Η ομιλία ανήκει στον Γ.Παπαναστασίου, έναν γλωσσολόγο που έχει εκδόσει και το βιβλίο "Ελληνική ορθογραφία".
Ο Παπαναστασίου μίλησε σε ένα ακροατήριο εκπαιδευτικών για τον τρόπο που διδάσκονται τα αρτχαία ελληνικά στο σχολείο. Οι επισημάνσεις του καίριες και τροφή για περισσότερες σκέψεις. Παραθέτω το κείμενο της ομιλίας του. Συγνώμη που είναι κάπως μεγάλο (περίπου 3.500 λέξεις), όχι όμως τεράστιο, Διαβάζεται εύκολα.
Η
ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της:
εκπαιδευτικοί προβληματισμοί
Κυρίες
και κύριοι,
Το
θέμα της σημερινής μου ομιλίας, «Η
ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της:
εκπαιδευτικοί προβληματισμοί», το
επέλεξα με γνώμονα δύο κριτήρια. Αφενός
την ιδιότητα μου, αρχικά ως φιλολόγου
και στη συνέχεια ως ιστορικού γλωσσολόγου,
και αφετέρου τον στόχο που ένα εκπαιδευτήριο
προφανώς υπηρετεί: την εκπαίδευση και,
αν θέλετε, γενικότερα την παιδεία. Πώς
συνδέεται η διαχρονία της ελληνικής
γλώσσας, η ιστορική της πορεία μέσα στον
χρόνο, με τη διδασκαλία της; Ποιες στιγμές
της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
μπορεί και πρέπει να λάβει υπόψη της η
εκπαίδευση και πώς μπορεί να τις
εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά και γόνιμα
κατά τη γλωσσική διδασκαλία;
Πρώτα
απ’ όλα, όμως, για ποια ακριβώς γλώσσα
μιλάμε; Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε
τη νέα ελληνική και πώς τις παλαιότερες
μορφές της, τη γλώσσα του Ομήρου, του
Αισχύλου και του Αριστοτέλη, τη γλώσσα
των Ευαγγελίων, του Ρωμανού του Μελωδού,
αυτή του Διγενή Ακρίτα; Και, μιλώντας
για την ελληνική των τελευταίων αιώνων,
πώς θα αντιμετωπίσουμε τη γλώσσα του
Κάλβου, του Σολωμού, του Παλαμά και του
Εμπειρίκου- αλλά και του σύγχρονου
αρθρογράφου σε μια εφημερίδα, της
παρουσιάστριας μιας πρωινής τηλεοπτικής
εκπομπής, του συντάκτη των οδηγιών
συμπλήρωσης του φορολογικού εντύπου;
Τη
γλώσσα όλων αυτών την ονομάζουμε προφανώς
με το ίδιο όνομα, ελληνική, δεν υπάρχει
όμως καμιά αμφιβολία ότι η ελληνική
αυτή γλώσσα διαφέρει σε σημαντικό βαθμό
από εποχή σε εποχή και από συγγραφέα σε
συγγραφέα. Γιατί όμως διαφέρει; Και
αυτές οι διαφορές χαρακτηρίζουν μόνο
την ελληνική; Μόνο αυτή άλλαξε μέσα στον
χρόνο ή το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις
γλώσσες και σε όλους τους λαούς; Και
τελικά αυτή η αλλαγή τι είναι, προνόμιο
ή κατάρα;
Θα
ξεκινήσουμε με μια θεμελιώδη παραδοχή.
Όπως κάθε γλώσσα συνδέεται με τις
υπόλοιπες ως προς το ότι όλες τους
αποτελούν εργαλεία που υπηρετούν την
αυτονόητα κοινή αποστολή της ανθρώπινης
επικοινωνίας, έτσι και κάθε γλώσσα
διαφοροποιείται από τις άλλες, αλλά και
από τον εαυτό της μέσα στον χρόνο, επειδή
εξίσου αυτονόητα αυτή την κοινή αποστολή
την υπηρετεί σε διαφορετικό χώρο και
χρόνο, ανάλογα με τις επικοινωνιακές
ανάγκες που καλείται να αντιμετωπίσει.
Το γλωσσικό φαινόμενο είναι από αυτή
την άποψη το πιο άρρηκτα συνδεδεμένο
με την ιστορικότητα του ανθρώπου, και
η γλωσσική αλλαγή, όπως την ονομάζουμε,
είναι ο αναγκαίος τρόπος προσαρμογής
μιας γλώσσας στις συνεχώς μεταβαλλόμενες
συνθήκες του πολιτισμού. Τη διαδικασία
αυτή την υφίστανται όλες οι γλώσσες,
καθώς μεταβάλλονται αργά και σχεδόν
ανεπαίσθητα στο στόμα των υποκειμένων
που τις μιλούν, οικοδομώντας μαζί τους
την παγκόσμια ιστορία του ανθρώπου.
Ας
έρθουμε τώρα στα δικά μας: η ελληνική
γλώσσα μέσα στην ιστορία. Το ότι υπέστη
ριζικές αλλαγές από τη μυκηναϊκή εποχή,
οπότε μαρτυρείται για πρώτη φορά, μέχρι
σήμερα, είναι μια απλή εμπειρική
διαπίστωση. Από την άλλη, όμως, μιλούμε
για μία
ελληνική γλώσσα, δίνοντας της ένα όνομα
– ορισμένοι μάλιστα μιλούν για μια
αδιαίρετη
και ενιαία
ελληνική γλώσσα. Πώς συμβιβάζονται, εάν
συμβιβάζονται, αυτά τα πράγματα;
Στο
ερώτημα αν δύο ή περισσότερα γλωσσικά
συστήματα πρέπει να ονομαστούν
διαφορετικές γλώσσες ή διαφορετικές
εκφάνσεις, τοπικές ή χρονικές, της Ίδιας
γλώσσας, μπορούμε να απαντήσουμε με δύο
διαφορετικά κριτήρια. Το πρώτο είναι
το γλωσσολογικό, σύμφωνα με το οποίο
δύο γλωσσικά συστήματα είναι εκφάνσεις
της ίδιας γλώσσας, αν επιτρέπουν την
αμοιβαία κατανόηση, αν μπορεί δηλαδή ο
φυσικός ομιλητής του ενός να συνεννοηθεί,
να επικοινωνήσει με σχετική επάρκεια,
με τον ομιλητή του άλλου. Στη διαδρομή
του χρόνου είναι, επομένως, αναμενόμενο
η γλωσσική αλλαγή να αυξάνει συνεχώς
τις διαφορές που χωρίζουν τις παλαιότερες
μορφές μιας γλώσσας από τις πιο πρόσφατες,
με φυσικό αποτέλεσμα να μειώνεται
συνεχώς η κατανοησιμότητα μεταξύ
γλωσσικών σταδίων που απέχουν όλο και
περισσότερο μεταξύ τους. Για παράδειγμα,
η κατανοησιμότητα είναι μεγαλύτερη
μεταξύ της ομηρικής γλώσσας και της
αττικής διαλέκτου του 5ου αι. π.Χ. από
ό,τι είναι μεταξύ της ομηρικής γλώσσας
και των Ευαγγελίων. Και εμείς σήμερα
κατανοούμε πολύ πιο εύκολα τα Ευαγγέλια
από ό,τι τα ομηρικά έπη.
Το
δεύτερο κριτήριο είναι το ιδεολογικό,
σύμφωνα με το οποίο δύο γλωσσικά συστήματα
ονομάζονται εκφάνσεις της ίδιας γλώσσας,
αν οι ομιλητές τους αισθάνονται
ότι μιλούν την ίδια γλώσσα, ενώ ονομάζονται
διαφορετικές γλώσσες αν οι ομιλητές
τους δηλώνουν ομιλητές διαφορετικών
γλωσσών. Τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει
περίπτωση το ένα κριτήριο, το γλωσσολογικό,
να οδηγεί οι διαφορετικά αποτελέσματα
από το άλλο, το ιδεολογικό; Υπάρχει.
Παράδειγμα:
κανένας γλωσσολόγος δεν θα αρνιόταν
ότι η σερβική και η κροατική, οι μορφές
δηλαδή της σλαβικής που μιλιούνται
αντίστοιχα στη Σερβία και στην Κροατία,
αποτελούν μια ενιαία γλώσσα, της οποίας
οι δύο ποικιλίες πολύ λίγο διαφέρουν
μεταξύ τους. Καθεμιά είναι απόλυτα
κατανοητή από τους ομιλητές της άλλης,
με μικρές φωνητικές διαφορές και, για
να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, διαφέρουν
από φωνητική άποψη πολύ λιγότερο από
ό,τι στη νέα ελληνική τα βόρεια από τα
νότια ιδιώματα- βόρεια, θυμίζω, είναι
αυτά που τη δουλειά
τη λένε δλειά
και το σκυλί
σκλί.
Αν ρωτούσαμε όμως τους ομιλητές των δύο
αυτών ποικιλιών, της σερβικής και της
κροατικής, οι περισσότεροι θα επέμεναν
ότι μιλούν διαφορετικές γλώσσες. Και
θα προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν την
άποψή τους βασιζόμενοι στις ελάχιστες
διαφορές που υπάρχουν από ποικιλία σε
ποικιλία. Γιατί; Προφανώς γιατί δεν
θέλουν να θεωρούν τους εαυτούς τους
ομόγλωσσους. Τα γεγονότα που σημάδεψαν
τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας,
με την ανεξαρτητοποίηση των ομόσπονδων
κρατών και τους πολέμους που ακολούθησαν,
αποτέλεσαν τη δραματική κορύφωση μιας
έχθρας που ανάγεται τουλάχιστον στον
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πώς λοιπόν να
θεωρούν ομόγλωσσους τους εαυτούς τους
λαοί που πριν από λίγα χρόνια έσφαξαν
ο ένας τον άλλο;
Άλλο
παράδειγμα: Χίντι ονομάζεται η κυριότερη
γλώσσα που μιλιέται σήμερα στην Ινδία,
ουρντού η επίσημη γλώσσα του Πακιστάν.
Και στην περίπτωση αυτή κανένας
γλωσσολόγος δεν θα δίσταζε να ονομάσει
τις δύο αυτές ποικιλίες διαφορετικές
διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Αμοιβαία
κατανόηση μεταξύ των ομιλητών υπάρχει,
μόνο που η μία, η χίντι, έχει επηρεαστεί
περισσότερο, όσον αφορά το λεξιλόγιο,
από την ινδουιστική παράδοση, ενώ η
ουρντού των μουσουλμάνων Πακιστανών
βρίσκεται από την άποψη αυτή στην
αραβοπερσική σφαίρα επιρροής. Οι λαοί
αυτοί έχουν χρόνια, περίπου 60, από τότε
που αλληλοσκοτώθηκαν, και χώρισαν οι
μεν από τους δε, διαλύοντας την ενιαία
Ινδία, κομμάτι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας,
στα τρία: στη σημερινή Ινδία, στο
μουσουλμανικό Πακιστάν στα δυτικά και
στο επίσης μουσουλμανικό Μπαγκλαντές
στα ανατολικά. Μαζικές μεταναστεύσεις
και διωγμοί σημάδεψαν τον χωρισμό των
μουσουλμάνων Πακιστανών από τους
ομόγλωσσους Ινδούς. Ακόμη οι χώρες αυτές
δεν έχουν επουλώσει εντελώς τις πληγές
της αντιπαλότητας και οι γλώσσες τους
καταγράφονται ως ξεχωριστές, αφού
κανένας από τους δύο λαούς δεν θεωρεί
τον άλλο ομόγλωσσο.
Ας
έρθουμε τώρα στα δικά μας. Αρχαία και
νέα ελληνική· μία γλώσσα ή όχι; Με βάση
το γλωσσολογικό κριτήριο προφανώς όχι.
Την ομηρική ή την κλασική αττική διάλεκτο
κανείς Νεοέλληνας δεν την καταλαβαίνει
χωρίς ειδική διδασκαλία. (Το αν την
καταλαβαίνει και μετά τη διδασκαλία
είναι ένα άλλο θέμα, που αφορά τον τρόπο,
τη μέθοδο και τον χρόνο κατά τον οποίο
επιχειρείται η εκμάθηση της.) Θα πει
κάποιος: Μα υπάρχουν κοινές λέξεις,
παίζω
στην αρχαία και παίζω
στη νέα ελληνική, ακούω
και ακούω,
πατήρ
και πατέρας,
μήτηρ
και μητέρα,
παις
και παιδί.
Ακόμη και αν προς στιγμήν ξεχάσουμε ότι
αλλιώς προφέρονταν οι λέξεις αυτές στην
αρχαία και αλλιώς προφέρονται στη νέα
ελληνική, εύκολα θα θυμηθούμε ότι κοινές
λέξεις υπάρχουν, για παράδειγμα, και
ανάμεσα στα λατινικά και στα ιταλικά,
causa που σημαίνει ‘αιτία’ στα λατινικά,
causa στα ιταλικά, dico που σημαίνει ‘λέω’
στα λατινικά, dico στα ιταλικά, filius ‘γιος’
στα λατινικά, figlio στα ιταλικά, όμως στην
περίπτωση αυτή μιλούμε, με βάση το
γλωσσολογικό κριτήριο, για διαφορετικές
γλώσσες, αφού αυτό που διαφέρει ουσιωδώς
είναι η δομή των δύο συστημάτων. Για
παράδειγμα, συνθετική γλώσσα η λατινική,
αναλυτικότερη η ιταλική- χωρίς άρθρο η
λατινική, με άρθρο η ιταλική· με τρία
γένη η λατινική, με δύο η ιταλική. Και
στα ελληνικά: Συνθετική η αρχαία ελληνική,
αναλυτικότερη η νέα· με πέντε πτώσεις
η αρχαία, με τέσσερις η νέα· με απαρέμφατο
η αρχαία, χωρίς απαρέμφατο η νέα· με
μονολεκτικούς χρόνους η αρχαία, με
περιφραστικούς η νέα.
Γιατί
τότε μιλούμε για μία ελληνική γλώσσα;
Επειδή το κριτήριο μας είναι ιδεολογικό.
Θέλουμε να μιλούμε την ίδια γλώσσα με
τους αρχαίους Έλληνες, αισθανόμαστε
ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα.
Άλλο
παράδειγμα: η κοινή νέα ελληνική που
μιλούμε σήμερα και η ποντιακή. Όλοι
γνωρίζουμε ότι, ακούγοντας έναν Πόντιο
να μιλάει την αυθεντική ποντιακή, δεν
μπορούμε να καταλάβουμε σχεδόν τίποτε.
Το γλωσσολογικό κριτήριο θα μας έλεγε
ότι πρόκειται για διαφορετικές γλώσσες.
Όμως οι Πόντιοι αισθάνονται Έλληνες,
και τελικά Πόντιοι και Ελλαδίτες θέλουμε
να αισθανόμαστε την κοινή μας ελληνική
καταγωγή, θέλουμε να τονίζουμε τα
στοιχεία που μας ενώνουν και όχι τις
υπαρκτές γλωσσικές διαφορές που μας
χωρίζουν. Γι’ αυτό και την ποντιακή την
ονομάζουμε διάλεκτο της ελληνικής και
όχι ξεχωριστή γλώσσα. Και το ίδιο
συμβαίνει και με τα καππαδοκικά, τα
τσακώνικα, τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας
κτλ.
Η
πολιτική ενότητα του νέου ελληνισμού,
όπως επιτεύχθηκε σε σημαντικό βαθμό
και με δραματικό τρόπο ύστερα από τη
Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή
των πληθυσμών, δυνάμωσε τους ήδη ισχυρούς
δεσμούς ανάμεσα αφενός στους Πόντιους
και τους άλλους Μικρασιάτες και αφετέρου
στους υπόλοιπους Ελλαδίτες, και οδήγησε
σήμερα στη σχεδόν πλήρη γλωσσική
αφομοίωση των μεν από τους δε – μια
αφομοίωση που συντελέστηκε σχετικά
γρήγορα και αθόρυβα, καθώς οι Πόντιοι
δεν αισθάνονταν ότι έχαναν τη γλώσσα
τους όταν μιλούσαν την κοινή νέα ελληνική,
αφού και αυτή την ένιωθαν εξίσου δική
τους ελληνική.
Τι
θα είχε γίνει, όμως, αν, για παράδειγμα,
η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που
άκμασε τους τελευταίους αιώνες του
Βυζαντίου, δεν είχε υποταχθεί στους
Τούρκους και ζούσε από τότε μέχρι σήμερα
έναν ελεύθερο βίο με επίσημη γλώσσα την
ποντιακή; Τι θα είχε συμβεί όταν, μετά
την Επανάσταση του 1821, δημιουργούνταν
το δικό μας, ελλαδικό κράτος, με επίσημη
γλώσσα τη σημερινή κοινή νεοελληνική;
Δεν θα είχαμε σήμερα δύο κράτη, το καθένα
με τη δική του, συγγενική μεν αλλά
διαφορετική γλώσσα, την ποντιακή και
την – ας την ονομάσουμε – ελλαδική,
απογόνους και τις δύο της αρχαίας
ελληνικής – και συγκεκριμένα της
ελληνιστικής κοινής; Και οι διαφορές
ανάμεσα τους δεν θα ήταν ανάλογες με
αυτές που διακρίνουν στις μέρες μας την
ιταλική, για παράδειγμα, από την ισπανική;
Κάπως
έτσι συνέβησαν τα πράγματα στη λατινική.
Η ενιαία γλώσσα που μιλούσαν οι Λατίνοι
στο μεταίχμιο ανάμεσα στην προχριστιανική
και στη μεταχριστιανική εποχή εξαπλώθηκε
λόγω της ρωμαϊκής κατάκτησης σε ολόκληρη
τη Δυτική Ευρώπη, από το Γιβραλτάρ μέχρι
τον Ρήνο και από τη Σικελία μέχρι τη
Βρετανία. Όταν το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος
κατέρρευσε τον 5ο αι. μ.Χ. και διασπάστηκε,
και παρά τις ενοποιητικές προσπάθειες
του Καρλομάγνου το 800 μΧ, οι περιοχές
αυτές, στις οποίες είχαν εντωμεταξύ
αναπτυχθεί διάλεκτοι της λατινικής,
αυτονομήθηκαν, οι διάλεκτοι κάποια
στιγμή εξελίχθηκαν σε εθνικές γλώσσες
των αυτόνομων κρατών και έτσι μιλούμε
σήμερα για τη γαλλική, την ισπανική, την
πορτογαλική, την ιταλική κτλ. Οι ιστορικές
συγκυρίες, επομένως, που οδήγησαν στην
πολιτική διάσπαση της λατινόφωνης
επικράτειας ανέδειξαν σε ξεχωριστές
γλώσσες τα λατινογενή γλωσσικά συστήματα.
Για να διακρίνουμε την προγενέστερη
γλωσσική μορφή την ονομάζουμε λατινική,
και τις διάδοχες, τις θυγατρικές, αν
θέλετε, μορφές, γαλλική, ισπανική,
πορτογαλική, ιταλική κτλ. -και όλες τις
ονομάζουμε γλώσσες με βάση το γλωσσολογικό
κριτήριο.
Στην
περίπτωση της ελληνικής διακρίνουμε
την προγενέστερη μορφή ονομάζοντας την
αρχαία ελληνική, τη σημερινή μορφή νέα
ελληνική και ως όριο – αλλά και συνδετικό
κρίκο – ανάμεσα τους θεωρούμε την
ελληνιστική κοινή, τη γλώσσα των
Ευαγγελίων. Δεν πρέπει όμως, παρά το
κοινό τους όνομα, ελληνική, να ξεχνούμε
ότι πρόκειται για διαφορετικά γλωσσικά
συστήματα που ιδεολογικοί και όχι
γλωσσολογικοί λόγοι μάς οδηγούν να τα
ονομάζουμε με τον ίδιο τρόπο.
Και
δυστυχώς αυτό το πράγμα το ξεχνούμε
συνέχεια. Και το ξεχνούμε κυρίως όταν
σχεδιάζουμε ή ξανασχεδιάζουμε (ας
θυμηθούμε τις κυοφορούμενες αλλαγές
στην παιδεία) το εκπαιδευτικό μας
σύστημα, ιδιαίτερα το κομμάτι που αφορά
πι γλωσσική διδασκαλία. Είναι πάνω από
είκοσι χρόνια που, ξεκινώντας από την
περίφημη λεξιπενία των νέων, αυξήσαμε
τα χρόνια διδασκαλίας των αρχαίων
ελληνικών από τρία σε έξι με – ρητά
διακηρυγμένο στα σχολικά εγχειρίδια
-στόχο να στηρίξουν τη διδασκαλία της
νέας ελληνικής. Ας δούμε πώς επιχειρείται
αυτό στο βιβλίο των Αρχαίων Ελληνικών
της Α’ Γυμνασίου (θυμίζω ότι εκδόθηκε
το 2006), με το οποίο κάθε παιδί έρχεται
για πρώτη φορά σε επαφή με τα αρχαία
ελληνικά.
Στη
σελ. 8 του βιβλίου διαβάζουμε: «Η νέα
ελληνική γλώσσα προήλθε από την αρχαία
και είναι αποτέλεσμα συνεχούς εξέλιξης
μέσα στους αιώνες. Η συγγένεια της
αρχαίας και της νέας ελληνικής είναι
σαφής, αρκεί να δούμε πόσες λέξεις,
καταλήξεις, σημασίες κ.ά. της αρχαίας
γλώσσας επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας
ή πόσες φράσεις αρχαίες και αρχαιοπρεπείς
λόγιες χρησιμοποιούνται σήμερα στον
γραπτό ή προφορικό λόγο της νέας
ελληνικής. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
[και ενώ θα περίμενε κανείς τουλάχιστον
παραδείγματα όλων αυτών των κατηγοριών,
δηλαδή λέξεις που να δείχνουν τη συνεχή
εξέλιξη από την αρχαία στη νέα ελληνική,
που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας κτλ.,
διαβάζει τα ακόλουθα:] νους
υγιής εν σώματι υγιεί, ευ αγωνίζεσθαι,
πυξ λαξ, κύκνειον άσμα, δημοσία δαπάνη,
τα παιδία παίζει, γνώθι σαυτόν, έπεα
πτερόεντα, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός
σοφού, Εύρηκα! Εύρηκα!, ευ ζην, μολών
λαβε, μη μου άπτου, καινά δαιμόνια, στήλη
άλατος, άρον άρον, από μηχανής θεός,
γόρδιος δεσμός.»
Τα παραθέτω επίτηδες όλα, για να μη
θεωρηθεί ότι επιλέγω.
Τι
καταλαβαίνει ο μαθητής διαβάζοντας
αυτή τη σελίδα; Από τη στιγμή που δεν
γίνεται κανένας διαχωρισμός, δεν είναι
λογικό να νομίσει ότι όλα αυτά τα
αρχαιοπρεπή ρητά και οι εκφράσεις είναι
το αποτέλεσμα εξέλιξης της γλώσσας, και
ότι η σημερινή τους χρήση αποδεικνύει
τη συγγένεια της αρχαίας με τη νέα
ελληνική; Πώς εξελίσσεται όμως αυτή η
γλώσσα; Αφού ο μαθητής τη βλέπει μπροστά
του ακίνητη, παγωμένη, απολιθωμένη. Τι
εξέλιξη είναι αυτή που τα αφήνει όλα
ίδια και απαράλλαχτα;
Αντί,
με άλλα λόγια, κυρίες και κύριοι, να
πούμε στον μαθητή ότι οι αρχαίοι δεν
έλεγαν παιδί
αλλά έλεγαν παις
(αφήστε το πώς το πρόφεραν), και ότι ο
παις
άλλαξε και έγινε παιδίον
και μετά παιδί,
και άρα ορίστε πώς αλλάζει η γλώσσα ή,
αν θέλουμε οπωσδήποτε ρητό, αντί να του
πούμε ότι ο Σωκράτης έλεγε έν
οίδα ότι ουδέν οίδα,
και πως εμείς σήμερα αντί να πούμε οίδα
λέμε ξέρω,
και πάλι ορίστε πώς άλλαξε η γλώσσα,
αντί δηλαδή να στηρίξουμε την αυτονόητη
πρώτη εντύπωση του μαθητή ότι διαφορετικά
είναι τα αρχαία ελληνικά και διαφορετικά
τα νέα, και επομένως καλά κάνει και δεν
τα καταλαβαίνει, και για να τα καταλάβει
πρέπει να τα μάθει, εμείς του βάζουμε
με το ζόρι στο κεφάλι ότι είναι τα ίδια,
άρα αν δεν τα καταλαβαίνει, κακώς.
I
Κάθε
καλοπροαίρετος αναγνώστης του βιβλίου,
βέβαια, θα αναρωτηθεί: Μήπως όλη αυτή η
παρουσίαση είναι ένας απλός τρόπος για
να δώσουμε στον μαθητή κάποια παραδείγματα
αρχαίων εκφράσεων που να μην του είναι
εντελώς άγνωστα, για να μην τον τρομάξουμε,
καθώς κάνει τα πρώτα του βήματα στα
αρχαία ελληνικά; Μήπως η σελ. 8, έτσι
χρωματιστή και καλαίσθητη που είναι,
βρίσκεται εκεί απλώς για να της ρίξει
μια ματιά, πριν αρχίσει πραγματικά να
μαθαίνει;
Την
απάντηση τη δίνει το αντίστοιχο βιβλίο
του καθηγητή: «Ο σκοπός είναι η
συνειδητοποίηση βασικών σταδίων εξέλιξης
της ελληνικής. [Ποια εξέλιξη, ποια
στάδια;] Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί
η ενιαία φύση της ελληνικής γλώσσας,
ώστε οι μαθητές να αρχίσουν σταδιακά
να μη θεωρούν την αρχαία ελληνική ξένη
γλώσσα, αλλά να θεωρούν την εκμάθηση
της απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή
χρήση της νέας ελληνικής.»
Κοντεύουν,
κυρίες και κύριοι, διακόσια χρόνια από
την ανεξαρτησία αυτού του έρημου του
νεοελληνικού κράτους και από την πρώτη
χάραξη επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής
και ακόμη δεν καταλάβαμε ότι μπορούμε
να μάθουμε καλά τα νέα ελληνικά χωρίς
να ξέρουμε τα αρχαία. Και αν τα πρώτα
χρόνια της ανεξαρτησίας, τότε που το
νεοελληνικό βρέφος πάσχιζε να σταθεί
στα πόδια του, να καταλάβει ποιος είναι
και να ψελλίσει το όνομα του, αν λοιπόν
τον 19ο αιώνα ήταν αναμενόμενες οι δοκιμές
και τα παραστρατήματα, σήμερα πώς
δικαιολογούνται αυτές οι διαστρεβλώσεις
στον πυρήνα της γλωσσικής διδασκαλίας;
Στο
μυαλό του μαθητή πάντως το πρώτο μάθημα
πέρασε: απαραίτητη προϋπόθεση για τη
σωστή χρήση της νέας ελληνικής είναι η
γνώση της αρχαίας. Προχωρούμε στο
δεύτερο.
Στη
σελ. 9 του ίδιου βιβλίου διαβάζουμε: «Η
αρχαία ελληνική (μέσω και της λατινικής
στην περίπτωση των γαλλικών, των
ισπανικών, των πορτογαλικών και των
ρουμανικών) προσέφερε λέξεις ή ρίζες
λέξεων σε όλες τις σύγχρονες ευρωπαϊκές
γλώσσες. [Ακολουθεί απόσπασμα από τη
γνωστή σε όλους ομιλία του Ξενοφώντα
Ζολώτα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
το 1957, και άλλα παραδείγματα:] αγγλ.
Europe < Ευρώπη ‘αυτή που έχει ευρείς
ώπας, μεγάλα μάτια’, αγγλ. democracy, monarchy,
anarchy, […], αγγλ. harmony < αρμονία < αρμός,
[…], ελλ. ανάλυσις > αγγλ. analysis, γαλλ.
analyse, […], αγγλ. athlete < αθλητής < αθλούμαι
< άθλον ‘βραβείο, έπαθλο’.»
Για
ποιο λόγο γράφονται όλα αυτά; Μας το
λέει το βιβλίο του καθηγητή. «Με το υλικό
της δεύτερης σελίδας επιδιώκεται ένας
ακόμη σκοπός: να καταδειχθεί ότι η αρχαία
ελληνική μπορεί να μην είναι ομιλούμενη
γλώσσα, επιζεί όμως όχι μόνο μέσα από
τη νέα ελληνική αλλά και μέσα από πολλές
ευρωπαϊκές γλώσσες. Όλοι οι μαθητές θα
αναγνωρίσουν κάποιες λέξεις της αγγλικής
στο κείμενο του Ξενοφώντα Ζολώτα.
Πρόκειται βεβαίως για τεχνητό κείμενο,
που έχει σκοπό να δείξει την πληθώρα
των ελληνικών λέξεων στο λεξιλόγιο της
αγγλικής.» Αυτό που δεν λέγεται, βέβαια,
είναι ότι το κείμενο δεν είναι απλώς
τεχνητό αλλά γραμμένο σε μια γλώσσα
κατ’ όνομα μόνο αγγλική.
Να
το δεύτερο μάθημα. Τα αρχαία ελληνικά
επιζούν όχι μόνο στα νέα ελληνικά (αυτό
το μάθαμε στη σελ. 8) αλλά και στις άλλες
ευρωπαϊκές γλώσσες, και μάλιστα μπορούμε
να μιλήσουμε αγγλικά με ελληνικές
λέξεις.
Και
το βιβλίο του καθηγητή συνεχίζει:
«Οπωσδήποτε θα ήταν ενδιαφέρον να
ενθαρρυνθούν οι μαθητές, ιδιαιτέρως οι
πολύγλωσσοι ή οι αλλοδαποί, αν υπάρχουν,
να δημιουργήσουν δικό τους κείμενο με
λέξεις ελληνικές, πιθανόν και με
συγκεκριμένο θέμα, π.χ. τη μουσική.»
Τη
δουλειά, δηλαδή, που έκανε ο καθηγητής
Ξενοφών Ζολώτας, προφανώς έχοντας
προφανώς μπροστά του το ογκώδες αγγλικό
λεξικό Webster’s για να σταχυολογεί απίθανες
και βεβαίως ανύπαρκτες στο πραγματικό
αγγλικό λεξιλόγιο λέξεις ελληνικής
προέλευσης, προσπαθώντας ταυτόχρονα
το κείμενο του να βγάζει νόημα, αυτή τη
δουλειά τη ζητάμε, κυρίες και κύριοι,
από τον μαθητή της Α’ Γυμνασίου, που
προφανώς δεν ξέρει τόσο καλά αγγλικά,
είναι δεδομένο ότι δεν ξέρει αρχαία
ελληνικά, και μια σελίδα πριν του έχουμε
πει ότι, επειδή δεν ξέρει αρχαία, δεν
ξέρει και νέα.
Και
η σελ. 9 συνεχίζει: «Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα
είναι η ανίχνευση λέξεων που χρησιμοποιούμε
στη νέα ελληνική και θεωρούνται δάνεια
από ξένες, ενώ στην πραγματικότητα είναι
ελληνικές λέξεις που ταξίδεψαν και
επέστρεψαν στον τόπο τους. Πρόκειται
για αντιδάνεια, όπως είναι λ.χ. η λ.
καναπές < γαλλ. canape < λατ. conopeum < από
το ελλ. κωνωπείον, η λ. πέναλτι < μεσαίων,
λατ. poenalitas < λατ. poenalis < λατ. poena < ελλ.
ποινή.»
Το
μάθημα δηλαδή συνεχίζεται: πίσω από τις
ξένες λέξεις που βλέπεις στη γλώσσα
σου, μη νομίζεις, αν ψάξεις, θα βρεις
πάλι την αρχαία ελληνική. Αυτή η αρχαία
ελληνική, τέλος πάντως, είτε φανερή είτε
κρυμμένη, είναι πίσω από όλα. Χωρίς αυτή
γλώσσα δεν γίνεται.
Να
λοιπόν πώς αποτυπώνεται στις δύο πρώτες
σελίδες του πρώτου σχολικού εγχειριδίου
για την εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής
η φιλοσοφία πάνω στην οποία στηρίζεται
η αρχαιογλωσσία στη Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση. Θα ξεχωρίσω δύο μόνο
ανεπιθύμητες συνέπειες αυτής της
αντιμετώπισης, τις οποίες βιώνουμε όσοι
ασχολούμαστε με την εκπαιδευτική πράξη.
Πρώτον, την αρχαία ελληνική δεν την
αντιμετωπίζουμε ως αυταξία, αλλά ως
δεκανίκι για την εκμάθηση της νέας. Το
αποτέλεσμα είναι γνωστό. Κανένας
απόφοιτος λυκείου, ας μην κρυβόμαστε,
υστέρα από έξι χρόνια διδασκαλίας
αρχαίων ελληνικών, δεν είναι σε θέση να
διαβάσει και να απολαύσει ένα αρχαίο
κείμενο. Θυμίζω ότι στον ίδιο χρόνο και
με λιγότερες ώρες διδασκαλίας στο
σχολείο και στο φροντιστήριο ένας
μαθητής μαθαίνει και είναι σε θέση να
χειριστεί πολύ καλύτερα μια ξένη γλώσσα,
π.χ. την αγγλική. Κάτι, λοιπόν, δεν πάει
καλά με τη διδασκαλία – αφού ούτε τα
αρχαία ελληνικά ούτε τα παιδιά πρέπει
να θεωρηθούν υπεύθυνα γι’ αυτή την
αποτυχία.
Δεύτερον,
στηριγμένοι στην πεποίθηση ότι τα αρχαία
ελληνικά είναι απαραίτητα για την
εκμάθηση των νέων, δεν αντιμετωπίζουμε
σωστά τη διδασκαλία της νέας ελληνικής,
δημιουργώντας στο μυαλό των μαθητών
αναπόφευκτες στρεβλώσεις και εσφαλμένους
συνειρμούς, που τους εμποδίζουν να
κατανοήσουν τα ίδια τα νεοελληνικά
φαινόμενα. Πόσα παιδιά στο τέλος του
λυκείου έχουν ξεκαθαρίσει στο μυαλό
τους ότι, για παράδειγμα, στη νέα ελληνική
τα <ΑΙ>, <ΕΙ>, <ΟΙ> δεν είναι
δίφθογγοι αλλά ότι δίφθογγοι ήταν στην
αρχαία, όταν προφέρονταν [ai], [ei], [οι];
Σήμερα παριστάνουν έναν φθόγγο – το
<ΑΙ> το [e], το <ΕΙ> και το <ΟΙ> το
[ί] – τι πιο αυτονόητο, αλλά και τι
λιγότερο ομολογημένο; Πόσοι πρωτοετείς
φοιτητές του Τμήματος Φιλολογίας,
αυριανοί φιλόλογοι, ύστερα από έξι
χρόνια διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής,
δεν θα απαντούσαν ότι το <Η> στη νέα
ελληνική είναι μακρό; Μακρό ήταν στην
αρχαία, όταν συμβόλιζε το μακρό [e], σήμερα
συμβολίζει το [i] και, βέβαια, στη νέα
ελληνική μακρά φωνήεντα δεν υπάρχουν.
Γιατί εκπλησσόμαστε με αυτά τα σφάλματα
των μαθητών και των φοιτητών μας, αφού
η δική μας πολιτική της μακρόχρονης
παράλληλης διδασκαλίας είναι σε μεγάλο
βαθμό υπεύθυνη για αυτές τις στρεβλώσεις;
Αφού, διακηρύσσοντας τη διδασκαλία της
μιας μέσω της άλλης, στην ουσία κρύβουμε
τις διαφορές τους;
Και
για να μη θεωρητικολογούμε. Διαπιστώσατε,
συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, κάποια
βελτίωση στον νεοελληνικό (για να μη
μιλήσω για τον αρχαιοελληνικό) λόγο των
μαθητών τα τελευταία είκοσι χρόνια;
Δημιουργήθηκε σε κάποιον η εντύπωση
ότι η διδασκαλία της κλίσης των ρημάτων
σε -μι, της σύνταξης του απαρεμφάτου ή
των υποθετικών λόγων στην αρχαία ελληνική
βοήθησε στη βελτίωση του τρόπου χρήσης
της νέας ελληνικής;
Κυρίες
και κύριοι, η διδασκαλία είναι πράξη
και η πράξη βασίζεται σε πραγματικά
δεδομένα. Ανεξάρτητα δηλαδή από τους
ιδεολογικούς λόγους που μας κάνουν να
μιλούμε για μία
ελληνική γλώσσα, και καλά κάνουμε, η
εκπαιδευτική πράξη δεν μπορεί να
βασίζεται στην επιστημονικά ατεκμηρίωτη
άποψη ότι για την εκμάθηση της νέας
ελληνικής είναι απαραίτητη η διδασκαλία
της αρχαίας. Ούτε βέβαια ο προβληματισμός
πρέπει να εξαντλείται στο αν τα αρχαία
θα διδάσκονται για τρία ή για έξι χρόνια.
Το θέμα είναι ποιους στόχους εξυπηρετεί
η διδασκαλία τους και πώς οι στόχοι
αυτοί θα επιτευχθούν όσο το δυνατόν
καλύτερα. Και, επίσης, πώς πρέπει από
παιδαγωγική άποψη να συνδυαστεί χρονικά
η διδασκαλία της αρχαίας με αυτή της
νέας ελληνικής. Αλλά και πώς μπορούν
και πρέπει να αντιπαρατεθούν, από
γλωσσολογική άποψη, τα αρχαία από τα
νέα; όπου χρειάζεται και προς όφελος
της διδασκαλίας, για να γίνουν αντιληπτές
οι διαφορές τους. Δεν είναι τυχαία,
κυρίες και κύριοι, αυτά που έγραψε 15
χρόνια πριν ένας κορυφαίος Έλληνας
φιλόλογος, ο Δημήτρης Μαρωνίτης: ‘Σίγουρα
δεν ωφέλησαν και δεν ωφελούν τα παρακλητικά
προσκυνήματα της νεοελληνικής μπροστά
στα εικονίσματα της αρχαιοελληνικής
γλώσσας• μήτε οι ασφυκτικοί εναγκαλισμοί
μεταξύ τους. Καλύτερα λοιπόν να
αντικρίζονται, όταν και όπου χρειάζεται,
από κάποια απόσταση καθεμιά με το
πραγματικό της πρόσωπο’. Σας ευχαριστώ.