Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ας παινέψω το σπίτι μου πριν πέσει να με πλακώσει!


Ναι, ο τίτλος της σημερινής ανάρτησης είναι "ας παινέψω το σπίτι μου"
Μόλις χτες ήρθε στα χέρια μου το κείμενο του Κωνσταντίνου Μπούρα, ενός πολυτάλαντου συγγραφέα, επιστήμονα, λογοτέχνη, κριτικού, θεατρολόγου κλπ κλπ ο οποίος είχε μιλήσει για το βιβλίο μου "Ο Φονιάς των Αθηνών" σε μια παρουσίασή του που είχε γίνει στο ΜΟΝΚ στο Μοναστηράκι το 2016. 'Ηταν μια πολύ θετική για το βιβλίο κριτική από έναν άνθρωπο που είναι πολύ αυστηρός στις κρίσεις του. Γι αυτό την αναζήτησα και τώρα που την  έχω στα χέρια μου δεν κρατιέμαι να μην την δημοσιεύσω.
Για όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, λέω ότι είναι ιστορικό μυθιστόρημα, εκτυλίσσεται το 1860 (επί Όθωνα) και είναι περιπετειώδες, αστυνομικό, κοινωνικό κλπ. με περιεχόμενο που θίγει και το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας.
Ακολουθεί το κείμενο του Κωνσταντίνου Μπούρα (παρουσιάζει -μεταξύ άλλων- και στην ΕΡΤ μια εκπομπή για το βιβλίο). Είναι μεγάλο αλλά δεν το περικόπτω αφού δεν έχω ρωτήσει για να πάρω την άδεια του.

Για το βιβλίο: "Ο ΦΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ" του Γ.Θ.ΤΣΙΡΙΔΗ των εκδόσεων Ν&Σ Μπατσιούλας

Το ιστορικό μυθιστόρημα στα πάλαι ποτέ (έτσι νόμιζα, τουλάχιστον μέχρι τώρα)… το ιστορικό μυθιστόρημα, λοιπόν, στα πάλαι ποτέ καλύτερά του. Υπερ-αναλυτικές περιγραφές, εκτενείς ψυχογραφίες των ηρώων (και ηρωίδων, βεβαίως) από τον «παντογνώστη» τριτοπρόσωπο αφηγητή, συναισθηματικώς κλιμακούμενη δράση που οδηγεί σε πολλά προ-οικονομημένα crescendi πριν την τελική κορύφωση, γεωμετρική δομή, συμμετρία, σοφά υπολογισμένες ανατροπές, χωρίς ποτέ να εκπίπτουν στο στοιχείο του μελοδραματικού. Ο μαθηματικός νους τού συγγραφέα Γιώργου Θ. Τσιρίδη, που γεννήθηκε στην Δραπετσώνα το 1953 και δηλώνει ευθαρσώς Πειραιώτης, που σπούδασε Μαθηματικός στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακά Ναυτιλίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, φαίνεται ότι σκάρωσε έναν αλγόριθμο που μόνος ένας ιδιοφυής λογοτέχνης θα μπορούσε να τον ακολουθήσει κατ’ αρχήν και να τον επιλύσει στο τέλος. Η διαφορική εξίσωση των πραγματικών ανθρωπίνων συναισθημάτων που κινούνται ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, όπως παίζει ο ήλιος με τη σκιά τις πρώτες ανοιξιάτικες και τις ύστερες φθινοπωρινές μέρες, η βαθιά γνώση και κατανόηση της ευτελούς και τυχάρπαστης ανθρώπινης φύσης, η ανάγκη για εκδίκηση όταν διαστραφεί και καταπιεστεί το υγιές ερωτικό ένστικτο, οι απίστευτες δυνάμεις των καταπιεσμένων-κακοποιημένων-βιασμένων στο πιο μύχιο κομμάτι τους, το πλέον ιερό… αλλά και η ακατανίκητη ανάγκη να αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε (με αυτή τη σειρά κι όχι ανάστροφα), όλη αυτή η στρεψοδικία για να μην πούμε στον άλλον το πασιφανές: ότι τον αγαπάμε κι ότι θα θέλαμε να ζήσουμε ΜΕΣΑ του/της για πάντα… αυτή είναι – κατά την ταπεινή μου γνώμη – η αιτία της πολιτισμικής πολυεπίπεδης Κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Δεν πρόκειται για «πόλεμο θρησκειών» (όπως γράφεται συχνά από τους αδαείς και τους απλοϊκούς) αλλά για πόλεμο καταπιεσμένων, δυστυχισμένων κι αντι-ερωτικών φανατικών, μισαλλόδοξων, που αρπάζονται από την Εξουσία και το Χρήμα (ως μέσο για την απόκτηση εξουσίας κι αργότερα ως αυτοσκοπός)… ενώ το μόνο που τους χρειάζεται για να περάσουν τη μέρα τους – εκτός από ένα πιάτο φακές [με ή χωρίς χωριάτικο λουκάνικο, καρότο, άγρια χόρτα του βουνού και δάφνη, απαραιτήτως – οι απλές χαρές της ζωής] – …κυνηγάνε το Χρήμα και την Εξουσία, θέλω να πω, ενώ το μόνο που τους χρειάζεται είναι ένα χάδι στο μάγουλο από το χέρι το παινεμένο, το ποθητό, το ακριβό και πολυαγαπημένο. Τόσο απλά. Κι όταν δεν υπάρχει αυτό το πρόσωπο, οφείλουμε να αγαπάμε έτσι τον εαυτό μας. Γιατί [όπως αποδεικνύεται περίτρανα σε αυτό το υπέροχα δομημένο μυθιστόρημα], γιατί αν δεν αγαπάμε πρωτίστως τον εαυτό μας δεν μπορούμε να αγαπήσουμε (πολλώ δε μάλλον ν’ αγαπηθούμε) από κανέναν άλλον, χωρίς να τον πληγώσουμε, χωρίς να σπείρουμε τον όλεθρο και την καταστροφή γύρω μας, χωρίς να βλάψουμε εν τέλει τον πανέμορφο γαλαζοπράσινο πλανήτη με το μητρικό όνομα Γαία, που μας φιλοξενεί… Τα ψέματα κι η ενδοοικογενειακή βία γενούν τέρατα. Και για τα τέρατα μόνο λύπηση μπορεί να νιώσει κανείς, αφού μισούν κι εκείνα τον εαυτό τους, πρωτίστως τον εαυτό τους και μετά όλους τους άλλους, εκτός ίσως από τον βασανιστή τους (σύνδρομο της Στοκχόλμης) ή ένα άλλο τυχαίο, αθώο πλάσμα, το πρώτο που θα τους κοιτάξει στα μάτια με την αθωότητα ενός σκύλου, με τη φιλοσοφική κατανόηση μιας γάτας, με την ηχώ ενός παπαγάλου, με την χειριστικότητα ενός ψαριού στη γυάλα, που πρέπει κάθε μέρα να δείχνει την πιο καλή πλευρά του για να εξασφαλίσει το πίτουρο το …επιούσιον. Οι άνθρωποι που είναι θύματα χειριστικών συμπεριφορών από το στενό οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον γίνονται με τη σειρά τους χειριστικοί κι οι ίδιοι. Κι έτσι «σόι πάει το βασίλειο». Ολόκληροι οίκοι (και δεν εννοώ μόνον τον κανιβαλιστικό Οίκο των Ατρειδών ή τον αιμομεικτικό κι αιμοχαρή κι ανελέητον Οίκο των Λαβδακιδών [που γεννήθηκαν από τα σπαρμένα δόντια του Δράκοντα – ποιανού δράκοντα, κι από ποιόν πλανήτη μας ήρθε τούτος; Ερωτήματα, ερωτήματα, χωρίς απάντηση, παρά μόνο αν διαβάσεις ανάποδα την μυθολογία, με τη βοήθεια του Λοξία Απόλλωνα]… Ολόκληροι οίκοι (και δεν εννοώ λοιπόν μόνον τον κανιβαλιστικό Οίκο των Ατρειδών ή τον αιμομεικτικό κι αιμοχαρή κι ανελέητον Οίκο των Λαβδακιδών), ξεκληρίστηκαν ακριβώς επειδή κάποιοι βίασαν τρυφερά ανήλικα σώματα κι αγγελικές ψυχούλες. Αυτό νομίζω (τι λέω; είμαι σίγουρος) είναι το πλέον ειδεχθές έγκλημα. Και γίνεται ειδεχθές, ιδιώνυμο και έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας, όταν συνδυαστεί με εκφοβισμό, καλά κρυμμένα μυστικά και ψέματα συκοφαντικά.
Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω μυθιστόρημα για την ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και δεν το αφήνω στη μέση. Γιατί εδώ ο συγγραφέας ακούει όλες τις γνώμες, δίνει τόπο στην οργή και δέχεται να εξετάσει το θέμα σφαιρικά κι απ’ όλες τις απόψεις. Εξ άλλου, ως καλός φυσικομαθηματικός γνωρίζει ότι οι ιριδισμοί είναι απλώς αποτέλεσμα της ανάλυσης του λευκού φωτός από το πρίσμα της τρίτης διάστασης στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι, χωρίς ούτε καν τη χάρη να περνοδιαβαίνουμε ελεύθερα στην τέταρτη, απολαμβάνοντας τα προνόμια των πνευμάτων που έχουν καθαρθεί από τα εγκλήματα κι έχουν τιμωρηθεί δεόντως, απαλλασσόμενα έτσι από τις αδίστακτες κι αιμοβόρες Ερινύες των ενοχών τους.
Συγχαρητήρια στον ώριμο πια εξηντατριάρη Γιώργο Θ. Τσιρίδη. Ξέρει να γράφει, ξέρει να αναπτύσσει μυθιστορηματικώς ένα θέμα, ξέρει να δομεί σοφά γλωσσικά αρχιτεκτονήματα, είναι μάστορας του μέτρου και του ρυθμού, δεν πλατειάζει και δεν ξεπέφτει στον μελοδραματισμό… Δεν είναι και λίγα αυτά.
Τα θερμότερα «εύγε» ανήκουν όμως στους εκδότες Νίκο και Στέργιο Μπατσιούλα, που διείδαν πίσω από τα ηλεκτρονικά ή τυπωμένα ψηφία μια αδιόρατη μελωδία, από εκείνες που σου εγγράφονται ανεξίτηλα στο αυτί… Ειδικά ο Νίκος Μπατσιούλας είναι κι ο ίδιος μάστορας του καλογραμμένου ιστορικού μυθιστορήματος. Κι αυτό συντείνει στην κατανόηση κι αυτής της επιτυχημένης εκδοτικής επιλογής.
Θα ήμουνα ακόμα πιο ενθουσιώδης, αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ. Γι’ αυτό σταματώ εδώ. Όσοι όμως με γνωρίζουν καλώς και με ξέρουν κι από την καλή και από την ανάποδη, για ένα μπορούν να βάλουν με σιγουριά το χέρι τους στη φωτιά: όταν κάτι με συναρπάζει, δεν μπορώ και δεν θέλω να καταπιέσω την αβίαστη εκδήλωση των ιδεογραμμάτων-συναισθημάτων μου. Όταν πάλι, κάτι όντας τεχνικώς άρτιο με αφήνει παγερά αδιάφορο, τότε γίνομαι κι εγώ σχολαστικός και με επιστημονικό τρόπο διεκπεραιώνω το κριτικό μου σημείωμα. Κάτι που δεν συνέβη όπως καταλαβαίνετε στην εξαιρετέα κι εξαιρετική περίπτωση τού Γιώργου Θ. Τσιρίδη και του απολαυστικού, ψυχαγωγικού και άρτιου από επιστημονικής πλευράς έργου του «Ο Φονιάς των Αθηνών» (ιστορικό μυθιστόρημα χωρίς επιφυλάξεις, μετ’ επαίνων ανυπερθέτως). Και τα ελληνικά του, τέλεια. Ούτε καν οι επαγγελματίες φιλόλογοι και πολλοί ομότιμοι καθηγητές πανεπιστημίων που ανακαλύπτουν την Γραφή (κι άλλοι εξ αυτών τη συν-ραφή) στα στερνά τους, δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί και τελεσφόροι όσο ο Γιώργος Θ. Τσιρίδης. Τον συγχαίρω κι αναμένω με απολαυστική αγωνία το επόμενο πόνημά του.

Μετά λόγου γνώσεως,

Κωνσταντίνος Μπούρας

Μοιράζομαι την χαρά μου!

Αυτή η ανάρτηση γίνεται για να εκφράσω την δική μου χαρά για μια επιτυχία φίλων μου ... κι όποιος θέλει την μοιράζεται, όποιος το βαριέται, την προσπερνά.
Ο φίλος μου Στέφανος Σαββόπουλος (και η Ασπασία, η Λίνα, ο Ηρακλής, η Μαρία, η Κική, ο Σπηλιάδης και άλλοι) με τον παντελώς ανεξάρτητο συνδυασμό τους, πέτυχαν στον σύλλογο εργαζομένων Κερατσινίου-Δραπετσώνας έναν ανεπανάληπτο εκλογικό θρίαμβο, συγκεντρώνοντας 194 ψήφους έναντι 148 του δεύτερου (περίπου Σύριζα και άλλοι) και λίγο πάνω από 96 του τρίτου (κατά βάση ΚΚΕ). Ο Στέφανος αριστερός είναι, μη  μπερδευτεί κανείς ... Η διαφορά από τον δεύτερο ήταν στις περασμένες εκλογές 12 ψήφοι κι έγινε σχεδόν πενήντα!
Στις εκλογές της ομοσπονδίας, ο συνδυασμός αυτός παίρνει 3 έδρες στις 6 (ενώ την περασμένη φορά είχε 3 στις 7, ήταν περισσότερες οι διαθέσιμες). 

Με τον Στέφανο και τους συνεργάτες του συμπορευτήκαμε πολιτικά σε εθνικές και δημοτικές εκλογές επί τριάντα (30) περίπου χρόνια. Κάποιοι είναι κολλητοί μου, οι άλλοι είναι φίλοι μου χωρίς αστερίσκους. Γι αυτό η χαρά μου είναι ειλικρινής, χωρίς δεύτερες σκέψεις και από το σημείο αυτό θέλω να την εκφράσω και να τους δώσω δημοσίως τα συγχαρητήρια.
Εντάξει, το παν είναι η υγεία ... το ξέρουμε. Αν υπάρχει όμως λόγος για να ζούμε, είναι για να χαιρόμαστε τις χαρές ... κι όχι μόνο να υπομένουμε τις λύπες.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Χωρίς ελπίδα καμιά!

Χτες που βρισκόμουν στο κέντρο του Πειραιά κατά τις 5.30 το απόγευμα, έπεσα ακριβώς πάνω στο ξεκίνημα και την εξέλιξη των επεισοδίων των οπαδών του Ολυμπιακού στην πλατεία Κοραή. Θα είδατε οι περισσότεροι σκηνές από αυτήν την "διαμαρτυρία" στις οθόνες της τηλεόρασης. Δεν χρειάζεται ρεπορτάζ εκ μέρους μου πέρα από το ότι και ο ίδιος ως αυτόπτης μάρτυρας άκουσα κάποιους από τους μασκοφορεμένους αγανακτισμένους νεαρούς να φωνάζουν στους "μπάτσους" ότι "κακώς υπερασπίζονται τον ΠαοΚτζή υπουργό με τα εξακόσια μόνο ευρώ που παίρνουν για μισθό".

Αναρωτιούνταν κάποιοι, μεταξύ τους κι εγώ, πως γίνεται ένας δήμαρχος, που δημαρχεύει βέβαια δι' αντιπροσώπου, να βάζει πενήντα ανθρώπους του ("φανατικοί οπαδοί" ονομάζονται) να καίνε την πόλη του. Δεν υπήρχε βέβαια φανερή σχέση εξάρτησης αλλά οι σκέψεις τρέχουν. Ύστερα όμως σκέφτηκα ότι είναι πολύ βαρετό πια να αναρωτιέται κανείς γιατί η Ελλάδα εξάντλησε τόσο γρήγορα, μέσα σε διακόσια μόνο χρόνια, τα καύσιμα που της έδωσε με την γέννησή της το αρχαίο της όνομα και η τόσο λαμπερή κληρονομιά του. 

Είδα, ως άλλος Νέρων, το υπόλοιπο της φωτιάς και πήγα αργότερα στον Τσακαλώτο που μιλούσε σε ένα γεμάτο -φίσκα- "Θεοξένεια". Σήμερα το πρωί διάβασα ανακοίνωση που έλεγε πως στο "Θεοξένεια" ήταν μόνο είκοσι άτομα! Αφήστε το, δεν έχουμε καμιά ελπίδα.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Τα περιθώριά μας με την Τουρκία

Η Τουρκία συζητείται όλο και πιο πολύ στις μέρες μας στον δημόσιο λόγο. Τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες, μας πληροφορούν για την ισχύ της. Ακούμε τον ίδιο τον σουλτάνο της, τον Ερντογάν, και άλλους αξιωματούχους να επιδεικνύουν τον δυναμισμό τους και να απειλούν ευθέως τους ισχυρούς του κόσμου και τους ανίσχυρους. Ισχυροί είναι η ΕΕ, οι ΗΠΑ, η Ρωσία κι αδύνατοι εμείς, η Κύπρος, η Συρία, το Ιράκ κτλ. Ως πότε θα συνεχίζεται το παιχνίδι του ποντικού που βρυχάται κανείς δεν το γνωρίζει. Προς το παρόν η ελαστικότητα των διεθνών σχέσεων αντέχει. Άντεξε τις απειλές του Βορειοκορεάτη που απειλούσε με πυρηνική καταστροφή, άντεξε παλιότερα τις απειλές των αγιατολάχ, δεν θα αντέξει έναν Ερντογάν; Το θέμα είναι αν η δική μας ελληνική "περηφάνια" έχει όρια εντός της διεθνούς ελαστικότητας, άρα αντέχει κι αυτή, ή μήπως είμαστε "εκτός ορίων";

Από ένα ελληνοτουρκικό επεισόδιο, η Τουρκία δεν έχει να φοβηθεί ... όπως ο βρεγμένος που δεν φοβάται την  βροχή. Εξ άλλου συντηρεί έναν υπέρογκο στρατό που αν δεν τον χρησιμοποιεί για εξωτερικές δράσεις θα στραφεί εναντίον της (του καθεστώτος Ερντογάν). Εμείς, αντίθετα, έχουμε να χάσουμε πολλά. Στην πορεία μας για επιστροφή στην κανονικότητα, ένα επεισόδιο, που θα έβλαπτε σοβαρά τον τουρισμό και θα ανέβαζε την τιμή των ομολόγων, θα ήταν καταστροφικό για τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας μας. Κι αυτήν την προοπτική την έχουμε ανάγκη ως χώρα μπας και βγούμε κάποτε -με Σύριζα ή χωρίς- από το τέλμα. Γι αυτό πρέπει το περιθώριο ελιγμών μας να παραμείνει εντός της διεθνούς ελαστικότητας σχέσεων και να μην την υπερβεί. 

Όσο για την ισχύ του Ερντογάν, έχω την γνώμη πως είναι υπερτιμημένη. Τον προτιμούν σύμμαχο αντί για αντίπαλο όλοι οι "μεγάλοι", ΗΠΑ, Ρωσία και ΕΕ, όμως αυτή η προτίμηση έχει περιορισμούς και όρια. Κι η αντοχή του Ερντογάν θα εξαρτηθεί κατά πολύ, όχι τόσο από τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς, όσο από την οικονομία. Η ανάπτυξη στην Τουρκία έχει επιβραδυνθεί και τα ομόλογά της είναι πολύ πεσμένα (σκουπίδια τα χαρακτήρισαν) άρα ο δανεισμός της αμφίβολος και ακριβός. Το κόστος συντήρησης ενός τεράστιου κράτους και μιας πολυέξοδης πολεμικής μηχανής έχει ανέβει πολύ. Ένα οικονομικό κραχ, θα έκοβε τις προοπτικές του Ερντογάν και της Τουρκίας να έχει λόγο διεθνώς ενώ θα προκαλούσε εσωτερικές εξελίξεις. Κι αυτή η προοπτική δεν είναι πολύ μακρινή. 

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

25η Μαρτίου 2121

Σε τρία χρόνια θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση που ήταν το ξεκίνημα του νέου ελληνισμού. Βρισκόμαστε σε κατάσταση εθνικής υποχώρησης μια κι είμαστε -λόγω χρέους- πτωχευμένη χρεοδουλοπαροικία της δύσης και υπό την απειλή του νεο-οθωμανού wannabe σουλτάνου Ερντογάν. Η Ελλάδα ονειρεύεται, απλά, να ξαναγίνει μια "κανονική" χώρα.
Πριν από 100 χρόνια, τον Μάρτη του 1921, η Ελλάδα γιόρταζε τα 100 χρόνια από το ξεκίνημά της. Ήταν χρεωμένη αλλά αυτό δεν φαινόταν απειλητικό καθώς είχε εξέλθει νικήτρια από τους δύο βαλκανικούς πολέμους και τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Είχε πολλαπλασιάσει την έκταση και τον πληθυσμό της κι ο στρατός της βάδιζε κατά της Άγκυρας. Βρισκόταν σε εθνική ανάταση.
Πως θα είναι τα πράγματα σε 100 χρόνια; Σε επίπεδο εξελίξεων και κοινωνικής πραγματικότητας, η απόσταση του 2021 από το 2121 θα είναι -λογικά- πολύ μεγαλύτερη από την απόσταση του 1921 από το 2021 και ακόμη περισσότερο από την απόσταση 1921-1821. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο χρόνος συμπυκνώνεται όσο προχωράμε στο μέλλον, ιδιαίτερα μετά τον μεσαίωνα. Το 1821 δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως, αυτοκίνητα ή σιδηρόδρομος, ούτε ατμοκίνητα πλοία (που υπήρχαν το 1921). Το 1921 όμως δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, τηλέφωνα (πόσο μάλλον κινητά) ίντερνετ, διαστημόπλοια κτλ. που υπάρχουν σήμερα. Το 2121 θα υπάρχουν πράγματα καθοριστικά για τη ζωή των ανθρώπων (και των κρατών) που σήμερα ούτε καν μπορούμε να τα φανταστούμε. Θα ζουν σε σπίτια οι άνθρωποι ή θα έχουν ο καθείς το δικό του "ατομικό" σπίτι με το οποίο θα επικοινωνεί, θα εργάζεται, θα κινείται; Θα ζει στην γη ο άνθρωπος ή θα έχει αρχίσει η μετακίνηση σε άλλους πλανήτες; Θα έχουν νόημα τα σύνορα; Θα έχουν καταργηθεί οι τοπικές διάλεκτοι (οι γλώσσες;). Και το πιο σημαντικό ερώτημα: Θα υπάρχει οικουμένη σε εκατό χρόνια; Θα υπάρχει, δηλαδή, το ανθρώπινο είδος όπως περίπου το γνωρίζουμε ή θα έχει αρχίσει η απαλλαγή της γης από το πιο ενοχλητικό εκ των δημιουργημάτων της;
Θα δούμε. Όσοι ζήσουμε ως το 2121 θα λύσουμε τότε τις απορίες μας.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Ένα ακόμη απόσπασμα


Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, καταχώρησα το πρώτο κεφάλαιο ενός νέου βιβλίου μου που πάει σε παλιές εποχές, στη μυθολογία. Το βιβλίο λέγεται “Ο Μελέαγρος και το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου” ή θα έχει τίτλο “Οργή θνητών και αθανάτων”.
Παραξένεψε πολλούς το γεγονός ότι σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο μιλά σε πρώτο πρόσωπο ο Καλυδώνιος Κάπρος που πριν μεταμορφωθεί σε κάπρο ήταν Τιτάνας όμορφος και δυνατός.
Για να ενισχύσω αυτή την ευχάριστη (για αρκετούς που μου το είπαν) έκπληξη θα καταχωρήσω κι ένα επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου, το τρίτο. Σε αυτό μιλά -σε πρώτο πρόσωπο και πάλι- η Κρομμυωνία Υς (υς στα αρχαία σημαίνει γουρούνα). Είναι η μάνα του Καλυδώνιου Κάπρου, πρώην πανέμορφη τιτανίδα κι αυτή, η Φαία, που την μεταμόρφωσαν οι θεοί σε θηλυκό κάπρο, γουρούνα. Την εξόντωσε ο Θησέας σε έναν από τους άθλους του. Εδώ, η Κρομμυωνία Υς ή Φαία, μας μιλά αφού πια την έχει σκοτώσει ο Θησέας, στον δρόμο της προς τον Άδη, την χώρα των νεκρών.
Θα βρείτε το κείμενο στην επόμενη ανάρτηση με τίτλο "Μιλά η Κρομμυωνία Υς" όπως είναι ο τίτλος του τρίου κεφαλαίου στο βιβλίο. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί η χωρητικότητα του μπλογκ δεν επιτρέπει να έχω και αυτόν τον πρόλογο και όλο το κείμενο σε μια ανάρτηση.
Η επόμενη ανάρτηση βρίσκεται εδώ

Μιλά η Κρομμυωνία Υς


Με έχουν στον προθάλαμο του κάτω κόσμου. Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα είμαι εδώ. Πέθανα, αλλά, δεν έχω μεταφερθεί ακόμα στον χώρο των νεκρών. Πέρασα τις πύλες του Άδη αλλά με κρατούν στον προθάλαμο ο Χάρων, ο φίλος μου, κι ο Κέρβερος, ο εξάδελφός μου. Είναι αναπόφευκτο ότι θα κατεβώ σύντομα τα σκαλιά που θα με οδηγήσουν στον κάτω κόσμο. Πριν από αυτό, όμως, ίσως περάσουμε από τον Τάρταρο. Θα συναντήσω τους μεγάλους τιτάνες, τον ίδιο τον Κρόνο, τον μέγιστο Ιαπετό και τον υπέροχο πρόγονό μου, τον Φόρκυ. Πριν πεθάνω οριστικά κι αμετάκλητα, θα ήθελα να τους δω και να τους μιλήσω. Αυτοί είναι αθάνατοι, δεν χρειάζονται το αίμα της Μέδουσας για να ζωντανέψουν. Δέσμιοι μεν αλλά ζωντανοί. Εγώ είμαι θνητή και για να ζήσω λίγες στιγμές πρέπει να πιω από το πολύτιμο αίμα της προγιαγιάς μου. Ο προνοητικός αδελφός μου μού έχει φυλάξει λίγο από αυτό.
Όπως είμαι ξαπλωμένη στη σπηλιά του Κέρβερου, νιώθω πως τίποτε δεν μπορεί πια να με αγγίξει. Το κοφτερό σπαθί του Θησέα δεν μπορεί να με χτυπήσει πια. Οι κατάρες των φτωχών αγροτών που έβλεπαν τα χωράφια τους σαρωμένα στο ορμητικό πέρασμά μου δεν ακούγονται πια. Η χαιρεκακία των θεών δεν με φτάνει. Με έδειχναν στους ήρωες σαν το γουρουνίσιο τομάρι που θα έκαναν έπαθλό τους. Ακόμα κι οι σκέψεις που με κατέθλιβαν, έχουν γίνει ανάλαφρες. Λίγο μου μένει για να πω πως είναι ωραία εδώ στον προθάλαμο κόσμου των νεκρών.
«Σοφή Φαία, ξέρω πως με ακούς» μου λέει ο Κέρβερος.
Δεν κουνιέμαι, μονάχα το γουρουνίσιο μου ρουθούνι για πολύ λίγο φουσκώνει, για να του δείξει πως τον ακούω.
«Δεν ξέρω τι θέλει, αλλά έξω είναι ο Δίας ο Κερασφόρος. Στέκεται και κοιτάει την σπηλιά μου. Μήπως γυρεύει εσένα;»
Χαμογελώ. Από μέσα μου φυσικά. Δεν θα ξοδέψω ούτε μια ελάχιστη μυική κίνηση για να χαμογελάσω με τα χείλια. Έχω τόσο λίγες δυνάμεις ακόμα. Ούτε καν αντιδρώ.
«Να του πω να περάσει; Θα του μιλήσεις;»
Δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου. Μόνο σηκώνω το δεξί αυτί μου λίγο. Δεξί σημαίνει άρνηση. Αρνούμαι.
«Επιτέλους Φαία, λογικέψου. Είναι ο παντοδύναμος Δίας, ο βασιλιάς των θεών στο κεφαλόσκαλο. Μπορείς να αρνηθείς; Αυτός μπορεί να σε ξαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών όντων αν το θέλει.»
Δεν του απαντώ. Τι να του πω; πως για μένα καλύτερα θα είναι στον κάτω κόσμο από τον κόσμο των ζωντανών όντων; Κι ο Δίας τι γυρεύει; Ξέρει πως πέθανα, ξέρει ότι η μοίρα μου αυτή είναι αμετάκλητη. Ξέρει πως ούτε μπορώ ούτε θέλω να γυρίσω πίσω. Τι ζητάει λοιπόν από μένα; Δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Ένα ακόμη κούνημα του δεξιού μου αυτιού επαναλαμβάνει την άρνησή μου. Ας φύγει ο Δίας.
«Τα ίδια θα κάνεις κι αν έρθει ο Ιαπετός;» ρωτά γεμάτος απορία ο Κέρβερος. «Θα τον διώξεις κι αυτόν;»
Με τα μεγάλα μάτια μου του γνέφω πως “όχι”.
«Πάω τώρα, έχω δουλειά» μου λέει ο φύλακας του κάτω κόσμου και φεύγει.
Μένω αδρανής κι ακίνητη σαν πεθαμένη. Είμαι πεθαμένη. Απλά, έχω λίγες σταγόνες από το αίμα της γοργόνας Μέδουσας που θα μου δώσουν μερικές στιγμές ζωής όταν τις καταπιώ. Αυτό και μόνο με ξεχωρίζει από τους πεθαμένους νεκρούς. Δεν θα τις ξοδέψω όπως-όπως αυτές τις σταγόνες. Πάντως για τον Δία δεν δίνω ούτε μία. Σκέφτομαι τον Έξεχο, το τελευταίο παλικάρι μου. Τα άλλα δύο μού τα εξολόθρευσαν. Ετοιμάζονται και για το τρίτο. Ήταν όλα τους τόσο καλά παιδιά, χαρούμενα, όμορφα, γεμάτα ζωή, δυσθεώρητα, γιγαντιαία. Τιτάνες πραγματικοί τα αγόρια μου πριν καταντήσουν κάπροι.
Προς το παρόν ζω ακόμα με αναμνήσεις μου. Σε λίγο, όταν θα εξαντληθούν κι οι αιμάτινες σταγόνες της γοργόνας, θα γίνω σκιά. Τότε δεν θα έχω μνήμη ούτε προσωπικότητα. Θα βρίσκομαι στον κόσμο των νεκρών. Θα συναντήσω τα παιδιά μου και τους φίλους μου και τους γνωστούς μου αλλά δεν θα τους αναγνωρίσω. Σκιές είναι όλοι οι νεκροί. Περπατούν άσκοπα και δεν θυμούνται, κι όποιος δεν θυμάται, δεν υπάρχει.
«Φαία, μίλησέ μου.» Γνωρίζω τη φωνή του, είναι ο Δίας. «Σήκω» μου λέει απαιτητικά, «θα μιλήσουμε.»
Σηκώνομαι χωρίς να ξοδέψω σταγόνες αίματος γοργόνας. Ο Δίας μπορεί να σηκώσει και νεκρούς αν το θέλει, αρκεί να του δώσει την άδεια ο αδελφός του, ο Άδης.
«Είμαι χαρούμενη» του λέω.
«Που πέθανες ή που θα δεις τους μεγάλους τιτάνες;»
«Για όλα.»
«Έχουμε αφήσει μια κουβέντα στη μέση. Πρέπει να την τελειώσουμε» μου λέει.
Πολλές κουβέντες έχουμε αφήσει στη μέση γιατί πολλές φορές επισκεπτόταν ο Δίας την Φαία. Στην αρχή για να της δείξει πόσο σπουδαίος ήταν και να την πάρει στο κρεβάτι του. Μετά για να της κλέψει μόνο ένα φιλί. Μετά για να αποτρέψει τους άλλους θεούς που την περιτριγύριζαν. Ώσπου, εξαντλήθηκε το ερωτικό του πάθος. Έμεινε πολύ καιρό άκαρπο, γι αυτό μαράθηκε. Και από τότε οι συζητήσεις μας έγιναν φιλοσοφικές. Με ρωτούσε για όλα, κυρίως για όσα ήξερε καλά. Χαιρόταν τις απαντήσεις μου. Όταν κάποια ξέφευγε από το αναμενόμενο χαιρόταν σαν παιδί. Ένα μεγάλο παιδί ήταν ο θεός των θεών. Ο Τιτανοκαύστης Δίας απολάμβανε τη σοφία της Φαίας αφού δεν γινόταν να απολαύσει το κορμί της.
«Ποια είναι αυτή η κουβέντα που τόσο σε επείγει;»
«Πες μου ξανά για τον δικό μου θάνατο» μου λέει.
Πολλές φορές γυρίσαμε σε αυτό το θέμα. Πεθαίνουν ποτέ οι αθάνατοι; Μήπως δεν πέθανε ο Χείρων; Πως πεθαίνουν... μέσα σε πόνους από δηλητήρια όπως ο σοφός Κένταυρος;
«Θα πεθάνεις μεγάλε Δία όταν θα σε ξεχάσουν. Όταν οι άνθρωποι, που τώρα προστατεύεις και τακτοποιείς, γίνουν θεοί και δεν σε χρειάζονται πια.»
«Πως θα γίνουν θεοί; Δεν θα τους αφήσω.»
«Με αυτά που τους έμαθες θα θεοποιηθούν. Θα φτιάξουν μηχανές που θα πετούν πιο ψηλά και πιο γρήγορα από σένα. Θα παίζουν ανεβαίνοντας στον Όλυμπο. Θα πετούν πάνω από το πιο ψηλό παλάτι σου. Οι κεραυνοί τους θα είναι πιο δυνατοί από των Κυκλώπων. Και το χειρότερο όλων: Θα πιστεύουν πως το δικό τους ήθος είναι ανώτερο από το δικό σου. Ακόμα κι οι νόμοι τους θα είναι πιο δίκαιοι από τους δικούς σου. Τότε θα είσαι περιττός, δεν θα σε χρειάζονται πια.»
«Και η Γαία τι θα κάνει; Η Ρέα; Θα μείνουν άπρακτες; Με έσωσαν από τον Κρόνο. Δεν θα με σώσουν ξανά;»
«Η Γη υποφέρει από όλους σας. Από τον Ουρανό που δεν την άφηνε να ανασάνει. Από τον Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του. Από ...»
«Από εμένα. Αυτό δεν θες να πεις;»
«Άσε με να κοιμηθώ. Είμαι κουρασμένη» του λέω.
«Ήρθα να σε ρωτήσω για το τρίτο σου παιδί.»
«Άσ’ το στη μοίρα του. Μην ασχολείσαι άλλο μαζί μας» του λέω. «Αρκετά μας έκανες.»
Ο Δίας φεύγει. Μένω πάλι μόνη. Βυθίζομαι στις σκέψεις μου για να μην χάνω δυνάμεις. Ανόητα παιδιά μού φαίνονταν οι θεοί που με πολιορκούσαν με τις μεταμορφώσεις τους. Γελούσα αλλά τους έδιωχνα. Φέρνω στην μνήμη μου τον υπέροχο Τυφώνα. Τι έρωτας! Ήμουν λόφος, βουνό, όγκος χωμάτινος και πέτρινος. Τεράστια γινόμουν για χάρη του. Αυτός γέμιζε τον ορίζοντα όταν τέντωνε το σώμα του. Τα μακριά του μαλλιά ανέμιζαν από την μια άκρη της Θεσσαλίας ως την άλλη. Το κεφάλι του ξεπερνούσε το Πήλιο. Οι πιο ψηλές κι αιωνόβιες σημύδες ήταν απλοί θάμνοι εμπρός του. Μα ο όγκος δεν ήταν τίποτε. Μαζευόταν αμέσως γιατί δεν του άρεσε η επίδειξη. Γινόταν χορευτής που γυρνούσε γύρω μου. Ιλιγγιώδεις ταχύτητες κι υπέρτερες φυσικές δυνάμεις με έσερναν σε μιαν αέναη περιδίνηση. Απ’ την ένωσή μας βγήκαν τα αγόρια μου.
«Θα ανέβω στον Όλυμπο» μου είχε πει ο υπέροχος τιτάνας το βράδυ πριν από την ορμητικότερη των συνευρέσεών μας. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και το πρόσωπό του φουριόζο. Έμοιαζε σαν να είχε πενήντα κεφάλια και εκατοντάδες χέρια. Κι ήταν αποφασισμένος.
«Πρέπει να τελειώσει πια η αδικία. Η Γαία, η μάνα μου, υποφέρει. Θα γκρεμίσω τον σφετεριστή Δία από τον Όλυμπο και θα ελευθερώσω τους Ουρανίδες
«Πρόσεχε, εσύ είσαι ευθύς, αυτός πονηρός. Οι Κύκλωπες του φτιάχνουν ακόμα κεραυνούς» του είπα.
Δεν ήθελα να τον αποτρέψω από την μοίρα του, όσο κι αν θα ήταν καταστροφική. Μόνο να τον προειδοποιήσω ήθελα. Άλλο να γνωρίζει κι άλλο να εκπλήσσεται.
«Κι ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο, κουβαλάει κεραυνούς από την Θάσο απέναντι στον Όλυμπο» συνέχισα.
«Θα παλέψουμε σε τίμια μάχη, σώμα με σώμα, πρόσωπο με πρόσωπο. Θα του κόψω τους τένοντες, να μην μπορεί να ρίξει τον κεραυνό» μου είχε πει. «Θα ανατρέψω το καθεστώς του. Η φύση διαμαρτύρεται. Τα πουλιά και τα ζώα έχουν γίνει σκλάβοι των ανθρώπων. Το χώμα κι οι πέτρες πονούν. Οι άνθρωποι με την βοήθεια των θεών σχίζουν τα βουνά για να τους παίρνουν το μάρμαρο. Βγάζουν χώμα και το καίνε για να λιώνουν το σίδερο. Αυτό πρέπει να αλλάξει.» επέμενε.
Τι υπέροχος που ήταν! Το κεφάλι του ακουμπούσε στον ουρανό. Τα χέρια του, όταν με αγκάλιαζαν, τύλιγαν ένα βουνό. Γι αυτό εγώ, τιτανίδα αγέρωχη κι άπιαστη, γινόμουν πρώτα λόφος και μετά βουνό ... για να με πιάνει. Όλες όσες πήγαιναν μαζί του, άφηναν το άρωμά τους πάνω του. Μύριζα το αφράτο χώμα από την συνεύρεσή του με την γλυκιά Έχιδνα, μύριζα την αρμύρα της Καλυψώς. Η Καλλιρρόη, η Φοίβη, η Ζευξώ, άφηναν πάνω του τα δικά τους αρώματα. Οι Πλειάδες, κόρες του Άτλαντα, χαίρονταν με την καλοτυχία μου. Με όποια κι αν πήγαινε ο Τυφών γινόταν αιτία απόλαυσης για την επόμενη. Κι εγώ συνέλεξα τους χυμούς όλων των ερώτων του μια τελευταία μέρα πριν την σύγκρουσή του με τον φοβερό Δία. Και γέννησα τους καρπούς του που ήταν τα αγαπημένα μου παιδιά. Άραγε πόσους αιώνες, πόσους χρόνους ή πόσους ενιαυτούς να κράτησε αυτή η ευτυχία;
«Αυτός είναι ο Αιγέας» μου λέει ο Κέρβερος από δίπλα και μου δείχνει τον πατέρα του Θησέα. «Θέλεις να του μιλήσεις;».
Έχει έρθει πάλι ο καλός αδελφός μου και μου μιλάει. Με βγάζει από την ονειροπόλησή μου. Θέλει να με παρηγορήσει γιατί νομίζει πως υποφέρω.
«Άσε τον Αιγέα στην ησυχία του» του λέω. «Δεν θέλει να του μιλάμε. Μην τον ενοχλήσεις.»
Ο πρώην βασιλιάς της Αθήνας είναι τώρα μια σκιά που περπατά χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ξέμεινε και βρέθηκε εδώ στον προθάλαμο του Άδη. Σύντομα ξαναμπαίνει στην κοιλάδα των νεκρών. Μόλις που προλαβαίνω να τον δω χωρίς να κουνηθώ από την θέση μου. Ένας γεράκος ασπρομάλλης που έπεσε από τον πιο ψηλό βράχο του Σουνίου κι αυτοκτόνησε. Δεν άντεξε τον χαμό του γιου του όταν είδε τα μαύρα πανιά στο κατάρτι του πλοίου που γύριζε από την Κρήτη.
«Καημένε Αιγέα. Πήγες από τον πόνο για τον χαμό του. Κι όμως, ούτε καν γιος σου δεν ήταν ο Θησέας!»
Άλλο ένα θύμα του Θησέα κι αυτός. Από αμέλεια φυσικά. Ποια άλλη μπορεί να είναι η αιτία που ένας ήρωας σκοτώνει; Μόνο η αμέλεια κι η χαρά του φόνου. Είτε γιατί ξεχάστηκε, είτε γιατί δεν ξέρει. Μέσα στην πλήρη άγνοιά του, το εκτελεστικό όργανο των θεών σκοτώνει για να κάνει άθλους. Είναι πάντοτε ανεύθυνος, αφελής κι οδηγημένος εξ ολοκλήρου από τους θεούς. Έτσι βρέθηκε ο Θησέας απέναντί μου στον Κρομμυώνα. Ερχόταν από την Τροιζήνα για να παρουσιαστεί στον πατέρα του, τον Αιγέα στην Αθήνα. Είχε μαζί του, σαν απόδειξη της ευγενικής καταγωγής του, το ξίφος του πατέρα του. Όμως, πιο ισχυρή απόδειξη πως αυτός ήταν ο “εκλεκτός”, ήταν οι άθλοι του. Καθώς προχωρούσε το ταξίδι του, αυτοί οι άθλοι έπειθαν τον καθένα για την θεία και βασιλική καταγωγή του. Ένας τέτοιος “άθλος” θα ήμουν κι εγώ.
Είχε φτάσει εκεί όπου οι Μεγαρείς ξεφορτώνουν τα σακιά με τα κρεμμύδια, ανάμεσα Μέγαρα και Κόρινθο. Εκεί τριγύριζα κι εγώ. Από ερωμένη του τρομερού Διοκτόνου Τυφώνα, είχα γίνει μια γουρούνα, μια Ύς, που με έλεγαν Κρομμυωνία. Το όνομά μου, Φαία -που είχα πάρει από την τροφό μου- είχε σχεδόν ξεχαστεί. Η απίστευτη ομορφιά μου, είχε κι αυτή ξεχαστεί. Η καταγωγή μου ήταν άγνωστη. Κανείς δεν ήξερε την Έχιδνα όπως ήταν μα μόνο όπως την είχαν καταντήσει. Κόρη τέρατος ήμουν κι εγώ. Εκεί που χάιδευα απαλά τους πιο λεπτούς μίσχους των λουλουδιών, τώρα τα πατούσα άθελά μου και τα τσάκιζα. Δεν άντεχα πια ούτε εγώ η ίδια τον εαυτό μου. Ήμουν θνητή και, έτσι, περίμενα πως και πως την ευτυχισμένη ώρα του θανάτου μου. Όταν έμαθα ότι, στον δρόμο του, ο Θησέας πραγματοποιούσε τους άθλους του, ήξερα πως είχε έρθει η ώρα μου. Τον συνάντησα σε ένα τρίστρατο. Είχε αισθανθεί κι εκείνος την παρουσία μου και στεκόταν με την ασπίδα του στο στήθος και το σπαθί του στο χέρι. Τόσο νέος και τόσο αφελής!
«Γιε του Δία» του φώναξα με την γουρουνίσια μου αλλά κι ανθρώπινη φωνή. «Θα δοξαστείς σκοτώνοντας μια γουρούνα;»
Έδειξε έκπληκτος που με άκουσε να μιλάω. Ήμουν το πρώτο τέρας με ζωώδη μορφή που του μιλούσε.
«Είμαι ο γιος του Αιγέα» απάντησε.
«Αν είσαι βασιλιάς, ή γιος βασιλιά, εμπρός ασχολήσου με βασιλικά έργα. Άσε μια γουρούνα στον τόπο που ξεφορτώνουν κρεμμύδια» του είπα.
Δεν ήξερε ακόμα ούτε τον ρόλο του στην τάξη του Δία ούτε τον κόσμο που πήγαινε να φτιάξει. Εγώ, όμως, γνώριζα καλά την αποστολή του. Μου είχε μιλήσει ο Δίας γι αυτήν. Δεν μου είχε πει ο παντοδύναμος θεός πως αυτός θα ήταν ο εκτελεστής μου, μόνο για τον προορισμό του μου είχε μιλήσει. Ο Θησέας θα μετέτρεπε την Αττική σε πόλη και θα προσπαθούσε να φτιάξει θεσμούς ισονομίας κι ισοκρατίας. Θα ήταν ο πρώτος από τους ήρωες που θα επιχειρούσε τέτοιου είδους κατόρθωμα. Η δημοκρατία του θα ήταν βραχύβια αλλά θα ήταν κι η βάση για τα μελλούμενα. Φαινόταν ειλικρινής ο Πολιεύς θεός των θεών.
«Θα φτιάξει την πρώτη πόλη ενώνοντας οικισμούς» μου είχε πει. «Το καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι; Βουλευτήριο, εκκλησία του δήμου, μοίρασμα της εξουσίας στον δήμο!» Ήταν ενθουσιασμένος ο Κρονίδης Ζευς όπως ενθουσιάζονται όλοι οι θεοί όταν παίζουν.
«Για να τις μοιράζονται τι;ς εξουσίες, θα πει πως θα τις έχουν ...» του είπα.
«Ναι. Θα έχουν εξουσίες και θα τις μοιράζονται. Όπως οι θεοί μοιραζόμαστε τις δικές μας εξουσίες.»
«Εσείς δεν κάνετε κλήρωση. Αυτόν, όμως, θα τον βάλεις να στήσει κληρωτήρια» του είχα πει.
«Εμείς είμαστε λίγοι και ... αθάνατοι. Θα ήταν αφάνταστα βαρετό να κληρώνουμε εξουσίες χιλιάδες φορές. Κι επί πλέον δεν το έχουμε ανάγκη. Οι θνητοί είναι αλλιώς. Αυτός θα είναι ένας τρόπος να νιώσουν πολίτες της πόλης κι όχι ιδιώτες. Να νιώσουν αξιοπρεπείς και να δώσουν ένα νόημα στη ζωή τους.»
“Πόλεις”, “νόημα της ζωής”, “ιδιώτες”. Πόσο αστείο μου φαινόταν να ασχολείται με αυτά ο Μέγιστος των θεών.
«Ο κόσμος θα αλλάξει» μου είπε εκστασιασμένος.
Ήταν πάντα συγκινητικός αυτός ο θεός του σύμπαντος κόσμου όταν ονειρευόταν. Σκεφτόμουν πως έκανε μέγα λάθος που νόμιζε πως οι θνητοί τον εκτιμούσαν για τα έργα του. Γι αυτήν την αγάπη που εξέπεμπε τον αγαπούσαν. Όσο κι αν έπαιζε μαζί τους, τελικά το συμπαθούσε το γένος τους, όταν δεν το ζήλευε.
«Όταν θα εξαπολύσεις αυτόν τον γιο σου, τον Θησέα, να μου τον δείξεις» του είχα ζητήσει. «Θα είναι όμορφο μυαλωμένο και δυνατό παλικάρι.»
«Ναι, θα στον δείξω» μου είχε πει με ένα είδος ντροπής κι είχε εξαφανιστεί.
Τότε δεν είχα καταλάβει γιατί. Τώρα γνώριζα. Δεν θα μου τον έδειχνε απλά και μόνο. Θα μου τον έστελνε για μακελάρη! Ο γιος του έπρεπε να κάνει άθλους για να αποδείξει πως ήταν ήρωας, και τέτοιος άθλος θα ήταν ο χαμός μου. Θα περνούσε, βέβαια, καιρός πολύς μέχρι να συμβεί αυτό. Ο χρόνος κυλάει αλλιώτικα στους θεούς από ότι στους ανθρώπους. Πάει κανείς μπρος στον χρόνο κι έρχεται πίσω εύκολα κι οι διάρκειες είναι αλλιώτικες. Κι αυτή η συζήτηση με τον Πατέρα των θεών είχε γίνει πριν από πολλούς αιώνες. Τότε που ήμουν όμορφη και ποθητή κι ο Δίας με πολιορκούσε. Τότε μου έλεγε πως με την ομορφιά μου τον ελκύω και με την σοφία μου τον αλυσοδένω. Αυτά όμως ήταν παρελθόν. Τώρα ήμουν μια γουρούνα που έκανε καταστροφές στα χωράφια και σκότωνε τους ανθρώπους της περιοχής. Ιδανικό θύμα για να εξαλειφτώ. Και νά τον ο γιος του Δία ή του Αιγέα, μπροστά μου κι ασπιδοφόρος, ακριβώς γι αυτό, για να με εξαλείψει.
Όταν ο Θησέας με άκουσε να του μιλώ, κατάλαβε πως δεν ήμουν απλά ένα τέρας, αλλά, κάτι περισσότερο. Δίστασε για μια στιγμή και με κοίταξε διερευνητικά. Κατέβασε το σπαθί του και χαλάρωσε το σφίξιμο της ασπίδας του. Τότε φοβήθηκα μην με παρατήσει. Ήταν η μοίρα μου και τον είχα ανάγκη. Έπρεπε να με σκοτώσει για να απαλλαγώ από το βάσανο της γουρουνίσιας μου ζωής.
«Μη με φοβάσαι γιε του ανθρώπου» του είπα.
«Κανέναν δεν φοβάται ο γιος του Αιγέα.»
Το ήξερε ή δεν το ήξερε ακόμα πως ήταν γιος του Δία; Θα μπορούσε να είναι και δικός μου γιος. Δεν ήταν γιγάντιος, ούτε πανέμορφος, ούτε υπέροχος σαν τιτάνας, ήταν όμως γενναίος και αξιόλογος. Το πρόσωπό του έδειχνε την αποφασιστικότητά του. Τον ζήλεψα που, ενώ δεν γνώριζε τίποτε, νόμιζε πως τα γνώριζε όλα. Η συνταγή της αθωότητας και του θάρρους που έπρεπε να έχει για να τα βάλει με μια τιτανίδα.
«Όλοι οι άνθρωποι με φοβούνται» του είπα ξανά.
«Ο Θησέας όχι» μου απάντησε.
Του έδειξα ένα λευκό κρίνο που μόλις είχε βλαστήσει.
«Αυτό μόνο δεν φοβάται» είπα. «Είναι ένα λευκό κρίνο κι ο μίσχος του έχει νέκταρ. Πάρε να πιεις.»
«Δεν θα με ξεγελάσεις μάγισσα γουρούνα» μου είπε και μου επιτέθηκε.
Το σπαθί του χτύπησε στη ράχη μου. Η ράχη μου ήταν ξύλινη. Τι κοφτερό μέρος του σπαθιού καρφώθηκε στο ξύλο και έφυγε από τα χέρια του. Το είχα στην πλάτη μου καρφωμένο. Τον είδα να πιάνει ένα ρόπαλο. Κούνησα την πλάτη μου και το σπαθί ξεκόλλησε από πάνω μου κι έπεσε στο χώμα. Μ’ αυτό και μόνο μ’ αυτό θα με σκότωνε. Άφησε το ρόπαλο κι έπιασε το ξίφος. Μου κατάφερε ένα χτύπημα στον λαιμό. Ωραία! Αισθάνθηκα το αίμα να κυλά στο στήθος μου και μούγκρισα ευχαριστημένη. Πονούσα αλλά το απολάμβανα. Έπεσα κάτω και τον περίμενα. Ένα ακόμη χτύπημα με βρήκε στον λαιμό. Ήταν χοντρός και καλυμμένος με ξύλο φτελιάς ο λαιμός μου. Το ξίφος του δεν μπορούσε να τον διαπεράσει. Ξάπλωσα ανάσκελα. Το ξίφος του μπήχτηκε στην καρδιά μου. «Επιτέλους .... το τέλος!» σκέφτηκα. Τον θυμάμαι ακόμα πάνω μου. Στα μάτια του υπήρχε μια λύπη αληθινή που ξεπερνούσε τις προσδοκίες μου. Τον αγάπησα και τον ζήλεψα. Η μάνα του ήταν τυχερή γυναίκα.
Με διακόπτει από τις αναμνήσεις μου ο Χάρων.
«Θέλεις να δεις τον Ιαπετό; Θέλεις να δει τον Κρόνο;» με ρωτάει. «Έλα μαζί μου» μου λέει.
Πίνω μια σταγόνα από το αίμα της Μέδουσας. Δυναμώνω, σηκώνομαι με παίρνει απ’ το χέρι και τον ακολουθώ. Διασχίζουμε τον Αχέροντα ποταμό. Κάνουμε βουτιά στο σκοτάδι και βλέπουμε τον Φλεγύα με την βάρκα του. Καταδικασμένος ο τιτάνας στα μέρη αυτά, μας βοηθά να αποφύγουμε τον χώρο των νεκρών. Πιο κάτω είναι οι κόρες κι οι γιοι της Νύχτας. Είναι ο Εγωισμός, ο Φθόνος, η Οργή, η Οκνηρία, η Φιλαργυρία, η Λαιμαργία κι η Λαγνεία. Φτάνουμε σε ένα σημείο από όπου βλέπουμε ψηλά πάνω μας τον κόσμο των ζωντανών πλασμάτων. Ακόμη πιο ψηλά είναι οι ουράνιοι κόσμοι. Είμαστε στις όχθες του Ωκεανού, στην άκρη του κόσμου. Είναι εκεί η Σελήνη, που μόλις έφτασε, κι ο Ήλιος που ετοιμάζεται να βγει για τη νέα μέρα. Τα χρυσά άλογα στο άρμα του χλιμιντρίζουν. Πιο εκεί είναι ο Ερμής κι η Αφροδίτη και μαζί τους ο Δίας. Κάτω είναι φυλακισμένος ο Κρόνος και κοντά του έχει τον Αστραίο να τον φυλάει. Όλος ο εκπληκτικός κάτω κόσμος είναι στα πόδια μας.
«Σ’ ευχαριστώ Χάροντα για το ταξίδι» του λέω.
«Δεν θα δεις τον Ερύμανθο ούτε τον Χαλκέα. Αποφύγαμε τον κόσμο των νεκρών» μου λέει.
«Ο Έξεχος;» τον ρωτάω.
«Δεν έχει τελειώσει ακόμα το κυνήγι στην Καλυδώνα» μου απαντάει.
Βλέπω τον τιτάνα Ιαπετό, τον πατέρα του Προμηθέα, του Επιμηθέα και του Άτλαντα. Αυτός κι ο Κρόνος, οι ισχυρότεροι τιτάνες. Έχει κατέβει εδώ στον Τάρταρο ο γιος του και υπέροχος τιτάνας Προμηθέας και του μιλάει. Πιο εκεί, η τιτανίδα Φοίβη, μητέρα της Εκάτης, της Αστερίας και της Λητώς. Φυλακισμένη με κλειδαριές του Ήφαιστου και φύλακες του Εκατόγχειρες. Η Φοίβη μιλά με τον Υπερίωνα, τον πατέρα του Ήλιου, της Σελήνης και της Ηώς. Ζαλίζομαι από την απίστευτη ομορφιά που κρύβεται σε αυτά τα βάθη, σκεπασμένη από το Έρεβος.
«Θέλεις να τους μιλήσεις Φαία;» με ρωτάει ο Χάρων.
«Τι να πω στους μεγάλους τιτάνες, που τα έβαλαν με τους θεούς και δεν μετάνιωσαν ποτέ; Τι να τους πει μια Φαία, που οι θεοί την έκαναν γουρούνα;»
Ο Υπερίων με πλησιάζει. Δίπλα του είναι η Φοίβη. Μου δίνει μια αργυρή λεκάνη με νερό. Είναι απόλυτα λεία η επιφάνεια του νερού και μοιάζει με καθρέφτης.
«Μην σκιάζεσαι Φαία. Κοίτα το πρόσωπό σου» μου λέει.
Κοιτάζω και βλέπω εμένα σαν Φαία κι όχι σαν γουρούνα.
«Σε ευχαριστώ Φοίβη λαμπρότατη, θεά της Σελήνης» της λέω. «Γιατί είμαι θνητή αλλά έκανες την εικόνα μου αθάνατη.»
Ο Υπερίων μου δείχνει στον ουρανό τις Πλειάδες.
«Αυτές κρατούν συντροφιά στον αγαπημένο σου γιο» μου λέει. «Κάθε βράδυ μιλούν, γελούν και κλαίνε μαζί του.»
Όσο με ανακούφισε η εικόνα μου στον καθρέφτη της Φοίβης άλλο τόσο με ησύχασε ο λόγος του Υπερίωνα. Βλέπω την Ευρυφάεσσα. Είναι η μητέρα του Ήλιου.
«Χαίρε Πολύφωτη» της λέω.
«Χαίρε Φαία, τιτανίδα κόρη της έξοχης Έχιδνας και του Τυφώνα, γυναίκα του Τυφώνα, σοφή τιτανίδα ανυπότακτη!»
Ο Χάρων μου λέει πως πρέπει να φεύγουμε.
«Μας περιμένει ο Κέρβερος» μου λέει.
«Δεν περίμενα τόσο όμορφα δώρα» του λέω. «Είμαι πολύ χαρούμενη που μου τα έδωσαν.»
Γυρίζουμε στον προθάλαμο της χώρας των νεκρών. Θα μείνω για λίγο ακόμη εδώ. Ξαπλώνω σε ένα λείο βράχο. Κλείνω τα μάτια μου. Δεν θα σπαταλήσω άλλη από την ελάχιστη ζωντανή ζωή που έχω μέσα μου.
Σκέφτομαι τον κάτω κόσμο και τον ακόμα πιο κάτω, τον Τάρταρο, εκεί που με πήγε ο Χάρων. Σκέφτομαι τον πάνω κόσμο και τον ακόμα πιο πάνω, τον ουράνιο, όπως μου τον έδειξαν ο Δίας κι ο Τυφώνας. Τέσσερα επίπεδα με διαφορετικά στρώματα του αέρα. Κάτω Έρεβος, πιο πάνω σκότος, πιο πάνω η Μέρα κι η Νύχτα κι ακόμη πιο πάνω ο αιθέρας. Πώς να γεννήθηκε άραγε αυτός ο κόσμος και πώς να πεθάνει; Λένε πως όλα τα γέννησε η Γαία, η πρωταρχική ουσία, με τον έρωτα. Και την Γαία ποιος την έφτιαξε; Υπήρχε πάντα και θα υπάρχει. Ούτε αναλλοίωτη, ούτε αιώνια. Υποκείμενη στις αλλαγές, μέρος του σύμπαντος που αλλάζει, αλλά σταθερή αρχή των πάντων.
Ο κόσμος! Άραγε ποιος τον έφτιαξε και ποιος μπορεί να τον χαλάσει; αναρωτιέμαι. Πόσοι άλλοι τέτοιοι κόσμοι, με Γαίες κι Ουρανούς, με Τάρταρους και με κάτω κόσμους, υπάρχουν; Τι είμαι εγώ; Τι είναι η Φαία μέσα σε όλη αυτή την απειρία μορφών; Μια κουκίδα άμμου σε μιαν ατελείωτη αμμουδερή παραλία. Ίσως ένα αστέρι μοναχά, μέσα στα πολλά εκατομμύρια των άστρων του νυχτερινού ουρανού. Ίσως και κάτι ακόμα λιγότερο. Που βλέπει όσα μπορεί και της διαφεύγουν όλα τα άλλα. Που ο κόσμος μέσα από τα μάτια και τη σκέψη της παίρνει σάρκα και οστά. Πνίγομαι από την ασημαντότητα και την απεραντοσύνη μου. Δίνω πίσω την σταγόνα από το αίμα της Μέδουσας στον Χάροντα.
«Πάρε το αίμα και φύλαξέ το για κάποιον άλλον» του 
λέω. «Κουράστηκα. Θέλω να πάω στον κόσμο των νεκρών. Εκεί όπου δεν έχεις ταυτότητα, δεν έχεις μνήμη, δεν έχεις σκέψη.»
«Χαίρε σοφή Φαία» μου λέει.
Ο Κέρβερος ανοίγει την πόρτα και με χαιρετά με σεβασμό. Του χαμογελάω. Αυτός θα μείνει, υπηρέτης της τάξης των θεών, θα φυλάει τις πύλες του Άδη. Εγώ φεύγω. Τα πουλιά του δάσους κάτι έχουν καταλάβει και τιτιβίζουν. Κάποια άλογα χλιμιντρίζουν και τρέχουν στις πλαγιές του Πηλίου. Ένα σκαθάρι στέκεται απέναντί μου και χαμογελά. Γρυλίζω με την γουρουνίσια φωνή μου και τους χαιρετώ.
Προχωρώ στην ανυπαρξία. Χωρίς ταυτότητα και χωρίς μνήμη, θα μείνω στη χώρα των νεκρών. Μετά ... κανείς δεν ξέρει, ούτε οι θεοί, ούτε ο Ωκεανός, ούτε οι νύμφες. Ο Λάδων, έξοχος κάποτε τιτάνας και τώρα φίδι τρομερό, με χαιρετά. Κοντά του ο Άτλας που δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια γιατί μ’ αυτά κρατά τον ουρανό. Μ χαιρετά με ένα νεύμα.
Βγάζω μια τελευταία γουρουνίσια κραυγή. Είναι ο δικός μου χαιρετισμός στον Έξεχο, στον υπέροχο μαχητή-θήραμα και γιο μου, στον Καλυδώνιο Κάπρο.
«Φεύγω γιε μου. Να θυμάσαι την σοφή Φαία. Την ήθελαν οι θεοί αλλά αυτή προτίμησε τον Τυφώνα.»
«Πάρε με μαζί σου, Μάνα» ακούγεται μια δυνατή κραυγή, απάντηση στην γουρουνίσια φωνή μου. «Είμαι ο γιος σου, είμαι ο Καλυδώνιος Κάπρος.»
«Δεν είσαι Κάπρος. Είσαι ο Έξεχος» του λέω. Αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μου. Περνώ τις πύλες. Κοιτάζω την χώρα των νεκρών. Γκρίζο τοπίο, τίποτε δεν ξεχωρίζει. «Είσαι ο Έξεχος. Είμαι η Φαία» ακούγεται για λίγο μια αντήχηση. Κι ύστερα σιωπή.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Για ποιον λόγο αθωώθηκε ο Αμβρόσιος

Ο Κοντονής -σαν αρμόδιος υπουργός δικαιοσύνης- παρενέβη στην υπόθεση της αθώωσης του αγίου Αμβροσίου. Θα ζητήσει, είπε, τα πρακτικά της δίκης και θα πράξει αναλόγως. Θα δούμε.

Να σημειώσω πως ο μητροπολίτης αθωώθηκε γιατί το δικαστήριο δέχτηκε πως οι χαρακτηρισμοί κι οι "απειλές" του ("είναι τοιούτοι και αποτούτοι" ... και "θα τους κάνω τούτο και το άλλο") δεν αφορούσαν τους ομοφυλόφιλους αλλά τους κυβερνώντες! Δεν τα έλεγε δηλαδή για μια ομάδα πολιτών, τους οποίους -κατά νόμο- δεν μπορούσε να αντιμετωπίζει έτσι με τον δημόσιο λόγο του. Όπως οι συνήγοροί του κι ο ίδιος δήλωσαν, όλα αυτά που έλεγε κι έγραφε ο Αμβρόσιος τα έλεγε από αγανάκτηση για την κυβέρνηση που έφερε στη Βουλή και ψήφισε τέτοιο νόμο. Επομένως, ισχυρίστηκε, δεν ήταν κατά τον νόμο ένοχος του διχαστικού και ρατσιστικού κηρύγματος, όπως έλεγε η μήνυση, αλλά, απλά, έκανε έντονη "αντιπολίτευση"!

Αυτό θα πει πως η δικαστική απόφαση δεν αναιρεί τον αντιρατσιστικό νόμο αλλά θεωρεί πως δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του Αμβρόσιου. Με την λογική αυτή μπορεί κανείς να απειλεί και να βρίζει την εκκλησία με τον ισχυρισμό ότι όλα αυτά αφορούν όσους νομοθέτησαν την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας. Ίσως γι αυτό να έχει ενδιαφέρον η συνέχεια. Προσωπικά εγώ δεν θα ήθελα να τιμωρηθεί κανείς Αμβρόσιος. Όχι από σεβασμό στο αξίωμά του αλλά γιατί πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει κι είναι στην κρίση μας να τον πιστέψουμε ή όχι. Δεν θέλω να με προστατεύουν από "κακά" διαβάσματα ή ακούσματα, απλά θέλω να μου δίνουν την δυνατότητα να απαντώ σε αυτά με ίσους όρους. 

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Οι σκέψεις ενός τιτάνα.



Δημοσιεύω και το δεύτερο κομμάτι από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου "Ο Μελέαγρος και το κυνήγι του Καλυδωνιου Κάπρου". Έχω προχωρήσει αρκετά και μου αρέσει που το γράφω. Επειδή μου έγραψαν με θετικά σχόλια για το κείμενο αρκετοί φίλοι και επειδή άλλοι μου είπαν προφορικά κάποια επίσης καλά λόγια γι αυτό, είπα να συμπληρώσω το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο "Μιλάει ο Καλυδώνιος Κάπρος" με την συνέχειά του. Ελπίζω να μην κουράζω κάποιους.
Θυμίζω ότι στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου, ακούμε τις σκέψεις και τα λόγια του Καλυδώνιου Κάπρου που είναι ο τιτάνας Έξεχος. Είναι γιος της τιτανίδας Φαίας που κι αυτή μεταμορφώθηκε σε αγριογούρουνο και την σκότωσε ο Θησέας. Είναι γιος και του τιτάνα Τυφώνα που νίκησε τον Δία αλλά έχασε την τελική μάχη από έλλειψη πονηριάς και γκρεμίστηκε στον Τάρταρο μαζί με τον Κρόνο και τους άλλους ηττημένους τιτάνες.
Ο Έξεχος- Καλυδώνιος Κάπρος έχει νικήσει πάλι τους διώκτες του ήρωες που μαζεύτηκαν στην Αιτωλία να τον εξοντώσουν αλλά δεν τους σκοτώνει. Σκέφτεται την κατάστασή του περιμένοντας το αναπόφευκτο τέλος.

 
**************** 
Αποσύρομαι αργά από το πεδίο της μάχης. Τι να ξέρει ένας Θησέας; Τίποτε παραπάνω από όσα του έχουν πει. Η γνώση των ανθρώπων αυτής της εποχής μεταδίδεται με δασκάλους και διδαχές. Σε μας η γνώση υπάρχει μέσα μας. Εγώ είμαι το ένστικτο κι ο Θησέας η λογική. Παιδιά των πρωταρχικών δυνάμεων του σύμπαντος, της Γης, του Ουρανού και του Πόντου, είμαστε οι τιτάνες. Οι πρώτοι ήταν δώδεκα κι έγιναν περισσότεροι αργότερα γεννώντας εμάς, τα παιδιά τους. Είμαστε δυνάμεις της φύσης χωρίς επιτήδευση, καθαρές αλήθειες, ευτυχισμένα πλάσματα. Όταν οι Κρονίδες Θεοί νίκησαν, επέβαλαν τον δικό τους νόμο. Κι όσοι από εμάς δεν υποταχτήκαμε -γιατί δεν μας άφηνε η φύση μας να υποταχτούμε- υποστήκαμε τις βαριές συνέπειες. Όπως η πρόγονός μου η ξακουστή Μέδουσα.

Σκέφτομαι την αγνή Φορκίδα Μέδουσα. Όταν σκέφτομαι κι όταν αναπολώ, τότε πονώ λιγότερο. Από τους πιο ισχυρούς τιτάνες ήταν ο Φόρκυς. Κυριαρχούσε στη θάλασσα. Ισχυρή κι η Κητώ που βασίλευε στους βυθούς. Κόρες του Φόρκυ και της Κητώς ήταν οι Γραίες κι οι Γοργόνες κι ανάμεσα στις γοργόνες πιο όμορφη η Μέδουσα. Είχε χρυσούς πλοκάμους στα μαλλιά της και τα μεγάλα μάτια της ήταν κυανά. Όταν ανέβαινε στα σύννεφα για να τρέξει πάνω από τη θάλασσα, ακόμα κι ο Ήλιος κοντοστεκόταν για να την δει. Τον τραβούσαν τα άλογα, τα ζωσμένα στο άρμα του, για να τον επαναφέρουν στην τροχιά του. Έπρεπε συνεχίσουν για να ολοκληρωθεί ο κύκλος της μέρας. Κι η Ηώς, η Αυγή, ξεχνιόταν όταν η Μέδουσα, αγνή σαν κύκνος και παρθένα, έσχιζε τις θάλασσες και τους αγέρες. Παρασυρόταν κι ο άνεμος κι έγερνε προς το μέρος της. Δεν υπήρχε πλάσμα του ζωντανού κόσμου, αθανάτου ή θνητού, που να μην θαύμαζε το κάλλος της Μέδουσας.

Η Μέδουσα ήταν τιτανίδα κι οι τιτάνες είχαν ηττηθεί. Με μια μάχη δέκα ενιαυτών -ημερών, ετών, αιώνων, χιλιετών- ο Δίας επέβαλε την τάξη των θεών στον κόσμο. Οι τιτάνες ρίχτηκαν στον Τάρταρο. Ο Φόρκυς κι η Κητώ το ίδιο όπως κι ο Υπερίων κι ο Ιαπετός κι οι άλλοι. Όσους τιτάνες υποτάχτηκαν, οι θεοί τους κράτησαν στον κόσμο των ζωντανών πλασμάτων. Ο Ήλιος έμεινε στην υπηρεσία τους να ζεσταίνει τον κόσμο. Κάθε μέρα έπαιρνε το άρμα του στην ανατολή και το παρέδιδε στη δύση. Η Ηώς έμεινε για να προαναγγέλλει τον Ήλιο. Η Σελήνη έμεινε για να απαλύνει την Νύχτα. Υπηρέτες όλοι της τάξης των Ολυμπίων. Οι νύμφες έμειναν κι αυτές για να υπηρετούν και να διασκεδάζουν τους θεούς. Η Μέδουσα δεν υποτάχτηκε.

Όποιοι αντιστάθηκαν μέχρι τέλους, πλήρωσαν γι αυτήν τους την ανυπακοή. Οι τιτάνες ρίχτηκαν κάτω από τη Γη σε ένα βάθος απύθμενο. Όσο απέχει ο Ουρανός από την Γη, άλλο τόσο προς τα κάτω απέχει η Γη από τον Τάρταρο. Εκεί κυριαρχεί το Έρεβος. Εκεί είναι και το πρωταρχικό Χάος που συνεχίζει να σκεπάζει τα πάντα γύρω από τον δικό μας κόσμο. Άλλοι τιτάνες αντιστάθηκαν, ο Άτλας, ο Προμηθέας, ο Τυφών και τιμωρήθηκαν. Ο Άτλας υποχρεώθηκε να βαστάει το στερέωμα του ουρανού. Στον Καύκασο αλυσοδέθηκε ο Προμηθέας κι ένας αητός τρώει το συκώτι του. Ο Τυφών θάφτηκε από το ηφαίστειο της Αίτνας. Όλη η τιτανική γενιά χαλάστηκε.

Εμείς, όσα από τα παιδιά των τιτάνων επιζήσαμε, είχαμε τύχη φριχτή. Το ένα μετά το άλλο, μας μεταμόρφωσαν σε τέρατα οι θεοί, άλλος από ζήλια κι άλλος για παιχνίδι. Κι ύστερα έστειλε ο Δίας ήρωες κι ημίθεους να μας σκοτώσουν ... εμάς, τα τέρατα! Με τους άθλους τους θα απάλλασσαν οι ήρωες κι οι ημίθεοι τους ανθρώπους από την παρουσία μας. Δεν χωρούσαμε στην νέα δικαιοσύνη και τάξη των Ολυμπίων. Ήμασταν οι φορείς της τιτανικής αλήθειας, η γυμνή δύναμη της φύσης, η ευθύτητα. Πρώτα μεταμορφωθήκαμε σε αποκρουστικά και τερατόμορφα πλάσματα κι ύστερα έπρεπε να εκλείψουμε.

Έτσι, λοιπόν, κυνηγήθηκε κι η Μέδουσα η προγιαγιά μου, που το αίμα της κυλά στις φλέβες μου. Την σκέφτομαι και ριγώ και ριγούν μαζί μου οι πλειάδες οι κόρες του Άτλαντα. Ζήλεψε την κύκνεια παρθένα Μέδουσα η Αθηνά. Ναι! Η υπέροχη κι επιβλητική, η αγαπημένη κόρη του Δία, ζήλεψε την τιτανίδα! Πως ήταν δυνατό η κόρη του ηττημένου να λάμπει πιο δυνατά από την κόρη του άρχοντα του κόσμου; Αυτό σκεφτόταν κι αυτό την κατέτρωγε. Την παγίδεψε. Την έσπρωξε με δόλο να επιτεθεί στον Όλυμπο. Μέσα στην άγρια αγανάκτησή της για τον χαμό των πλειάδων, χίμηξε η κυανομάτα κόρη του Φόρκυ ενάντια στον Όλυμπο. Η Αθηνά ήταν εκεί. Την περίμενε και με τη βοήθεια των κεραυνών του Δία την γκρέμισε. Την έσυρε ηττημένη έξω από τον κόσμο των θνητών και των αθανάτων ως την άκρη του Ωκεανού. Την μετέτρεψε σε τέρας, σε γοργόνα που το βλέμμα της πάγωνε τα πάντα. Κι έστειλε, ύστερα, ο Δίας έναν γιο του, τον Περσέα, να της πάρει το κεφάλι.

Πρόλαβε όμως η υπέροχη παρθένα, να κάνει δυο παιδιά με τον Ποσειδώνα. Από εκείνα τα παιδιά της κρατάω κι εγώ. Κανείς δεν μπόρεσε να αγγίξει την, αγνή σαν τον κύκνο, παρθένα Μέδουσα. Μόνο ο κυανοχαίτης Ποσειδών, γιος του Κρόνου κι αδελφός του Δία, κατέκτησε την παρθένα. Τα παιδιά της έμειναν μέσα της μέχρι που κόπηκε το κεφάλι της. Τότε πετάχτηκαν ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ. Ο ένας ήταν ένα υπέροχο άλογο που έζεψε ο Δίας. Ο άλλος ήταν η χρυσή βροχή κι είχε κόρη του την εξαίσια Έχιδνα. Ήταν κι αυτή εκπληκτική σαν τη γιαγιά της. Οι θεοί την μεταμόρφωσαν κι αυτήν, αργότερα, σε φίδι. Με την Έχιδνα πήγε ο τρομερός Τυφών όταν μέσα του ωρίμαζε η σκέψη να τα βάλει με τον Δία. Δεν είχε μεταμορφωθεί ακόμη σε φίδι η Έχιδνα, ήταν τότε μια πανέμορφη κόρη.

Ο Τυφών κι η Φαία είναι οι δικοί μου γονείς. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή του τρομερού τιτάνα εκτός από την Φαία. Όταν τον κοίταξε, τον μάγεψε. Κι αυτός ησύχασε και δεν έπληξε τον Κιθαιρώνα. Έμεινε μόνο να κοιτάει στα μάτια την τιτανίδα που στεκόταν μπροστά του άφοβη. Ήταν η μάνα μου που την είχε γεννήσει η Έχιδνα και πάλι χάρη στον Τυφώνα. Γι αυτό, πατέρας και παππούς μου είναι ο τρομερός Τυφών, αυτός που τρομοκράτησε τον Δία. Όταν ανέβηκε στον όρος των θεών με την φοβερή του ορμή, οι θεοί μεταμορφώθηκαν σε ζώα για να του κρυφτούν. Έφυγε κι ο Δίας τρομαγμένος από τον Όλυμπο όπως είχαν φύγει φοβισμένοι κι οι άλλοι θεοί. Τον νίκησε τον Δία ο Τυφών, αλλά δεν τον κατέβαλε.

Μόνο η θεά Αθηνά είχε την δύναμη να μείνει και να ταρακουνήσει τον πατέρα της, Του είπε να κάνει κουράγιο και να αντισταθεί. Έγινε τότε μια μεγάλη μάχη, σώμα με σώμα, κι ο Τυφών νίκησε τον Δία. Του έκοψε τους τένοντες και τον αχρήστεψε. Μπορούσε τώρα να ξαναφέρει τον Κρόνο στον θρόνο του. Ο νέος κόσμος είχε χάσει κι ο παλιός μπορούσε πια να επανέλθει. Με δόλο μονάχα και με τη βοήθεια του Ερμή και του Πάνα, μπόρεσε ο Δίας να ξαναβρεί του τένοντες του. Βρήκε και νέους κεραυνούς για να αντεπιτεθεί. Και τότε νίκησε τον Τυφώνα σε μια μεγάλη μάχη στο όρος Αίμος. Τον κυνήγησε ως την Σικελία όπου τον έθαψε ρίχνοντας στο κεφάλι του ένα ολόκληρο βουνό, την Αίτνα.

Αυτός ο τρομερός Τυφών, η πιο ισχυρή αμφισβήτηση του Δία, ξελόγιασε την σοφή κι όμορφη μάνα μου, την Φαία. Κόρη της όμορφης Έχιδνας, εγγονή της χρυσής βροχής, του Χρυσάορα, γεμάτη χάρες και καλοσύνη ήταν η Φαία. Δισέγγονη της μοναδικής εξαίσιας Μέδουσας, είχε την απίστευτη γοητεία της. Πολλοί την ήθελαν κι όλοι σχεδόν οι θεοί την πολιορκούσαν. Με δώρα ερχόταν ο Απόλλων, με υποσχέσεις ο Ερμής και με τα θαυμαστά του τεχνουργήματα ο Ήφαιστος. Ο ίδιος ο Δίας την περιτριγύριζε κι άλλαζε για χάρη της μορφές. Σαν παιδιά έπαιζαν οι θεοί και έτσι τους έβλεπε η Φαία που τους λυπόταν. Μέσα στην ωριμότητα και την σοφία της, η Φαία έβλεπε την αλήθεια και γι αυτό περιφρονούσε τους θεούς. Μάτια είχε μόνο για τον επαναστάτη Τυφώνα. Αυτός ήταν η καθαρή έκφραση της ζωντανής ζωής. Μαζί του έκανε τρία παιδιά, τον Ερύμανθο, τον Χαλκέα κι εμένα, τον Έξεχο.

Το πλήρωσε, όμως, η Φαία που ήταν τιτανίδα και που δεν θέλησε να υποταχτεί. Την μετέτρεψαν οι θεοί σε γουρούνα. Την άφησαν στον Κρομμυώνα, μια τοποθεσία ανάμεσα στα Μέγαρα και την Κόρινθο, στους πρόποδες των Γερανείων. Την έλεγαν “η Κρομμυωνία Ύς”. Είχε κι εκείνη την μοίρα των άλλων τιτανίδων που αμφισβήτησαν την νέα τάξη. Όπως η Μέδουσα που έχασε την ομορφιά της κι έγινε γοργόνα. Όπως η Ύδρα που έγινε τέρας με πολλά κεφάλια. Όπως η Έχιδνα που έγινε φίδι. Έτσι κι η Φαία, η μάνα μου, έζησε στον Κρομμυώνα σαν τέρας, ώσπου ο Θησέας, ένας ήρωας, την σκότωσε κι αυτήν. Εμείς, τα παιδιά της, τιτάνες ανυπότακτοι κι ευτυχισμένοι, γίναμε όλα κάπροι, ο Ερυμάνθιος, ο Χάλκινος κι ο Καλυδώνιος.

Έτσι γεννήθηκα. Μέσα μου είμαι τιτάνας και κουβαλάω πολλές κληρονομιές. Η υπέροχη Μέδουσα, το θαυμαστό πλάσμα, κι ο κυανοχαίτης Ποσειδών, είναι οι μακρινοί μου πρόγονοι. Η πανέμορφες παρθένες Έχιδνα και Φαία είναι γιαγιά μου η μια και μητέρα μου η άλλη. Ο Χρυσάωρ, προπάππος μου, ρέει σαν την χρυσή βροχή μέσα στις φλέβες μου. Πατέρας και παππούς μου είναι ο ασυγκράτητος Τυφών, ο πιο επικίνδυνος αμφισβητίας της εξουσίας του Δία. Υπέροχοι ανυπότακτοι τιτάνες οι θείοι μου, τα ξαδέλφια μου, ολόκληρη η γενιά μου. Ο Λέων της Νεμέας, ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα. Αυτή είναι η καταγωγή μου και τέτοια είναι η τιτανική μου φύση. Είμαι κι εγώ ένα παιδί της Γης. Γεννήθηκα κι έζησα πλήρης στα βουνά, τους κάμπους, τις λίμνες και τους ποταμούς. Είμαι ο Έξεχος, ένα παιδί της ευτυχισμένης Αιτωλίας. Θα ζήλευε κι ο ίδιος ο Δίας ακόμη το ευγενικό αίμα που ρέει στις φλέβες μου.

Εδώ επάνω στις κορυφογραμμές, απέναντι από τις κόρες του Άτλαντα, τις πλειάδες, σκέφτομαι την μητέρα μου κι όσα μου έλεγε.

«Παιδί μου να προσέχεις. Όλα τα παιδιά μου πρέπει να προσέχετε. Οι θεοί παραμονεύουν και σας μισούν.»

«Εγώ τα πάω καλά με τους θεούς, μάνα» της έλεγα κι αυτή ήταν η αλήθεια. «Η Άρτεμη είναι φίλη μου. Κυνηγάμε μαζί στα δάση της. Η Αθηνά χαίρεται να μιλά μαζί μου. Η Αφροδίτη μου χαϊδεύει τα μαλλιά.»

«Κι ο Δίας;»

«Δεν έχω σχέση με τον ηγέτη των Ολυμπίων.»

«Αλίμονό σου όταν θα αποκτήσεις.»

«Δεν το σκοπεύω μάνα, μην ανησυχείς. Αυτός έχει πολλά να σκεφτεί, δεν θα ασχοληθεί με μένα.»

Έκανα παρέα με τις θεές. Ήμουν ένα νεαρό παλικάρι με όμορφη χαίτη και πύρινα μάτια. Το κορμί μου είχε ένα χρώμα χρυσαφί. Έτσι μου το έφτιαξε ο Ήλιος που περνούσε από κοντά μου για να με χαιρετίσει. Τα μαλλιά μου ήταν μακριά. Κυλούσαν στους ώμους μου σαν χρυσή βροχή, κληρονομιά που μου άφησε ο Χρυσάωρ. Θεές κι ημίθεες και θνητές, με ποθούσαν. Το πάθος, όμως, εγώ το κρατούσα για τις τιτανίδες. Όσο ταπεινές κι αν ήταν οι νύμφες μπροστά στις θεές, εγώ πάντοτε εκείνες προτιμούσα. Ξενυχτούσα μαζί τους στις πηγές και στα δάση. Έβρισκα τα πιο όμορφα και μυρωδάτα λουλούδια για να τα χαρίζω στις Δρυάδες του δάσους. Ανακάλυπτα τους πιο μελωδικούς ήχους της τσίχλας και του χελιδονιού και τους χάριζα στις νηρηίδες των λιμνών. Τα κροταλίσματα των γρύλλων ήταν τα πιο ακριβά μου δώρα στις κοπέλες που αγαπούσα.

«Γιε μου, να προσέχεις. Μόνο θεοί επιτρέπεται να έχουν τέτοια μανία για τις γυναίκες. Εκείνοι δεν έχουν τίποτε να κάνουν κι έτσι παίζουν και γελούν. Εσύ, όμως, είσαι μια δύναμη της φύσης. Αν παίρνεις την μπουκιά από το στόμα τους θα σε μισήσουν. Τι θα απογίνεις;»

«Γιατί οι θεοί κι όχι εγώ μάνα;»

«Το δικό τους γένος αγόρι μου είναι διαφορετικό από το δικό μας. Εμείς είμαστε η αλήθεια, εκείνοι είναι η χαρά. Ένας θεός δεν μπορεί παρά να είναι χαρούμενος, αλλιώς δεν έχει νόημα η ύπαρξή του. Μέσα στη χαρά του παίζει με όλα. Παίζει με τους ανθρώπους, κάνει πολέμους, μεταμορφώνεται, ερωτεύεται. Παίζει μαζί μας, χαίρεται να μας ταλαιπωρεί.»

«Κι ο έρωτας;»

«Είναι χαρά. Τους ανήκει.»

«Κι εμείς;»

«Εμείς είμαστε η αλήθεια. Τίποτε περιττό δεν κάνουμε και τίποτε δεν παραλείπουμε. Είμαστε παιδιά της Γης. Ο δικός μας έρωτας γεννά τα φαινόμενα. Τρεις χιλιάδες λίμνες κι άλλα τόσα ποτάμια έσπειραν οι τιτάνες. Τα δικά μας παιδιά είναι κομμάτια του σύμπαντος κόσμου. Τα νέφη, τα δέντρα, τα άλογα, οι κάμποι, αυτά όλα είμαστε εμείς. Μας λένε Νεφέλες, Κενταύρους, Λαπίθες, μας αναγνωρίζουν σαν παιδιά τιτάνων. Όπως κι αν μας βλέπουν, όμως είμαστε εμείς, η φύση αυτοπροσώπως.»

«Και τα παιδιά των θεών ... ποια είναι; τι κάνουν;»

«Τα παιδιά των θεών είναι τα εκτελεστικά όργανα των σκοπών του συμβουλίου των δώδεκα θεών στον Όλυμπο. Αυτοί τακτοποιούν την φύση. Την φτιάχνουν όπως τους βολεύει. Την μεταχειρίζονται για να χτίσουν τον δικό τους κόσμο.»

«Κι εγώ, τι κακό κάνω μάνα;»

«Κακό δεν κάνεις. Μόνο που σκορπάς το καλό με τρόπο άνισο. Αποφεύγεις τις θεές και προτιμάς τις νύμφες. Γιατί λες να σου κάνουν παρέα; Τι λες να θέλουν από σένα; Πως μπορείς να τις αγνοείς;»

«Με έχει ξετρελάνει μια νύμφη, κόρη του Εύηνου. Μέσα στα μάτια της καθρεφτίζονται όλα τα βότσαλα της όχθης. Μέσα στη φωνή της ακούω όλα τα παράπονα κι όλες τις χαρές των βατράχων.»

«Χτες σε είχε τρελάνει η κόρη της Τριχωνίδας ...»

«Τι να κάνω, μάνα;»

«Να το σκεφτείς αν θα υποταχτείς ... γιατί αλλιώς ...»

«Εσύ θα υποταχτείς Φαία;»

«Είμαι κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορώ να υποταχτώ.»

«Κι εγώ είμαι γιος σου, παιδί κι εγγονός του Τυφώνα, δεν μπορώ ούτε κι εγώ να υποταχτώ.»

«Αν δεν υποταχτείς, γιε μου ακριβέ, τουλάχιστον κοίτα να μην τους προκαλείς.»

«Το ίδιο είναι γλυκιά μου Φαία, το ίδιο!»

Δεν μου απάντησε σε αυτό η Φαία. Το ήξερε καλύτερα κι από εμένα. Στην τάξη του Δία και των Ολυμπίων η προσποίηση είναι το παν, η μεταμόρφωση, η παραλλαγή. Αλλάζουν το σχήμα των πραγμάτων, ζωντανών κι άβιων. Το κάνουν οι αθάνατοι για παιχνίδι κι ακολουθούν οι θνητοί από ανάγκη. Οι θεοί, με πρώτον τον Δία, γίνονται ταύροι, κύκνοι, σύννεφα. Προκειμένου να χαρούν και να διασκεδάσουν -το μόνο που ξέρουν να κάνουν καλά- ξεγελούν τους θνητούς. Προσποιούνται, μεταμορφώνονται και στήνουν παγίδες. Φτιάχνουν σχέδια πολέμων. Εκδικούνται τους θνητούς που δεν τους τιμούν και δεν τους θυμούνται. Θέλουν να μυρίζουν σφάγια των θυσιών, αποδείξεις ότι οι θνητοί τους σκέφτονται. Άλλοτε τιμωρούν και σκευωρούν, άλλοτε χαρίζουν δώρα κι άλλοτε τα παίρνουν πίσω. Κι οι θνητοί ακολουθούν στον ίδιο δρόμο. Προσποίηση και παραλλαγή.

Βλέπω τις πλειάδες που ακούν τις σκέψεις μου και το φως τους τρεμοσβήνει σαν να συμφωνούν. Βλέπω με το νου μου το χάλκινο γένος των ανθρώπων να υποφέρει και σκέφτομαι ότι το μέλλον τους επιφυλάσσει χειρότερα.

«Όταν τελειώσουν με εμάς οι ήρωες κι οι ημίθεοι» μου έλεγε η Φαία, «τότε θα έρθει η σιδηρά εποχή. Το σιδερένιο γένος των ανθρώπων θα υποφέρει πολλά. Τόσα που η γη δεν θα το αντέξει και θα το ξεφορτωθεί.»

«Δεν θα τους βοηθήσουν οι θεοί;» την ρωτούσα.

«Πρώτα θα έχουν εξοντωθεί οι ίδιοι. Θα σβήσουν από την μνήμη των ανθρώπων. Ο Όλυμπος κι οι κορυφογραμμές κι όλα τα βάθη θα καταληφθούν από το σιδερένιο γένος των ανθρώπων. Τότε θα εξαγριωθεί η Γη.»

Οι θνητοί δεν κάνουν ό,τι κάνουν για το κέφι τους, όπως οι θεοί. Από ανάγκη το κάνουν. Μεταμορφώνουν την φύση για να προφυλαχθούν, να φάνε, να ζήσουν. Καίνε το χώμα και βγάζουν τον χαλκό και το σίδερο. Μπολιάζουν τα φυτά για να πάρουν τα φρούτα και τους καρπούς. Τιθασεύουν τη θάλασσα με λιμάνια και πλοία. Οι κάμποι κι οι πλαγιές αλλάζουν σχήμα και χρώμα. Τα βουνά γεμίζουν αναβαθμίδες για να μην κυλάει το νερό και το χώμα. Καίνε δάση για να φτιάξουν λιβάδια, ξεριζώνουν δέντρα για να φυτέψουν στάρι και κριθάρι. Σκοτώνουν τα ζώα για να τα ψήσουν και να τα φάνε. Η Γη πονάει αλλά αυτοί δεν το νιώθουν. Δεν έχουν μάθει να ακούνε τη γη. Κάνουν μόνο αυτό που τους δίδαξαν οι θεοί. Όπως οι Ολύμπιοι ξεγελούν τους θνητούς με τις μεταμορφώσεις τους, έτσι κι οι θνητοί ξεγελούν τη φύση. Την γονιμοποιούν για το δικό τους καλό. Αυτή είναι η αέναη τάξη των Ολυμπίων. Όποιος την διακόπτει ή την διαταράσσει, τιμωρείται. Είτε θνητός, είτε θεός, είτε τιτάνας, πληρώνει. Κι η διαμαρτυρία της Γης γι αυτό το κακό, γεννά πότε τον Τυφώνα και πότε τους Γίγαντες. Η αγανάκτηση της μητέρας Γης λέγεται αμφισβήτηση της παγκόσμιας τάξης.

«Και μόνο που υπάρχουμε μάνα, προκαλούμε» της έλεγα.

«Γιατί το λες αυτό Έξεχε;»

«Από εσένα το άκουσα κι όταν το σκέφτηκα μου φάνηκε σωστό. Όσο υπάρχουμε εμείς, οι άνθρωποι θα έχουν τον πειρασμό να ακολουθούν τα ένστικτα κι όχι την λογική τους. Κι ό,τι χτίζουν τη μια μέρα οι αθάνατοι, θα το γκρεμίζουν οι θνητοί την άλλη.»

«Πότε έγινες σοφός γιε μου;»

«Ήμουν πριν γεννηθώ. Μέσα από σένα, σοφή Φαία!»

Δεν έκλαιγε τη μοίρα της η Φαία. Δεν κλαίμε γι αυτό οι τιτάνες. Υπομένουμε με καρτερία, αθάνατοι ή θνητοί, τον δικό μας Τάρταρο που θα μας βρει αναπόφευκτα. Ίσως κάποιοι από εμάς να ήταν ξέγνοιαστοι, ανίδεοι για το τι τους περιμένει. Εγώ δεν ήμουν. Η σοφή μητέρα μου δεν άφησε περιθώρια για πίστη σε λάθος πράγματα. Η κατάληξη του πατέρα μου, κάτω από την Αίτνα, δεν μου άφησε αμφιβολίες για το πως θα κατέληγαν όλα. Εγώ, ο Έξεχος δεν φοβόμουν τη μοίρα μου. Ζούσα την επίγεια ζωή μου και περίμενα πως θα ζούσα κάποτε κι εγώ τον δικό μου επίγειο Τάρταρο. Το βέβαιο ήταν πως δεν θα πρόδιδα την φύση μου. Χαιρόμουν τη ζωντανή ζωή απλόχερα. Ένιωθα τον έρωτα για τα πάντα γύρω μου να με λούζει καθημερινά με το πλούσιο φως του. Ήμουν απολύτως ευτυχής στην ευτυχισμένη Αιτωλία κι έκανα τα ζωντανά όντα δίπλα μου ευτυχισμένα κι αυτά. Κι ας έκαναν οι θεοί τελικά ό,τι ήθελαν, ας με μεταμόρφωσαν, ας με κυνηγούσαν. Το ήξερα πως κινδύνευα αλλά δεν με ένοιαζε αυτό. Με ένοιαζε μόνο να μην υποταχτώ. Όχι γιατί δεν ήξερα ποιο ήταν το “συμφέρον” μου αλλά γιατί δεν μπορούσα, από την φύση μου, να το κάνω.

Ακούω από κάτω στον κάμπο, δίπλα στην αγαπημένη μου Καλυδώνα, τους ήρωες να τραγουδούν. Λένε για την δόξα των θεών και για τα κατορθώματά τους. Ένας τέτοιος άθλος τους θα είμαι σε λίγο κι εγώ. Δεν τους φοβάμαι, τους λυπάμαι. Σκέφτομαι πάλι την σοφή Φαία.

«Ο Αχελώος μου χαμογελούσε χτες» της είχα πει μια μέρα.

«Γνωρίζω καλά τους ποταμίσιους θεούς» μου είπε. «Θα είναι γιατί λούστηκες στα νερά του.»

«Δεν ήταν για μένα, νομίζω. Λουζόταν εκεί μαζί μου κι η νύμφη Λευκή. Η ομορφιά της δεν μπορεί να συγκριθεί παρά μόνο με την ομορφιά των ηλιαχτίδων.»

«Όταν αφρίζει ο ποταμός, τότε η Λευκή εμφανίζεται και τρέχει πάνω στον αφρό τους» μου είπε η Φαία.

«Έτσι αφρισμένος ήταν. Κι ήταν όμορφη η νύμφη, μέσα στα αραχνοΰφαντα πέπλα της τυλιγμένη.»

«Πολλοί θα έσκασαν από τη ζήλια τους.»

«Ο Παν κι ο Σειληνός μας κοιτούσαν αλλά δεν ζήλευαν.»

«Και τι έκαναν αυτοί οι μουρντάρηδες;»

«Έπαιζαν τον αυλό και την σύριγγα για να χορεύει η Λευκή πάνω στο κορμί μου. Κι ο Αχελώος ήταν ευτυχισμένος. Κι ο ήλιος χαμογελούσε από ψηλά.»

«Κάποιοι κοιτούν αυτή την ευτυχία, γιε μου, και δεν την αντέχουν. Αυτούς φοβάμαι.»

Φοβόταν την ζήλια των κυρίαρχων Ολυμπίων η Φαία. Δεν είχε άδικο. Δεν άργησε να ξεσπάσει πάνω στα κεφάλια μας η εκδίκησή τους. Εκείνη έγινε ύς, δηλαδή γουρούνα, ενώ εγώ και τα αδέλφια μου γίναμε κάπροι. Έμεινε εκείνη στα Γεράνεια κι εγώ στα βουνά της Αιτωλίας, στην αγαπημένη μου Καλυδώνα.

Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Δίας έστειλε να μας σκοτώσουν. Το έκανε κιόλας με την σοφή Φαία, την Κρομμυωνία γουρούνα, όπως την είχε καταντήσει. Το έκανε με τα αδέλφια μου και με τα ξαδέλφια μου, τον Λέοντα της Νεμέας, την Λερναία Ύδρα, την Σφίγγα. Τώρα είχε έρθει επιτέλους κι η σειρά μου. Την δουλειά την είχαν αναλάβει τα καλόπαιδα που τα είχαν σπείρει οι θεοί. Ήταν οι Ήρωες κι οι Ημίθεοι. Οργανωτής του κυνηγιού εμού του ιδίου, του “τρομερού φονιά” Καλυδώνιου Κάπρου, θα ήταν ο Μελέαγρος!