Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΕΤΟ ΣΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ Ε.Ε.

.........................................................................
Αυτές τις μέρες προετοιμάζεται η σύνοδος κορυφής που θα ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά. Το Ουρούτς Ρέι αποσύρθηκε στην Αττάλεια για να μπορέσει να περάσει η σύνοδος χωρίς να επιβάλλει κυρώσεις. Μετά την σύνοδο θα είναι ΑΡΓΑ, πολύ αργά.
...........................................................................
ΜΟΝΗ λύση για την Ελλάδα είναι η επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία αν ξαναβγεί το Ουρούτς Ρέι. Όχι να περιμένουμε αν ξαναβγεί, αλλά να ληφθεί απόφαση για κυρώσεις αν και όποτε βγει.
...........................................................................
Η Κύπρος έβαλε ΒΕΤΟ στις κυρώσεις στην Λευκορωσία αν δεν υπάρξουν κυρώσεις και στην Τουρκία. Η Ελλάδα λέει πως συμπαρίσταται αλλά δέχεται τις πιέσεις των Γερμανών. Αν η ΕΕ πάει να συζητήσει για έναρξη διαλόγου ΧΩΡΙΣ κυρώσεις, τότε η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει την Κύπρο και να βάλει κι αυτή ΒΕΤΟ στο Λευκορωσικό συνδέοντας τις κυρώσεις για την Λευκορωσία και την Τουρκία ώστε να πιέσει τους Ευρωπαίους. Η Ελλάδα κι η Κύπρος θα μπορούν να έχουν συμπαράσταση τουλάχιστον από τους Μεσόγειους γείτονες. Άρα, μπορούν και πρέπει να το κάνουν. Η Κύπρος το έκανε. Η Ελλάδα;
..............................................................................
Το ποιος είναι πατριώτης και ποιος ενδοτικός, φαίνεται στην πράξη.
Καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα έφευγε από την σύνοδο χωρίς κυρώσεις. Θα έβαζε βέτο όχι μόνο στο Λευκορωσικό αλλά σε όλα. Θα το κάνει κι αυτή η κυβέρνηση; Ελπίζω πως ναι.

02 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" ............ 2η συνέχεια

Είμαστε ακόμα στο πρωινό της 5ης φθίνοντος Θαργηλιώνος, ή 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.. Οι φίλοι του νεκρού Ερμόδωρου συζητούν τα πολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας και την ανάγκη να μάθουν τι έγινε με τον θάνατο του φίλου τους που ίσως να μην είναι τόσο καθαρή περίπτωση.

Εδώ δημοσιεύουμε ένα δεύτερο κομμάτι του πρώτου, ακόμα, κεφαλαίου που περιγράφει το πρωινό της 9ης Ιουνίου.

********************************

1ο κεφ. β' μέρος: Πρωί 9ης Ιουνίου)

................................................................

Στο βάθος της αυλής ήταν οι συγγενείς και γείτονες που είχαν έρθει για τα συλλυπητήρια. Πολλοί άνθρωποι απ' όλη την Αθήνα θα περνούσαν από εδώ όλη μέρα. Ο Ερμόδωρος γνώριζε πολύ κόσμο κι ήταν σε όλους αγαπητός. Τον εκτιμούσαν τόσο οι σοφοί όσο κι απλοϊκοί, τόσο οι πλούσιοι όσο κι οι φτωχοί. Θα έρχονταν, σίγουρα, κι οι «άρχοντες» της πόλης. Η αριστοκρατία τον εκτιμούσε κι ας μην ήταν αμοιβαίο συναίσθημα. Χάρη στην τυραννία του Φαληρέα και τους μισητούς Μακεδόνες φρουρούς, οι λίγοι εξουσίαζαν τους πολλούς(*1). Είχαν καταστρατηγήσει την δημοκρατία διαστρεβλώνοντας το πατρώο πολίτευμα. Αν ήταν, ακόμα, Αθηναίος πολίτης ο Ερμοκράτης, οφειλόταν στο ότι είχε πάνω από χίλιες δραχμές εισόδημα. Από τις σαράντα χιλιάδες πολίτες, επί δημοκρατίας, τώρα είχαν απομείνει δέκα χιλιάδες. Οι θήτες, οι ναυτικοί κι οι αγρότες με μικρό κλήρο είχαν πάψει πια να θεωρούνται πολίτες.

Πιο εκεί στέκονταν μαζεμένοι οι φίλοι του Ερμόδωρου που ήταν και δικοί της φίλοι. Αυτό βέβαια, το ότι οι φίλοι του, αν και άνδρες, ήταν και δικοί της φίλοι, οφειλόταν στον νεκρό αγαπημένο της. Μια γυναίκα ανύπαντρη δεν γινόταν να έχει φίλους, όμως εκείνος την είχε συστήσει σε όλους. Είχε φροντίσει να την δεχτούν σαν παρέα τους κι επί πλέον να την σέβονται και να την υπολογίζουν. Της φέρονταν σαν ίση με αυτούς κι άκουγαν τη γνώμη της για όλα τα θέματα που συζητιούνταν. Της άρεσε γιατί ένιωθε πως δεν το έκαναν προσποιητά, αλλά, την είχαν αποδεχτεί ουσιαστικά.

Η παρέα του Ερμόδωρου ήταν άνθρωποι με ιδέες που ταίριαζαν με τις ιδέες του. Στην γυναίκα, όπως και στον καθένα, είτε πολίτη, έποικο, είτε ακόμα και δούλο, αναγνώριζαν αξία και τιμή. Κανένα ανθρώπινο ον δεν το υποτιμούσαν, όπως οι πολλοί που ακολουθούσαν τη συνήθεια και την παράδοση. Είχαν τη γυναίκα σε θέση υποδεέστερη. Και στα συμπόσια, ακόμη, ο αγαπημένος της πάντα την καλούσε να συμμετάσχει. Γίνονταν σε αυτό το δωμάτιο που φιλοξενούσε τώρα το νεκρικό του κρεβάτι. Της άρεσε να ακούει συζητήσεις των προσκεκλημένων. Παρακολουθούσε τους συλλογισμούς τους κι εξέφραζε κι η ίδια θαρραλέα τη γνώμη της. Μάθαινε έτσι η Κλεοτίμα πράγματα από τα οποία οι περισσότερες γυναίκες ήταν αποκλεισμένες. Ήξερε για την πολιτική, την φύση του κόσμου και τα θέματα της φιλοσοφίας ή της καθημερινότητας.

Τώρα, έβλεπε νεκρό τον άνθρωπο με τον οποίο είχε δέσει τη ζωή της. Ήλπιζε πως θα γερνούσαν μαζί, όμως, αυτός είχε κλείσει τα μάτια του για πάντα. Ήταν αβάσταχτο να είναι εκεί δίπλα του και να μην επικοινωνούν. Δεν διέκρινε πια μέσα στα μάτια του την επιθυμία και την αγάπη του γι αυτήν. Γυναίκες τον έκλαιγαν και τον μοιρολογούσαν.

«Νέε μου δυνατέ και γενναίε, ευγενική ψυχή, πού πας χτυπιόταν η μία.

«Πώς αφήνεις την ζωή σου εδώ στην γλυκιά γη για του κάτω κόσμου τα μονοπάτια;» έλεγε η άλλη.

«Εσύ, που δεν πέρασες απαρατήρητος, σού πρέπει να πας στα Ηλύσια Πεδία, κι όχι στον Άδη» συμπέραινε μια άλλη.

«Η μάνα κι ο πατέρας σου πώς θα ζήσουν χωρίς εσένα, γιε μου; Πώς γίνεται να βλέπει πατέρας τον γιο του ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατο;» ρωτούσε μια άλλη.

Η Κλεοτίμα έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να μην ακούει. Αν μπορούσε θα τις έβγαζε όλες έξω. Ο θάνατος δεν ήταν τόσο φρικτό πράγμα. Όχι γιατί θα πήγαινε η ψυχή κάπου αλλού, δεν πίστευε σε τέτοιες αφέλειες. Ο θάνατος δεν υπήρχε για τους ζωντανούς, όσο ζούσαν, ούτε για τους πεθαμένους, που δεν ένιωθαν πια. Μόνο η λύπη κι η αίσθηση της απώλειας που ένιωθαν οι ζωντανοί, εκείνη, οι γονείς κι οι φίλοι του, μόνο αυτά ήταν αληθινά. Έπρεπε να τα ξεπεράσουν ψύχραιμα και λογικά κι όχι με δεισιδαιμονίες.

«Ω, θεοί, τι είναι αυτά που σκέφτομαι» είπε από μέσα της η Κλεοτίμα. «Λέω ακριβώς τα δικά του λόγια. Αυτά θα έλεγε ο Ερμόδωρος αν έβλεπε να κλαίνε για έναν νεκρό. Τόσο πολύ με έχει επηρεάσει, λοιπόν;». Παραδόξως, ένιωσε σαν να τον είχε δίπλα της ολοζώντανο. Λίγο ακόμα και θα του χαμογελούσε, τόσο κοντά της τον αισθανόταν.

«Κόρη μου, θα πάει στα Ηλύσια Πεδία, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε μια γυναίκα δίπλα της.

«Ασφαλώς, αλίμονο» είπε η Κλεοτίμα.

Βγήκε από την τραπεζαρία του σπιτιού, όπου είχαν τοποθετήσει τον νεκρό για τον τελευταίο ασπασμό. Είχε κάτσει αρκετή ώρα. Ήταν αποπνικτικά τα μοιρολόγια κι οι δυσάρεστες κουβέντες για την άλλη ζωή και τα Ηλύσια Πεδία. Όλοι ήταν βέβαιοι πως για εκεί θα ταξίδευε σε δυο-τρεις μέρες η ψυχή του Ερμόδωρου. Στην εσωτερική αυλή ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Στην πόρτα στέκονταν ο Ζείκρατος, ο Φανοκράτης, ο Μύρων κι ο Ιάσων, οι κοντινοί φίλοι του Ερμόδωρου. Ο Μύρων της έκανε νόημα κι εκείνη πλησίασε. Της έσφιξαν το χέρι με κατανόηση, καθώς αυτοί καταλάβαιναν καλύτερα τον πόνο της. Για πολύ καιρό τώρα, οι φίλοι του ήταν αψευδείς μάρτυρες της σχέσης της με τον αδικοχαμένο νέο.

«Πού είναι η Δάφνη, η Φυλογένεια;» τους ρώτησε.

«Είναι μέσα, με τις συγγένισσες και τις θειάδες του, έπρεπε να περάσουν από εκεί» της είπαν.

«Δεν μπορώ να τον βλέπω νεκρό» είπε η Κλεοτίμα με τα μάτια κλαμένα.

«Αναρωτιέμαι πώς να πέθανε» είπε ο Ζείκρατος

«Η εξήγηση του Λήστου, δεν φτάνει;» ρώτησε ο Ιάσων.

Λήστος λεγόταν ο γιατρός που τον εξέτασε.

«Δεν αρκεί αυτό που είπε. Αμφιβάλλω αν τον εξέτασε».

«Τι θα πει "σταμάτημα της καρδιάς", ε;» πετάχτηκε κι η Κλεοτίμα. «Από την στιγμή που μου είπε ο Μύρων την αιτία θανάτου, δεν μπορώ να μην αμφιβάλλω όσο το σκέφτομαι».

«Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Ζείκρατος.

«Νά ‘τος ο γιατρός, εκεί είναι» είπε ο Φανοκράτης κι έδειξε τον Λήστο που κουβέντιαζε με κάποιους.

«Πάω να τον φέρω» είπε ο Μύρων.

Πήγε, όντως, τον βρήκε και τον έφερε στην παρέα.

«Λήστε, πες μας, πώς ξέρεις ότι το ξαφνικό σταμάτημα της καρδιάς είναι η αιτία θανάτου;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Μα ... δεν είδα κανένα άλλο λόγο. Ούτε χτυπημένος ήταν, ούτε είχε αίματα, ούτε πληγή, τι άλλο έμενε;»

«Τον έγδυσες; Τον εξέτασες;» ρώτησε ο Ιάσων.

«Δεν χρειαζόταν, νομίζω» είπε ο Λήστος μουδιασμένος. Ήξερε πως είχε κάνει πρόχειρη εξέταση κι ήταν σαν να τον είχαν πιάσει στα πράσα έτσι που τον ρωτούσαν. Κι αυτοί, πάλι, τι ζητούσαν;

«Καλά, αν σε χρειαστούμε θα σε βρούμε» του είπαν.

«Γιατί ρε παιδιά; έχετε λόγο να πιστεύετε ότι συνέβη κάτι άλλο;»

«Ήταν πολύ νέος και πολύ δυνατός. Πώς πέθανε τόσο ξαφνικά;» είπε η Κλεοτίμα.

«Αυτό που είπα σαν αιτία θανάτου είναι κάτι σπάνιο, αλλά, έχει συμβεί και σε άλλους» είπε ο Λήστος. «Φαίνεται πως η καρδιά κάποιων ανθρώπων κουράζεται πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Κάποια στιγμή σταματάει να δουλεύει και τότε, βεβαίως, πεθαίνουν».

«Δεν υπάρχουν τίποτε σημάδια πριν το μοιραίο;»

«Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν κάποιους πόνους στο στήθος και κουράζονται εύκολα».

«Ο Ερμόδωρος δεν παραπονέθηκε ποτέ για πόνους στο στήθος» είπε η Κλεοτίμα.

«Ούτε κουραζόταν στο γυμναστήριο» είπε ο Ιάσων.

«Συμβαίνει, όμως, μερικές φορές χωρίς προειδοποιήσεις» είπε ο Λήστος.

«Αναρωτιέμαι» είπε η Κλεοτίμα «αν ήταν αυτός ο λόγος του ξαφνικού θανάτου. Ίσως από την λύπη μου να μην μπορώ να αποδεχτώ την πραγματικότητα ... όμως ..».

«Δεν είσαι η μόνη που δυσκολεύεται» είπε ο Ιάσων

«Όχι Κλεοτίμα. Ούτε κι εσείς οι φίλοι του δεν φαίνεστε να έχετε χάσει τα λογικά σας. Απλά ο Ερμόδωρος ήταν τόσο νέος και δυνατός που δεν μπορείτε να το δεχτείτε. Δεν είναι κι εύκολο να δεχτεί κανείς τον θάνατο» είπε ο Λήστος. «Πάντως εγώ θα ρίξω ακόμα μια ματιά στον νεκρό»

Ο Λήστος έφυγε κι εκείνη τη στιγμή πέρασε την πόρτα ο Δέξιππος. Ήταν ένας από τους Ιππάρχους που είχε ορίσει με δική του απόφαση ο Δημήτριος ο Φαληρέας. Τον είχε εγκρίνει η εκκλησία του δήμου βέβαια, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Τα αξιώματα στον καιρό της δημοκρατίας, στο πατρώο πολίτευμα, δίνονταν σε όλους τους πολίτες με κλήρωση. Τώρα τα έδινε κατ' απονομή ο «Επιμελητής» τύραννος, στηριγμένος στις σάρισες των Μακεδόνων. Αυτοί τον είχαν επιβάλει. Είχαν φτιάξει ένα φρούριο στην Μουνιχία του Πειραιά, κι από εκεί, διαφέντευαν την πόλη.

Ο Δέξιππος πλησίασε τον Ζείκρατο. Δεν είχαν καλές σχέσεις αφού ο Ζείκρατος ήταν δημοκρατικός. Δεν είχε κρύψει ποτέ τα αντιμακεδονικά του αισθήματα. Είχε πανηγυρίσει όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Αλέξανδρου και είχε πολεμήσει για την ανεξαρτησία(*2). Πιάστηκε αιχμάλωτος των Μακεδόνων στην αποτυχημένη εξέγερση των Ελλήνων. Δεν του άρεσε που κάποιοι είχαν φιλομακεδονικές απόψεις, τώρα μάλιστα που οι Μακεδόνες ήταν κατακτητές.

Ο Δέξιππος ήταν της αντιμακεδονικής παράταξης. Είχε ανταμειφθεί με αξιώματα και τιμές, δηλαδή με δύναμη και με χρήμα. Στο πέρασμά του έκαναν όλοι στην άκρη. Δεν ήταν να τα βάζεις με έναν από τους ανθρώπους του Φαληρέα αυτόν τον καιρό. Ο Ζείκρατος δεν είπε κουβέντα και γύρισε το κεφάλι από την άλλη επιδεικτικά αλλά ο Δέξιππος τον πλησίασε. Του έτεινε το χέρι και τον συλλυπήθηκε για τον φίλο του που ήταν και δικός του φίλος.

«Χάσαμε έναν μεγάλο Αθηναίο πολίτη» του είπε.

«Η Αθήνα θα είναι φτωχότερη τώρα» είπε ο Ζείκρατος.

«Ξέρεις ότι διαφωνούσαμε αλλά τον εκτιμούσα βαθιά».

«Μοιραζόμασταν την ίδια εκτίμηση» είπε ο Ζείκρατος

«Ο Ερμόδωρος ήταν αγαπητός» είπε ο Δέξιππος. «Αν κάποιοι χαρούν με τον θάνατό του θα είναι ή αποβράσματα ή απατεώνες».

«Συμφωνώ, Δέξιππε. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ κι εγώ κάποιους να χαίρονται με τον θάνατό του».

Ο Δέξιππος πλησίασε στο αυτί του και του ψιθύρισε.

«Κι όμως κάποιοι τον κατάγγειλαν!» είπε ο Δέξιππος κι απομακρύνθηκε.

Ο Ζείκρατος έμεινε άφωνος. Ήταν απίστευτο. Υπήρχαν Αθηναίοι που θα κατήγγειλαν τον Ερμόδωρο; Και ... για ποιο πράγμα; «Δεν μπορεί, σίγουρα θα πρόκειται για κάποιο λάθος» σκέφτηκε. Ωστόσο θα έψαχνε να βρει τι είχε συμβεί έστω κι αν αυτή η καταγγελία ήταν προορισμένη να χαθεί στην λήθη. Ο Ζείκρατος δεν θα άφηνε την λήθη να καλύψει ένα τέτοιο, τόσο παράλογο, γεγονός. Θα μάθαινε για τον συκοφάντη και θα τον κατάγγελλε αυτός στην εκκλησία του δήμου.

Πριν προλάβει να ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις έγινε σούσουρο. Μαθεύτηκε ότι μόλις είχε καταφθάσει ο καλός φίλος του Φαληρέα, ο Παρμίων Ακαμαντίδης, ο Κεραμεύς. Ήταν κι αυτός διορισμένος κατ' απονομή άρχων στρατηγός. Όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι του. Τον έλεγαν «αρπακτικό» αφού συνήθιζε να υφαρπάζει αξιώματα, όταν μπορούσε, ή ακόμα και περιουσίες. Για τις αρπαγές του, χρησιμοποιούσε την ισχύ που του έδινε η θέση του κοντά στον τύραννο.

«Ήρθε το αρπακτικό, φυλαχτείτε» είπε ο Φανοκράτης

«Για οικογενειακούς λόγους ο φίλος μας είχε μερικά τέτοια φρούτα στη συλλογή των γνωστών του» είπε ο Ιάσων.

Σαν ακραιφνής δημοκρατικός ο Ιάσων αισθανόταν θυμό κι οργή με τους φιλομακεδόνες συμφεροντολόγους. Τέτοιος ήταν ο Παρμίων και κάποιοι άλλοι που είχαν έρθει στο σπίτι για να αποχαιρετίσουν τον Ερμόδωρο.

«Αφήστε τον ήσυχο» είπε η Κλεοτίμα «κηδεία έχουμε».

«Καλά θα έκανε να μας άφηνε ήσυχους εκείνος» είπε με οργή ο Ιάσων, έτοιμος να τσακωθεί.

«Ηρέμησε φίλε μου, δεν είναι ώρα» του είπε ο Μύρων και του έκοψε τη φόρα.

Εκείνη τη στιγμή τους πλησίασε ο Λήστος. Μαζεύτηκε όλη η παρέα γύρω του να ακούσει.

«Δεν έκανα κανονική εξέταση» τους είπε «αλλά μάλλον έχετε δίκιο. Κάτι άλλο έχει συμβεί. Είδα ότι τα ακροδάχτυλα του νεκρού είναι μελανιασμένα».

«Είναι αφύσικο αυτό;»

«Δεν έχει αναφερθεί ποτέ ότι μελανιάζουν τα άκρα του παθόντος σε περίπτωση ξαφνικού σταματήματος της καρδιάς».

«Τι σημαίνει αυτό; Τι συνέβη;» ρώτησε ο Μύρων.

«Δεν ξέρω ακόμη» είπε ο Λήστος. «Θα έρθω αργότερα το μεσημεράκι που θα κοπάσουν οι επισκέπτες. Τότε θα τον εξετάσω καλύτερα και θα σας πω».

«Είναι, μήπως, δηλητηρίαση;» είπε ο Ιάσων.

«Ω, θεοί, κάποιοι τον σκότωσαν» είπε με θυμό ο Μύρων.

.................................................................

Παραπομπές:

(*1)  Από το 317 π.Χ. ο Μακεδόνας ηγέτης «Στρατηγός της Ευρώπης» Κάσσανδρος, είχε επιβάλει στην πόλη των Αθηνών ένα αυταρχικό τιμοκρατικό (ολιγαρχικό) καθεστώς καταργώντας τη δημοκρατία. Είχε ορίσει ως Επιμελητή -έτσι ονόμαζε τον κατ' ουσία τύραννο- τον Δημήτριο Φαληρέα κι είχε εγκαταστήσει μακεδονική φρουρά στον Πειραιά.

(*2)  Πρόκειται για πόλεμο του 323-322 π.Χ. (λέγεται »ελληνικός ή και «λαμιακός») που ξέσπασε με την αναγγελία του θανάτου του Αλεξάνδρου (του μεγάλου). Παρά τις αρχικές επιτυχίες, οι ελληνικές δημοκρατικές πόλεις συγκρατήθηκαν από τους Μακεδόνες στη Λαμία. Τελικά ηττήθηκαν από τον τότε ηγεμόνα της Μακεδονίας Αντίπατρο που επέβαλε την κυριαρχία του στην Ελλάδα και πάλι.

****************************

 Αύριο Τετάρτη η συνέχεια του πρώτου κεφαλαίου (3ο μέρος)

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

01 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 1η

Όλη η ιστορία εξελίσσεται μέσα σε τρεις συνεχόμενες μέρες. Είναι η 9η Ιουνίου (Πέμπτη Φθίνοντας Θαργηλιώνος), η 10η Ιουνίου (Τετάρτη Φθίνοντος Θαργηλιώνος) και η 11η Ιουνίου (Τρίτη Φθίνοντας Θαργηλιώνος) του 307 π.Χ.. 

Όπως φαίνεται από την παραπάνω αντιστοίχιση οι αρχαίοι Αθηναίοι μετρούσαν τις (δέκα) τελευταίες μέρες κάθε μήνα ανάποδα. Τις πρώτες τις μετρούσαν κανονικά κι είχαν και δέκα μεσαίες. Εδώ είμαστε στο τέλος του Θαργηλιώνος (που πιάνει από μέσα Μαΐου ως μέσα Ιουνίου) λαο συγκεκριμένα από τις 9 ως τις 11 Ιουνίου. 

Το βιβλίο χωρίζεται σε 9 κεφάλαια, που περιλαμβάνουν το καθένα ένα κομμάτι της κάθε μέρας. Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Τρία μέρη της μέρας επί τρεις μέρες μας κάνουν εννέα κεφάλαια.

Μέσα σε αυτές τις τρεις μέρες βλέπουμε μιαν ιστορία που εξελίσσεται σε τρία κυρίως επίπεδα. 

Κατά πρώτον είναι μια ιστορία φόνων που πραγματοποιούνται στην Αθήνα και που -στο τέλος- εξιχνιάζονται. 

Κατά δεύτερον είναι οι συναισθηματικές ιστορίες που αναπτύσσονται μεταξύ των πρωταγωνιστών της ιστορίας. 

Κατά τρίτον και σημαντικότερο, είναι η επάνοδος της δημοκρατίας στην Αθήνα που προκύπτει σαν "δώρο" λόγω του ανταγωνισμού των διαδόχων του Αλέξανδρου για την κυριαρχία στο Αιγαίο και την παλαιά Ελλάδα.

Ξεκινάμε από το πρωί της 9ης Ιουνίου, ή Πέμπτης φθίνοντος Θαργηλιώνος. Η κηδεία του Ερμόδωρου, ενός νέου με καλή καταγωγή, μαζεύει στο σπίτι του την παρέα του που συζητά και για τον ξαφνικό θάνατο αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις. Το πρώτο κεφάλαιο (πρωί της 9η Ιουνίου) θα ολοκληρωθεί σε πέντε συνέχειες μέχρι και την Παρασκευή 25/9/.

**********************************

9η Ιουνίου 307 π.Χ. πρωί

Α' Πέμπτη Φθίνοντος Θαργηλιώνος(*1), πρωί

Ήταν ένα καλοκαιρινό πρωινό, όχι πολύ ζεστό. Ο ήλιος κρυβόταν κάθε τόσο πίσω από τα λίγα σύννεφα που στέκονταν στον ορίζοντα. Ήταν η πέμπτη φθίνοντος Θαργηλιώνος κατά το δέκατο έτος της επιμελητείας του Φαληρέα στην Αθήνα. Ήταν το δεύτερο έτος της ενενηκοστής τρίτης Ολυμπιάδας (*2).

Ο Μύρων ήταν θλιμμένος από αυτά που είχε μάθει και για το καθήκον που είχε αναλάβει να εκτελέσει. Έπρεπε να ενημερώσει την Κλεοτίμα ότι κατά το χάραμα, μόλις λίγες ώρες νωρίτερα, είχε βρεθεί νεκρός ο Ερμόδωρος. Γι αυτόν ήταν ο καλός του φίλος, για εκείνην ήταν ο ερωμένος κι αγαπημένος της άνδρας. Με αυτόν σκόπευε να δέσει την ζωή της. Ο νεκρός ήταν τριανταδύο ετών κι έμενε στον δήμο Πειραιά. Ανήκε στην Ιπποθοωντίδας φυλής κι ήταν γιος του Καινέα. Ήταν κι εκείνη από τον Πειραιά, απ' την ίδια φυλή κι έμενε κοντά στο δικό του σπίτι. Σε αυτό το σπίτι είχε μεταφερθεί τώρα το νεκρό σώμα του Ερμόδωρου για τις περιποιήσεις πριν το στερνό ταξίδι. Εκεί θα τον αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά οι συγγενείς κι οι φίλοι. Η Κλεοτίμα, ακόμα, δεν γνώριζε τίποτε κι ο Μύρων πήγαινε στο σπίτι της για να της πει τα δυσάρεστα. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος γι αυτό που είχε αναλάβει, ήταν όμως αναγκαίο. Εκείνη τον είδε από τον γυναικωνίτη του σπιτιού της και του άνοιξε την κεντρική πόρτα.

«Τι έχεις Μύρων; Γιατί είσαι έτσι αναστατωμένος;» τον ρώτησε μόλις τον είδε να μπαίνει. Είχε ένα πένθιμο ύφος στο πρόσωπό του και μια θλίψη στα μάτια του που φανέρωναν πως κάτι κακό είχε συμβεί.

«Κλεοτίμα, κρατήσου. Ο ... Ερμόδωρος ... χάθηκε!»

«Τι θα πει χάθηκε;» απόρησε εκείνη.

«Είναι ... είναι ... νεκρός, πέθανε!» κατάφερε να της πει.

«Τι λες; παλάβωσες; Δεν είναι δυνατόν!»

Όλοι αντιδρούσαν με αποστροφή σαν μάθαιναν το νέο. Ήταν φυσικό να πέφτει σαν κεραυνός σε όποιον το άκουγε. Για έναν άνθρωπο τριανταδύο μόλις ετών κανείς δεν αναμένει έναν αναπάντεχο κι αδικαιολόγητο θάνατο. Μόνο σε περίπτωση ενός πολέμου ή κάποιου μεγάλου θανατικού είναι δικαιολογημένο. Για τον Ερμόδωρο, όμως, δεν υπήρξε κάποιο έκτακτο γεγονός. Ο γιατρός που τον εξέτασε είπε, απλά, ότι είχε σταματήσει η καρδιά του. Ε, καλά τώρα ... Όλων των νεκρών η καρδιά σταματάει, ήταν εξήγηση αυτή;

Ήταν πολύ σπάνιο, είπαν. Αραιά και πού συνέβαινε σε κάποιους άνδρες. Ενώ φαίνονταν καθ' όλα υγιείς, ξαφνικά, έχαναν τις δυνάμεις τους κι έσβηναν με ένα ισχυρό πόνο στην καρδιά. Έφευγαν χωρίς να μπορούν να πάρουν ανάσες. Αυτό το σπάνιο γεγονός είχε συμβεί στον Ερμόδωρο, είχαν πει.

«Κουράγιο καλή μου! Ξέρω πόσο στεναχωριέσαι, αλλά, πρέπει να το αντέξεις. Κρίμα τον φίλο μου, κρίμα το παλικάρι, έφυγε τόσο νέος και δυνατός!» συνέχισε ο Μύρων.

«Θα τρελαθώ. Πες μου πως είναι αστείο. Κακόγουστο μεν αλλά ... αστείο! Πώς να το χωνέψω ότι δεν ζει πια;»

«Δυστυχώς, καλή μου, αυτή είναι η αλήθεια».

«Όχι, δεν μπορεί να μου το έκαναν αυτό οι θεοί! Μα, πότε; πώς;» ρώτησε με απόγνωση η Κλεοτίμα κλαίγοντας.

«Το βράδυ πρέπει να έγινε το κακό. Μέχρι αργά έλειπε από το σπίτι. Τον έψαξαν στο καπηλειό του Πολέμη, κοντά στην αγορά, αλλά, δεν ήταν ούτε εκεί. Είχε φύγει από νωρίς κι η καρδιά σταμάτησε λίγο πριν φτάσει σπίτι του. Τον βρήκαν μόλις ξημέρωσε, ακίνητο και παγωμένο. Κι ο γιατρός διέγνωσε απλά τον θάνατό του».

Μιλώντας γι αυτά, ο Μύρων κάπως ξαλάφρωνε από το βαρύ καθήκον που είχε αναλάβει να της πει τα καθέκαστα.

«Τον έχουν σπίτι του;» ρώτησε η Κλεοτίμα βουτηγμένη στο κλάμα κι απαρηγόρητη.

«Ναι, εκεί είναι από το πρωί, έλα να πάμε μαζί».

Η Κλεοτίμα ντύθηκε για να τον ακολουθήσει. Ο Μύρων σκεφτόταν πως, από το πρωί που διαδόθηκε το νέο, ένιωσαν όλοι σαν να έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Οι κοινοί τους φίλοι κι οι συγγενείς του νεκρού αναστατώθηκαν. Τριανταδύο χρόνια ζωής είναι ελάχιστα για να μπορέσει κανείς να χωνέψει τον θάνατο. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν δίνει παρηγοριά η σκέψη ότι όλοι οι θνητοί κάποτε θα φύγουμε από τον κόσμο ετούτο. Θα φύγουμε, αλλά ας προλάβουμε να ζήσουμε τα χρόνια που μας πέφτουν, εν ειρήνη κι ευδαιμονία. Αυτό το απλό πράγμα επιθυμούσε κι ο Ερμόδωρος, αλλά, δεν εισακούστηκε από τους θεούς. Δεν πρόλαβε ούτε την ειρήνη να γνωρίσει καλά-καλά, ούτε και της ευδαιμονίας την εποχή να απολαύσει. Ο Μύρων κι η Κλεοτίμα το γνώριζαν πολύ καλά αυτό.

Ο Ερμόδωρος είχε αποφασίσει πως θα παντρεύονταν με την Κλεοτίμα, σύντομα, ίσως αυτό το καλοκαίρι. Ήταν θαυμάσια κι όμορφη γυναίκα, εικοσιεπτά χρόνων. Είχε μείνει ανύπαντρη εξ αιτίας μιας κακοτυχίας. Είχε χάσει τους δυο γονείς της από μικρή κι η θεία της Πολυξένη, που την μεγάλωνε, δεν νοιαζόταν να την αποκαταστήσει. Είχε τις δικές της κόρες να φροντίσει. Δεν θα χαράμιζε τα καλά προξενιά με ευυπόληπτους νέους για την ανιψιά και ψυχοκόρη της. Έτσι η Κλεοτίμα είχε βρεθεί “στο ράφι”, πράγμα που η ίδια θεωρούσε παραδόξως καλοτυχία. Γνώρισε τον Ερμόδωρο κι έφτιαξε μαζί του μιαν όμορφη σχέση. Είχαν στενή ψυχική -στα κρυφά ήταν και σαρκική- επαφή κι ήθελαν να δέσουν περισσότερο τις ζωές τους.

Ο Καινέας κι η Ολύνθια, ο πατέρας κι η δύστυχη μάνα του Ερμόδωρου, τον είχαν μοναχοπαίδι. Ο θάνατός του τους συγκλόνισε κι έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Ήξεραν για την πρόθεσή του να δεσμευτεί με την Κλεοτίμα, κι όταν την είδαν βούρκωσαν ακόμα περισσότερο. Τους θύμισε με μιας τα χαμένα όνειρα του γιου τους.

«Κόρη μου, τι κακό είναι αυτό που μας βρήκε!» είπαν κι οι δυο στην Κλεοτίμα όταν ήρθε για τον ύστατο αποχαιρετισμό στον σύντροφό της.

«Αχ αυτός ο κακορίζικος Θαργηλιών! Όλα τα άσχημα σ’ αυτόν τον μήνα μού συμβαίνουν» είπε ο Καινέας ψάχνοντας για λογική στο παράλογο του θανάτου.

Η Ολύνθια την αγκάλιασε σφιχτά. Το παλικάρι τους ήταν νέος κι όμορφος, αλλά, και χρήσιμος στην οικογένειά του και στην πόλη. Δυστυχώς, δεν είχε προλάβει να κάνει, με τούτη 'δώ την όμορφη γυναίκα, κάποια παιδιά. Μ’ αυτά θα διαιώνιζαν τη μνήμη τους.

«Εσείς, εμείς, οι φίλοι του, η Αθήνα, όλοι χάσαμε κάτι» είπε βουρκώνοντας η Κλεοτίμα. «Ένα σπουδαίο άνθρωπο!»

Πώς να παρηγορήσει άλλους όταν ήταν απαρηγόρητη η ίδια κι έχανε τα λόγια της;

«Κορίτσι μου, τι να σου πω ... θα γινόσουν κόρη μου ...το παλικάρι μου σε ήθελε πολύ» είπε η Ολύνθια.

Παραπομπές:

(*1) Ο μήνας «Θαργηλιών» αντιστοιχεί στα μέσα Μαΐου έως μέσα Ιουνίου και «5η φθίνοντος» ήταν η πέμπτη μέρα πριν φύγει ο μήνας δηλαδή η 9η Ιουνίου

(*2) Το δεύτερο έτος της 93ης Ολυμπιάδας (από 308-305 π.Χ.) ήταν το έτος 307 π.Χ. της δικής μας χρονολογίας και ήταν το 10ο έτος κατά το οποίο ο Δημήτριος Φαληρέας ήταν Επιμελητής (περίπου κυβερνήτης-τύραννος) των Αθηνών (317-307 π.Χ.).

*******************************************

Αύριο η συνέχεια με το δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου.

 

 

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Το σχέδιο του Δία (μέρος 2ο)

Χτες ανάρτησα το μισό περίπου (1ο μέρος) από το 1ο κεφάλαιο του νέου βιβλίου που γράφω για τους Αργοναύτες. Σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο βλέπουμε πως ο Δίας -τετραδιάστατο ον ο ίδιος- έχει επιφορτιστεί με το καθήκον να τηρεί την ολύμπια τάξη, τον ανθρώπινο πολιτισμό θα λέγαμε. Κάνει επιδιορθώσεις στην τρισδιάστατη πραγματικότητα που στα χέρια του είναι σαν ένα παιχνίδι. 

Στο 2ο μέρος αυτού του πρώτου κεφαλαίου θα δούμε ότι επικεντρώνεται στη Μήδεια και ζητά τη βοήθεια της Αφροδίτης. Μη ξεχνάμε ότι περί της Αργοναυτικής εκστρατείας πρόκειται. Το χτεσινό κομμάτι (1ο μέρος) τελείωνε με την νίκη των θεών επί των τιτάνων και ... την τάξη του κόσμου που είχε αποκατασταθεί. Συνεχίζουμε λοιπόν.

Το Σχέδιο του Δία (2ο μέρος)

Αυτός είναι ο μεγάλος Δίας. Ο εγγυητής της ολύμπιας τάξης, ο οδηγός κι ο φύλακάς της. Μένει στον Όλυμπο. Από εκείνη την πύλη επικοινωνούν τα παράξενα όντα των τεσσάρων διαστάσεων με εμάς τους τρισδιάστατους. Μαζί του έχει άλλους ένδεκα θεούς. Εκτός από τα αδέλφια του, πήρε και κάποια παιδιά του, την Αθηνά, τον Άρη, τον Απόλλωνα, την Άρτεμη και τον Ήφαιστο. Πήρε μαζί του και την Αφροδίτη, που γεννήθηκε από το σπέρμα του Ουρανού. Αργότερα, όταν έφυγε η Εστία, δώρισε τα δώματά της στον Διόνυσο. Οι δώδεκα θεοί υπηρετούν την τάξη του Δία, παίζουν μεταξύ τους κι επιβλέπουν τους ανθρώπους.

Άλλαξαν κι οι άνθρωποι. Τα χρυσά γένη της τιτανικής γενιάς, σχεδόν έχουν εξαλειφθεί. Λίγοι έμειναν από το κάθε γένος κι ολοένα λιγοστεύουν ακόμη. Ο άνθρωπος δεν παίρνει πια τα έτοιμα της γης. Δεν είναι ο καρποσυλλέκτης, ο φρουτοφάγος, που έβρισκε έτοιμους βολβούς και ώριμες ρίζες, νόστιμα φύλλα και θρεπτικά χόρτα. Τώρα οι θεοί του έδωσαν την φωτιά για να ψήνει τα φαγητά του. Ψάχνει για κρέας και το ψήνει κι αυτό, αφού, δεν μπορεί να το καταναλώσει ωμό. Καλλιεργεί φυτά για να παίρνει τον καρπό τους και εκτρέφει ζώα για να παίρνει το γάλα, το δέρμα, το κρέας τους. Έγινε γεωργός και κτηνοτρόφος, αλλά, και τεχνίτης και σιδηρουργός. Ο άνθρωπος, τώρα πια, χύνει ιδρώτα για να βρει και να παρασκευάσει το φαγητό του. Σκεπάζεται με δέρματα ζώων, υφαίνει ρούχα για να ντύσει το κορμί του και φτιάχνει εργαλεία, προεκτάσεις των χεριών του. Τώρα πια ντρέπεται να κάνει έρωτα στο φως και διαλέγει τα σκοτάδια. Έβαλε κανόνες για την μοιχεία, τον ενδο-οικογενειακό έρωτα ή την αιμομιξία, όπως την λέει. Γέμισε απαγορεύσεις, κανόνες, υποδείξεις και δυσκολίες.

Ο άνθρωπος έγινε μέρος της ολύμπιας τάξης μέσα στην οποία κυριαρχούν η προσποίηση κι η παραλλαγή. Τα δέντρα κόβονται για να γίνουν αγροί, τα ζώα φεύγουν χάνοντας την τροφή τους, αλλάζουν όλα, γίνονται κάτι άλλο. Τα ποτάμια γίνονται ρυάκια οι λόφοι γεμίζουν αναβαθμίδες, οι θάλασσες γίνονται λιμάνια, σκάβονται τα έγκατα της γης. Τίποτε πια δεν μένει στη φυσική του κατάσταση, έχει περάσει ο καιρός της τιτανικής αλήθειας. Στην ολύμπια τάξη ο άνθρωπος δεν είναι πια ευτυχισμένος. Ιδρώνει για την τροφή του, αγωνιά για τον θάνατο, τρομάζει από τις αστραπές και τους κεραυνούς.

Ο Δίας έχει τις δικές του σκοτούρες με τους θεούς. Πάντοτε, όμως, βρίσκει τον χρόνο να ασχολείται με τα έργα των ανθρώπων και την τάξη που έχει επιβάλει στον κόσμο τους. Έτσι, μιαν όμορφη μέρα, καθισμένος στον θρόνο του, δέχτηκε την επίσκεψη του πιο ατίθασου γιου του, του Διόνυσου. Με αυτόν τον γιο του ο Δίας έχει κάνει πολλές καλές ρυθμίσεις στον τρόπο ζωής και στα πιστεύω των ανθρώπων. Μαζί, πατέρας και γιος, έχουν τακτοποιήσει πολλές παλιές πληγές. Ήταν ψυχικές ανάγκες κι υποθέσεις που είχαν μείνει ανοιχτές απ’ τον καιρό της χρυσής εποχής των ανθρώπων.

«Μεγάλε Δία πατέρα» λέει ο Διόνυσος. «Τι ετοιμάζεις με αυτό το κουβάρι που κρατάς στα χέρια σου;»

«Ένα τρισδιάστατο αντικείμενο που περιέχει ιστορίες κρατώ, γιε μου» του λέει ο Δίας δείχνοντας του το κουβάρι. «Βάλθηκα να το ξεμπλέξω κάπως.»

Θεοί, ήρωες, αντικείμενα μεγάλα ή μικρά, άνθρωποι και ζώα είναι όλα μαζί τυλιγμένα στο κουβάρι. Κάποια εξέχουν, κάποια είναι διαλυμένα, μοιάζουν σάπια.

«Θέλει ένα ξεκαθάρισμα» λέει ο Δίας.

«Χρειάζεσαι την βοήθειά μου;» ρωτά ο Διόνυσος.

«Βάλε στο νέκταρ μου λίγο απ’ το γλυκό σου πιοτό. Αυτό θέλω από σένα, γιε μου» του λέει ο Δίας.

Το κουβάρι είναι ένα υπερπαραλληλεπίπεδο. Κάθε πλευρά του είναι ένας αιώνας περίπου, κάθε ακμή του μια περιπέτεια, κάθε γωνία του κι ένα θαύμα. Ανάβουν για λίγο, τρεμοσβήνουν, φθίνουν μέχρι να ξαναχαθούν κι ύστερα να ξαναφωτιστούν πρόσωπα, πόλεις, γεγονότα. Βουνά, ποτάμια, ζωύφια, θηρία, καράβια, ακόμα και χρυσές πανοπλίες, ανακατεμένα όλα, πάλλονται σαν ζωντανές ψυχές.

«Θα σε βοηθήσει το κρασί μου, Πατέρα» του λέει ο Διόνυσος που του φέρνει μια κούπα. «Με τόση αμβροσία που καταναλώνεις, το νέκταρ θα σου μοιάζει αδιάφορο. Το κρασί μου είναι από την Νίσα, φτιαγμένο μέσα στην σπηλιά που μεγάλωσα.»

Κατέβασε με μια το περιεχόμενό του ο μεγαλοδύναμος.

«Καλό κρασί, καλό και το νέκταρ. Σ’ ευχαριστώ γιε μου. Πες μου, όμως, βλέπεις εδώ αυτούς τους τύπους στην Κολχίδα; Κοίτα εδώ, ένας Δράκος, οι Ταύροι, ο τιτάνας Αιήτης, ο γιος του Άψυρτος. Πώς τους ξέχασα τόσο καιρό.»

«Κάτι θα βρεις εσύ να κάνεις για να διορθώσεις το λάθος» του λέει βαριεστημένα ο Διόνυσος.

«Κι εκεί κάτω στην Κρήτη, ακόμα τριγυρνά ο Τάλως.»

Ο Διόνυσος βαριόταν να ακούει, αλλά, έκανε πως νοιάζεται. Ο νεφεληγερέτης Δίας ήδη ένιωθε μοναξιά, δεν μπορούσε ο Βάκχος να του αρνηθεί την παρέα. Όσο κι αν βαριόταν, δεν ήθελε να του πει πόσο αδιάφορο τού ήταν το υπερπαραλληλεπίπεδο. Ο Δίας το γύριζε τώρα πέρα δώθε και το έβρισκε γεμάτο με προβλήματα. Το εξέταζε από εδώ, το εξέταζε από εκεί, όλο και κάτι του κέντριζε την προσοχή. Όλα λάθος του φαίνονταν.

«Αυτές οι κυράδες, η Σκύλα κι η Χάρυβδις, κάνουν ό,τι τους καπνίσει. Χρειάζονται ένα μάθημα. Κι αυτός ο Πελίας, ο ανιψιός μου, έτσι τον έμαθε ο Ποσειδών; Πάντα το έλεγα ότι ο αδελφός μου είναι αποτυχημένος πατέρας. Όλα του τα παιδιά έγιναν επαναστάτες. Οι πιο ανυπότακτοι τιτάνες από την γενιά του πελαγίσου Ποσειδώνα έχουν βγει.»

«Πατέρα, εγώ να φεύγω, έχω μια δουλειά» λέει ο Διόνυσος.

Δεν αντέχεται άλλο τέτοια παρέα. Ο Δίας με το κουβάρι στα χέρια του να σκέφτεται και να αναπολεί τα λάθη της ολύμπιας τάξης. «Μα τι φανταζόταν ο Δίας όταν το έφτιαχνε. Μπορούσε να στηθεί τέτοιο οικοδόμημα χωρίς έναν θεό να το επιμελείται;» αναρωτήθηκε ο Διόνυσος. Και πριν ο Δίας του αναθέσει την διόρθωση σαν μια νέα αποστολή απομακρύνθηκε.

Ο Δίας ήπιε μια γουλιά ακόμη απ’ το γλυκό πιοτό που του είχε ετοιμάσει ο Βάκχος. Αυτό το παιδί άξιζε πολλά. Από όλους τους γιους και τις κόρες του, αυτός εδώ τουλάχιστον είχε προσφέρει κάτι το νέο στη διάστασή τους. Το κρασί ήταν το νέκταρ των θνητών, αλλά και για τους θεούς δεν ήταν άσχημο. Κοίταξε το κουβάρι και σκέφτηκε με ποια εργαλεία να προχωρούσε. Ήταν αποφασισμένος να κάνει τις αναγκαίες επιδιορθώσεις στο υπερπαραλληλεπίπεδο. Τα αγαπημένα του όργανα, για τις επεμβάσεις του στην τρισδιάστατη γη, ήταν οι γυναίκες. Ωστόσο έπρεπε να παραδεχτεί ότι σωστή δουλειά έκαναν κι οι ήρωες που αντιμετώπιζαν τα τέρατα με αναλγησία. Όποτε μια γυναίκα αναλάμβανε να καθαρίσει ένα τόπο από κάποιο τέρας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αποτύγχανε. Οι γυναίκες προσπαθούσαν να το ημερέψουν αντί να το σκοτώσουν.

Κοίταξε τις επιλογές του. Έκανε κάποιες δοκιμές. Πείραζε ένα σημείο κι έβλεπες όλο το υπερπαραλληλεπίπεδο να κλονίζεται και να αναβοσβήνει. Κάποιες επεμβάσεις το εξάτμιζαν εντελώς, κάποιες άλλες δεν πείραζαν το παραμικρό. Ο ερίγδουπος Δίας ασχολήθηκε πιο προσεκτικά και βρήκε μερικές παραλλαγές που του έκαναν. Άλλες τα διόρθωναν όλα, κι άλλες άφηναν μερικά κουσούρια. Δεν άργησε ο μεγαλοδύναμος να βρει την καλύτερη λύση. Χρειάστηκε όμως και την βοήθεια της Αφροδίτης, της κόρης του Ουρανού. Άλλοτε ντυμένη με την πανοπλία της κι άλλοτε ολόγυμνη η θεά της ομορφιάς και του έρωτα, είχε ένα ρόλο στο σχέδιό του.

«Ουρανία θεά, Χρυσεία της φώναξε. «Έρχεσαι λίγο εδώ;»

Η πολύυμνος και φιλομειδής Αφροδίτη εμφανίστηκε μπροστά του, υπέροχη κι απαστράπτουσα όπως πάντα. Η ριχτή της εσθήτα την έκανε πιο ποθητή από ότι αν κυκλοφορούσε γυμνή καθώς διέγραφε το κορμί της. Τα εξαίσια στήθη κι οι υπέροχοι γλουτοί δεν μπορούσαν παρά να τραβήξουν το βλέμμα του Δία. Η Αφροδίτη ήταν σύζυγος του Ηφαίστου, κι αυτό την έκανε νύφη του, αλλά και κόρη του Ουρανού, κι αυτό την έκανε θεία του. Ανεξάρτητα από συγγένειες, ο ερωτισμός της μάγευε και τον βασιλιά των θεών. Η θεά του έρωτα μαγνήτιζε τα βλέμματα όλων των πλασμάτων. Λίγο πιο κει στεκόταν, συνοδός της, ο Έρως με το τόξο του.

«Σε ακούω, Μειλίχιε» του είπε καθώς καθόταν σε ένα θρόνο δίπλα σε εκείνον του Δία.

«Θέλω να κάνω μερικές διορθώσεις στο μεγαλεπήβολο σχέδιό μου για την πορεία των ανθρώπινων υποθέσεων. Για δες τι έχω στο νου μου για αλλαγή» είπε και της έδειξε τις τροποποιήσεις που είχε σκεφτεί να κάνει.

Δεν χρειαζόταν χαρτί και μολύβι. Με μια κίνηση των χεριών του, έφερε μπροστά τους υπερφαίρες, υπερκώνους, υπερκυλίνδρους κι υπερεπιφάνειες. Σ’ αυτά τα υπερσχήματα των τεσσάρων διαστάσεων υπήρχε ζωή και κίνηση. Μ’ αυτά ξετύλιγε ολόκληρο το σχέδιό του. Η Αφροδίτη μπορούσε να δει το παρελθόν και το μέλλον όπως άλλαζαν με κάθε επιλογή του Δία. Έβλεπε τα παράλληλα σύμπαντα εκ των οποίων ο Δίας την έβαζε να διαλέξει ένα. Αυτό το επιλεγμένο σύμπαν θα ήταν η παράλληλη πραγματικότητα που θα ζούσαν σαν την μόνη δική τους πραγματικότητα οι θνητοί.

«Χμ ... βλέπω πως έβαλες στο μάτι την Μήδεια, την κόρη της Ιδυίας. Μπορείς να βασιστείς σε ένα πλάσμα δασκαλεμένο από την σκοτεινή Εκάτη;»

«Αν βοηθήσεις κι εσύ, κάτι θα καταφέρουμε.»

«Και ποια βοήθεια θέλεις να σου προσφέρω, μεγάλε Ζευ;»

«Νά, εδώ, κοίτα! Θα βάλεις τούτο το μωράκι με τις σαΐτες που σ’ ακολουθεί να χτυπήσει μια καρδιά. Ξέρει αυτό από σημάδι, και τα βέλη του είναι ανίκητα.»

Η Αφροδίτη χαμογέλασε και τον κοίταξε στα μάτια.

«Πώς να αρνηθώ κάτι στον μεγαλύτερο των θεών, τον πρώτο των Ολυμπίων;»

Ο Δίας άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά το μάγουλό της. Τόσο τρυφερό δέρμα και τόσο όμορφο πρόσωπο δεν έβρισκες κάθε μέρα, ούτε στην τρίτη ούτε στην τέταρτη διάσταση. Στο βλέμμα του φαινόταν η επιθυμία του για την θεά του έρωτα. Ήταν ο μέγιστος των θεών, όμως, δεν μπορούσε να αφεθεί στον σαρκικό του πόθο και να γίνει εχθρός με τα ίδια του τα παιδιά. Ο λαμποφλεγής Ήφαιστος, ο σύζυγός της, κι ο αλαλάζων φοβερός Άρης, ο ερωμένος της, ήταν τα απροσπέλαστα εμπόδια. Κι οι δυο Ολύμπιοι θεοί ήταν παιδιά του και παιδιά της Ήρας. Θα τους πλήγωνε βάναυσα αν έκανε ερωμένη του το απόλυτο αντικείμενο του πόθου τους. Η Αφροδίτη θα έμενε, λοιπόν, για πάντα μακριά του.

«Ευπλοία και Ποντία θεά, θα χρειαστούν οι θνητοί ήρωές μου την βοήθειά σου κι άλλες φορές. Έχουν να κάνουν μεγάλο ταξίδι με πολλές δυσκολίες. Εσύ, Καλλίπυγε, γνωρίζεις από θαλάσσια ταξίδια πολλά. Μην τσιγκουνευτείς να τους δώσεις τις καλές και χρήσιμες συμβουλές σου.»

«Μην ανησυχείς, Κεραυνοβρόντη Ζευ, όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις κι όπως τα σχεδιάζεις.»

Η Αφροδίτη έφυγε και μαζί της έφυγε και το μικρό παιδί με το τόξο και την φαρέτρα με τα βέλη. Ήταν μικρό στο σώμα, σχεδόν μωρό, όταν το έβλεπες από μακριά. Από κοντά, όμως, έβλεπε κανείς πως μόνο αθώο δεν ήταν το βλέμμα του. Ο Έρως ήταν πρωταρχικός θεός, γέννημα της Νύχτας και του Ερέβους, των δημιουργημάτων του Χάους και της Γαίας. Ακατάβλητος ήταν όταν χτυπούσε με το βέλος του. Ο στόχος του ζούσε πια μόνο για τον έρωτα.

Ο Δίας ήταν άτρωτος από τα βέλη του μικρού θεού. Δεν τον επηρέαζαν κι ούτε τα είχε ανάγκη για να επηρεάσει μια γυναίκα που επιθυμούσε ώστε να του δοθεί. Γεννημένος από τον τιτάνα Κρόνο, είχε μέσα του όλους τους χυμούς της Νύχτας και του Ερέβους. Οι ίδιοι οι γεννήτορες του Έρωτα, είχαν μεταγγίσει την ουσία τους στον μελλοντικό βασιλιά των θεών. Ο Ζευς, ήταν από μόνος του μια μηχανή του έρωτα και του πάθους. Κι όταν έπρεπε να σαγηνεύσει μια γυναίκα που ποθούσε, δεν χρειαζόταν βέλη. Είχε τα δικά του όπλα της τάξης των ολυμπίων, την προσποίηση και την παραλλαγή. Γινόταν κούκος για να πέσει στην αγκαλιά της Ήρας ή χρυσή βροχή για να σαγηνέψει την Δανάη. Είχε γίνει ταύρος για την Ευρώπη και κύκνος για την Λήδα, δεν είχε ανάγκη τα βέλη του φτερωτού θεού. Τον χρειαζόταν όμως για το σχέδιό του κι η Αφροδίτη μπορούσε να τον στείλει εκεί που θα του ήταν απαραίτητος. Θα χρειαζόταν κι άλλους θεούς να τον βοηθήσουν. Ο Ερμής, η Ήρα κι η Αθηνά, θα έπαιζαν από ένα μικρό ρόλο στο σχέδιό του.

Ευχαριστημένος, έδιωξε από μπροστά του τα τετραδιάστατα ολογράμματα κι ανέπνευσε λίγο καθαρό αιθέρα. Ένιωθε πολύ όμορφα πάντοτε πάνω σε τούτα τα βουνά.

**************

Αυτά για την Αργοναυτική Εκστρατεία.

Από Δευτέρα αρχίζω την δημοσίευση (σε συνέχειες) του βιβλίου: "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΌΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" με υπότιτλο: "307 πΧ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΑΡΙΣΑ"