Ξεκινάω σήμερα με ένα απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο, το "Έρωτας κι Επανάσταση".
Είναι το 25ο κεφάλαιο. Όπως καταλαβαίνετε, αφού προηγούνται 24 κεφάλαια
πριν από αυτό, η ιστορία κι ο μύθος έχουν εξελιχθεί. Διαλέγω αυτό το
κομμάτι για τα ιστορικά του στοιχεία κι όχι για τον μύθο ή για την
λογοτεχνική του επάρκεια. Είναι ένα από τα λιγότερο μυθοπλαστικά μέρη
του βιβλίου. Εμπεριέχει περισσότερη ιστορία και πραγματικά γεγονότα. Γι
αυτό το παραθέτω εδώ σήμερα.
Βρέθηκαν
κι οι τέσσερις στο τριγωνικό οχύρωμα.
Ήταν έξω από το Γαλάτσι που έπεσε στα
χέρια των Τούρκων. Το οχύρωμα βρισκόταν
σε μια μικρή χερσόνησο στη συμβολή δυο
ποταμών, του Προύθου με τον Δούναβη.
Ήταν το τελευταίο οθωμανικό έδαφος σε
απόσταση αναπνοής από τη Βεσσαραβία
που ήταν ρωσική. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν
να το χτυπήσουν χωρίς να πλήξουν ρωσικό
έδαφος. Αυτό απαγορευόταν από τις
συνθήκες και την ουδετερότητα που είχε
κηρύξει η Ρωσία. Το οχύρωμα είχε το σχήμα
ενός τριγώνου, κι έτσι το ονόμαζαν
“τριγωνικό”. Πάνω σε αυτό οι ελληνικές
δυνάμεις, στρατός κι άμαχοι, ένιωθαν
κάπως ασφαλείς.
Στο
τριγωνικό οχύρωμα βρήκαν καταφύγιο κι
ο Οδυσσέας, η Ναυσικά, ο Ομέρ κι η Μερσίνα.
Δυο ζευγάρια μέσα σε έναν πληθυσμό
ανάμικτο από στρατιώτες και πολίτες.
Υπήρχαν πολλοί φυγάδες από το Γαλάτσι,
οικογένειες με γέρους, νέους και γυναίκες
αλλά και μωρά παιδιά. Απέναντι από το
οχύρωμα ήταν το Ρένι. Ο Οδυσσέας επέμεινε
πως οι δυο γυναίκες έπρεπε να περάσουν
αμέσως στη ρωσική πόλη. Εκεί θα ήταν
απολύτως ασφαλείς. Αν ήθελε μπορούσε
να κάνει το ίδιο κι ο Ομέρ. Εκείνος όμως
το απέκλεισε και το απέρριψαν επίσης
κι οι γυναίκες. Θα έμεναν στο τριγωνικό
οχύρωμα κι αναλόγως με τις εξελίξεις
θα έβλεπαν για το μέλλον.
«Αγάπη
μου» είπε ο Οδυσσέας στην Ναυσικά την
άλλη μέρα. «Το παιδί μας χάθηκε. Το
καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι;»
Τον
κοίταξε με ένα βλέμμα αγριεμένο που τον
τρόμαξε.
«Δεν
θα μου το πάρει κανείς! Ποτέ! Κανείς!»
φώναξε.
Το
έσφιξε στην αγκαλιά της ακόμα πιο δυνατά.
Το κοίταξε με ένα βλέμμα στοργικό και
το καθησύχασε.
«Μη
σε νοιάζει μωρό μου. Δεν θα αφήσω κανέναν
να σε πάρει μακριά μου.»
«Αγάπη
μου» πήγε να πει ο Οδυσσέας.
«Άστα
αυτά!» του φώναξε. «Σού είπα ότι
κανείς δεν θα το πάρει! Κατάλαβες;
Κανείς!»
Ο
Οδυσσέας έριξε ένα βλέμμα όλο φαρμάκι
στον Ομέρ και τη Μερσίνα, τους δυο
απαγωγείς. Εκείνοι του επέστρεψαν το
θυμωμένο βλέμμα. Ήθελαν να του θυμίσουν
το λυχνάρι κι εκείνον που το είχε ρίξει
βάζοντας τη φωτιά.
«Ας
μην μαλώνουμε» είπε η Μερσίνα.
Με
άλλες συνθήκες θα είχε γίνει μεγάλος
καυγάς. Το ταμπεραμέντο του Ομέρ κι η
αίσθηση της αδικίας που ένιωθε ο Οδυσσέας
θα ήταν ένα κοκτέιλ εκρηκτικό. Όμως η
κατάσταση ήταν μπλεγμένη πολύ, δεν ήταν
ώρα για καυγάδες. Το νεκρό παιδί παρέμενε
στα φασκιά του στα χέρια της Ναυσικάς,
Οι Τούρκοι τριγύρω έρχονταν με μεγάλες
δυνάμεις να σβήσουν την επανάσταση. Ο
ηρωισμός νεαρών των σπουδαστών και των
εθελοντών από όλη τη βαλκανική χερσόνησο
γιγάντωνε. Μια ανεξήγητη προθυμία
θανάτου τόσων αξιωματικών, ιππέων και
πεζών οπλιτών ξένιζε. Γίνονταν τόσα
πολλά για μιαν ιδέα. Τα υγρά εδάφη
γίνονταν ένδοξος τάφος τόσων άξιων κι
από τις δυο πλευρές μαχητών. Όλα αυτά
που τούς περιτριγύριζαν ήταν πολλά και
πρωτόγνωρα. Δεν επέτρεπαν ούτε εύκολες
εκρήξεις συναισθηματισμού ούτε και
καυγάδες. Η ιστορία είχε αναλάβει ρόλο
πρωταγωνιστικό. Ξεπερνιούνταν εύκολα
τα κάθε λογής ατομικά δράματα κι οι
προσωπικές επιθυμίες.
Πρώτος
έφυγε ο Οδυσσέας. Ήθελε να μείνει κι
άλλο με τη Ναυσικά όμως είχε φύλλο
πορείας που επέβαλε επιστροφή στο
Τιργοβίστι. Δεν φοβόταν μη τυχόν
κηρυσσόταν λιποτάκτης. Ένιωθε την ευθύνη
απέναντι στον αγώνα και τον Αλέξανδρο
Υψηλάντη. Ο αρχηγός μάζευε όλον τον
στρατό του στο γενικό στρατόπεδο για
να αμυνθεί ή για να επιτεθεί. Δεν μπορούσε
να λείψει ο Οδυσσέας από το γενικό
προσκλητήριο. Μόνο έτσι θα τιμούσε τη
στολή του, αλλά, και τα σειρήτια που του
είχε δώσει η επανάσταση.
«Φεύγω
αγάπη μου» είπε στη Ναυσικά.
«Είναι ανάγκη να παρουσιαστώ στο
γενικό στρατόπεδο. Η άδεια μου έληξε,
δεν μπορώ να λείψω άλλο.»
«Θέλεις
να έρθω μαζί σου;»
«Θέλω
να φύγεις για το Ρένι.»
«Πήγαινε
εσύ» του είπε. «Εγώ θα δω τι
θα κάνω.»
«Να
πάρω μαζί μου το παιδί; Πρέπει να
ξεκουραστείς κι εσύ λίγο.»
«Μην
τολμήσεις!» του φώναξε αγριεμένη.
«Υποσχέσου
μου ότι θα φύγεις από εδώ» της ζήτησε.
«Θα
φύγω. Πήγαινε τώρα εσύ. Πήγαινε και κοίτα
να γυρίσεις ζωντανός.»
Ο
Ομέρ τον χαιρέτισε όχι με μια απλή
χειραψία αλλά με μια ζεστή αγκαλιά.
«Δεν
δε ήξερα βρε γκιαούρη. Τώρα
που σε γνώρισα βλέπω πως είσαι παλικάρι.
Άντε, πολέμησε καλά και ζήσε. Σε
χρειάζεται η πατρίδα σου.»
«Εσένα
τι λέει η δικιά σου πατρίδα, Ομέρ;»
«Δεν
ξέρω πια τι θα πει πατρίδα. Όλα όσα ήξερα
εδώ έχουνε αλλάξει. Σε ζηλεύω που θα
πολεμήσεις για ένα μεγάλο σκοπό κι όχι
για έναν πασά ή έναν μπέη.»
«Μην
ξεχνάς ότι σε λένε Όμηρο» του είπε ο
Οδυσσέας. «Είσαι κι εσύ Έλληνας.»
«Τι
θα πει Έλληνας βρε Ρωμιέ;»
«Θα
πει να θέλεις την ελευθερία. Θα πει να
θέλεις την ισονομία και την ισοκρατία,
αλλά, αυτά είναι ψιλά γράμματα.»
«Άντε,
πήγαινε. Καλό βόλι και με τη νίκη!»
Η
Μερσίνα τον χαιρέτισε με ένα δάκρυ, αυτή
που δεν έκλαψε ποτέ και για κανέναν.
«Λυπάμαι
για το παιδί» του είπε. «Κοίτα
τουλάχιστον να ζήσεις εσύ.
Αυτή σε χρειάζεται τώρα ακόμα πιο
πολύ.»
Ο
Οδυσσέας φίλησε τη Ναυσικά. Ξεκίνησε
χωρίς άλογο με την μαύρη στολή και το
καπέλο με την νεκροκεφαλή πάνω του. Τους
χαιρέτισε άλλη μια φορά στρατιωτικά κι
έφυγε. Τα τελευταία λόγια του ήταν «άντε
και με την νίκη!» και
το πολύ αισιόδοξο «εις το επανιδείν!»
.................................................
Στις
είκοσι Μαΐου έφυγε ο Οδυσσέας για το
στρατόπεδο του Υψηλάντη στο Τιργοβίστι.
Στις εικοσιδύο ήρθε η εντολή να φύγουν
όλοι οι μαχητές από το "Τρίγωνο",
ιππείς και πεζικό για το Ιάσιο. Τα
γυναικόπαιδα έπρεπε να γυρίσουν στο
Γαλάτσι ή να φύγουν για τη νέα Ρωσία. Ο
στρατός θα συγκεντρωνόταν στον βορά
για να εξασφαλίσει τα νώτα.
Ήταν
μια πορεία πολύ δύσκολη. Το Ιάσιο
βρισκόταν πιο βόρεια, στην Μολδαβία. Η
μετακίνηση αυτού του στρατεύματος
έπρεπε να γίνει κυρίως με πλωτά μέσα
από τον ποταμό. Ήταν η μόνη σχετικά
ασφαλής πορεία δεδομένου ότι ισχυρές
τουρκικές δυνάμεις βρίσκονταν κοντά
τους. Εξ άλλου, έτσι θα μπορούσαν να
μεταφερθούν εύκολα τα πυρομαχικά και
τα κανόνια. Οι ιππείς θα έπρεπε να
κινούνται παράλληλα με το ποτάμι και
κοντά στην όχθη του. Με τον τρόπο αυτόν
θα μπορούσαν να προστατεύουν τους πεζούς
και τα εφόδια από τυχόν επίθεση των
Τούρκων.
Ο
Ομέρ προσπάθησε να αποτρέψει τις δυο
γυναίκες από αυτό το ταξίδι. Για τον
ίδιο το είχε αδιαπραγμάτευτο ότι θα
πήγαινε. Ήδη από την αναχώρηση του
Οδυσσέα, το είχε σκεφτεί να πήγαινε κι
αυτός στο Τιργαβίστι. Έβλεπε αυτούς
τους μαχητές, που πολλοί ήταν αμούστακα
παιδιά και δεν του πήγαινε η καρδιά να
φύγει. Υπήρχαν στο στράτευμα μερικοί
ψημένοι στις μάχες οπλαρχηγοί, όπως
ήταν αυτός στον τόπο του. Δεν μπορούσε
ούτε αυτούς να τούς αφήσει να φύγουν
μόνοι. Μαζί είχαν δεχτεί τουρκική επίθεση
στο Γαλάτσι κι είχαν υπερασπιστεί το
τριγωνικό οχύρωμα. Στο Γαλάτσι ο Ομέρ
είχε κρατηθεί έξω από τις μάχες,
αναποφάσιστος, όμως στο "Τρίγωνο
οχύρωμα" πολέμησε. Είχε σταθεί στις
πολεμίστρες κι έβαλε κατά Τούρκων που
επιχείρησαν προσεκτική απόβαση με
βάρκες. Είχε παλέψει μετάσχει μαζί τους
στο οχύρωμα, δεν θα τους εγκατέλειπε
τώρα. θα πήγαινε μαζί τους στο Ιάσιο.
Δεν θα έκανε κανονική κατάταξη στον
στρατό τους, αλλά θα έμενε δίπλα τους.
Όταν
το ανακοίνωσε στις δυο γυναίκες, η
Μερσίνα του ξεκαθάρισε ότι θα ερχόταν
κι αυτή. Ήταν διατεθειμένη ακόμα κι
άντρας να ντυθεί αν χρειαζόταν. Η Ναυσικά
δεν είπε πολλά άφησε όμως να εννοηθεί
ότι θα έφευγε κι εκείνη με το στράτευμα.
Μιλούσε λίγο. Άφηνε την Μερσίνα να
κανονίζει τα μικροζητήματα της
καθημερινότητας για λογαριασμό της.
Την ένοιαζε μόνο να έχει αρώματα και
λάδια για να βάζει στο πτώμα του μικρού.
Έτσι δεν μύριζε και το είχε μαζί της
όπου πήγαινε. Αφού η πορεία θα γινόταν
με τα πλοία θα χωρούσαν σ' αυτά οι
γυναίκες. Έτσι δεν χρειάστηκε να
μασκαρευτούν. Φυσικά, η Ναυσικά πήρε
μαζί της, χωρίς να το επιδεικνύει, και
το φασκιωμένο πτώμα του γιου της.
Με
τη βοήθεια της Μερσίνας είχαν γεμίσει
τα σάβανα που κάλυπταν το νεκρό σώμα με
ρετσίνι, μύρα και σόδα. Τα είχαν βρει σε
ένα εμπορικό στο Ρένι που είχε όλων των
ειδών τις ουσίες και φάρμακα. Με όλα
αυτά, η μυρωδιά του νεκρού ήταν σχετικά
μικρή και ανεκτή. Σε μια γωνιά σε ένα
από τα ποταμόπλοια-μαούνες που τα έλεγαν
“κιρλάτζια” είχαν βάλει την Ναυσικά.
Την προστάτευε η Μερσίνα. Ο Ομέρ ανέλαβε
ένα ρόλο άτυπου αξιωματικού. Τον είδαν
που είχε εμπειρία και του ζήτησαν να
αναλάβει πιο υπεύθυνη θέση αλλά το
αρνήθηκε. Φόρεσε, όμως, τη μαύρη στολή
των μαχητών του Υψηλάντη και το καπέλο
με τη νεκροκεφαλή. Ένιωσε καλά με τον
νέο ρόλο και τη θέση του.
«Μερσίνα,
πως σου φαίνομαι;» την ρώτησε,
«Σαν
γάλος!» του είπε πειράζοντάς
τον.
«Μου
αρέσω έτσι» της είπε.
«Κι
εμένα μου αρέσεις πολύ, ανεξαρτήτως
στολής και λοφίου» του απάντησε.
«Εσύ,
να προσέχεις τη Ναυσικά στο ταξίδι.»
«Έχω
αρχίσει να την συμπαθώ.»
«Το
βλέπω. Κι εκείνη όμως μόνο με σένα μιλάει
και μόνο από σένα δέχεται συμβουλές.»
«Είναι
καλή. Και την πονάω» είπε η Μερσίνα.
«Μάνα που χάνει το παιδί της έτσι
ξαφνικά κι άδοξα, πώς να μην της στρίψει;»
Τα
πλοιάρια ταξίδεψαν στον Προύθο επί οκτώ
ημέρες. Δίπλα τους, εκτεθειμένοι σε
ξαφνικές επιθέσεις των Τούρκων,
προχωρούσαν οι ιππείς. Είχαν μια
εμπροσθοφυλακή και μια οπισθοφυλακή
για να προσέχουν. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε
να δώσουν μάχη. Η ίδια η πορεία όμως ήταν
δύσκολη κι έγινε δυσκολότερη την ένατη
μέρα. Τότε ο Προύθος έγινε αδιάβατος
καθώς τα νερά του δεν σήκωναν πια τα
πλοιάριά τους. Κατέβηκαν όλοι στη στεριά,
φόρτωσαν τα πυρομαχικά και τα κανόνια
σε κάρα και συνέχισαν. Τελικά, στις δέκα
Ιουνίου, η πομπή έφτασε στο Ιάσιο. Το
κουμάντο το είχε ο Γεώργιος Καντακουζηνός
που έκανε την χείριστη εντύπωση στον
Ομέρ.
«Με
αυτόν επικεφαλής η υπόθεση είναι στα
σίγουρα χαμένη» αποφάνθηκε αμέσως
μόλις τον είδε.
«Γιατί
τον κρίνεις πριν προλάβει να δείξει ο
άνθρωπος την αξία του;» είπε η Μερσίνα.
«Την
έδειξε την ικανότητά του. Πριν ακόμα
φτάσουμε εμείς εδώ εκείνος φρόντισε να
διασπάσει τον στρατό. Έστειλε πεντακόσιους
άνδρες στο Ρώμανο, δώδεκα ώρες μακριά.
Μετά έστειλε άλλους εκατόν είκοσι πιο
κάτω. Ο άνθρωπος δεν έχει ιδέα πως να
πολεμήσει. Όχι μόνο εγώ, αλλά, κι όλοι
οι έμπειροι αξιωματικοί εδώ έχουν
αγανακτήσει.»
«Καντακουζηνός!
Ο πρίγκιπας!» είπε η Ναυσικά.
Δεν
την είχαν ακούσει να μιλάει σχεδόν
είκοσι μέρες τώρα. Ξαφνικά φαινόταν
καλά. Σχολίαζε, μάλιστα, ειρωνικά τον
Καντακουζηνό.
«Τι
κάνεις καλή μου;» την ρώτησε
η Μερσίνα.
Η
ερώτηση έγινε με πολλή προσοχή ώστε μην
γίνει καμιά γκάφα και την δουν να
κλείνεται πάλι στον εαυτό της
«Πρέπει
να κάνουμε την κηδεία.»
«Κηδεία;
Ποια κηδεία;» την ρώτησαν.
«Του
παιδιού. Ο μικρός μου Αντωνομαρίας.
Πέθανε το γλυκό μου. Μια εβδομάδα
τώρα τον έχω μαζί μου, τον κουβαλάω
παντού, αλλά, δεν μπορώ άλλο. Πρέπει να
ησυχάσει το κορμάκι του.»
«Να
κάνουμε τη κηδεία. Δίκιο έχεις» είπε
ο Ομέρ.
Δεν
ήταν μόνο μια εβδομάδα. Σαράντα ολόκληρες
μέρες είχαν περάσει από εκείνη την άτυχη
βραδιά. Η Ναυσικά φαινόταν σαν να είχε
μόλις ξυπνήσει από ένα λήθαργο.
«Τι
καλό παιδάκι που ήταν!» είπε μόνο.
Δώδεκα
Ιουνίου έθαψαν το πτώμα του Αντωνομαρία
με τη βοήθεια ενός παπά. Είχε έρθει ο
ιερωμένος από το Κισνιόφ για να μετάσχει
στον αγώνα βγάζοντας το ράσο. Το είχε
όμως μαζί του καλού κακού. Έτσι, το
ξαναφόρεσε κι έκανε μια πρόχειρη
λειτουργία. Είπε μιαν ευχή για την
ανάπαυση της ψυχής του. Σε ήχο πλάγιο
τέταρτο είπε τα γνωστά λόγια:
«Μετὰ
τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ, τὴν ψυχὴν
τοῦ δούλου σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος,
οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ
ἀτελεύτητος.»
Η
Ναυσικά είχε αφήσει το πτώμα του μικρού
στα χέρια της Μερσίνας. Εκείνη το
τοποθέτησε σε ένα κασελάκι που είχε
φτιάξει πρόχειρα ο Ομέρ για την περίσταση.
Είχαν σκάψει ένα λάκκο στο φρέσκο χώμα
και το έβαλαν εκεί. Η Ναυσικά έκλαψε,
αλλά, όχι πολύ. Τα δάκρυά της είχαν
στερέψει ενάμιση μήνα τώρα που το έκλαιγε
κάθε βράδυ.
Στο
μεταξύ τα νέα που έρχονταν από το
στρατόπεδο ήταν, το λιγότερο, απογοητευτικά.
Ο Καντακουζηνός είχε ήδη απορρίψει τις
θέσεις άμυνας που πρότειναν οι
εμπειροπόλεμοι αξιωματικοί του. Είχε
φτιάξει ένα οχύρωμα στο Σκουλένι, σε
θέση βολική για τους Τούρκους. Αν έκαναν
επίθεση με το ιππικό και τα κανόνια τους
θα έκαναν πάρτι. Ο “πρίγκιπας”
Καντακουζηνός δεν είχε μείνει στο
Σκουλένι. Είχε περάσει τον Προύθο κι
είχε εγκατασταθεί σε ασφαλές ρωσικό
έδαφος. Θα έκανε, λέει, τον πόλεμο από
εκεί! Το ότι δεν διαλύθηκε το στράτευμα
οφειλόταν στις προσπάθειες των αξιωματικών
του. Οι Καρπενησιώτης, Παππάς και
Μίγγλερης συγκράτησαν τους ιππείς και
τους οπλίτες να μην σκορπίσουν. Ήταν
έτοιμοι να το κάνουν ένεκα του δειλού
και φυγόπονου “αρχηγού” που τους έλαχε.
.....................................................
Ο
Οδυσσέας έφυγε από το Γαλάτσι κι έφτασε
μετά από πέντε μέρες ποδαρόδρομο,
ξεθεωμένος, στο Τιργοβίστι. Πήγε στο
Γενικό Στρατόπεδο του Υψηλάντη, κι
εντάχθηκε στον Ιερό Λόχο. Δυο μέρες
μετά, ο στρατός του Υψηλάντη ετοιμαζόταν
να φύγει από το Τιργοβίστι προς τη Μικρή
Βλαχία. Δυστυχώς για τον πρίγκιπα, ο
Κεχαγιά Καρά Αχμέτ, διοικητής των
Τούρκων, τον πρόλαβε. Τον πλησίασε με
οχτώ χιλιάδες άνδρες, ιππείς και πεζούς.
Είχε μαζί του και πολλά κανόνια. Θα του
έκανε μεγάλη ζημιά αν τον έβρισκε σε
πορεία κι όχι σε οργανωμένη άμυνα. Αυτό
τον ανάγκασε να μείνει στην περιοχή
χωρίς να εφαρμόσει το σχέδιο που είχε
καταρτίσει. Είχε σκοπό να κάνει εκείνος
επιθετική κίνηση για να αιφνιδιάσει
τους Τούρκους. Τώρα, με την άφιξη του
τουρκικού στρατεύματος, αυτό το σχέδιο
εκ των πραγμάτων εγκαταλείφθηκε.
Ο
Οδυσσέας πολέμησε σε μικρές ή μεγάλες
μάχες στη Βλαχία και σύντομα έγινε
μπαρουτοκαπνισμένος. Παρ' όλο που ο
ίδιος κι οι συμπολεμιστές του ήταν
άπειροι, έμαθαν γρήγορα να μάχονται. Το
πνεύμα της αυτοθυσίας και του θάρρους
επισκίαζε την έλλειψη ειδικής στρατιωτικής
εκπαίδευσης. Είδε δίπλα του να μάχονται
γενναίοι άνδρες, είδε όμως κι ανάξιους
αξιωματικούς να προκαλούν ζημιές. Με
μεγάλη του λύπη διαπίστωσε πως κάποιοι
έβαζαν την δική τους σωτηρία ή βολή πάνω
από το σύνολο.
Ο
Δούκας διέφυγε από μια μάχη στη Μονή
Νοτσέτου. Για να κρύψει ότι φοβήθηκε κι
άφησε τη θέση του, διέδωσε ότι μόνο αυτός
σώθηκε. Είπε πως οι Έλληνες έπαθαν
τρομακτική καταστροφή. Δημιούργησε
σύγχυση στο Γενικό Στρατόπεδο στο
Τιργοβίστι και προκλήθηκε κύμα φυγής.
Η αλήθεια ήταν ότι οι Έλληνες όχι μόνο
δεν καταστράφηκαν αλλά απέκρουσαν στο
Νοτσέτου τους Τούρκους. Δεν ηττήθηκαν,
παρά την απουσία του Δούκα. Η ζημιά όμως
στο στρατόπεδο είχε γίνει. Ο Σάββας
Καμινάρης, βασικός οπλαρχηγός του τόπου,
πρόδωσε. Άρχισε να συνεργάζεται με τους
Τούρκους. Το ίδιο έκανε ακόμη πιο φανερά
ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου. Τόσο ο Σάββας
όσο κι ο Βλαδιμηρέσκου, κλονίστηκαν
όταν οι Ρώσοι αποκήρυξαν την επανάσταση.
Προχώρησαν σε επαφές με τους Τούρκους,
πιο ανοιχτά ο Βλαδιμηρέσκου κι αμφιλεγόμενα
ο Σάββας. Ακόμη ο Γιώργος Καραβιάς,
γενναίος αξιωματικός που είχε διακριθεί
στην αρχή του αγώνα, τα έκανε θάλασσα.
Ήταν επικεφαλής του Ιερού Λόχου, αλλά,
λόγω ποτού και συμπεριφοράς παύθηκε
από τη θέση του. Με αυτά κι άλλα παρόμοια,
ο Υψηλάντης ένιωσε προδομένος κι
εγκαταλειμμένος. Δεν άφησε, όμως, την
μάχη κι ούτε έχασε την πίστη του στη
νίκη. Εξ άλλου πολλοί ήταν οι υπέροχοι
αγωνιστές που έδιναν τα πάντα για την
πατρίδα. Σε αυτούς στηριζόταν. Τέτοιος
ήταν κι ο Οδυσσέας.
Τα
πράγματα κύλησαν άσχημα τις επόμενες
μέρες, στις αρχές Ιουνίου, για την
επανάσταση. Οι συνεχιζόμενες βροχές
ήταν καταρρακτώδεις. Οι συνεχείς
μετακινήσεις είχαν επιφέρει κούραση.
Οι συγκρούσεις ήταν καθημερινές. Ο
Υψηλάντης αποφάσισε να δώσει τη μάχη
στο Δραγατσάνι. Στο σημείο αυτό είχε
δυνάμεις υπέρτερες των αντιπάλων του.
Είχε
πέντε χιλιάδες πεζούς και δυόμιση
χιλιάδες ιππείς μαζί του. Ήταν μια δύναμη
ικανή να του δώσει τη νίκη. Ήθελε να την
διευθύνει ο ίδιος για σιγουριά. Έπιασε
θέσεις από τις τρεις Ιουνίου και σχεδίαζε
να επιτεθεί στις οχτώ. Έκανε στο μεταξύ
τις απαραίτητες προετοιμασίες. Όμως η
κακή τύχη του οδήγησε στην έκρηξη της
μάχης νωρίτερα με ένα τρόπο που ανέτρεπε
τα σχέδιά του. Μια μέρα πριν την επίθεση,
στις επτά Ιουνίου, ο Καραβιάς, γεμάτος
οράματα νίκης και μεθυσμένος, επιτέθηκε.
Ρίχτηκε σε μια Μονή όπου είχαν κλειστεί
Τούρκοι και έμπλεξε σε μάχη. Αυτή η
πρόωρη αχρείαστη μάχη, εν τέλει, εξελίχθηκε
σε μεγάλη καταστροφή.
Ο
Καραβιάς, ενήργησε έξω από διαταγές και
σχέδια. Με τις άστοχες ενέργειές του
έφερε κοντά του μεγάλα τμήματα του
εχθρού. Αυτό ανάγκασε τον Ιερό Λόχο, που
ήταν κοντά, να σπεύσει να τον βοηθήσει.
Ακόμα μεγαλύτερα τμήματα των Τούρκων
ήρθαν στην περιοχή. Ο Ιερός Λόχος έδωσε
μαζί τους μια ηρωική μάχη αλλά οι
αντίπαλοι ήταν οχταπλάσιοι με ιππείς
και κανόνια. Οι Ιερολοχίτες νεαρά παιδιά
στην πλειοψηφία τους, ήταν ταλαιπωρημένοι
από τις κακουχίες και την πείνα. Παρέλασαν
κάτω από τους ήχους εμβατηρίων με βήμα
γρήγορο και υπό καταρρακτώδη βροχή. Ο
Καραβιάς, οι πεζοί κι οι ιππείς είχαν
δώσει εξαντλητική μάχη αλλά τώρα
αποχώρησαν. Έμεινε μόνος ο Ιερός Λόχος
να δίνει τη μάχη απέναντι σε κύματα
ιππέων που έπεφταν ορμητικά πάνω τους.
Οι συνεχείς βολές του πυροβολικού τούς
αποδεκάτιζαν.
Ο
Καρά Φεΐζ, επικεφαλής των Τούρκων, μόλις
έπεφτε
λίγη
ησυχία έβαζε να φωνάζουν: «Παραδοθείτε.
Εγγυώμαι για
τη ζωή σας».
Από
απέναντι του
απαντούσαν:
«Οι
Έλληνες δεν παραδίνονται!»
Έτσι,
οι
επελάσεις συνεχίζονταν με μεγάλες
απώλειες.
Διακόσιοι άνδρες
χάθηκαν.
Ένας
συμπολεμιστής
ιερολοχίτης δίπλα
του είπε
στον Οδυσσέα:
«Υποχωρήστε,
δεν υπάρχει ελπίδα!»
«Θα
σε πάρω μαζί μου» του είπε ο Οδυσσέας.
«Δεν
έχω ελπίδα. Πάρε μόνο αυτό
το γράμμα για τους δικούς μου.»
Ο
ιερολοχίτης
του
έδειξε
το τραύμα του. Ήταν
σχεδόν
ξεκοιλιασμένος κι
είχε
μόνο λίγο
χρόνο
ζωής.
Ο Οδυσσέας πήρε το γράμμα και το έβαλε
στην τσέπη του. Εκεί είχε και το δικό
του αποχαιρετιστήριο γράμμα για τη
Ναυσικά. Αισθάνονταν
ή ήξεραν
πως αύριο,
επτά Ιουνίου, θα ήταν η τελευταία μέρα.
Πολλοί
ιερολοχίτες
είχαν γράψει γράμματα για
τους
δικούς τους. Του
Οδυσσέα το γράμμα απευθυνόταν «Στην
σύζυγό μου
Ναυσικά Καμπά-Κάρδη,
Ιάσιο, Οδησσό,
Κέρκυρα».
Είχε
μάθει για την μετακίνηση όλων από το
Γαλάτσι στο Ιάσιο αλλά δεν ήξερε που θα
την έβρισκε το γράμμα.
«Έλα
πατριώτη,
πάμε»
του είπε Οδυσσέας.
Τον
κράτησε με το ένα χέρι πυροβολώντας με
το άλλο. Ήθελε να τον τραβήξει πίσω από
ένα λοφάκι και προχώρησαν μερικά μέτρα
όταν ένα βόλι τον βρήκε κι
αυτόν. Τρέκλισε
κι άφησε τον άλλον,
πέφτοντας δίπλα του.
Κοίταξε
το δικό
του τραύμα
κι είδε ότι η αιμορραγία ήταν ακατάσχετη.
Σε λίγο θα έχανε τις αισθήσεις του.
Ένιωσε πως ερχόταν
το τέλος. Βρέθηκε
δίπλα του, όμως, ο Γεωργάκης
Ολύμπιος.
Είχε
προστρέξει
σε βοήθεια του Ιερού Λόχου και προσπαθούσε
να σώσει όσους μπορούσε.
Γνώριζε
τον Οδυσσέα και προφανώς και τον άλλον
που τον φώναξε με το όνομά του.
«Οδυσσέα,
Ερρίκο,
ελάτε μαζί μου»
τούς
είπε.
«Εμείς
δεν πάμε πουθενά πατριώτη»
είπε ο Οδυσσέας.
Ο
άλλος,
ο Ερρίκος,
δεν μίλησε, είχε
ήδη
τελειώσει.
Ο Οδυσσέας τελείωνε κι αυτός. Μιλούσε
μόνο με πολύ κόπο.
«Πάρε
αυτά τα δύο γράμματα Γεωργάκη»
του είπε. «Εσείς νικήστε για την
Ελλάδα. Εμείς φεύγουμε εδώ.»
«Μια
προσπάθεια, βρε Οδυσσέα.»
Ο
Οδυσσέας δεν μίλησε. Έκανε ένα νεύμα
λέγοντας «πήγαινε εσύ» κι
έκλεισε τα μάτια. Το μόνο που ήθελε τώρα
ήταν να ξεκουραστεί. Ήξερε πως από αυτή
την ξεκούραση δεν θα ξαναγύριζε ποτέ,
κι ήταν σχεδόν ευχαριστημένος. Είχε τον
ένδοξο θάνατο που πάντα ονειρευόταν.
Επιπλέον, ήταν αρκετά αηδιασμένος με
τη ζωή ώστε να μην τον νοιάζει η συνέχειά
της. Κοίταξε το γαληνεμένο πρόσωπο του
Ερρίκου και του έκλεισε τα μάτια.
«Ωραία
μέρα για να πεθάνει κανείς»
σκέφτηκε.
Τα
δυο μοναδικά πράγμα που άξιζαν στη ζωή
του ήταν ο έρωτας κι η επανάσταση. Ο
έρωτας φαινόταν πια οριστικά χαμένος
από τότε που η Ναυσικά έχασε το παιδί
της και,
μαζί,
τον εαυτό της. Η επανάσταση εδώ δεν
πήγαινε καλά αλλά στον Μοριά είχε
επικρατήσει. Ο θάνατός του δεν θα έβλαπτε
καμία από τις δυο αυτές αξίες. Ο έρωτάς
του θα έμενε σαν ακίνητο
άγαλμα
στην στιγμή του χαμού του.
Η
επανάσταση
μετρούσε
και το δικό του αίμα στους
ποταμούς αίματος που χρειαζόταν
για να ανθίσει.
«Όλα
καλά λοιπόν»
σκέφτηκε κι αφέθηκε σε έναν γλυκύτατο
ύπνο
που
ελάχιστα διέφερε από τον θάνατο.
.................................................
Η
μάχη δόθηκε στο Δραγατσάνι, απρογραμμάτιστα
και με την εμπλοκή λίγων δυνάμεων των
επαναστατών. Απέναντι είχαν μεγάλη
τουρκική δύναμη. Οι συνέπειες ήταν
ολέθριες. Όσοι υποχωρούσαν έτρεχαν
αλαφιασμένοι. Το κύριο σώμα του στρατού
του Υψηλάντη κατελήφθη από φόβο. Ξεκίνησε
μια άτακτη διάλυση χωρίς σταματημό. Ο
Υψηλάντης προσπάθησε να τούς συγκρατήσει
αλλά δεν πυροβόλησε κανέναν για εκφοβισμό.
Έχασε τον πόλεμο χωρίς καν να προλάβει
να δώσει την μάχη. Υποχώρησε. Χρειάστηκε
να δοθούν ηρωικές μάχες για να σταματήσει
η καταδίωξη των Τούρκων. Είχαν πετύχει
ανέλπιστη νίκη. Στις εννιά Ιουνίου,
μόνος, καταβεβλημένος κι απογοητευμένος
από την εξέλιξη, πέρασε τα σύνορα προς
την Αυστρία.
Πριν
φύγει αποχαιρέτησε τον Ολύμπιο που
ξεκινούσε για το Μοριά μέσω Μολδοβλαχίας.
Η σκηνή ήταν συγκινητική. Προκάλεσε
αμοιβαία τα δάκρυα και τους λυγμούς
όλων όσοι ήταν γύρω από τον Υψηλάντη
και τον Ολύμπιο. Μόλις μετά από κάποιες
στιγμές μπόρεσε ο ένας να αποχωριστεί
από την αγκαλιά του άλλου. Έδωσαν μόνο
την εγκάρδια ευχή «καλήν αντάμωση
στην πατρίδα».
Στην τελευταία ημερήσια διαταγή ο
Υψηλάντης εξήρε την θυσία των Ιερολοχιτών.
Μίλησε για την προδοσία των άλλων
γράφοντας: «Σεις, δε, σκιαί των
γνήσιων Ελλήνων, εκ του Ιερού Λόχου,
όσοι προδοθέντες επέσατε θύματα δια
την ευδαιμονίαν της πατρίδος, δεχθείτε
δι εμού τας ευχαριστίας των ομογενών
σας. Ολίγος καιρός και στήλη θα ανεγερθεί
να διαιωνίσει τα ονόματά σας ...»
Δεν
διαλύθηκε ολόκληρος ο επαναστατικός
στρατός μετά το Δραγατσάνι. Ο Ολύμπιος
έμεινε στην Βλαχία κι ένωσε τις δυνάμεις
του με εκείνες του Φαρμάκη. Πέρασαν μαζί
στη Μολδαβία. Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης,
ο "Ντασκούλιας", στα μέσα Ιουνίου
ξεκίνησε μιαν επική πορεία με τους
άντρες του. Έφτασε στον Μοριά διασχίζοντας
πεζή όλη την Βαλκανική. Στο Ιάσιο και
τη Μολδαβία οι ελληνικές δυνάμεις
κρατούσαν τις θέσεις τους. Η επανάσταση
είχε υποστεί τεράστιο πλήγμα, κατέρρεε,
όμως, ακόμη υπήρχαν εστίες αντίστασης.
...................................................
Στο
Σκουλένι το νέο της ήττας στο Δραγατσάνι
έφτασε μετά από μια εβδομάδα. Είχαν
μόλις θάψει τον Αντωνομαρία. Ένας
αγωνιστής από το σώμα του Ολύμπιου
έφτασε στο Ιάσιο με τα άσχημα νέα. Μαζί
με τις πληροφορίες έφερε και μερικά
γράμματα. Αποστολείς ήταν στρατιώτες
κι αξιωματικοί του Υψηλάντη που είχαν
γράψει στους δικούς τους. Μερικά είχαν
αποστολέα αγνοούμενο κι άλλα πεθαμένο.
Μεταξύ
των άλλων ήταν κι οι επιστολές του Βέλγου
Ερρίκου Μπορντέ και του Οδυσσέα. Η
Ναυσικά πριν συνέλθει από το σοκ της
απώλειας του γιου της υπέστη το νέο σοκ
της απώλειας του Οδυσσέα. Ο άντρας που
έφερε τα γράμματα είπε πως ήταν ο ίδιος
ο Ολύμπιος που του είχε κλείσει τα μάτια.
Η Ναυσικά το πήρε ψύχραιμα, όμως κανείς
δεν ήξερε τι έκρυβε κάτω από την
φαινομενική της ηρεμία. Είχε χάσει κατά
σειρά τους γονείς της, τον γιο της και
τώρα τον άντρα της. Τούς είχε χάσει όλους
με τρόπο βίαιο και παράλογο. Λογικό ήταν
να γερνάμε και να πεθαίνουμε τριγυρισμένοι
από τους δικούς μας. Με κανέναν “δικό”
της θάνατο δεν είχε συμβεί το αυτονόητο.
Η
επιστολή του Οδυσσέα είχε γραφτεί στις
έξι Ιουνίου. Ήταν μια μόλις μέρα πριν
από την μοιραία μάχη όπου έπεσε το άνθος
του ελληνικού στρατού, ο Ιερός Λόχος.
Μαζί του έπεσε κι ο Οδυσσέας της.
«Δεν
έχω παπούτσια, τα πόδια μου καταξεσκίστηκαν.
Κοιμάμαι μέσα σε θανατηφόρα τέλματα.
Ζω με ό,τι βρίσκω στα δέντρα και σπάνια
βρίσκω ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Όμως
οι στερήσεις αυτές μου φαίνονται
γλυκιές, η ζωή αυτή μου αρέσει. Από παιδί
δεν ονειρευόμουνα τίποτε άλλο από την
ημέρα της ανεξαρτησίας μας. Βρίσκομαι
για πρώτη φορά επικεφαλής ελεύθερων
ανθρώπων που δεν με φορτώνουν με μάταιους
τίτλους. μου δίνουν το γλυκό
όνομα του “αδελφού”. Γεια σου αγάπη
μου. Άραγε θα συναντηθούμε ξανά, και
που; Ο Θεός το ξέρει μόνο”
Ήταν
το απόγευμα μιας βροχερής καλοκαιρινής
μέρας. Θα μπορούσε να είναι αρχή μιας
καινούριας ζωής, όμως, δεν ήταν παρά η
προηγούμενη του τέλους.
Η
Ναυσικά μέσα από τις λέξεις της επιστολής
κατάλαβε τα πάντα για τον Οδυσσέα. Ένιωσε
την αταραξία και την αφοβία του μπροστά
στον θάνατο και την γαλήνη του απέναντι
στη ζωή. Έκλαψε για τον αιώνιο έρωτα που
πρώτα τον είχε ακρωτηριάσει κι ύστερα
της τον είχε κλέψει η επανάσταση. Δεν
μίσησε κανέναν άλλον γι αυτή την απώλεια
εκτός από τον εαυτό της. Θυμόταν το «ή
ταν ή επί τας» που ήθελε να του πει
στην Οδησσό όταν έφευγε για τις Ηγεμονίες.
Το είχε αποφύγει πηγαίνοντας κι εκείνη
μαζί του κι ας έβαζε έτσι τον μικρό τους
σε κίνδυνο. Στο Γαλάτσι, ο αποχαιρετισμός
ήταν αλλιώτικος: «πήγαινε και να γυρίσεις
ζωντανός» του είχε πει. Κρατούσε σφιχτά
στην αγκαλιά της το νεκρό σώμα του
παιδιού της. Ήταν μισότρελη και χαμένη
στον κόσμο της. Όχι ερωτικό φιλί, αλλά,
ούτε μια ζεστή αγκαλιά δεν είχε εκείνος
ο αποχαιρετισμός. Έμοιαζε σαν αποστολή
θανάτου. Κι ο Οδυσσέας, πιστός όπως
πάντα, είχε εκτελέσει αγόγγυστα και με
συνέπεια αυτήν την τελευταία αποστολή.
Στριμωγμένος ανάμεσα στις δυο μεγάλες
απώλειες οδηγήθηκε στον θάνατό του.
Καταβεβλημένος από το χαμένο ερωτικό
τους πάθος από τη μια κι από την ήττα
της επανάστασης από την άλλη.
«Ναυσικά,
πρέπει να φύγετε» είπε ο Ομέρ και
διέκοψε τις σκέψεις της.
«Πού
να πάμε; Πού έχουμε να πάμε;»
«Εδώ
θα γίνει σφαγείο. Ο Καντακουζηνός δίνει
εντολές από τη σιγουριά της Βεσσαραβίας.
Οι αξιωματικοί του εδώ, πιο τρελοί
ετούτοι, από τη μια τον βρίζουν σαν δειλό
κι από την άλλη τον υπακούν. Θα έπρεπε
να του εναντιωθούν.»
«Μάθε
μας να πολεμάμε» του ζήτησε η Μερσίνα.
«Δεν
προλαβαίνουμε τώρα, παλιοθήλυκο. Μόνο
να σας διώξω και τις δυο απέναντι από
το ποτάμι προλαβαίνω.»
«Έλα
κι εσύ μαζί μας Ομέρ» του ζήτησε η
Μερσίνα.
«Μην
μένεις εδώ που λες ότι θα γίνει σφαγείο»
του είπε κι η Ναυσικά.
«Δεν
μπορώ να τους αφήσω τώρα. Ντύθηκα την
στολή τους. Είμαι στρατιώτης και θα
μείνω!»
«Αυτοί
δεν είναι στρατιώτες, Ομέρ. Είναι
επαναστάτες, ρέμπελοι» του είπε η
Μερσίνα.
«Επαναστάτης
είμαι κι εγώ. Το ρεμπελιό μ' αρέσει!»
«Θα
σε σκοτώσουν ρε χαμένε, κι εγώ σε θέλω!»
«Δεν
είναι εύκολο να φάνε τον Ομέρ.»
«Σε
θέλω. Δεν θα σε αφήσω να μου φύγεις.»
Η
φωνή της Μερσίνας ξύπνησε στην Ναυσικά
τύψεις που άφησε τον Οδυσσέα να φύγει
στην ψύχρα. Θυμήθηκε το «ή ταν ή
επί τας» που συνόδευε τους
γενναίους. Αν μπλέχτηκε ο Οδυσσέας με
αυτό το όραμα, ήταν κατανοητό. Ο Ομέρ,
όμως, τι δουλειά είχε να μπλέξει; Ήταν
μουσουλμάνος, έστω κι αν ήταν μπεκτασής.
Ήταν Αλβανός, απαγωγέας και βιαστής
της, αετός των ορέων, σκιπετάρος κι
Αληπασαλής. Τι δουλειά είχε να σκοτωθεί
για μιαν επανάσταση που δεν ήταν δική
του;
Τον
κοίταξε παράξενα με τη μαύρη στολή των
ουσάρων και τη νεκροκεφαλή στο καπέλο.
Ήταν ο άντρας που την είχε σαγηνέψει με
την επιμονή του να την ποθεί. Ήθελε για
χάρη της να γίνει ακόμη και χριστιανός!
Ήταν κι ο φυσικός πατέρας του άτυχου
παιδιού τους. Εκείνη είχε βάλει δολοφόνους
να τον σκοτώσουν, τον είχε φτύσει, τον
είχε μισήσει και εν τέλει του είχε δοθεί.
Εκεί πάνω στο Διχούνι το πάθος την είχε
ξεπεράσει. Το κορμί της κάποια στιγμή
είχε πάψει να υπακούει στο μυαλό της
και στη λογική της.
«Σε
θέλω, ακούς; Σε θέλω ζωντανό» του
φώναξε πάλι η Μερσίνα.
«Θέλεις
να γίνεις ήρωας κι εσύ;» ρώτησε η
Ναυσικά.
Τα
ανάμικτα συναισθήματα μίσους και πόθου
που της είχε προξενήσει δεν της επέτρεπαν
να αδιαφορεί. Δεν θα 'θελε καθόλου να
διαβάσει ένα ακόμη αποχαιρετιστήριο
γράμμα σαν αυτό του Οδυσσέα. Κι οι δυο
γυναίκες προσπάθησαν να τον κρατήσουν
πάση θυσία μακριά από τον πόλεμο. Ο Ομέρ
όμως δεν άλλαζε γνώμη με τίποτε.
«Ακούτε
κι οι δυο» τους είπε. «Είναι παιδιά
αμούστακα εδώ και θα πολεμήσουν! Υπάρχουν
εδώ Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι, και θα
πολεμήσουν όλοι! Όταν αυτοί θα μάχονται
για την ελευθερία, εγώ θα φεύγω με δυο
γυναίκες; Αυτό ζητάτε από τον Ομέρ
Ντεληολάν;»
«Να
πολεμήσουμε τότε κι εμείς» είπε η
Μερσίνα.
«Δώστε
μας όπλα και θα δεις πως θα τα καταφέρουμε»
είπε η Ναυσικά.
«Δεν
προλαβαίνετε να μάθετε πως πολεμούν,
ούτε σε παράταξη μάχης να μπείτε.
Μόνο μπελάς θα είστε αν μείνετε. Να
περάσετε το ποτάμι, κι εγώ θα έρθω να
σας βρω.»
«Στο
είπα τόσες φορές. Δεν θέλω να σε χάσω»
του είπε άλλη μια φορά η Μερσίνα
απελπισμένη.
«Ξέρω
να πολεμάω. Μην ανησυχείς για μένα» της
είπε. «Μόνο εσείς να περάστε απέναντι
για να είμαι ήσυχος.»
«Εντάξει»
είπε η Ναυσικά. «Θα σε περιμένουμε
στην άλλη όχθη.»
«Εγώ
θα μείνω» είπε η Μερσίνα.
Ο
Ομέρ την έπιασε από το γιλέκο της και
την τράνταξε.
«Άκου
εδώ παλιοθήλυκο, θα φύγεις με την άλλη
και θα κάτσεις στην απέναντι όχθη πίσω
από τους Ρώσους! Αν δεν το κάνεις αυτό
και μπλέξεις μέσα στα πόδια μου, δεν θα
τον ξαναδείς τον Ομέρ! Κατάλαβες;»
Η
Μερσίνα, έτσι όπως την είχε σχεδόν στην
αγκαλιά του και την τράνταζε, τον φίλησε
στο στόμα. Ο Ομέρ δεν της το αρνήθηκε αν
και με το μάτι του κοίταζε λοξά την
Κορφιάτισσα. Εκείνη γύρισε από την άλλη
διακριτικά. Όταν τελείωσε το φιλί, ο
Ομέρ τις πήγε και τις δυο ως την όχθη
του ποταμού. Βρήκε μια βάρκα ώστε να
περάσουν απέναντι.
Στη
βεσσαραβική όχθη, ήταν παρατεταγμένος
ρωσικός στρατός. Στη διάρκεια της μάχης
θα επιτηρούσε μην τυχόν και πέσει έστω
και ένας πυροβολισμός σε ρωσικό έδαφος.
Αν αυτό γινόταν, τότε οι Ρώσοι μπορούσαν
να μπουν στο έδαφος της Μολδαβίας και
να χτυπήσουν. Θα το έκαναν με μεγάλη
τους χαρά. Οι Τούρκοι το γνώριζαν και
πρόσεχαν πολύ μη δώσουν αφορμή. Έτσι το
ελληνικό στράτευμα αποκτούσε ένα επί
πλέον αμυντικό πλεονέκτημα. Ευτυχώς
που υπήρχε κι αυτό. Κατά τα άλλα, η οχύρωση
του Καντακουζηνού ήταν εντελώς άστοχη
και σκέτη αυτοκτονία. Ο ίδιος θα κατηύθυνε
την μάχη πίσω από την ρωσική προστασία.
«Θα
σας περάσει απέναντι ο Ίντζες»
είπε ο Ομέρ στη Μερσίνα και τη ν Ναυσικά.
«Θα περάσει τη γυναίκα του και το παιδί
του κι αυτός.»
«Μην
σκοτωθείτε άδικα» είπε η Ναυσικά.
«Δεν
υπάρχει πια άδικος θάνατος Κορφιάτισσα»
είπε ο Ομέρ. «Κι ούτε μπορεί να
υπάρξει σε έναν πόλεμο.»
«Ούτε
δίκαιος θάνατος υπάρχει» είπε
η Μερσίνα, «μόνο θάνατος. Γι αυτό, κοίτα
να ζήσεις.»
Ο
Ομέρ δεν είχε ξεγράψει από μέσα του την
Ναυσικά. Το διάστημα που ήταν χαμένη
στον κόσμο των ψευδαισθήσεών της την
λυπήθηκε. Την έβλεπε να κρατά σφιχτά
στην αγκαλιά της το νεκρό παιδί και θα
'θελε να είναι εκείνος στη θέση του.
Θυμόταν τον έρωτά του με την τρελή
Μερσίνα και δεν ήξερε πια τι ζητούσε
απ' τη ζωή του. Με αυτή την σύγχυση στο
μυαλό ετοιμαζόταν να δώσει μια τελική
φονική μάχη για μια υπόθεση ως τώρα
ξένη. Δεν είχε νιώσει ποτέ αυτήν την
επανάσταση των Ρωμιών σαν οικεία υπόθεση.
Νά, όμως, που τώρα ξαφνικά την ένιωθε
εντελώς δική του.
«Θα
διακινδυνέψεις να πεθάνεις για την
επανάστασή τους;» τον ρώτησε μια
τελευταία φορά η Μερσίνα.
«Ο
θάνατος είναι σαν τον έρωτα, μια
ψευδαίσθηση! Προτιμώ να παλέψω για μια
πατρίδα αντί να ελπίζω στον έρωτα ή να
φοβάμαι τον θάνατο» της ψιθύρισε.
«Ώστε
θα παλέψεις για μια πατρίδα, ε;
Για την Ελλάδα; Για μια χώρα
που ούτε την θυμόντουσαν οι
Ρωμιοί πριν τούς την χώσουν
στο μυαλό οι Φράγκοι! Για
ένα όνειρο!» του φώναξε η
Μερσίνα.
«Ναι,
για την Ελλάδα!» της είπε ο Ομέρ. «Γιατί
όχι; Για μια πατρίδα αλλιώτικη από το
Δοβλέτι του Μαχμούτ και το Εγιαλέτι του
Αλή. Για ένα όνειρο, γιατί όχι;»