Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Συνέπειες της κατάργησης του δήμου Δραπετσώνας.

Για την πολύπαθη Δραπετσώνα θα γράψω αυτή τη φορά, μια και ένα νομοσχέδιο για την τοπική αυτοδιοίκηση είναι στη βουλή για συζήτηση:
Όταν εφαρμόστηκε ο "Καλλικράτης", ο νόμος που προέβλεπε αλλαγές στην γεωστρατηγική της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο Δήμος Δραπετσώνας έπαψε να υπάρχει. Αυτό έγινε το 2010. Για τους δήμους του λεκανοπεδίου είχε οριστεί τότε σαν ελάχιστο όριο ο πληθυσμός να ξεπερνά τους 25.000 κατοίκους, και καθώς η Δραπετσώνα δεν έπιανε το όριο, καταργήθηκε. Έγιναν "οικονομίες κλίμακας" όπως λέγεται η εξοικονόμηση χρημάτων από τη λειτουργία ενοποιημένων υποσυστημάτων. Ταυτόχρονα είχαμε απώλειες σε δημοκρατία και τοπικότητα. Οι δήμοι είναι πλέον απομακρυσμένοι από τους κατοίκους κι εκλογείς (αυτό συνέβαινε έτσι κι αλλιώς στους μεγάλους δήμους πάντοτε) και η αντιμετώπιση των τοπικών προβλημάτων έγινε δυσχερής.

ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
Στη Δραπετσώνα η "τοπικότητα" συνέπιπτε με την ιδιαιτερότητα της πόλης να φέρει στον ιστό της το κύριο μέρος της βιομηχανικής ζώνης Πειραιά. Αυτή η τοπικότητα της έδινε έναν ευρύτερο ρόλο καθώς από την βελτίωση ή την χειροτέρευσή της εξαρτιόταν η βελτίωση ή χειροτέρευση της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά και των δυτικών συνοικιών. Κατά κάποιο τρόπο η Δραπετσώνα ήταν ο "θεματοφύλακας" της περιβαλλοντικής αναβάθμισης ή υποβάθμισης της ευρύτερης περιοχής. Το τοπικό της πρόβλημα, ήταν πρόβλημα όλων, με συνέπειες σε όλους, στην υγεία των κατοίκων, στην αξία των ακινήτων τους και στον πολιτισμό τους (με την ευρεία έννοια του πολιτισμού). Όταν η Δραπετσώνα κατάφερε να απαλλαγεί από τις βιομηχανικές χρήσεις όλη η περιοχή αναβαθμίστηκε κι άρχισε να ελπίζει. Όταν η Δραπετσώνα κατέπεσε και πάλι σε περιοχή με μεταποίηση, όλη η περιοχή έχασε κάτι σημαντικό από την αξία της. 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
Φυσικά στην τοπική αυτοδιοίκηση και στον δημόσιο βίο δεν λειτουργεί καμιά δημοκρατία. Μόνο μια ισχνού τύπου έμμεση αντιπροσώπευση ισχύει, μέσω δημοτικών συμβουλίων ή βουλών κλπ.. Η μόνη περίπτωση όπου η "δημοκρατία", δηλαδή η γνώμη του κόσμου, μπορεί να περάσει, είναι στις μικρές κοινωνίες, όπου όλοι είναι γνωστοί κι όλοι επηρεάζονται άμεσα από την κοινή γνώμη, Η Δραπετσώνα ήταν ένας μικρός δήμος κι η γνώμη του κόσμου μετρούσε πολύ. Γι αυτό κι οι αγώνες που δίνονταν ήταν πάντα μαζικοί, λαϊκοί κι αποτελεσματικοί, ανεξάρτητα από το ποιος διοικούσε τον δήμο. Θέλοντας και μη, κυριαρχούσε η θέληση του δήμου, του κόσμου, που εύκολα καταδίκαζε όποιον έβλεπε να "κάνει νερά" κι εύκολα δόξαζε όποιον αγωνιζόταν. Μπορεί να μην υπήρχε δημοκρατία κανονική (εξ άλλου πουθενά δεν υπάρχει), ωστόσο το μικρό της μέγεθος συνηγορούσε σε μια επικράτηση των απόψεων του δήμου έναντι της γραφειοκρατίας ή των μυστικών διαβουλεύσεων και των σκοπιμοτήτων. Ήταν ένας κοινωνικός έλεγχος που αναπλήρωνε εν μέρει την έλλειψη της δημοκρατίας.

ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΓΙΝΕ
Η κατάργηση του δήμου Δραπετσώνας, επέφερε ένα τεράστιο πλήγμα σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και των δυτικών συνοικιών. Το "τοπικό" της πρόβλημα, λόγω της έλλειψης του άμεσου κοινωνικού ελέγχου, πήρε την κάτω βόλτα. Η κατάργηση συνέπεσε (τυχαία ασφαλώς) με την πιο κρίσιμη στιγμή της κυβερνητικής επίθεσης. Όταν τα σχέδια Σαμαρά έπρεπε να γνωστοποιηθούν και να αποκρουστούν (κι ήταν εύκολο για μια Δραπετσώνα ανεξάρτητη να τα μάθει έγκαιρα και να τα αποκρούσει), τότε ο δήμος δεν υπήρχε. Χαμένα και ουσιαστικά κρυμμένα τα σχέδια μέσα στον "μεγάλο" δήμο, όπου ούτε συναινέσεις μπορούν να βρεθούν ούτε πληροφόρηση έγκαιρη μπορεί να υπάρξει, πέρασαν και φόρτωσαν στην πόλη μεταποίηση πηγαίνοντάς την τριάντα χρόνια πίσω, στο 1990.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΡΟΙΠΟΣ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗΣ;
Δυστυχώς, ο νέος "μεγάλος" δήμος, εξακολουθεί να βρίσκεται σε θέση αδυναμίας. Όσο κι αν καταφέρνει πολλά στην παραλία που παραχωρήθηκε από τον ΟΛΠ, όσο κι αν έχει αγωνιστική διάθεση, δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα στην ουσία. Όχι γιατί δεν θέλει αλλά γιατί δεν μπορεί. Ούτε συναινέσεις μπορούν να επιτευχθούν σε τέτοια κλίμακα πληθυσμού, ούτε κοινή στάση και συνείδηση μπορεί να διαμορφωθεί στον κόσμο που να σπρώξει προς λύσεις δυναμικές, όπως έκανε πάντα. Κι αυτό, ανεξάρτητα από την διοίκηση και την επιθυμία ή την απροθυμία της. Οι δυσκολίες είναι αντικειμενικές.

Μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή η Δραπετσώνα θα γίνει και πάλι ανεξάρτητη. Τότε θα αλλάξουν όλα. Μέχρι τότε, ας προσπαθούμε να βρίσκουμε συναινέσεις και να προτείνουμε σωστές κι αποτελεσματικές λύσεις. Στο μέτρο του δυνατού πάντα, κι εν γνώσει της θεσμικής αδυναμίας που προκάλεσε και προκαλεί η κατάργηση του δήμου Δραπετσώνας.

Σάββατο 5 Μαΐου 2018

Απλή αναλογική στις δημοτικές εκλογές!

Σε μια εβδομάδα περίπου ψηφίζεται ο νέος νόμος για την τοπική αυτοδιοίκηση που θα προβλέπει σαν εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, ούτε θα χρειαστεί να πω το προφανές, ότι δηλαδή είμαι υπέρ αυτής της ρύθμισης. Θα σας δείξω το άρθρο μου του 1980 (ναι, πριν 38 χρόνια!) στην τοπική εφημερίδα "ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ" που εκδίδαμε εκείνο τον καιρό ο Γιώργος Παπαδάκης, ο Λάκης Ιγνατιάδης κι εγώ. Με σύμφωνη γνώμη όλων, φυσικά, είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο που ανέλυε τα μειονεκτήματα του πλειοψηφικού συστήματος (σχεδόν ίδιο είναι και σήμερα) και προπαγάνδιζε την καθιέρωση της απλής αναλογικής σαν εκλογικού συστήματος για τις δημοτικές εκλογές. Ιδού το πρωτοσέλιδο και ιδού και το "σαλόνι" της εφημερίδας όπου φιλοξενήθηκε το άρθρο.



 











Ο τίτλος του άρθρου και οι πρώτες επισημάνσεις του που μιλούσε για την αποπολιτικοποίηση των δημοτικών εκλογών μέσω του πλειοψηφικού.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από εκείνο το άρθρο του 1980

Χαρακτηριστικό της επιχειρηματολογίας εκείνη την εποχή ήταν αυτό που εν μέρει θα συμβεί και τώρα. Για να λειτουργήσει η απλή αναλογική, πρέπει οι εξουσίες του δημάρχου να είναι εκτελεστικές και να αφορούν την καθημερινότητα. Αυτές οι εξουσίες πρέπει να διαχωριστούν από εκείνες του δημοτικού συμβουλίου που θα είναι κανονιστικές και θα αφορούν τα μακροπρόθεσμα σχέδια. Μόνο έτσι θα συνδυαστεί η εικαζόμενη -δι' αντιπροσώπων- "βούληση" του εκλογικού σώματος την ημέρα της εκλογής με την δυνατότητα να λειτουργεί ο δήμος σαν οργανισμός αποτελεσματικά.


Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία για την αρχαία ελληνική γλώσσα στο σχολείο.

Θα αντιγράψω σήμερα μια ομιλία που την βρήκα στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου με τίτλο "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία".
Η ομιλία ανήκει στον Γ.Παπαναστασίου, έναν γλωσσολόγο που έχει εκδόσει και το βιβλίο "Ελληνική ορθογραφία".
Ο Παπαναστασίου μίλησε σε ένα ακροατήριο εκπαιδευτικών για τον τρόπο που διδάσκονται τα αρτχαία ελληνικά στο σχολείο. Οι επισημάνσεις του καίριες και τροφή για περισσότερες σκέψεις. Παραθέτω το κείμενο της ομιλίας του. Συγνώμη που είναι κάπως μεγάλο (περίπου 3.500 λέξεις), όχι όμως τεράστιο, Διαβάζεται εύκολα.


Η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της: εκπαιδευτικοί προβληματισμοί


Κυρίες και κύριοι,

Το θέμα της σημερινής μου ομιλίας, «Η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της: εκπαιδευτικοί προβληματισμοί», το επέλεξα με γνώμονα δύο κριτήρια. Αφενός την ιδιότητα μου, αρχικά ως φιλολόγου και στη συνέχεια ως ιστορικού γλωσσολόγου, και αφετέρου τον στόχο που ένα εκπαιδευτήριο προφανώς υπηρετεί: την εκπαίδευση και, αν θέλετε, γενικότερα την παιδεία. Πώς συνδέεται η διαχρονία της ελληνικής γλώσσας, η ιστορική της πορεία μέσα στον χρόνο, με τη διδασκαλία της; Ποιες στιγμές της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας μπορεί και πρέπει να λάβει υπόψη της η εκπαίδευση και πώς μπορεί να τις εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά και γόνιμα κατά τη γλωσσική διδασκαλία;

Πρώτα απ’ όλα, όμως, για ποια ακριβώς γλώσσα μιλάμε; Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη νέα ελληνική και πώς τις παλαιότερες μορφές της, τη γλώσσα του Ομήρου, του Αισχύλου και του Αριστοτέλη, τη γλώσσα των Ευαγγελίων, του Ρωμανού του Μελωδού, αυτή του Διγενή Ακρίτα; Και, μιλώντας για την ελληνική των τελευταίων αιώνων, πώς θα αντιμετωπίσουμε τη γλώσσα του Κάλβου, του Σολωμού, του Παλαμά και του Εμπειρίκου- αλλά και του σύγχρονου αρθρογράφου σε μια εφημερίδα, της παρουσιάστριας μιας πρωινής τηλεοπτικής εκπομπής, του συντάκτη των οδηγιών συμπλήρωσης του φορολογικού εντύπου;

Τη γλώσσα όλων αυτών την ονομάζουμε προφανώς με το ίδιο όνομα, ελληνική, δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία ότι η ελληνική αυτή γλώσσα διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από εποχή σε εποχή και από συγγραφέα σε συγγραφέα. Γιατί όμως διαφέρει; Και αυτές οι διαφορές χαρακτηρίζουν μόνο την ελληνική; Μόνο αυτή άλλαξε μέσα στον χρόνο ή το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες και σε όλους τους λαούς; Και τελικά αυτή η αλλαγή τι είναι, προνόμιο ή κατάρα;

Θα ξεκινήσουμε με μια θεμελιώδη παραδοχή. Όπως κάθε γλώσσα συνδέεται με τις υπόλοιπες ως προς το ότι όλες τους αποτελούν εργαλεία που υπηρετούν την αυτονόητα κοινή αποστολή της ανθρώπινης επικοινωνίας, έτσι και κάθε γλώσσα διαφοροποιείται από τις άλλες, αλλά και από τον εαυτό της μέσα στον χρόνο, επειδή εξίσου αυτονόητα αυτή την κοινή αποστολή την υπηρετεί σε διαφορετικό χώρο και χρόνο, ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες που καλείται να αντιμετωπίσει. Το γλωσσικό φαινόμενο είναι από αυτή την άποψη το πιο άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορικότητα του ανθρώπου, και η γλωσσική αλλαγή, όπως την ονομάζουμε, είναι ο αναγκαίος τρόπος προσαρμογής μιας γλώσσας στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες του πολιτισμού. Τη διαδικασία αυτή την υφίστανται όλες οι γλώσσες, καθώς μεταβάλλονται αργά και σχεδόν ανεπαίσθητα στο στόμα των υποκειμένων που τις μιλούν, οικοδομώντας μαζί τους την παγκόσμια ιστορία του ανθρώπου.

Ας έρθουμε τώρα στα δικά μας: η ελληνική γλώσσα μέσα στην ιστορία. Το ότι υπέστη ριζικές αλλαγές από τη μυκηναϊκή εποχή, οπότε μαρτυρείται για πρώτη φορά, μέχρι σήμερα, είναι μια απλή εμπειρική διαπίστωση. Από την άλλη, όμως, μιλούμε για μία ελληνική γλώσσα, δίνοντας της ένα όνομα – ορισμένοι μάλιστα μιλούν για μια αδιαίρετη και ενιαία ελληνική γλώσσα. Πώς συμβιβάζονται, εάν συμβιβάζονται, αυτά τα πράγματα;

Στο ερώτημα αν δύο ή περισσότερα γλωσσικά συστήματα πρέπει να ονομαστούν διαφορετικές γλώσσες ή διαφορετικές εκφάνσεις, τοπικές ή χρονικές, της Ίδιας γλώσσας, μπορούμε να απαντήσουμε με δύο διαφορετικά κριτήρια. Το πρώτο είναι το γλωσσολογικό, σύμφωνα με το οποίο δύο γλωσσικά συστήματα είναι εκφάνσεις της ίδιας γλώσσας, αν επιτρέπουν την αμοιβαία κατανόηση, αν μπορεί δηλαδή ο φυσικός ομιλητής του ενός να συνεννοηθεί, να επικοινωνήσει με σχετική επάρκεια, με τον ομιλητή του άλλου. Στη διαδρομή του χρόνου είναι, επομένως, αναμενόμενο η γλωσσική αλλαγή να αυξάνει συνεχώς τις διαφορές που χωρίζουν τις παλαιότερες μορφές μιας γλώσσας από τις πιο πρόσφατες, με φυσικό αποτέλεσμα να μειώνεται συνεχώς η κατανοησιμότητα μεταξύ γλωσσικών σταδίων που απέχουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η κατανοησιμότητα είναι μεγαλύτερη μεταξύ της ομηρικής γλώσσας και της αττικής διαλέκτου του 5ου αι. π.Χ. από ό,τι είναι μεταξύ της ομηρικής γλώσσας και των Ευαγγελίων. Και εμείς σήμερα κατανοούμε πολύ πιο εύκολα τα Ευαγγέλια από ό,τι τα ομηρικά έπη.

Το δεύτερο κριτήριο είναι το ιδεολογικό, σύμφωνα με το οποίο δύο γλωσσικά συστήματα ονομάζονται εκφάνσεις της ίδιας γλώσσας, αν οι ομιλητές τους αισθάνονται ότι μιλούν την ίδια γλώσσα, ενώ ονομάζονται διαφορετικές γλώσσες αν οι ομιλητές τους δηλώνουν ομιλητές διαφορετικών γλωσσών. Τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει περίπτωση το ένα κριτήριο, το γλωσσολογικό, να οδηγεί οι διαφορετικά αποτελέσματα από το άλλο, το ιδεολογικό; Υπάρχει.

Παράδειγμα: κανένας γλωσσολόγος δεν θα αρνιόταν ότι η σερβική και η κροατική, οι μορφές δηλαδή της σλαβικής που μιλιούνται αντίστοιχα στη Σερβία και στην Κροατία, αποτελούν μια ενιαία γλώσσα, της οποίας οι δύο ποικιλίες πολύ λίγο διαφέρουν μεταξύ τους. Καθεμιά είναι απόλυτα κατανοητή από τους ομιλητές της άλλης, με μικρές φωνητικές διαφορές και, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, διαφέρουν από φωνητική άποψη πολύ λιγότερο από ό,τι στη νέα ελληνική τα βόρεια από τα νότια ιδιώματα- βόρεια, θυμίζω, είναι αυτά που τη δουλειά τη λένε δλειά και το σκυλί σκλί. Αν ρωτούσαμε όμως τους ομιλητές των δύο αυτών ποικιλιών, της σερβικής και της κροατικής, οι περισσότεροι θα επέμεναν ότι μιλούν διαφορετικές γλώσσες. Και θα προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν την άποψή τους βασιζόμενοι στις ελάχιστες διαφορές που υπάρχουν από ποικιλία σε ποικιλία. Γιατί; Προφανώς γιατί δεν θέλουν να θεωρούν τους εαυτούς τους ομόγλωσσους. Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με την ανεξαρτητοποίηση των ομόσπονδων κρατών και τους πολέμους που ακολούθησαν, αποτέλεσαν τη δραματική κορύφωση μιας έχθρας που ανάγεται τουλάχιστον στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πώς λοιπόν να θεωρούν ομόγλωσσους τους εαυτούς τους λαοί που πριν από λίγα χρόνια έσφαξαν ο ένας τον άλλο;

Άλλο παράδειγμα: Χίντι ονομάζεται η κυριότερη γλώσσα που μιλιέται σήμερα στην Ινδία, ουρντού η επίσημη γλώσσα του Πακιστάν. Και στην περίπτωση αυτή κανένας γλωσσολόγος δεν θα δίσταζε να ονομάσει τις δύο αυτές ποικιλίες διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των ομιλητών υπάρχει, μόνο που η μία, η χίντι, έχει επηρεαστεί περισσότερο, όσον αφορά το λεξιλόγιο, από την ινδουιστική παράδοση, ενώ η ουρντού των μουσουλμάνων Πακιστανών βρίσκεται από την άποψη αυτή στην αραβοπερσική σφαίρα επιρροής. Οι λαοί αυτοί έχουν χρόνια, περίπου 60, από τότε που αλληλοσκοτώθηκαν, και χώρισαν οι μεν από τους δε, διαλύοντας την ενιαία Ινδία, κομμάτι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, στα τρία: στη σημερινή Ινδία, στο μουσουλμανικό Πακιστάν στα δυτικά και στο επίσης μουσουλμανικό Μπαγκλαντές στα ανατολικά. Μαζικές μεταναστεύσεις και διωγμοί σημάδεψαν τον χωρισμό των μουσουλμάνων Πακιστανών από τους ομόγλωσσους Ινδούς. Ακόμη οι χώρες αυτές δεν έχουν επουλώσει εντελώς τις πληγές της αντιπαλότητας και οι γλώσσες τους καταγράφονται ως ξεχωριστές, αφού κανένας από τους δύο λαούς δεν θεωρεί τον άλλο ομόγλωσσο.

Ας έρθουμε τώρα στα δικά μας. Αρχαία και νέα ελληνική· μία γλώσσα ή όχι; Με βάση το γλωσσολογικό κριτήριο προφανώς όχι. Την ομηρική ή την κλασική αττική διάλεκτο κανείς Νεοέλληνας δεν την καταλαβαίνει χωρίς ειδική διδασκαλία. (Το αν την καταλαβαίνει και μετά τη διδασκαλία είναι ένα άλλο θέμα, που αφορά τον τρόπο, τη μέθοδο και τον χρόνο κατά τον οποίο επιχειρείται η εκμάθηση της.) Θα πει κάποιος: Μα υπάρχουν κοινές λέξεις, παίζω στην αρχαία και παίζω στη νέα ελληνική, ακούω και ακούω, πατήρ και πατέρας, μήτηρ και μητέρα, παις και παιδί. Ακόμη και αν προς στιγμήν ξεχάσουμε ότι αλλιώς προφέρονταν οι λέξεις αυτές στην αρχαία και αλλιώς προφέρονται στη νέα ελληνική, εύκολα θα θυμηθούμε ότι κοινές λέξεις υπάρχουν, για παράδειγμα, και ανάμεσα στα λατινικά και στα ιταλικά, causa που σημαίνει ‘αιτία’ στα λατινικά, causa στα ιταλικά, dico που σημαίνει ‘λέω’ στα λατινικά, dico στα ιταλικά, filius ‘γιος’ στα λατινικά, figlio στα ιταλικά, όμως στην περίπτωση αυτή μιλούμε, με βάση το γλωσσολογικό κριτήριο, για διαφορετικές γλώσσες, αφού αυτό που διαφέρει ουσιωδώς είναι η δομή των δύο συστημάτων. Για παράδειγμα, συνθετική γλώσσα η λατινική, αναλυτικότερη η ιταλική- χωρίς άρθρο η λατινική, με άρθρο η ιταλική· με τρία γένη η λατινική, με δύο η ιταλική. Και στα ελληνικά: Συνθετική η αρχαία ελληνική, αναλυτικότερη η νέα· με πέντε πτώσεις η αρχαία, με τέσσερις η νέα· με απαρέμφατο η αρχαία, χωρίς απαρέμφατο η νέα· με μονολεκτικούς χρόνους η αρχαία, με περιφραστικούς η νέα.

Γιατί τότε μιλούμε για μία ελληνική γλώσσα; Επειδή το κριτήριο μας είναι ιδεολογικό. Θέλουμε να μιλούμε την ίδια γλώσσα με τους αρχαίους Έλληνες, αισθανόμαστε ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα.

Άλλο παράδειγμα: η κοινή νέα ελληνική που μιλούμε σήμερα και η ποντιακή. Όλοι γνωρίζουμε ότι, ακούγοντας έναν Πόντιο να μιλάει την αυθεντική ποντιακή, δεν μπορούμε να καταλάβουμε σχεδόν τίποτε. Το γλωσσολογικό κριτήριο θα μας έλεγε ότι πρόκειται για διαφορετικές γλώσσες. Όμως οι Πόντιοι αισθάνονται Έλληνες, και τελικά Πόντιοι και Ελλαδίτες θέλουμε να αισθανόμαστε την κοινή μας ελληνική καταγωγή, θέλουμε να τονίζουμε τα στοιχεία που μας ενώνουν και όχι τις υπαρκτές γλωσσικές διαφορές που μας χωρίζουν. Γι’ αυτό και την ποντιακή την ονομάζουμε διάλεκτο της ελληνικής και όχι ξεχωριστή γλώσσα. Και το ίδιο συμβαίνει και με τα καππαδοκικά, τα τσακώνικα, τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας κτλ.

Η πολιτική ενότητα του νέου ελληνισμού, όπως επιτεύχθηκε σε σημαντικό βαθμό και με δραματικό τρόπο ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, δυνάμωσε τους ήδη ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα αφενός στους Πόντιους και τους άλλους Μικρασιάτες και αφετέρου στους υπόλοιπους Ελλαδίτες, και οδήγησε σήμερα στη σχεδόν πλήρη γλωσσική αφομοίωση των μεν από τους δε – μια αφομοίωση που συντελέστηκε σχετικά γρήγορα και αθόρυβα, καθώς οι Πόντιοι δεν αισθάνονταν ότι έχαναν τη γλώσσα τους όταν μιλούσαν την κοινή νέα ελληνική, αφού και αυτή την ένιωθαν εξίσου δική τους ελληνική.

Τι θα είχε γίνει, όμως, αν, για παράδειγμα, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που άκμασε τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, δεν είχε υποταχθεί στους Τούρκους και ζούσε από τότε μέχρι σήμερα έναν ελεύθερο βίο με επίσημη γλώσσα την ποντιακή; Τι θα είχε συμβεί όταν, μετά την Επανάσταση του 1821, δημιουργούνταν το δικό μας, ελλαδικό κράτος, με επίσημη γλώσσα τη σημερινή κοινή νεοελληνική; Δεν θα είχαμε σήμερα δύο κράτη, το καθένα με τη δική του, συγγενική μεν αλλά διαφορετική γλώσσα, την ποντιακή και την – ας την ονομάσουμε – ελλαδική, απογόνους και τις δύο της αρχαίας ελληνικής – και συγκεκριμένα της ελληνιστικής κοινής; Και οι διαφορές ανάμεσα τους δεν θα ήταν ανάλογες με αυτές που διακρίνουν στις μέρες μας την ιταλική, για παράδειγμα, από την ισπανική;

Κάπως έτσι συνέβησαν τα πράγματα στη λατινική. Η ενιαία γλώσσα που μιλούσαν οι Λατίνοι στο μεταίχμιο ανάμεσα στην προχριστιανική και στη μεταχριστιανική εποχή εξαπλώθηκε λόγω της ρωμαϊκής κατάκτησης σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, από το Γιβραλτάρ μέχρι τον Ρήνο και από τη Σικελία μέχρι τη Βρετανία. Όταν το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος κατέρρευσε τον 5ο αι. μ.Χ. και διασπάστηκε, και παρά τις ενοποιητικές προσπάθειες του Καρλομάγνου το 800 μΧ, οι περιοχές αυτές, στις οποίες είχαν εντωμεταξύ αναπτυχθεί διάλεκτοι της λατινικής, αυτονομήθηκαν, οι διάλεκτοι κάποια στιγμή εξελίχθηκαν σε εθνικές γλώσσες των αυτόνομων κρατών και έτσι μιλούμε σήμερα για τη γαλλική, την ισπανική, την πορτογαλική, την ιταλική κτλ. Οι ιστορικές συγκυρίες, επομένως, που οδήγησαν στην πολιτική διάσπαση της λατινόφωνης επικράτειας ανέδειξαν σε ξεχωριστές γλώσσες τα λατινογενή γλωσσικά συστήματα. Για να διακρίνουμε την προγενέστερη γλωσσική μορφή την ονομάζουμε λατινική, και τις διάδοχες, τις θυγατρικές, αν θέλετε, μορφές, γαλλική, ισπανική, πορτογαλική, ιταλική κτλ. -και όλες τις ονομάζουμε γλώσσες με βάση το γλωσσολογικό κριτήριο.

Στην περίπτωση της ελληνικής διακρίνουμε την προγενέστερη μορφή ονομάζοντας την αρχαία ελληνική, τη σημερινή μορφή νέα ελληνική και ως όριο – αλλά και συνδετικό κρίκο – ανάμεσα τους θεωρούμε την ελληνιστική κοινή, τη γλώσσα των Ευαγγελίων. Δεν πρέπει όμως, παρά το κοινό τους όνομα, ελληνική, να ξεχνούμε ότι πρόκειται για διαφορετικά γλωσσικά συστήματα που ιδεολογικοί και όχι γλωσσολογικοί λόγοι μάς οδηγούν να τα ονομάζουμε με τον ίδιο τρόπο.

Και δυστυχώς αυτό το πράγμα το ξεχνούμε συνέχεια. Και το ξεχνούμε κυρίως όταν σχεδιάζουμε ή ξανασχεδιάζουμε (ας θυμηθούμε τις κυοφορούμενες αλλαγές στην παιδεία) το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ιδιαίτερα το κομμάτι που αφορά πι γλωσσική διδασκαλία. Είναι πάνω από είκοσι χρόνια που, ξεκινώντας από την περίφημη λεξιπενία των νέων, αυξήσαμε τα χρόνια διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από τρία σε έξι με – ρητά διακηρυγμένο στα σχολικά εγχειρίδια -στόχο να στηρίξουν τη διδασκαλία της νέας ελληνικής. Ας δούμε πώς επιχειρείται αυτό στο βιβλίο των Αρχαίων Ελληνικών της Α’ Γυμνασίου (θυμίζω ότι εκδόθηκε το 2006), με το οποίο κάθε παιδί έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τα αρχαία ελληνικά.

Στη σελ. 8 του βιβλίου διαβάζουμε: «Η νέα ελληνική γλώσσα προήλθε από την αρχαία και είναι αποτέλεσμα συνεχούς εξέλιξης μέσα στους αιώνες. Η συγγένεια της αρχαίας και της νέας ελληνικής είναι σαφής, αρκεί να δούμε πόσες λέξεις, καταλήξεις, σημασίες κ.ά. της αρχαίας γλώσσας επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας ή πόσες φράσεις αρχαίες και αρχαιοπρεπείς λόγιες χρησιμοποιούνται σήμερα στον γραπτό ή προφορικό λόγο της νέας ελληνικής. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: [και ενώ θα περίμενε κανείς τουλάχιστον παραδείγματα όλων αυτών των κατηγοριών, δηλαδή λέξεις που να δείχνουν τη συνεχή εξέλιξη από την αρχαία στη νέα ελληνική, που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας κτλ., διαβάζει τα ακόλουθα:] νους υγιής εν σώματι υγιεί, ευ αγωνίζεσθαι, πυξ λαξ, κύκνειον άσμα, δημοσία δαπάνη, τα παιδία παίζει, γνώθι σαυτόν, έπεα πτερόεντα, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, Εύρηκα! Εύρηκα!, ευ ζην, μολών λαβε, μη μου άπτου, καινά δαιμόνια, στήλη άλατος, άρον άρον, από μηχανής θεός, γόρδιος δεσμός.» Τα παραθέτω επίτηδες όλα, για να μη θεωρηθεί ότι επιλέγω.

Τι καταλαβαίνει ο μαθητής διαβάζοντας αυτή τη σελίδα; Από τη στιγμή που δεν γίνεται κανένας διαχωρισμός, δεν είναι λογικό να νομίσει ότι όλα αυτά τα αρχαιοπρεπή ρητά και οι εκφράσεις είναι το αποτέλεσμα εξέλιξης της γλώσσας, και ότι η σημερινή τους χρήση αποδεικνύει τη συγγένεια της αρχαίας με τη νέα ελληνική; Πώς εξελίσσεται όμως αυτή η γλώσσα; Αφού ο μαθητής τη βλέπει μπροστά του ακίνητη, παγωμένη, απολιθωμένη. Τι εξέλιξη είναι αυτή που τα αφήνει όλα ίδια και απαράλλαχτα;

Αντί, με άλλα λόγια, κυρίες και κύριοι, να πούμε στον μαθητή ότι οι αρχαίοι δεν έλεγαν παιδί αλλά έλεγαν παις (αφήστε το πώς το πρόφεραν), και ότι ο παις άλλαξε και έγινε παιδίον και μετά παιδί, και άρα ορίστε πώς αλλάζει η γλώσσα ή, αν θέλουμε οπωσδήποτε ρητό, αντί να του πούμε ότι ο Σωκράτης έλεγε έν οίδα ότι ουδέν οίδα, και πως εμείς σήμερα αντί να πούμε οίδα λέμε ξέρω, και πάλι ορίστε πώς άλλαξε η γλώσσα, αντί δηλαδή να στηρίξουμε την αυτονόητη πρώτη εντύπωση του μαθητή ότι διαφορετικά είναι τα αρχαία ελληνικά και διαφορετικά τα νέα, και επομένως καλά κάνει και δεν τα καταλαβαίνει, και για να τα καταλάβει πρέπει να τα μάθει, εμείς του βάζουμε με το ζόρι στο κεφάλι ότι είναι τα ίδια, άρα αν δεν τα καταλαβαίνει, κακώς.     I

Κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης του βιβλίου, βέβαια, θα αναρωτηθεί: Μήπως όλη αυτή η παρουσίαση είναι ένας απλός τρόπος για να δώσουμε στον μαθητή κάποια παραδείγματα αρχαίων εκφράσεων που να μην του είναι εντελώς άγνωστα, για να μην τον τρομάξουμε, καθώς κάνει τα πρώτα του βήματα στα αρχαία ελληνικά; Μήπως η σελ. 8, έτσι χρωματιστή και καλαίσθητη που είναι, βρίσκεται εκεί απλώς για να της ρίξει μια ματιά, πριν αρχίσει πραγματικά να μαθαίνει;

Την απάντηση τη δίνει το αντίστοιχο βιβλίο του καθηγητή: «Ο σκοπός είναι η συνειδητοποίηση βασικών σταδίων εξέλιξης της ελληνικής. [Ποια εξέλιξη, ποια στάδια;] Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η ενιαία φύση της ελληνικής γλώσσας, ώστε οι μαθητές να αρχίσουν σταδιακά να μη θεωρούν την αρχαία ελληνική ξένη γλώσσα, αλλά να θεωρούν την εκμάθηση της απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή χρήση της νέας ελληνικής.»

Κοντεύουν, κυρίες και κύριοι, διακόσια χρόνια από την ανεξαρτησία αυτού του έρημου του νεοελληνικού κράτους και από την πρώτη χάραξη επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής και ακόμη δεν καταλάβαμε ότι μπορούμε να μάθουμε καλά τα νέα ελληνικά χωρίς να ξέρουμε τα αρχαία. Και αν τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, τότε που το νεοελληνικό βρέφος πάσχιζε να σταθεί στα πόδια του, να καταλάβει ποιος είναι και να ψελλίσει το όνομα του, αν λοιπόν τον 19ο αιώνα ήταν αναμενόμενες οι δοκιμές και τα παραστρατήματα, σήμερα πώς δικαιολογούνται αυτές οι διαστρεβλώσεις στον πυρήνα της γλωσσικής διδασκαλίας;

Στο μυαλό του μαθητή πάντως το πρώτο μάθημα πέρασε: απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή χρήση της νέας ελληνικής είναι η γνώση της αρχαίας. Προχωρούμε στο δεύτερο.

Στη σελ. 9 του ίδιου βιβλίου διαβάζουμε: «Η αρχαία ελληνική (μέσω και της λατινικής στην περίπτωση των γαλλικών, των ισπανικών, των πορτογαλικών και των ρουμανικών) προσέφερε λέξεις ή ρίζες λέξεων σε όλες τις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες. [Ακολουθεί απόσπασμα από τη γνωστή σε όλους ομιλία του Ξενοφώντα Ζολώτα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 1957, και άλλα παραδείγματα:] αγγλ. Europe < Ευρώπη ‘αυτή που έχει ευρείς ώπας, μεγάλα μάτια’, αγγλ. democracy, monarchy, anarchy, […], αγγλ. harmony < αρμονία < αρμός, […], ελλ. ανάλυσις > αγγλ. analysis, γαλλ. analyse, […], αγγλ. athlete < αθλητής < αθλούμαι < άθλον ‘βραβείο, έπαθλο’.»

Για ποιο λόγο γράφονται όλα αυτά; Μας το λέει το βιβλίο του καθηγητή. «Με το υλικό της δεύτερης σελίδας επιδιώκεται ένας ακόμη σκοπός: να καταδειχθεί ότι η αρχαία ελληνική μπορεί να μην είναι ομιλούμενη γλώσσα, επιζεί όμως όχι μόνο μέσα από τη νέα ελληνική αλλά και μέσα από πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Όλοι οι μαθητές θα αναγνωρίσουν κάποιες λέξεις της αγγλικής στο κείμενο του Ξενοφώντα Ζολώτα. Πρόκειται βεβαίως για τεχνητό κείμενο, που έχει σκοπό να δείξει την πληθώρα των ελληνικών λέξεων στο λεξιλόγιο της αγγλικής.» Αυτό που δεν λέγεται, βέβαια, είναι ότι το κείμενο δεν είναι απλώς τεχνητό αλλά γραμμένο σε μια γλώσσα κατ’ όνομα μόνο αγγλική.

Να το δεύτερο μάθημα. Τα αρχαία ελληνικά επιζούν όχι μόνο στα νέα ελληνικά (αυτό το μάθαμε στη σελ. 8) αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, και μάλιστα μπορούμε να μιλήσουμε αγγλικά με ελληνικές λέξεις.

Και το βιβλίο του καθηγητή συνεχίζει: «Οπωσδήποτε θα ήταν ενδιαφέρον να ενθαρρυνθούν οι μαθητές, ιδιαιτέρως οι πολύγλωσσοι ή οι αλλοδαποί, αν υπάρχουν, να δημιουργήσουν δικό τους κείμενο με λέξεις ελληνικές, πιθανόν και με συγκεκριμένο θέμα, π.χ. τη μουσική.»

Τη δουλειά, δηλαδή, που έκανε ο καθηγητής Ξενοφών Ζολώτας, προφανώς έχοντας προφανώς μπροστά του το ογκώδες αγγλικό λεξικό Webster’s για να σταχυολογεί απίθανες και βεβαίως ανύπαρκτες στο πραγματικό αγγλικό λεξιλόγιο λέξεις ελληνικής προέλευσης, προσπαθώντας ταυτόχρονα το κείμενο του να βγάζει νόημα, αυτή τη δουλειά τη ζητάμε, κυρίες και κύριοι, από τον μαθητή της Α’ Γυμνασίου, που προφανώς δεν ξέρει τόσο καλά αγγλικά, είναι δεδομένο ότι δεν ξέρει αρχαία ελληνικά, και μια σελίδα πριν του έχουμε πει ότι, επειδή δεν ξέρει αρχαία, δεν ξέρει και νέα.

Και η σελ. 9 συνεχίζει: «Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ανίχνευση λέξεων που χρησιμοποιούμε στη νέα ελληνική και θεωρούνται δάνεια από ξένες, ενώ στην πραγματικότητα είναι ελληνικές λέξεις που ταξίδεψαν και επέστρεψαν στον τόπο τους. Πρόκειται για αντιδάνεια, όπως είναι λ.χ. η λ. καναπές < γαλλ. canape < λατ. conopeum < από το ελλ. κωνωπείον, η λ. πέναλτι < μεσαίων, λατ. poenalitas < λατ. poenalis < λατ. poena < ελλ. ποινή.»

Το μάθημα δηλαδή συνεχίζεται: πίσω από τις ξένες λέξεις που βλέπεις στη γλώσσα σου, μη νομίζεις, αν ψάξεις, θα βρεις πάλι την αρχαία ελληνική. Αυτή η αρχαία ελληνική, τέλος πάντως, είτε φανερή είτε κρυμμένη, είναι πίσω από όλα. Χωρίς αυτή γλώσσα δεν γίνεται.

Να λοιπόν πώς αποτυπώνεται στις δύο πρώτες σελίδες του πρώτου σχολικού εγχειριδίου για την εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής η φιλοσοφία πάνω στην οποία στηρίζεται η αρχαιογλωσσία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Θα ξεχωρίσω δύο μόνο ανεπιθύμητες συνέπειες αυτής της αντιμετώπισης, τις οποίες βιώνουμε όσοι ασχολούμαστε με την εκπαιδευτική πράξη. Πρώτον, την αρχαία ελληνική δεν την αντιμετωπίζουμε ως αυταξία, αλλά ως δεκανίκι για την εκμάθηση της νέας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Κανένας απόφοιτος λυκείου, ας μην κρυβόμαστε, υστέρα από έξι χρόνια διδασκαλίας αρχαίων ελληνικών, δεν είναι σε θέση να διαβάσει και να απολαύσει ένα αρχαίο κείμενο. Θυμίζω ότι στον ίδιο χρόνο και με λιγότερες ώρες διδασκαλίας στο σχολείο και στο φροντιστήριο ένας μαθητής μαθαίνει και είναι σε θέση να χειριστεί πολύ καλύτερα μια ξένη γλώσσα, π.χ. την αγγλική. Κάτι, λοιπόν, δεν πάει καλά με τη διδασκαλία – αφού ούτε τα αρχαία ελληνικά ούτε τα παιδιά πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνα γι’ αυτή την αποτυχία.

Δεύτερον, στηριγμένοι στην πεποίθηση ότι τα αρχαία ελληνικά είναι απαραίτητα για την εκμάθηση των νέων, δεν αντιμετωπίζουμε σωστά τη διδασκαλία της νέας ελληνικής, δημιουργώντας στο μυαλό των μαθητών αναπόφευκτες στρεβλώσεις και εσφαλμένους συνειρμούς, που τους εμποδίζουν να κατανοήσουν τα ίδια τα νεοελληνικά φαινόμενα. Πόσα παιδιά στο τέλος του λυκείου έχουν ξεκαθαρίσει στο μυαλό τους ότι, για παράδειγμα, στη νέα ελληνική τα <ΑΙ>, <ΕΙ>, <ΟΙ> δεν είναι δίφθογγοι αλλά ότι δίφθογγοι ήταν στην αρχαία, όταν προφέρονταν [ai], [ei], [οι]; Σήμερα παριστάνουν έναν φθόγγο – το <ΑΙ> το [e], το <ΕΙ> και το <ΟΙ> το [ί] – τι πιο αυτονόητο, αλλά και τι λιγότερο ομολογημένο; Πόσοι πρωτοετείς φοιτητές του Τμήματος Φιλολογίας, αυριανοί φιλόλογοι, ύστερα από έξι χρόνια διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής, δεν θα απαντούσαν ότι το <Η> στη νέα ελληνική είναι μακρό; Μακρό ήταν στην αρχαία, όταν συμβόλιζε το μακρό [e], σήμερα συμβολίζει το [i] και, βέβαια, στη νέα ελληνική μακρά φωνήεντα δεν υπάρχουν. Γιατί εκπλησσόμαστε με αυτά τα σφάλματα των μαθητών και των φοιτητών μας, αφού η δική μας πολιτική της μακρόχρονης παράλληλης διδασκαλίας είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για αυτές τις στρεβλώσεις; Αφού, διακηρύσσοντας τη διδασκαλία της μιας μέσω της άλλης, στην ουσία κρύβουμε τις διαφορές τους;

Και για να μη θεωρητικολογούμε. Διαπιστώσατε, συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, κάποια βελτίωση στον νεοελληνικό (για να μη μιλήσω για τον αρχαιοελληνικό) λόγο των μαθητών τα τελευταία είκοσι χρόνια; Δημιουργήθηκε σε κάποιον η εντύπωση ότι η διδασκαλία της κλίσης των ρημάτων σε -μι, της σύνταξης του απαρεμφάτου ή των υποθετικών λόγων στην αρχαία ελληνική βοήθησε στη βελτίωση του τρόπου χρήσης της νέας ελληνικής;

Κυρίες και κύριοι, η διδασκαλία είναι πράξη και η πράξη βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Ανεξάρτητα δηλαδή από τους ιδεολογικούς λόγους που μας κάνουν να μιλούμε για μία ελληνική γλώσσα, και καλά κάνουμε, η εκπαιδευτική πράξη δεν μπορεί να βασίζεται στην επιστημονικά ατεκμηρίωτη άποψη ότι για την εκμάθηση της νέας ελληνικής είναι απαραίτητη η διδασκαλία της αρχαίας. Ούτε βέβαια ο προβληματισμός πρέπει να εξαντλείται στο αν τα αρχαία θα διδάσκονται για τρία ή για έξι χρόνια. Το θέμα είναι ποιους στόχους εξυπηρετεί η διδασκαλία τους και πώς οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν όσο το δυνατόν καλύτερα. Και, επίσης, πώς πρέπει από παιδαγωγική άποψη να συνδυαστεί χρονικά η διδασκαλία της αρχαίας με αυτή της νέας ελληνικής. Αλλά και πώς μπορούν και πρέπει να αντιπαρατεθούν, από γλωσσολογική άποψη, τα αρχαία από τα νέα; όπου χρειάζεται και προς όφελος της διδασκαλίας, για να γίνουν αντιληπτές οι διαφορές τους. Δεν είναι τυχαία, κυρίες και κύριοι, αυτά που έγραψε 15 χρόνια πριν ένας κορυφαίος Έλληνας φιλόλογος, ο Δημήτρης Μαρωνίτης: ‘Σίγουρα δεν ωφέλησαν και δεν ωφελούν τα παρακλητικά προσκυνήματα της νεοελληνικής μπροστά στα εικονίσματα της αρχαιοελληνικής γλώσσας• μήτε οι ασφυκτικοί εναγκαλισμοί μεταξύ τους. Καλύτερα λοιπόν να αντικρίζονται, όταν και όπου χρειάζεται, από κάποια απόσταση καθεμιά με το πραγματικό της πρόσωπο’. Σας ευχαριστώ.


Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Προβλέψεις

Ο Σκουρλέτης σε συνέντευξή του στο aftodioikisi.gr είπε ότι βλέπει σαν πιθανό το σενάριο να γίνουν τον Οκτώβρη του 2019 τρεις εκλογές ταυτόχρονα, οι βουλευτικές, οι δημοτικές κι οι περιφερειακές. Ο υπουργός στην πρόβλεψή του αυτή έρχεται δεύτερος. Για να το αποδείξω αναγκάζομαι να καταφύγω σε ντοκουμέντα. Θυμίζω, λοιπόν, ότι στις 2 Νοεμβρίου του 2017 έγραφα άρθρο με τίτλο "Σενάρια Εκλογών"  σε αυτό το μπλογκ.

Στις αρχές του '19 αρχίζουν να εφαρμόζονται τα σκληρά μέτρα αλλά η κυβέρνηση φωνάζει σε όλους τους τόνους ότι μας έβγαλε από το μνημόνιο. Γίνονται τον Απρίλιο οι Ευρωεκλογές και βλέπει ο καθένας -κι όχι μόνο η κυβέρνηση- σε πραγματική μέτρηση (κι όχι σε γκάλοπ) τι πιάνει. Έστω ότι προηγείται η ΝΔ σταθερά (όπως είναι το αναμενόμενο), είτε με μεγάλη είτε με μικρή διαφορά. Ο Τσίπρας προτείνει την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών. Λέει σε όλους "κοιτάξτε το αποτέλεσμα. Χωρίς μπόνους είστε ρυθμιστές, με μπόνους χαρίζετε παντοδυναμία στον Μητσοτάκη. Σας προτείνω να το καταργήσουμε". Θα χρειάζονται 200 ψήφοι για να καταργηθεί αλλά θα δυσκολευτεί πολύ ο μεσαίος χώρος να το καταψηφίσει. Θα είναι σαν να λέει "πάρτε έδρες από μένα και δώστε τις στον Μητσοτάκη για το καλό του τόπου". Ισοδύναμα θα είναι σαν να λέει: "είμαστε άχρηστοι"! Με απλή αναλογική (χωρίς μπόνους) οι εκλογές γίνονται ρουλέτα. Κι έρχεται το 2020, μόλις έξι μήνες μετά, η εκλογή Προέδρου οπότε, αν δεν πιάσει 180 ψήφους, ξαναγίνονται εκλογές! Θα εγκαταλείψει όλα αυτά τα όπλα ο Τσίπρας για να το σκάσει το '18 και να δει τα μέτρα "του" να εφαρμόζονται με τον Μητσοτάκη να τον δείχνει σαν υπαίτιο και χωρίς ο ίδιος να μπορεί να τα υπερασπιστεί; Είναι ο Τσίπρας τόσο ηλίθιος;

Στη συνέχεια επανήλθα τον Δεκέμβρη (28/12) του 2017 με άρθρο που είχε τίτλο "Εκλογές; Πλάκα μου κάνεις;". Έγραφα τότε:

Με προηγούμενο άρθρο μου έχω απαντήσει πως οι εκλογές θα γίνουν το 2019, τον Σεπτέμβρη. Δεν έχω καμιά “εσωτερική” πληροφόρηση. Στηρίζω κατά βάση τον συλλογισμό μου στο αξίωμα ότι “ο Τσίπρας δεν είναι βλάκας”. ... κοιτάξτε πως έχουν τα πράγματα:
Μετά τον Αύγουστο του ‘18 και την έξοδο από τα μνημόνια η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι πέτυχε το “ακατόρθωτο” (προπαγάνδα σκέτη) και κλαίγεται που ο λαός θα υποστεί κάποια βάρβαρα μέτρα “εξ αιτίας των άλλων” (έτσι θα λέει).
Στις αρχές του '19 αρχίζουν να εφαρμόζονται τα σκληρά μέτρα αλλά η κυβέρνηση φωνάζει σε όλους τους τόνους ότι θα ξαναφέρει την χώρα στην κανονικότητα κι όλοι κάτι θα έχουν να λάβουν, ιδιαίτερα οι φτωχοί.
Στο μεταξύ παρατείνει τη θητεία των δημάρχων κατά πέντε περίπου μήνες για να γίνουν οι δημοτικές εκλογές τον Σεπτέμβρη.
Γίνονται τον Απρίλιο του ‘19 οι Ευρωεκλογές και βλέπει ο καθένας -κι όχι μόνο η κυβέρνηση- σε πραγματική μέτρηση (κι όχι σε γκάλοπ) τι πιάνει. Έστω ότι προηγείται η ΝΔ σταθερά (όπως είναι το αναμενόμενο), είτε με μεγάλη είτε με μικρή διαφορά. Βλέπει και το ΠαΣοΚ τι πιάνει, βλέπει κι ο Λεβέντης. Και τότε, καλοκαιριάτικα, ο Τσίπρας προτείνει με μια τροπολογία την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών. ...
Ψηφίζεται η απλή αναλογική (χωρίς μπόνους ούτε μιας έδρας) κι οι εκλογές γίνονται ρουλέτα.  Ο κόσμος θα έχει την κάλπη των δημοτικών για να βγάλει το άχτι του. Ο Σύριζα θα έχει ψαλιδίσει -όσο γίνεται - τη διαφορά, αν δεν την έχει ανατρέψει. Η απλή αναλογική απελευθερώνει ψηφοφόρους που δεν έχουν πλέον λόγο να συσπειρώνονται στη ΝΔ (ούτε και στον Σύριζα). Φυσιολογικά έχουμε πολυδιάσπαση ψήφων. Αυτοδυναμία ούτε με το κιάλι.   Ακόμα κι αν βγει πρώτος ο Μητσοτάκης θα θέλει πολλούς εταίρους για να κάνει κυβέρνηση. Κι έρχεται το 2020, μόλις έξι μήνες μετά, η εκλογή Προέδρου οπότε, αν δεν πιάσει αυτή η κυβέρνηση 180 ψήφους, ξαναγίνονται εκλογές!
Δηλαδή ο Τσίπρας έχει στο χέρι του όλα τα πολιτικά και συνταγματικά “όπλα” για να είναι πρωταγωνιστής. Μπορεί να παίξει σενάρια "επανόδου" ή "δεξιάς παρένθεσης". Θα τα εγκαταλείψει; Θα το “σκάσει” το ‘18 και θα αφήσει τον Μητσοτάκη να εφαρμόζει τα σκληρά μέτρα λέγοντας ότι “δεν φταίει αυτός, ο Τσίπρας τα ψήφισε”;Είναι ο Τσίπρας τόσο ηλίθιος; Όποιος σκέφτεται εκλογές μέσα στο ‘18 πρέπει πρώτα να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. 

Ο Σκουρλέτης προφανώς είναι αναγνώστης μου. Αφού είδε τον συλλογισμό μου, και μαζί με την πεποίθησή του ότι ο Τσίπρας δεν είναι βλάκας, κατέληξε στα σωστά συμπεράσματα. Μια διαφορά μόνο. Είπε για 17 Οκτώβρη του 2019 ενώ εγώ είπα για Σεπτέμβρη του '19. Μικρή η διαφορά, αλλά, μένει να το δούμε. 

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Ψυχραιμία παιδιά!

Ακούω σήμερα στα δελτία σαν πρώτη είδηση, με τυμπανοκρουσίες μάλιστα, ότι ο Ερντογάν είπε στη Σμύρνη (σε προεκλογική του συγκέντρωση) ότι οι Έλληνες έβαλαν φωτιά στη Σμύρνη όταν έφευγαν. Κι απάντησε ο Παυλόπουλος και σχολίασαν τα κόμματα κι οι τηλεσχολιαστές και συνεχίστηκε ο θόρυβος περί του θέματος για ένα-δυο λεπτά ακόμα, ουκ ολίγα για τηλεοπτικό χρόνο.

Έχω ξαναγράψει για το πόσο κακό κάνουν όσοι αναμεταδίδουν αυτούσιες τις δηλώσεις Ερντογάν ή άλλων Τούρκων που είναι συνήθως απειλητικές για την Ελλάδα. Δεν λέω να τις αλλάζουν ή να τις λογοκρίνουν, αλλά, να τις μεταδίδουν σε τρίτο πρόσωπο, όπως όλες τις ειδήσεις, κι όχι κατάμουτρα. Ας μας δείχνουν την εικόνα κι ας μας λένε τι είπε σε πλάγιο λόγο. Έτσι όπως μεταδίδουν την εικόνα και την φωνή -με τον τσαμπουκαλίδικο τόνο που της δίνει ο Τούρκος πρόεδρος- κάνουν αυτό ακριβώς που θέλουν ο Ερντογάν κι οι σκληροί της Άγκυρας. Γίνονται οι αναγκαίοι "χρήσιμοι ηλίθιοι" σε έναν ψυχολογικό πόλεμο που θα ήταν απολύτως αναποτελεσματικός χωρίς αυτούς. Αυτό το γράφω για τις απειλές των Τούρκων και τις αμφισβητήσεις των συνόρων που μεγεθύνονται από τα ελληνικά ΜΜΕ.

Στην προκειμένη περίπτωση όμως -την σημερινή- δεν πρόκειται για ψυχολογικό πόλεμο αλλά για ταπεινή προεκλογική προπαγάνδα. Προσπαθεί ο Ερντογάν να κερδίσει τους Σμυρνιούς ψηφοφόρους, τάχα, υπερασπιζόμενος την τιμή τους και ταυτόχρονα υπενθυμίζοντας ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ έκαψε την πόλη τους. Γιατί βέβαια όλοι γνωρίζουν τι έγινε, ακόμα κι οι Τούρκοι. Στο κάτω-κάτω ο ελληνικός στρατός είχε φύγει από τη Σμύρνη μια εβδομάδα πριν την πυρκαγιά. Κι η πυρκαγιά εκκένωσε την Σμύρνη από τους Έλληνες και τους Αρμένιους που βρέθηκαν να "συνωστίζονται" στην προκυμαία κι έγιναν θύματα των τσετών αρχικά και του τουρκικού σχεδίου εξόντωσης στη συνέχεια.

Στην Τουρκία δεν πολυασχολούνται με την Ελλάδα. Έχουν τον Ερντογάν, τις φυλακίσεις, τις διώξεις, το αυταρχικό κράτος, έχουν το Κουρδικό ζήτημα που απειλεί και θα διασπάσει τη χώρα τους, έχουν την εισβολή στη Συρία να διαχειριστούν κι έχουν τα πολύ σοβαρά οικονομικά τους προβλήματα. Δεν τους νοιάζει ούτε η Ευρώπη (με Ερντογάν δεν μπαίνουν) ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ρωσία ούτε η Ελλάδα. Όλα αυτά τα μέτωπα χρησιμοποιούνται ευκαιριακά για να αντιμετωπιστούν τα σημαντικά προβλήματα, το κουρδικό (μέρος του είναι το Συριακό) και το οικονομικό. Ας μην μασάμε λοιπόν εδώ στην Ελλάδα τόσο εύκολα. 

Καλή και χρήσιμη η τηλεθέαση για τα κανάλια αλλά ας κρατήσουν επιτέλους και λίγη σοβαρότητα στα "εθνικά" λεγόμενα θέματα. Αρκετά με τον Ερντογάν και την απειλή του. Ας μετρηθεί στο ύψος που πραγματικά βρίσκεται αυτή η απειλή κι όχι με μέτρα που δεν της πάνε. Λίγη ψυχραιμία δεν βλάπτει.

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Η συστολή του χρόνου!

Αυτό με τον Άγιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη το μάθατε;
Είναι ο αγαπημένος άγιος του κ. Χριστόδουλου Πρωτοπαπά, του νέου προέδρου του Ελληνικού Διαστημικού Οργανισμού μετά την παραίτηση του κ Σταμάτη Κριμιζή. Ας τα πάρουμε με τη σειρά:

Ο κ. Κριμιζής ήταν διαστημικός επιστήμονας με συμμετοχή σε μεγάλα προγράμματα των ΗΠΑ και της ΝΑΣΑ και της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Τον έβαλε ο Σύριζα (ο υπουργός Ν.Παππάς) επικεφαλής του Ελληνικού Διαστημικού Οργανισμού. Μπράβο! 

Μετά από ένα μήνα περίπου ο Κριμιζής παραιτήθηκε. Στην επιστολή παραίτησής του τα λέει όλα: 
«Πολύ σύντομα μου έγινε σαφές ότι ο κ. Γ.Γ. Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Β.Μαγκλάρας) έχει αναλάβει, υπό την ανοχή του κ. Υπουργού, το ρόλο του «Τσάρου του Διαστήματος» στην Ελλάδα, αν και δεν έχει καμία γνώση και εμπειρία σε αυτόν τον τομέα. Φαίνεται λοιπόν πως εγώ περισσεύω, εφόσον δεν δέχομαι να είμαι φερέφωνο κανενός. Προσπάθησα να κάνω το καλύτερο δυνατόν, αξιοποιώντας τους καλύτερους. Δυστυχώς η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε».
Και πάλι μπράβο! Αυτή τη φορά όχι στον Σύριζα αλλά στον κ. Κριμιζή που δεν μάσησε.

Στη θέση του κ. Κριμιζή, μπαίνει τώρα ο Χριστόδουλος Πρωτόπαπας. Είναι Κύπριος κι έχει διατελέσει πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαϊκών Δορυφορικών Οργανισμών. Δεν έχει τα προσόντα του Κριμιζή και επί πλέον γράφει κάτι κουφά στο Φ/Β όπως τα παρακάτω:

Είναι 3 Απριλίου 2016 και το ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο τον εμπνέει: "Η Ελλάδα και η Ρωμιοσύνη δεν πεθαίνει ποτέ κουφάλες Ευρωπαίοι. Όταν εμείς κτίζαμε ναούς και γράφαμε κωμωδίες και τραγωδίες εσείς ζούσατε στις λάσπες, τρώγατε ωμό κρέας και μιλούσατε άπλυτοι με άναρθρες κραυγές." 

Σε άλλη ανάρτησή του λέει: «... μοναδικό και μεγαλύτερο θαύμα του Αγίου (Πορφυρίου του καυσοκαλυβίτη), η συστολή του χρόνου όχι για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου που πασχίζουν σήμερα οι φυσικοί που ασχολούνται με τη θεωρία της σχετικότητας και τη φυσική των υψηλών ενεργειών να πραγματοποιήσουν, αλλά πάνω από μια ώρα» (σημειωτέον ότι την συστολή του χρόνου την έκανε ο Άγιος για να προλάβει μια μοναχή να γυρίσει στο μοναστήρι!!!)

Τι να πούμε ... και πάλι μπράβο; Ε, όχι! Έλεος θα πούμε, έλεος!


Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Πολιτική μαυρίλα ... κι όποιος αντέξει

Όλο και πιο "μαύρη" ως προς τις προοπτικές της γίνεται η πολιτική ζωή της χώρας. Βλέπω ειδήσεις, διαβάζω εφημερίδες, κοιτάω το διαδίκτυο, είμαι στην επικαιρότητα. Και τι βλέπω; Μαυρίλα!

Όπως πάνε τα πράγματα -το έχω ξαναπεί- θα ψηφίσω τον Σύριζα ξανά. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που "επικοινωνεί" τα θέματα (από το σκοπιανό ως τα οικονομικά) ούτε ο τρόπος που τα χειρίζεται (π.χ. συντάξεις, φορολόγηση, ελληνοτουρκικά κτλ) όμως βλέπω πως οι εναλλακτικές λύσεις που μας προσφέρονται είναι είτε -εξ αριστερών- ουτοπικές ή απλά -εκ δεξιών- χειρότερες. Σε όλα τα θέματα η αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει στην καλύτερη περίπτωση τα ίδια ή -συνήθως- κάτι πιο κοινωνικά βάρβαρο ή κάτι πιο λαϊκίστικο-εθνοκεντρικό. Μπλεγμένη σε ιστορίες με χρηματισμούς (ζήμενς, νοβάρτις, Μαλέβα οφ-σορ, λίστες κάθε είδους κτλ) και πατριδοκαπηλίες σε στυλ εθνομπαρόκ, είναι μια λύση αυτοκτονική για την ελληνική κοινωνία. Το δε ΠαΣοΚ έχει παγιδευτεί στην τυφλή αντισύριζα ρητορεία του των τελευταίων χρόνων. Ο μόνος χώρος που δεν δεσμεύεται από το πολιτικό κόστος, αφού το έχει υποστεί, έχει δεσμεύσεις άλλου τύπου και γίνεται ουρά μιας μερίδας της ΝΔ.

Πέρα από τα οικονομικά, στα οποία η κυβέρνηση δεν έχει παρά έναν ελάχιστο μόνο έλεγχο, πέρα κι από τα γεωπολιτικά όπου άλλοι, πιο μεγάλοι, κρατούν την μπαγκέτα, υπάρχουν κάποια θέματα στα οποία έπρεπε να έχουν γίνει βήματα πολλά από την, αυτοχαρακτηριζόμενη ως προοδευτική, κυβέρνηση. Κι όμως, ούτε σε αυτά γίνεται κάτι θετικό. Αναφέρω μια σειρά από τέτοια ζητήματα: 

Το θέμα του χωρισμού εκκλησίας κράτους, το θέμα της μείωσης του αριθμού των βουλευτών και των αποζημιώσεών τους, το θέμα της συνταγματικής αλλαγής, το θέμα της αλλαγής του συστήματος δικαιοσύνης (με πολλούς ενόρκους στις δίκες και με επιτάχυνση των διαδικασιών σαν πρώτα βήματα) το θέμα του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης (παρά το ΣτΕ), το θέμα της εμβάθυνσης της δημοκρατίας (δημοψηφίσματα, κλήρωση αξιωμάτων κτλ) και άλλα τέτοια είναι ζητήματα στα οποία δεν βλέπω καμιά πρόοδο. Μόνο την απλή αναλογική θα μπορέσουν ενδεχομένως να επιβάλουν οι πολιτικοί συσχετισμοί, αλλά, κι αυτή από μόνη της θα είναι απλά μια αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού εξουσίας μεταξύ των ολιγαρχιών. Από τα θεσμικά, στα οποία η κυβέρνηση έχει πολλούς βαθμούς ελευθερίας, μόνο τα θέματα που ενδιαφέρουν τους ξένους προχωρούν, όπως τα αντιρατσιστικά, η μείωση των πλαστικών και της γαρδούμπας κτλ.

Μετά από αυτά, πως να μην μιλήσω για μαυρίλα; Κι έχουμε και το προβλεπόμενο μπάχαλο που θα έρθει από τα τέλη του 2019 αν δεν ξαναβγεί ο Σύριζα, πράγμα που δεν είναι απίθανο. Με την ακυβερνησία που θα φέρει η απλή αναλογική (στην οποία θα καταφύγει ο Ανδρέας ... συγνώμη ο Αλέξης) και την αδυναμία εκλογής προέδρου την άνοιξη του 2020 ...! Κι όλα αυτά στα πρώτα βήματα της εξόδου από τα μνημόνια όταν η Ελλάδα θα πρέπει να βρει δρόμους ανάπτυξης κι όταν τα βάρη που θα σηκώσουν οι συνταξιούχοι κυρίως το 2019, το 2020 και εφεξής θα είναι ασήκωτα. Μπορεί να υπάρχει μια δικαιολογημένη αισιοδοξία πως η Ελλάδα βγαίνει επιτέλους από το τούνελ στο οποίο την έσπρωξε το παλιό πολιτικό σύστημα (ΝΔ και ΠαΣοΚ), ωστόσο για να γίνουμε κανονική χώρα υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα. Αναρωτιέμαι πόσοι θα τον αντέξουν ...

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Μελέαγρος και Αταλάντη

Μόλις τελείωσα ένα ακόμη βιβλίο. Είναι πάλι ένα "ιστορικό" μυθιστόρημα, και βάζω τα εισαγωγικά στη λέξη "ιστορικό" γιατί δεν έχει να κάνει με ιστορία το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η υπόθεση αλλά με την μυθολογία. Θα μπορούσε να είναι ένα "μυθολογικό" μυθιστόρημα αν ο όρος υπήρχε ή ήταν σε χρήση.
Ο τίτλος του είναι "ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ και ΑΤΑΛΑΝΤΗ" και υπότιτλός του "στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου". Η υπόθεση εκτυλίσσεται μια γενιά πριν τα Τρωικά (γύρω στο 1.300 π.Χ.) κι έχει να κάνει με ιστορίες που ξέρουμε από την Ιλιάδα και από τους τραγωδούς.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, εξ άλλου τρία κομμάτια (από τα κεφάλαια 1ο και 3ο) έχω δημοσιεύσει σε παλιότερες αναρτήσεις. Θέλω όμως να πω δυο μόνο λόγια για την αίσθηση που είχα όλον αυτόν τον καιρό που το έγραφα. Το άρχισα κάπου στις αρχές Απριλίου και το τελείωσα πριν λίγες μέρες. Θέλει ξαναδιάβασμα, γράψιμο, διορθώσεις, επιμέλεια κτλ. αλλά σε γενικές γραμμές γράφτηκε. Αυτόν τον ενάμιση μήνα βρέθηκα σε κόσμους εκπληκτικούς, κόσμους τιτάνων και θεών και ηρώων. Είδα τους ανθρώπους και τη φύση με ένα βλέμμα που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. Δεν ξέρω τι θα κερδίσουν οι αναγνώστες -αν φτάσει ποτέ σε αυτούς το βιβλίο- ξέρω όμως πως εγώ κέρδισα πολλά γράφοντάς το. Γιατί βέβαια για να γράψει κανείς μια σελίδα, διαβάζει δυο και σκέφτεται τρεις.

Αντί να λέω λόγια, θα παραθέσω ένα απόσπασμα ακόμη.
Είναι η ερωτική σκηνή, ανάμεσα σε Μελέαγρο και Αταλάντη. Αυτοί οι δυο έκαναν παιδί, τον Παρθενοπαί που ήταν κι ένας από τους Επτά επί Θήβαις. 
Η Αταλάντη ήταν παρθένα. Ο Μελέαγρος αφού καθάρισε με τους εχθρούς της Καλυδώνας ήρθε και την βρήκε. Την άλλη μέρα θα σκοτωνόταν από τον Απόλλωνα. Πάνω κάτω το ήξεραν κι οι δυο. Η περιγραφή είναι σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά η Αταλάντη και μας τα διηγείται σε χρόνο ενεστώτα.
Το απόσπασμα (ένα μέρος από 13ο κεφάλαιο):




Μιλά η ερωτευμένη Αταλάντη



    Είναι βράδυ, μετά την μεγάλη μάχη. Όλη μέρα πολεμούσε. Μέχρι το απόβραδο, ο Μελέαγρος είχε εξολοθρεύσει σχεδόν όλους τους Κουρήτες κι είχε σώσει την Αιτωλία. Έμενε μόνο να γίνει η σύλληψη του Θέστιου. Αύριο πια, με το ξημέρωμα, οι Αιτωλοί θα έμπαιναν στην Πλευρώνα, είτε με μάχη είτε με παράδοση. Η νίκη είχε κριθεί κι έμεναν τα μεθεόρτια. Η Καλυδώνα ήταν οριστικά ελεύθερη. Η Πλευρώνα από αύριο θα αποκτούσε ξανά το πατρώο της πολίτευμα χωρίς επικυρίαρχους Κουρήτες. Ο μέγας ήρωας εμψυχωτής και θριαμβευτής τιμήθηκε όσο κανείς άλλος από τον ευγνωμονούντα λαό της Αιτωλίας. Είπαν πως του αξίζει αιώνια τιμή και πως θα του αναγείρουν αγάλματα. Είπαν πως ραψωδοί θα τον υμνούν κι ότι το όνομά του θα χαραχθεί στις μαρμάρινες στήλες για να μείνει αθάνατο. Εκείνος, τους μάζεψε έξω από τα τείχη της Πλευρώνας κι έστησε τις σκοπιές. Τους είπε να τον περιμένουν να γυρίσει το ξημέρωμα. Έφυγε τρέχοντας για να με συναντήσει. Κι είναι τώρα μαζί μου.

    Τον έφερε ως τους πρόποδες ο Τειρεσίας. Ύστερα τον οδήγησε ως εμένα άλογο που του έδωσε ο Ασκληπιός. Σαν να μην πέρασε λεπτό από τη στιγμή του αποχωρισμού μας, ανταλλάξαμε φιλιά κι αγκαλιαστήκαμε θερμά. Κι είμαστε τώρα μαζί. Ανάβουμε μια φωτιά για να μας ζεσταίνει και να μας φωτίζει. Καθόμαστε κοντά της. Στην αρχή μου λέει τα καθέκαστα της ημέρας. Αν και μιλά για τον θάνατο στα μάτια του βλέπω τη ζωή.

    «Έτσι τελείωσαν οι Κουρήτες» μου λέει. «Κάποιοι λίγοι που επέζησαν έφυγαν προς την Ευρυτανία.»

    Ύστερα δεν μιλάμε σχεδόν καθόλου, μόνο κοιταζόμαστε. Στα μάτια του μέσα βλέπω τον κόσμο ολόκληρο και δεν με νοιάζει ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Με νοιάζει μόνο αυτή η στιγμή που είναι μια αιωνιότητα. Στο πρόσωπό του βλέπω να αποτυπώνεται το ίδιο συναίσθημα. Είναι κάτι σαν ωκεανός ή σαν ποτάμι ορμητικό. Απέραντο και θυελλώδες. Είναι έρωτας!

     Τρώμε, πίνουμε, γελάμε, απολαμβάνουμε την φύση γύρω μας, τον έναστρο ουρανό, τι μυρωδιές των δένδρων. Λίγο μετά, εκείνο το βράδυ, ξαπλώνουμε μαζί. Με αγκαλιάζει και με σφίγγει στα δυνατά του μπράτσα. Εγώ κουρνιάζω στα χέρια του, πάνω στο στήθος του, ήρεμη, ανακουφισμένη, ευτυχής.

     «Δεν ξέρω αν είμαι ήρωας στ’ αλήθεια ή ενεργούμενο των θεών. Ξέρω όμως, σίγουρα, πως είμαι ερωτευμένος» μου λέει.

     «Δεν ξέρω πώς να αγαπώ» του ψιθυρίζω. «Είμαι παρθένα κι ανέγγιχτη. Δεν ξέρω αν είμαι ηρωίδα, ξέρω όμως, σίγουρα, ότι είμαι ερωτευμένη.»

     Κλείνουμε κι οι δυο τα μάτια κι ονειρευόμαστε. Τον βλέπω πάνω σε μια κορυφή του Αράκυνθου. Είναι ένα όρνεο μεγάλο σαν αετός, κυανόχρους, με βλέμμα γερακιού και με πόδια δυνατά σαν του Πήγασου. Είναι ένας φτερωτός ιππαετός. Εγώ είμαι ένας κύκνος στον Πάρνωνα, με ωχρά πόδια φοράδας, κατάλευκο σώμα και με μακριά πορφυρά χαίτη. Ξέρω πως όπως μας βλέπω εγώ, έτσι μας βλέπει κι εκείνος. Σφίγγω το χέρι μου και νιώθω την παλάμη του να με σφίγγει κι αυτή. Σφίγγω τα πόδια μου και νιώθω το κορμί του να με αγκαλιάζει.

     «Κύκνεια παρθένα, είμαι ο ιππαετός Μελέαγρος και θέλω να κάνουμε μαζί ένα παιδί» μου φωνάζει από τον Αράκυνθο.

     «Ήρωα ελευθερωτή, είμαι η ανέγγιχτη Αταλάντη και θέλω να κάνω μαζί σου ένα παιδί» του φωνάζω από τον Πάρνωνα.

     «Γιατί φοράς φτερούγες στα πλευρά» με ρωτά.

     «Γιατί μόλις με πλησιάσεις θα πετάξω σαν κύκνος στον ουρανό» του απαντώ.

     «Θα σε κατακτήσω» μου λέει. Ακούγεται σαν υπόσχεση.

     Πετάγομαι ψηλά στον σκοτεινό ουρανό, που τον φωτίζουν μόνο το φεγγάρι και τα άστρα και ξοπίσω μου τρέχει ο ιππαετός. Πετάμε κι οι δυο πάνω απ’ τα βουνά και τους κάμπους, γλιστράμε στα χωράφια και αγγίζουμε τα σπαρτά. Δεν ακούγονται χτυπήματα από τις οπλές μας, μόνο ο αγέρας που σκίζεται στα δυο καθώς τον διασχίζουμε. Έχει σταθεί η σελήνη, μας κοιτάζει. Τα άστρα έχουν διακόψει για λίγο την κυκλική τροχιά τους και μας κοιτάζουν. Δεν υπάρχει πιο χαρούμενος καλπασμός από τον δικό μας. Τι άλογα υπέροχα που είμαστε. Ίππος κι αετός εκείνος, θηλυκός ίππος και κύκνος εγώ. Δεν είναι γήινη η ομορφιά μας, είναι θεϊκή. Καλπάζουμε όχι στην γη, μα, στον αέρα. Καλπάζοντας ο ιππαετός με προλαβαίνει κι αγγίζει το φτερό του στο πλάι μου. Κάνω να ξεφύγω μα δεν μπορώ. Ημερεύω. Πετάμε μαζί καθώς αφήνεται κι εκείνος στην ορμή μου. Τρέχουμε με μεγάλη ταχύτητα προς την Ηώ, την Αυγή.

     «Όχι στην Ηώ, εκεί κοντά είναι ο Ήλιος» του φωνάζω.

     «Δεν με νοιάζει ο Ήλιος, είμαι ευτυχισμένος» μου φωνάζει.

     «Στην Ηώ θα τελειώσει το ταξίδι» φωνάζω στον ιππαετό. «Ας γυρίσουμε πίσω να κρατήσει κι άλλο.»

     «Όλα τελειώνουν κάποτε» μου λέει εκείνος ιδρωμένος από το απίστευτο τρεχαλητό και το έξοχο παιχνίδι. «Όπως τελείωσε ο Καλυδώνιος Κάπρος, έτσι θα τελειώσω κι εγώ.»

     «Σ’ αγαπώ, κι είμαι ευτυχισμένη» του φωνάζω, «και ... θα γεννήσω το δικό σου παιδί!»

     Με αφήνει για λίγο. Μου λείπει το άγγιγμά του αλλά δεν παύω να καλπάζω μόνη μου στον αέρα. Απολαμβάνω τον ψυχρό και σκοτεινό ουρανό και χαιρετώ τα άστρα που χαίρονται με την χαρά μου. Γυρνώ αργά τον κύκνειο λαιμό μου προς το μέρος του ιππαετού συντρόφου μου. Στρέφω το αλογίσιο σώμα μου, τρέχω να τον προλάβω. Πέφτουμε μαζί.

     «Είμαι ευτυχισμένος» μου λέει όταν φτάνω. Με χαϊδεύει απαλά στον λαιμό αγγίζοντάς με τρυφερά. Πέφτει μόνος του.

     Ξυπνάω τρομαγμένη. Κρατιέμαι σφιχτά στην αγκαλιά του. Ξυπνά κι εκείνος. Ξέρω πως έχουμε ζήσει το ίδιο όνειρο.

     «Είσαι όμορφη, Κυκνοφοράδα» μου λέει χαμογελώντας.

     «Κι εσύ, Ιππαετέ» του απαντώ.

     «Ξημερώνει, πρέπει να φύγω» μου λέει.

     «Να σε περιμένω εδώ;» τον ρωτάω.

     «Έχω υποχρεώσεις με τους Ολύμπιους και τους Χθόνιους θεούς, δεν ξέρω πότε θα τελειώσω με όλα αυτά» μου λέει.

     Αγγίζω την κοιλιά μου. Ξέρω πως έχω συλλάβει το παιδί μας. Τον έχω κιόλας ονομάσει: ο Παρθενοπαίς.