14 Νοεμβρίου και που δικαίως χαρακτηρίστηκε η μάχη της παράγκας.
Αυτή η μάχη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της και από το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχτηκε, είναι γεγονός ότι σημάδεψε την ιστορία αυτής της πόλης καθώς την κατέγραψε μέσα από το τραγούδι του Θεοδωράκη ως το σύμβολο της Ελλάδας που πάλευε μέσα στη φτώχεια για μια καλύτερη ζωή.

 Η μαρτυρία του τ. Βουλευτή της ΕΚ Χρήστου Χονδροματίδη για τα γεγονότα

 Την 08/09/1960 και την 09/09/1960 ήλθε το μηχανοκίνητο της Αστυνομίας για να κατεδαφίσει τις παράγκες, χωρίς να τους στεγάσουν, με αιτιολογικό ότι δεν είναι δικαιούχοι.
Οι παραπηγματούχοι όλοι όρμησαν με μαύρες σημαίες και απέτρεψαν την κατεδάφιση. Επί κεφαλής ήταν η Πανελλήνιος Ομοσπονδία Προσφύγων 1922, της οποίας είχα και έχω την τιμή να είμαι Πρόεδρος.
Επίσης, την 27/03/1961, πήγαν αστυφύλακες του Θ΄ Αστυνομικού Τμήματος Πειραιώς, πήραν την Δέσποινα Ασλάνογλου και την έκλεισαν στο κρατητήριο και τα μικρά παιδιά της κλαίγανε στο σπίτι. Πήγα αμέσως στο Τμήμα και παρακάλεσα τον Αξιωματικό της Υπηρεσίας να την βγάλει, ενώ στο μεταξύ μαζεύτηκαν έξω από το Τμήμα 25 γυναίκες και φώναζαν. Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας ειδοποίησε την Αστυνομική Διεύθυνση του Πειραιώς και ήλθε ο Υποδιευθυντής Αναστασίου με τρία τζιπ αστυφύλακες, με έπιασαν με έβαλαν μέσα και με πήγαν στην Ασφάλεια. Με κράτησαν δύο μέρες κατόπιν στο Τμήμα Μεταγωγών, χειροπέδες, κλούβα και φύλακες Βούρλων. Με κράτησαν 15 μέρες και με την κατηγορία ότι «με 300 άτομα πήγα να ελευθερώσω την Δέσποινα Ασλάνογλου» στάση, αντίσταση και απείθεια κατά της Αρχής, το Δικαστήριο με υπέβαλε σε 6,5 μήνες φυλακή. Την 14/11/1961 μόνο για θρασύτητα κατά της Αρχής. Κατέφυγα στο Εφετείο, το οποίο εμείωσε την ποινή μου σε 3 μήνες, μόνο δια την θρασύτητα, επλήρωσα
Χρήστος Χονδροματίδης  Βουλευτής Ε.Κ. 1964-67

Η έκβαση της μάχης
 Μια από τις συνέπειες της μάχης που δόθηκε τότε για την αυτοστέγαση ή την οργανωμένη δόμηση, είναι ότι πολλοί Δραπετσωνίτες έφυγαν από την πόλη και έκτοτε κατοικούν στο Δουργούτι, στον Κορυδαλλό και αλλού.
 Μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του ‘60 ο Νομάρχης επέβαλε τρίμηνη αργία στον δήμαρχο κ. Μαρίνο Κοσκινά αλλά αυτό δεν έκαμψε, αντίθετα πείσμωσε περισσότερο και τον δήμαρχο και τους κατοίκους.  Ο τύπος ασχολήθηκε σοβαρά με τη Δραπετσώνα και η κυβέρνηση έγινε πιο προσεκτική.
 Προχώρησε η απαλλοτρίωση του χώρου στον οποίο ήταν κτισμένες οι παράγκες και η κυβέρνηση σταμάτησε να προβάλει το έργο σαν δικό της επίτευγμα. Έδειξε μάλιστα να εγκαταλείπει το σχέδιο ανάπλασης της πόλης και μόλις το 1962 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα κατασκευής εννέα τετραώροφων πολυκατοικιών, αφήνοντας τους πολλούς να μένουν στις παράγκες εν είδη τιμωρίας. Αυτές οι πρώτες πολυκατοικίες έγιναν στον χώρο απέναντι από το Απρόοπτο (στο Καστράκι) το διάστημα 1962-67 επί κυβερνήσεων Καραμανλή και Γ.Παπανδρέου.
Τελικά το θέμα έλυσε η χούντα με τη βίαιη επιβολή της λύσης της κατεδάφισης και της κατασκευής των πολυκατοικιών αγνοώντας το λαϊκό αίσθημα που κι αυτό έδειχνε κουρασμένο.


Το τραγούδι «η Δραπετσώνα»
 Είναι γνωστό ότι το τραγούδι η Δραπετσώνα το έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης σε στίχους Λειβαδίτη εμπνευσμένους από την μάχη των Δραπετσωνιτών για να γλιτώσουν τις παράγκες τους από το γκρέμισμα. Όπως έχει περιγράψει ο ίδιος ο Μίκης είχε τη μελωδία στο νου του και διάβαζε στο λεωφορείο τους στίχους που του είχε δώσει ο Λειβαδίτης και που αναφέρονταν στη Δραπετσώνα που εκείνες τις μέρες ήταν το πρώτο θέμα στις στήλες των εφημερίδων. Ο Μίκης ήταν ευαίσθητος στο θέμα όπως και ολόκληρη η Αριστερά εκείνης της εποχής και «έδεσε» τη μελωδία με τους στίχους μέσα στο λεωφορείο. Όταν κατέβηκε απλά έγραψε το τραγούδι και μια μεγάλη επιτυχία είχε δημιουργηθεί.
Είπε για τα γεγονότα αυτά ο Μίκης:
«Μόλις βρήκε διέξοδο, το χρόνιο αίσθημα αδικίας και καταπίεσης παρέσυρε τους εργολάβους και τους αυτόκλητους πολιτισμικούς κηδεμόνες που θέλησαν να φυλακίσουν το όνειρο και τη φωτεινή πολύχρωμη ψυχή τους»

Φυσικά το τραγούδι οφείλει την επιτυχία του στο τεράστιο ταλέντο του Μίκη και στο επίσης μεγάλο ταλέντο του στιχουργού ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, όμως το θέμα ήταν πολύ δυνατό και η επικαιρότητα είχε επικεντρωθεί στον αγώνα των φτωχών προσφύγων που ήθελαν να «σώσουν» τις παράγκες που είχαν κτίσει με αίμα και ιδρώτα από ένα σαρωτικό «εκσυγχρονισμό» που ερχόταν με τα γκλομπ της αστυνομίας και την αυθαιρεσία μιας γραφειοκρατίας που οι δυστυχείς και ταλαιπωρημένοι κάτοικοι αυτού του τόπου είχαν μάθει να μην εμπιστεύονται. Αυτό το δυνατό θέμα, στα χέρια ενός μαέστρου συνθέτη κι ενός έξοχου ποιητή έγιναν το θρυλικό τραγούδι που έκανε τη Δραπετσώνα γνωστή από το ένα μέχρι το άλλο άκρο της Ελλάδας.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 5/10/14 Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ



Να υπενθυμίσω ότι την Κυριακή που μας έρχεται, 5 Οκτώβρη, μια μόλις μέρα πριν την ιστορική αναζήτηση ψήφου εμπιστοσύνης της κυβέρνησης Σαμαρά, θα γίνει ο ιστορικός περίπατος στη Δραπετσώνα που ανέφερα και προ δεακημέρου περίπου με άλλη ανάρτηση. Διοργανώνεται από τον Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας (τμήμα Πολιτισμού και Αθλητισμού και Βιβλιοθήκη), το ΑΣΚΙ (Αρχείο σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας) και το Κόκκικο 105.5 (εκπομπή “η ιστορία στο κόκκινο”).
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει 6 στάσεις σε συγκεκριμένα σημεία με σύντομες παρουσιάσεις γεγονότων της σύγχρονης ιστορίας της πόλης. Ο χάρτης επάνω δείχνει τα σημεία αυτά. Το αναλυτικό πρόγραμμα είναι το εξής:
11.30 π.μ.  Σημείο εκκίνησης ο σταθμός του ΟΣΕ απέναντι από τη πύλη Ε3.
(δέκα λεπτά με τα πόδια από τον ηλεκτρικό-υπάρχει και το λεωφορείο του ΟΛΠ μέσα από το λιμάνι)
Καλωσόρισμα, ανακοίνωση του προγράμματος και σύντομη αναφορά στην ιστορία του συνοικισμού. Περνάμε το γεφυράκι που βρίσκεται πάνω από το σταθμό και μπαίνουμε στον παλιό προσφυγικό συνοικισμό.
Πρώτη στάση: Καστράκι.  Αναφορά στη Δραπετσώνα των αρχών του 20ού αιώνα, την περίοδο που εγκαθίστανται οι πρώτοι κάτοικοι και που ξεκινούν τη λειτουργία τους τα πρώτα εργοστάσια. Μπαίνουμε στην Εθνικής Αντιστάσεως.
Ελένη Κυραμαργιού (ιστορικός)
Δεύτερη στάση: τα πορνεία και οι φυλακές των Βούρλων. Οι ρεμπέτες, οι τεκέδες και τα πορνεία πριν το 1940
Βασίλης Πισιμισης (συλλέκτης-συγγραφέας)
Θωμάς Σιδερης (δημοσιογράφος)
Η μετατροπή των πορνείων σε φυλακές και η μεγάλη απόδραση των Βούρλων. Ελένη Κυραμαργιού
Τρίτη στάση:  2o Λύκειο-Δημαρχείο Δραπετσώνας. Στο κέντρο του προσφυγικού συνοικισμού θα μιλήσουμε για την προσφυγική εγκατάσταση, την αυτοστέγαση και τα παραπήγματα. Προβολή της ταινίας του 2ου Λυκείου «Πίσω από τη βιτρίνα η Δραπετσώνα» (10 λεπτά). Επίσκεψη στην έκθεση φωτογραφίας του σχολείου.
2ο λύκειο - Μαρία Ραυτοπουλου (φιλόλογος)
Τέταρτη Στάση: Γκρεμός, οδός Καζαντζάκη. Η αδιαφορία του Κράτους για την αποκατάσταση των προσφύγων, οι αγώνες των κατοίκων με αποκορύφωμα την μάχη της παράγκας και η αποκατάστασή την περίοδο της δικτατορίας.
Γιώργος Χατζοπουλος (συλλέκτης και συγγραφέας βιβλίων ιστορίας της περιοχής)
Νίκος Μπελαβιλας (αρχιτέκτονας)
Πέμπτη στάση: Η βιοτεχνική και βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής. Αναφορά στις επιχειρήσεις, το προσωπικό τους αλλά και τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις.
Νίκος Μπελαβιλας
Η εκλογική συμπεριφορά των κατοίκων της Δραπετσώνας και η κοινωνική μεταστροφή των κατοίκων, οι πρόσφυγες γίνονται εργάτες.
Ηλίας Νικολακοπουλος  (πολιτικός επιστήμονας)
Έκτη στάση: πάρκο εργατιάς, συνοικισμός Λιπασμάτων. Βόρειο σύνορο της Εταιρείας Λιπασμάτων. Συνοπτική παρουσίαση των τριών μεγαλύτερων εργοστασίων της περιοχής (Λιπάσματα, Βασιλειάδης, ΑΓΕΤ) και στο θέμα της Ανάπλασης της πρώην βιομηχανικής ζώνης.
Ελένη Κυραμαργιού
Γιώργος Τσιρίδης (μαθηματικός-συγγραφέας)

ΥΓ:
Α) Σκέφτομαι αύριο να γράψω για τη μάχη της παράγκας που έγινε στη Δραπετσώνα το 1960 (απόσπασμα από το γνωστό βιβλίο) σαν ορεκτικό για τον ιστορικό αυτό περίπατο.

Β) Επιβίωσα μεν του τροχαίου αλλά με διάφορες θλάσεις που κάνουν τις μετακινήσεις μου κάπως προβληματικές. Θα είμαι φυσικά στον περίπατο αλλά ίσως μόνο στην αρχή και στο τέλος.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Κεφάλαιο: Πράγμα ή Σχέση;





Μια θεωρητική συζήτηση για την φύση του Κεφαλαίου κατά Μαρξ
και πρακτικές ιδέες για τη σύλληψη της φοροδιαφυγής στις μέρες μας

Στο Life-O δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Γιάννη Βαρουφάκη που αναφέρει στις δυσκολίες που έχουν οι οικονομολόγοι να προσδιορίσουν το Κεφάλαιο και την Απόδοση του Κεφαλαίου ώστε αυτό να φορολογηθεί από το κράτος για να γίνει το φορολογικό σύστημα δίκαιο. Λέει σε κάποια στιγμή ο γνωστός οικονομολόγος που εκτιμώ ιδιαίτερα:
“Το κεφάλαιο δεν μετριέται αντικειμενικά, δεν ορίζεται, δεν μπορεί να μπει σε κάποια απλή φόρμουλα της Εφορίας. Το ίδιο και οι αποδόσεις του. Γιατί; Πάρτε μια γεννήτρια και έναν υπολογιστή που ανήκουν στο ίδιο εργοστάσιο. Πώς υπολογίζεται η συνολική ποσότητα κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν η γεννήτρια και ο υπολογιστής; Πώς μετριέται η συνεισφορά αυτού του συνολικού κεφαλαίου στο προϊόν και στον τζίρο της επιχείρησης σε σχέση με άλλους συντελεστές (π.χ. τους εργαζομένους ή την ηλεκτρική ενέργεια); Δεν μετριέται, είναι η απάντηση, ακόμα και αν γνωρίζουμε όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά της γεννήτριας και του υπολογιστή – ούτε καν θεωρητικά! Άρα, δεν μπορεί να μετρηθεί ούτε και η οικονομική τους απόδοση. Άρα, είναι αδύνατον να φορολογηθεί αντικειμενικά η απόδοση του κεφαλαίου...
Δεν είναι τυχαία η ρήση του πρώτου μελετητή του κεφαλαίου, του Καρόλου Μαρξ, ότι «το κεφάλαιο δεν είναι ένα "πράγμα" αλλά μια σχέση μεταξύ ανθρώπων – μια κοινωνική σχέση, καθιερωμένη από τη λειτουργικότητα των πραγμάτων» (Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, κεφ. 33)”
Δεν θα σταθώ τόσο στην πρώτη παράγραφο που δείχνει το πρόβλημα των οικονομολόγων (και επομένως και των πολιτικών) όσο στη δεύτερη παράγραφο που είναι θεωρητική και ορίζει την έννοια “Κεφάλαιο”. Λέει μάλιστα πως ο ίδιος ο Μαρξ είπε ότι το κεφάλαιο δεν είναι ένα “πράγμα”, δηλαδή δεν έχει μια υλική, ή άυλη αλλά πάντως μετρήσιμη μορφή ενός υλικού ή ιδεατού αντικειμένου αλλά είναι μια σχέση μεταξύ των ανθρώπων, μια κοινωνική σχέση.
Είναι το κεφάλαιο σχέση;
Όταν λέει ο Μαρξ “δεν είναι ένα πράγμα" ποια λέξη τονίζει, το “είναι” ή το “ένα”; Λέει δηλαδή ότι δεν είναι πράγμα, (υλικό ή άυλο μετρήσιμο αντικείμενο) ή ότι δεν είναι μόνο ένα πράγμα αλλά πολλά (μηχανές, καινοτομία, χρήμα, ιδέες, δυνατότητες, γη, υπεραξίες κλπ.).
Δεν γνωρίζω αν εσείς έχετε γνώμη επ’ αυτού, γνωρίζω όμως ότι έχει γνώμη ο γνωστός φιλόσοφος και οικονομολόγος και μαρξιστής Ευτύχης Μπιτσάκης. Και λέει κατηγορηματικά το αντίθετο από τον Γιάννη Βαρουφάκη.
Παραθέτω δικό του απόσπασμα από το βιβλίο του “Ανθρώπινη φύση” (σελ. 34, 63 και αλλού).
“Είναι της μόδας να ορίζεται το κεφάλαιο ως σχέση. Αλλά αν το κεφάλαιο ήταν απλώς σχέση τότε τι νόημα θα είχαν οι έννοιες σταθερό, μεταβλητό κεφάλαιο, βιομηχανικό, εμπορικό, χρηματιστικό κλπ., συσσώρευση κεφαλαίου; Η σχέση συσσωρεύεται ή το κεφάλαιο, που είναι τα μέσα παραγωγής, εμπορεύματα, χρήμα, ενταγμένα στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Μια κλωστική μηχανή, γράφει ο Μαρξ, είναι μια κλωστική μηχανή. Μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες γίνεται κεφάλαιο. Αποσπασμένη από αυτές τις συνθήκες δεν είναι κεφάλαιο. Ποιες είναι αυτές οι συνθήκες; Προφανώς οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Αλλού ο Μαρξ σημειώνει ότι το κεφάλαιο δεν υπάρχει μόνο ως αντικειμενοποιημένη εργασία, προορισμένο να χρησιμοποιηθεί ως μέσον για νέα εργασία, αλλά ως αξία, της οποίας η αξία χρήσης είναι να δημιουργήσει νέες αξίες. Το κεφάλαιο συνεπώς δεν είναι τίποτα χωρίς τη μισθωτή εργασία,. Κατά τον Μαρξ αντιπροσωπεύει κοινωνικές σχέσεις, τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Άλλο όμως αντιπροσωπεύει και άλλο είναι. (Κ.Μαρξ Το Κεφάλαιο ΙΙΙ σ. 207 και Grunrisse ΙΙ σ.203 και Ι σ. 248-249). Ο Μαρξ επέκρινε την απλοϊκή άποψη που βλέπει μόνο την υλικότητα του κεφαλαίου και όχι τη σχέση στην οποία είναι ενταγμένη η υλική υπόσταση. Αλλά ο Μαρξ δεν ταύτισε το κεφάλαιο με την κεφαλαιοκρατική σχέση.”
Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω, στην επόμενη σελίδα του ίδιου βιβλίου ο κ. Μπιτσάκης:
“Η συσσώρευση κεφαλαίου είναι νόμος του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο αυτό που συσσωρεύεται είναι το κεφάλαιο, όχι η σχέση, αντίθετα με τον α-υλισμό της μόδας.” (Κ.Μαρξ Το Κεφάλαιο Ι σ.302)
Λέει καθαρά ο δεύτερος ομιλητής ότι το κεφάλαιο είναι “πράγμα”, υλικό ή ιδεατό (και όχι μόνο ένα) αλλά πάντως πράγμα και επομένως μετρήσιμο, έστω κι αν γίνεται κεφάλαιο μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες, όταν δηλαδή κυριαρχούν γύρω του κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Και επικαλείται κι αυτός τον Μαρξ.
Ο κ. Μπιτσάκης στη συνέχεια θεωρεί ότι το κεφάλαιο είναι αλληλένδετο με την υπεραξία που παράγει ο μισθωτός και εδώ διαφωνεί και πάλι με τον Βαρουφάκη αλλά ο καθένας κάνει πλέον δικούς του συλλογισμούς που και οι δύο είναι πολύ ενδιαφέροντες και αποκαλυπτικοί για το πως κινούνται τα πράγματα στην οικονομία. Δεν στέκομαι όμως σε αυτούς, θέλω να σταθώ στην θεωρητική τους διαφωνία για το Κεφάλαιο, αν είναι “πράγμα” ή “σχέση”.
Μου θυμίζει η διαφωνία τη γνωστή στους θεωρητικούς φυσικούς διαφωνία αν τα στοιχειώδη σωμάτια όπως τα ηλεκτρόνια κλπ. είναι υλικά σώματα ή κύματα. Ώσπου η κβαντομηχανική αποφάνθηκε. Είναι κύματα μέχρι να τα δούμε. Μόλις κάποιος τα παρατηρήσει αυτά “παγώνουν” και γίνονται ύλη.
Να το εξηγήσω αυτό με ένα παράδειγμα. Στέλνουμε ένα ηλεκτρόνιο να πάει να χτυπήσει στον απέναντι τοίχο. Αυτό σαν κύμα θα πρέπει να πάει και να χαράξει στον απέναντι τοίχο μια σειρά από γραμμές, κάτι σαν το φάσμα του φωτός. Πρόκειται για τις συμβολές των κυματισμών του που αλλού αλληλοεξουδετερώνονται και αλλού συντονίζονται με αποτέλεσμα να έχουμε έναν “κυματισμό”, γραμμή-κενό ή ύψωμα-βαθούλωμα όπως στα κύματα της θάλασσας που είναι τα πιο οικεία κύματα της εμπειρίας μας.
Αν όμως το ηλεκτρόνιο αυτό το παρατηρήσουμε, δηλαδή κάτσουμε σε μια γωνιά να δούμε που θα πάει, τότε αυτό θα πάει και θα χτυπήσει σε ένα μέρος του απέναντι τοίχου όπως θα έκανε ένα υλικό σώμα, ένα μπαλάκι ας πούμε. Η παρατήρησή μας υλοποίησε, έκανε πράγμα, ένα μη υλικό ως εκείνη της στιγμή κυματικής μορφής άυλο ον, μια σχέση. Αυτός είναι ο κόσμος της φυσικής όπως την ξέρουμε από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι σήμερα.
Μια κβαντομηχανική εξήγηση του Κεφαλαίου λοιπόν θα ήταν –ίσως- και στον τομέα αυτό χρήσιμη. Το Κεφάλαιο είναι ένα άυλο κύμα, μια σχέση άπιαστη που μόνο με πιθανότητες μπορούμε να διαγράψουμε ένα πεδίο μέσα στο οποίο κινείται. Είναι λοιπόν μια ΣΧΕΣΗ και ως εκ τούτου είναι και πολύ δύσκολο να μετρηθεί.
Θα στείλουμε όμως εμείς τους παρατηρητές μας (συγκεκριμένα θα στείλει ο Σύριζα τους εφοριακούς του) και μόλις αυτοί δουν το άυλο Κεφάλαιο-σχέση, αυτό θα αποκτήσει αμέσως υλική και μετρήσιμη μορφή πράγματος. Θα το τσεκάρουμε, θα το φορολογήσουμε και θα λύσουμε το πρόβλημα της οικονομίας. Καλή ιδέα, ε;, τι λέτε;

Υ.Γ.
Χτες είχα ένα τροχαίο από το οποίο βγήκα ζωντανός και χωρίς βλάβες με μπόλικη τύχη και –ίσως- χάρη στην γερή κατασκευή του Mazda-6. Εγώ είμαι καλά, το αυτοκίνητο όμως μου άφησε χρόνους. Του αφιερώνω αυτό το σημείωμα μια και το Mazda, παρ’ όλο που ήταν ένα πράγμα, είχε γίνει για μένα μια σχέση.